Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Ἡ ἐκκλησία τῆς χήρας Ἀναστασίας. Μέρος Β'. Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά. Γέροντος Κλεόπα Ἡλιέ


Ἡ ἐκκλησία τῆς χήρας Ἀναστασίας. Μέρος Β'
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά


Ὅταν εἶδε τόσο κόσμο καί τόσα ἀφιερώματα, διότι ἡ ἐκκλησία ἦταν στολισμένη σάν νύμφη μέ τά πολλά δῶρα καί τά στολίδια της, ἐπῆγε στίς εἰκόνες, τελευταία ἀπό τίς ἄλλες γυναῖκες, νά προσκυνήση. Γριά πονεμένη μέ πρόσωπο χαραγμένο ἀπό τά γεράματα, μέ ἕνα παλιό μαῦρο μαντήλι στό κεφάλι, μέ τσαρούχια στά καλαμένια πόδια της, καμπουριασμένη, νά πῶς προσευχόταν στόν Θεό:
-Κύριε, συγχώρεσέ με, διότι δέν ἔφερα κανένα δῶρο στήν ἐκκλησία σου!  Δέν ἔχω τίποτε. Ὁ βασιλεύς εἶναι βασιλεύς καί στήν γῆ καί θά εἶναι καί στόν οὐρανό! Ἀλλά ἐγώ, ἡ πτωχή, δέν εἶχα χρήματα, δέν εἶχα νά φέρω κάτι...
Προσευχόταν μέ δάκρυα.
Ἦλθε καί ὁ βασιλεύς Νικηφόρος Βοτανειάτης μέ τήν συνοδία του, μέ τούς σωματοφύλακές του μέ ὅλη τήν βασιλική ἀκολουθία. Στό κεφάλι του φοροῦσε τό χρυσό στέμμα του, τό ὁποῖον λαμποκοποῦσε ἀπό τίς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καί ἦταν ἐνδεδυμένος μέ κόκκινα βασιλικά ροῦχα καί μέ χλαμύδα.
Τώρα ἀνέβαινε τά σκαλιά. Πρίν νά μπῆ στήν ἐκκλησία, ὁ πρωτοσπαθάριος τοῦ βασιλέως, πού ἐκαλεῖτο Πέτρος, τοῦ ἔδειξε τήν ἐπιγραφή πού ἦταν πάνω ἀπό τήν πόρτα εἰσόδου: «Μεγαλειότατε, προσέξτε τήν ἐπιγραφή. Σᾶς ἀρέσει;» Εἴδατε σέ ἐκκλησίες, σέ μοναστήρια, σέ ἱστορικά μνημεῖα ὅτι γράφονται οἱ κτήτορές τους πάνω ἀπό τίς εἰσόδους τῶν θυρῶν τους.
Ἦταν μία μεγάλη μαρμάρινη πλάκα, ὅπου εἶχαν γραφτῆ τά ἑξῆς μέ χρυσᾶ γράμματα: Στό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἵδρυσα αὐτήν τήν ἁγία ἐκκλησία μέ ἔξοδά μου, ἐγώ ὁ βασιλεύς Νικηφόρος Βοτανειάτης». Καί ὁ πρωτοσπαθάριός του, τόν ἐρώτησε: «Σᾶς ἀρέσει;»
-Πάρα πολύ. Τοῦ ἄρεσε πολύ ἡ ἐπιγραφή.
Καί εἰσῆλθαν στήν ἐκκλησία ὁ βασιλεύς μέ πολλούς στρατηγούς γιά νά ἰδοῦν πῶς στολίσθηκε ἡ ἐκκλησία γιά τά ἐγκαίνιά της τήν ἑπόμενη ἡμέρα. Εἶχαν ἁγιογραφηθῆ ὡραῖες εἰκονογραφίες, εἶχαν τοποθετηθῆ ἐπίχρυσες εἰκόνες, ὡραῖα κουρτινάκια, χρυσᾶ  καλύμματα, πολυκάνδηλα, κιβώτια, ἱερά ποτήρια, Εὐαγγέλια καί ὅτι, ἄλλο ἦταν ἀπαραίτητο.
Ἡ γιαγιά Ἀναστασία, ἡ ὁποία ἔφερε σάν δῶρο ἕνα δεμάτι χόρτα ἦταν ἐκεῖ καί ἔκλαιγε μπροστά στίς εἰκόνες.
