Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

Δυσκολίες. Μέρος Ι'. Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος


 Δυσκολίες. Μέρος Ι'
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα 

Τό 1912 ἔπεσε μιά μεγάλη ἐπιδημία ἱλαρᾶς. Μέχρι τότε ἤξερα πώς ἦταν παιδική ἀρρώστια. Στήν Καμτσάτκα ὅμως προσέβαλε καί τούς μεγάλους.
Κατά ἑκατοντάδες πέθαιναν οἱ ἄνθρωποι σ’ ὅλη τή χερσόνησο.  Βοήθεια καμιά καί ἀπό πουθενά.  Μόνο ἕνας γιατρός βρισκόταν τότε στή Γιζίγ, ἀλλά κι αὐτός, πανικόβλητος ἀπό τό κακό πού γινόταν, κλείστηκε μέσα στό σπίτι του.  Φοβόταν μήπως προσβληθεῖ κι ὁ ἴδιος ἀπό τήν ἀρρώστια.
Τόν ζητοῦσαν ἀπό κάθε γωνία τοῦ τόπου γιά βοήθεια, ἐκεῖνος ὅμως δέν ξεμύτιζε.  Κάποτε ἔφταναν μέχρις ἐκεῖ οἱ ἄρρωστοι. Ὁ γιατρός τότε τούς ἔκανε τή χάρη νά ἐμφανίζεται πίσω ἀπό τά τζάμια τοῦ κλειστοῦ παραθύρου του καί μέ νεύματα νά τούς καλεῖ κοντά.
Μέ μορφασμούς καί χειρονομίες πάσχιζε νά τούς δίνει τίς ἰατρικές του συμβουλές.  Φυσικά οἱ δύστυχοι ἀσθενεῖς ποτέ δέν καταλάβαιναν τή βουβή, ἰδιόμορφη γλώσσα του. Ἔφευγαν τελικά ἀπογοητευμένοι, ἐνῶ ἐκεῖνος συνέχιζε νά κουνάει ἀπελπισμένος τά χέρια του πίσω ἀπό τά τζάμια.
Ὁλόκληρες οἰκογένειες ἤ καί χωριά ἀπεδεκάτισε τότε ἡ ἀχόρταγη ἐπιδημία. Νά μιά συνηθισμένη σχετική σκηνή: Ἀπό μία ἑπταμελή οἰκογένεια, πεθαίνει πρῶτος καί ἀβοήθητος ὁ πατέρας. Ἀκολουθοῦν διαδοχικά τά δύο μεγαλύτερα ἀγόρια.  Στό κρύο πάτωμα τῆς καλύβας, δίπλα στό πτῶμα τοῦ πατέρα, ψυχοραγεῖ ἡ μητέρα.  Πάνω στό ἡμίγυμνο σῶμα της σέρνεται, παγωμένο καί πεινασμένο, τό μικρό της βρέφος.
 Ἡ φωτιά ἔχει σβήσει πρό πολλοῦ, κι ὁ κρύος ἀέρας σφυρίζει ἀνατριχιαστικά καθώς εἰσορμᾶ ἀπό τ’ ἀνοίγματα μέσα στήν καλύβα. Ἡ μεγαλύτερη κόρη, πού βγῆκε ἔξω γιά νά βρεῖ μερικά ξύλα, καί ν’ ἀνάψει πάλι τή φωτιά, πέφτει νεκρή στό χιόνι.  Μετά ἀπό λίγο ἀφήνει κι ἡ μητέρα τήν τελευταία της πνοή, ἐνῶ τό βρέφος σιγοκλαίει πασχίζοντας μάταια νά βυζάξει λίγο γάλα ἀπ’ τό μαραμένο της στῆθος.  Δέν θ’ ἀργήσει κι ἐκεῖνο νά σωπάσει γιά πάντα, κολλημένο στό μητρικό κορμί.
Ἔτσι ξεκληρίστηκε μιά οἰκογένεια. Σώθηκε μόνο ἡ μικρότερη κόρη, πού τήν πρόλαβαν καί τήν περιέθαλψαν οἱ γείτονες. ἀπό κείνη ἄκουσα μέ σφιγμένη τήν καρδιά τόν τραγικό θάνατο τῶν δικῶν της.
Μέ παρόμοιο τρόπο πέθαναν πολλοί. Ὅποιος νεκρός ἦταν βαπτισμένος χριστιανός, τόν ἔγραφαν σ’ ἕνα κατάλογο γιά νά τοῦ κάνουν τά μνημόσυνα. Ὅποιος ἦταν εἰδωλολάτρης, τόν ἔκαιγαν καί σκόρπιζαν τή στάχτη του στήν ἐρημική τούντρα.
Δέν ἦταν ὅμως μόνο ἡ ἱλαρά πού ταλαιπώρησε τούς ἰθαγενεῖς.  Στά χρόνια τῆς παραμονῆς μου στήν Καμτσάτκα βρέθηκα ἀντιμέτωπος μέ πολλῶν εἰδῶν ἀσθένειες, ἀπό τίς ὁποῖες πάντως ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μέ θαυμαστό τρόπο μέ προφύλαξε.  Βρέθηκα πολλές φορές στό ἐπίκεντρο θανατηφόρων ἐπιδημιῶν.  Κι ὅμως οὐδέποτε μέ χτύπησε ἀρρώστια, παρ’ ὅλο πού δέν ἔπαιρνα ἰδιαίτερα προφυλακτικά μέτρα.