Τήν στιγμή ἐκείνη ἄγγελος Κυρίου ἄλλαξε τήν ἐπιγραφή τοῦ βασιλέως. Ἔγραψε πολύ πιό ὡραία καί μέ χρυσᾶ γράμματα: «Εἰς δόξαν τῆς Παναγίας Τριάδος, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἵδρυσα αὐτή τήν ἱερά ἐκκλησία μέ ὅλα τά ἔξοδά μου, ἐγώ ἡ χήρα Ἀναστασία».
Οἱ ἄνθρωποι ἄρχισαν νά διαβάζουν:
-Τί γράφει ἐκεῖ ἐπάνω στήν ἐπγραφή;
Τί γράφει;
-Κυττᾶξτε, ὅτι μία γυναῖκα ἵδρυσε τήν ἐκκλησία!
-Ἀλλά πρίν, ὅταν μπῆκε μέσα ὁ βασιλεύς ἦταν γραμμένο τό ὄνομά του!
-Ἀλλοίμονο, ἐάν τό ἀκούσει καί τό ἰδῆ ὁ βασιλεύς!
Ἡ σκάλα εἶχε ἀπομακρυνθῆ ἀπό τήν ἐκκλησία καί δέν μποροῦσε κανείς νά εἰπῆ ὅτι κάποιος ἀνέβηκε καί ἄλλαξε κάτι ἀπό τήν ἐπιγραφή.
-Ἄλλωστε μόλις τώρα μπῆκε ὁ βασιλεύς στήν ἐκκλησία καί τήν ἐδιάβασε. Ποιός ἠμποροῦσε τόσο γρήγορα νά ἀλλάξη τά λόγια; Αὐτό εἶναι ἕνα μεγάλο θαῦμα!
Οἱ ἄνθρωποι πού εἶδαν αὐτό τό θαῦμα ἐφοβοῦντο νά τό εἰποῦνε στόν βασιλέα καί ἐπῆγαν στόν βοηθό του,  τόν Πέτρο, δηλ. θά ἐλέγαμε σήμερα στόν ὑπουργό τῶν ἐσωτερικῶν.
-Κύτταξε, ἐξοχώτατε, τί μεγάλο θαῦμα συνέβη ἐκεῖ ἐπάνω! Κύτταξε τί εἶναι γραμμένο στήν ἐπιγραφή!
-Νά ἰδοῦμε καλλίτερα. Ναί, μᾶλλον ἔχετε δίκαιο. Εἶναι μεγάλο θαῦμα! Περιμένετε νά καλέσω τόν βασιλέα! Ἡ Μεγαλειότης σας ἠμπορεῖτε νά ἔλθετε μέχρι τόν νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας;
Ὁ βασιλεύς ὑπήκουσε, διότι εἶχε ἐμπιστοσύνη στόν μεγάλο αὐτόν σύμβουλόν του.
Ἐπῆγε ἐκεῖ κοντά. Ὅταν τό ἀντίκρυσε τό θαῦμα αὐτό, ἔμεινε ἔκθαμβος:
-Μά, μόλις πρίν λίγα λεπτά ἐμπήκαμε στήν ἐκκλησία καί ἡ ἐπιγραφή εἶχε τό ὄνομά μου! Τί συμβαίνει;
-Πιστεύω ὅτι ἦταν δικό σου τό ὄνομα, ὦ βασιλεῦ. Ὅλος ὁ κόσμος τό ξέρει. Ἀλλά κύτταξε τί εἶναι γραμμένο τώρα!
-Ἀλλοίμονο σέ μένα τόν ἁμαρτωλό! Ἐδῶ εἶναι ἕνα μεγάλο θαῦμα! Κανένας δέν ἠμποροῦσε νά τό κάνη αὐτό, παρά μόνον ὁ Θεός! Ἔχασα τήν εὐλογία τῆς ἐκκλησίας, διότι τήν ἵδρυσα μέ ὑπερηφάνεια! Καί ὁ Θεός τήν ἔδωσε σέ κάποια χήρα γυναῖκα!
Συγκέντρωσε τούς αὐλικούς καί συμβούλους του καί τούς εἶπε:
-Δέν θά γίνουν τά ἐγκαίνια τῆς ἐκκλησίας μέχρι νά μάθουμε ποιά εἶναι αὐτή ἡ χήρα Ἀναστασία! Ὅταν τήν βροῦμε, τότε θά ἁγιασθῆ ὁ ναός στό ὄνομα ἐκείνης, διότι σ᾿ αὐτήν τήν ἔδωσε τήν ἐκκλησία ὁ Θεός, διότι εἶναι ἀνώτερη καί μεγαλύτερη ἀπό μένα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ἔδωσε διαταγή νά σταλῆ μήνυμα σέ ὅλη τήν αὐτοκρατορία του καί νά ἀναζητηθῆ ἡ χήρα Ἀναστασία.
Ἀλλά ὁ Θεός, ὅταν θέλει νά ἀποκαλύψη ἕνα πρᾶγμα γρήγορα, τό ἀπεκάλυψε σέ μιά ἄλλη χήρα, ἡ ὁποία ἔμοιαζε μέ τήν Ἀναστασία καί εὑρισκόταν ἀνάμεσα στόν κόσμο.
-Γιατί ἐρωτᾶτε;
-Ζητοῦμε τήν χήρα Ἀναστασία, τήν τάδε, τήν ὁποία γυρεύει ὁ βασιλεύς.
-Τήν χήρα Ἀναστασία ἐγώ τήν γνωρίζω! Μένει στήν ἄκρη τῆς πόλεώς μας σ᾿ ἕνα καλυβόσπιτο.
-Ἀλήθεια, γιαγιά; Ἄϊντε, πᾶμε νά πληροφορήσης καί τόν βασιλέα.
-Καί εἶπε στόν βασιλέα τόν τόπο, ὅπου εὑρισκόταν ἡ χήρα Ἀναστασία. Ἐκεῖνος ἔστειλε στρατιῶτες μέ τ᾿ ἄλογά τους νά τήν ἀναζητήσουν καί νά τήν φέρουν στήν ἐκκλησία.
-Κρυφθῆτε καί μήν τήν τρομάξετε. Νά τῆς πῆτε ὅτι ὁ βασιλεύς δίνει στά ἐγκαίνια τῆς ἐκκλησίας σέ ὅλες τίς χῆρες ἀπό ἕνα ὡραῖο σκεῦος. Νά μή φοβηθῆ καί νά ἔλθη κι αὐτή νά πάρη τό δῶρο της. Αὐτά τούς εἶπε ὁ βασιλεύς.
Ἡ ἀποστολή τῶν καβαλλαρέων στρατιωτῶν πραγματοποιήθηκε. Ἔφθασαν γρήγορα στήν ἄκρη τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τήν ἀναζητοῦσαν.
Ἐκεῖ συνάντησαν μερικά παιδιά, τά ὁποῖα ἔπαιζαν μέ τούς κύκλους.
-Ἔε, παιδιά, δέν γνωρίζετε ἐδῶ, ποῦ μένει ἡ γιαγιά Ἀναστασία;
Ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα, τούς εἶπε:
-Ἡ γιαγιά Ἀναστασία μένει ἐκεῖ στόν κῆπο.
Τώρα εἶναι στό σπίτι;
-Ὄχι δέν εἶναι. Ἐπῆγε μ᾿ ἕνα δεμάτι χόρτα στήν πλάτη της ἐκεῖ στήν ἐμποροπανήγυρι.
Τά παιδιά δέν ἤξεραν ὅτι ἐκεῖ θά γινόταν τά ἐγκαίνια τῆς ἐκκλησίας. Ἐνόμιζαν ὅτι θά γίνη ἐμποροπανήγυρις.
-Ἄς ἰδοῦμε πρῶτα, μήπως εἶναι στό σπίτι της.
Ἔφθασαν ἐκεῖ στήν πόρτα του καλυβιοῦ της καί τί νά ἰδοῦν! Τί κλειδωνιές καί μάνδαλοι ἦταν ἐκεῖ! Αὐτή πού δέν εἶχε τίποτε μέσα, ἦταν τόσο φοβισμένη καί εἶχε τόσες κλειδωνιές καί σύρτες! Αὐτά ἦταν σημεῖο ὅτι ἡ γιαγιά δέν ἦταν μέσα. Παρότι δέν εἶχε κάτι νά τῆς κλέψουν, εἶχε κλειδωμένο τό καλυβάκι της μέ τόσες κλειδωνιές! Κατάλαβαν ὅτι εὑρισκόταν στά ἐγκαίνια τῆς ἐκκλησίας.
Ἐπέστρεψαν οἱ στρατιῶτες καί ἔδωσαν ἀναφορά στόν  βασιλέα:
-Μεγαλειότατε, προσκυνοῦμεν. Εὑρήκαμε τό καλυβάκι της στήν ἄκρη τῆς πόλεως. Τά παιδιά μᾶς εἶπαν ὅτι ἡ γιαγιά Ἀναστασία εἶναι ἐδῶ ἀνάμεσα στόν κόσμο. Τότε ὁ βασιλεύς τούς εἶπε:
-Ἐάν τήν εὕρωμεν θά εἶναι μεγάλο θαῦμα αὐτό γιά ἐμᾶς!

Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010
 
7 Ἰουλίου 2013

Για να διαβάσετε τα υπόλοιπα πατήστε  Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.