Τό 1916 –εἶχα ἤδη χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπος- ξεκίνησα γιά μιά πολύμηνη περιοδεία στά βάθη τῆς καμτσατκικῆς χερσονήσου. Ἔφτασα στό χωριό Γονέλσκ. Ἤξερα, ἀπό παλαιότερες ἐπισκέψεις μου, πώς  ἦταν ἕνα ζωντανό, πολυάνθρωπο χωριό. Γι’ αὐτό παραξενεύθηκα, ὅταν, πλησιάζοντας πρός τά κεῖ, τά σκυλιά τῶν ἑλκήθρων μου δέν γαύγισαν ὅλα μαζί χαρούμενα, ὅπως ἔκαναν πάντα μόλις ὀσφραίνονταν ἀνθρώπους. Μόνο δύο-τρία οὔρλιαξαν συνθηματικά στά σκυλιά τοῦ χωριοῦ. Δέν πῆραν ὅμως καμιά ἀπάντηση.  Νεκρική σιγή. Οὔτε ἄθρωποι οὔτε ζῶα φαίνονταν πουθενά.  Μπήκαμε στό χωρίο. Ὅλες οἱ καλύβες ἦταν κλειστές καί τά παράθυρα καρφωμένα. Περνώντας ἀπό τό κοιμητήριο, παρατήρησα πολυάριθμους καινούργιους σταυρούς.
Συνάντησα ἐπιτέλους ἕναν ἄνθρωπο. Ἦταν ὁ γεωργικός ἐπίτροπος.
-Τί συμβαίνει ἐδῶ πέρα; τόν ρώτησα.
-Μᾶς χτύπησε ἡ μαύρη εὐλογιά.  Σχεδόν ὅλοι νεκροί.  Κανείς δέν θ’ ἀπομείνει. Ἐννιά εἴμαστε ὅλοι κι ὅλοι οἱ ζωντανοί. Ἀλλά μόνο ἐγώ στέκομαι ἀκόμα στά πόδια μου. Οἱ ἄλλοι εἶναι κάτω...
Ἔφριξα μέ τή θεομηνία.
Μπήκαμε σέ μιά καλύβα.  Στό πάτωμα, πάνω στό σανό, ἦταν ξαπλωμένα ὀκτώ ἄτομα. Ὅλοι ψυχοραγοῦσαν.  Συνταρακτικό τό θέαμα.  Καί τό πιό φοβερό: Σέ μιά γωνιά, πάνω σ’ ἕνα δεμάτι σανό, μιά τραγική λεχώνα βασανιζόταν ἀπό τίς ὠδίνες τοῦ τοκετοῦ καί τήν ἀγωνία τοῦ θανάτου, ἐνῶ δίπλα της ἀργοπέθαινε ἡ μαμή, πού εἶχε τρέξει νά τῆς συμπαρασταθεῖ στίς δύσκολες στιγμές.
Τά σώματα τῶν ἀρρώστων ἦταν καλυμμένα μέ μαῦρες πυώδεις πληγές.  Παρά τήν κατάστασή τους, τά πρόσωπά τους φωτίστηκαν ὅταν μέ εἶδαν.
-Δεσπότη μας! Δεσπότη μας!  φώναξαν χαρούμενα. Ἐπιτέλους, σέ ἀντικρύζουμε!  Μᾶς λυπήθηκε ὁ Θεός.  Σέ παρακαλοῦμε, κοινώνησέ μας γιά νά πεθάνουμε εἰρηνικά.
Ἐξομολογήθηκαν, συγχωρέθηκαν μεταξύ τους, κι ὕστερα κοινώνησαν μέ πηγαία χαρά καί γαλήνη. Ἦταν ἕνα ἀπερίγραπτο, θαυμαστό καί συνάμα φοβερό θέαμα, νά βλέπεις ἐκεῖνα τά ἀπαίσια μαῦρα πρόσωπα τῶν ἑτοιμοθάνατων λουσμένα στό φῶς τῆς χαρᾶς τοῦ Κυρίου.  Κατασυγκινημένος ἄφησα ἐκεῖνο τό σπίτι τοῦ θανάτου, ἀφοῦ διάβασα ἀπό τό εὐχολόγιο μερικές εὐχές γιά τήν εἰρηνική ἀναχώρηση τῶν ψυχῶν τῶν ἀρρώστων. Ἔπειτα πῆγα στό κοιμητήριο καί διάβασα τή νεκρώσιμη ἀκολουθία.  Ποτέ πρίν δέν εἶχα φανταστεῖ πώς θά τελοῦσα κάποτε τήν ἀκολουθία αὐτή γιά ἕνα ὁλόκληρο χωριό.

Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001
σελ.145-159

Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο  Ἀναβάσεις

 Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.