Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Πορεία πρός τό ἄγνωστο. Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος. Μέρος ΣΤ'


 Πορεία πρός τό ἄγνωστο. Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος. Μέρος ΣΤ'

Μιά μέρα, μέ τό πρῶτο τραῖνο, ξεκίνησα γιά τό Βλαντιβοστόκ. Ἔφτασα ἐκεῖ πρίν τό μεσημέρι. Ἤμουν κακόκεφος. Γιά νά διασκεδάσω τήν ἀθυμία μου ἄρχισα νά περπατῶ στούς δρόμους. Ἦταν μιά εὐκαιρία νά γνωρίσω τό σπουδαιότερο ἀστικό κέντρο τῆς βορειοανατολικῆς Ρωσίας, τό κοντινότερο στήν ἱεραποστολική περιοχή μου καί ἔδρα τοῦ ἐπισκόπου μου.
Μεσημέριασε καί πείνασα.
 Βρῆκα ἕνα ἐστιατόριο στήν ἀκροθαλασσιά, μέσα σ’ ἕνα ὄμορφο κῆπο.  Καί μέσα στόν κῆπο δυό μικρά ἐξημερωμένα ζῶα, ἕνα μαϊμουδάκι κι ἕνα ἀρκουδάκι, ἔτρεχαν ἐλεύθερα καί ἔπαιζαν.  Μόλις μπῆκα, μέ πλησίασε ὁ ἑστιάτορας. Εὕχαρις καί ὁμιλητικός, μοῦ συστήθηκε ἀμέσως –λεγόταν Β.Μ. Σούϊν- καί στρογγυλοκάθησε δίπλα μου.
Ἦταν συμπαθέστατος. Ἡ πρωινή κακοκεφιά μου ἐξατμίστηκε  μέ τίς χαριτωμένες διηγήσεις του καί τίς πληροφορίες πού μοῦ ἔδωσε. Ὁλοπρόθυμα ἀπαντοῦσε στίς ἐρωτήσεις μου γιά τήν πόλη, τήν ἐπαρχία, τούς ἀνθρώπους της, τά προβλήματά τους.  Γιά τόν ἀρχιεπίσκοπο εἶχε νά πεῖ τά καλύτερα λόγια.
Ἦταν μάλιστα συχωριανός του, ἀπό τό Τούλσκ. Ὁλόκληρη ἡ ἐπαρχία, μοῦ εἶπε, λάτρευε τό δεσπότη γιά τήν ἀγάπη, τήν πραότητα, τήν ταπείνωση καί τή φιλανθρωπία του.
Εἴπαμε πολλά. Πολλά καί χρήσιμα γιά μένα.  Κάποτε ὁ καλοκάγαθος ἐστιάτορας σηκώθηκε, ζητώντας συγνώμη. Ἔμεινα μόνος.
Τό τραπεζάκι μου ἦταν δίπλα στή θάλασσα.  Κάθε τόσο τά κύματα ἔπαιρναν φόρα καί ὁρμοῦσαν καταπάνω μου ἀφρίζοντας.  Δέν κατάφερναν ὅμως ποτέ νά μέ φτάσουν. Ἔσκαγαν μέ θόρυβο λίγα μέτρα μακρύτερα ἀπό τά πόδια μου, λούζοντας τίς μεγάλες στρογγυλές πέτρες τῆς παραλίας.
Ἀφαιρέθηκα κοιτάζοντας τή θάλασσα. Λίγο πιό πέρα ἡ μαϊμού καί τ’ ἀρκουδάκι ἔπαιζαν κυνηγητό. Ἡ μαϊμού, πιό εὐκίνητη καί πιό σκανταλιάρα, ἦταν ἡ νικήτρια σέ ὅλα τά παιχνίδια.
Ξαφνικά, ἔγινε κάτι τό ἐντελῶς ἀπροσδόκητο: Ἡ μαϊμού μ’ ἕνα σάλτο πήδηξε πάνω στό τραπεζάκι μου.  Πρίν προλάβω ν’ ἀντιδράσω, ἔχωσε τό μαυριδερό, τριχωτό χέρι της μέσα σέ μιά πιατέλα μέ πιπεριές καί τίς ἔβαλε μονομιᾶς στό στόμα. Οἱ πιπεριές ὅμως ἦταν ἀπό κεῖνες τίς καυτερές σάν φωτιά, πού ἕνα μικρό κομματάκι τους εἶν’ ἀρκετό γιά νά κατακάψει καί στόμα καί σωθικά. Μόλις λοιπόν τίς καταβρόχθισε, πῆρε φωτιά ὁλόκληρη.
Ἄρχισε νά χτυπιέται καί νά τσιρίζει σάν τρελή. Ἀναποδογύρισε, ἔσπασε κι ἔχυσε ὅ,τι βρισκόταν πάνω στό τραπέζι. Δοκίμασα νά τή σταματήσω, ἀλλά ὅρμησε ἐναντίον μου.  Δέν κατάλαβα γιά πότε βρέθηκε πάνω στό κεφάλι μου. Ἄρχισε νά τραβάει μανιασμένα τά μαλλιά μου, τρίβοντας μ’ αὐτά τό στόμα της, πού καιγόταν ἀπό τίς πιπεριές.  Προσπάθησαν νά τήν ἀπομακρύνω, ἀλλά εἶχε γαντζωθεῖ γερά στό κεφάλι μου. 
Σηκώθηκα καί ἄρχισα νά καλῶ σέ βοήθεια.  Ὁ πόνος μέ τρέλαινε καθώς ἡ μαϊμού ξερίζωνε τίς τρίχες μου. Ἀσθμαίνοντας καί κραυγάζοντας ἔτρεξε κοντά μου ὁ ἐστιάτορας, πού μέ δυσκολία τήν ξεκόλλησε ἀπό τό κεφάλι μου μαζί μέ ἀρκετές τοῦφες ἀπό τά μαλλιά μου.
Ἀφοῦ συνῆλθα ἀπό τό κωμικοτραγικό αὐτό περιστατικό, πῆρα τό δρόμο γιά τό σπίτι τοῦ π. Νικολάου Τσιστιακώφ, ὅπου, ὅπως εἶπα πιό πάνω, ἦταν τό κατάλυμα τοῦ δεσπότη στό Βλαντιβοστόκ. Ἐκεῖ θά ἔμενα κι ἐγώ γιά λίγες ἡμέρες.
Ἀφοῦ πῆρα ἀπό τόν καλό γέροντα καί τήν πρεσβυτέρα του μερικές πληροφορίες γιά τήν πόλη καί τά κατατόπια της, ἔφυγα γιά δουλειές.
Ξόδεψα ὅλο τό ἀπόγευμα σέ κάποιες ἀναγκαῖες μικροπρομήθειες καί σέ γραφειοκρατικές διατυπώσεις ἀπαραίτητες γιά τό ταξίδι μου στήν Καμτσάτκα.
Τό βράδυ πῆρα μιά κινέζικη ἅμαξα γιά νά γυρίσω στό σπίτι. Ἡ ἅμαξα προχωροῦσε ἀργά καί λικνιστά. Ἤμουν βυθισμένος σέ σκέψεις.  Νύσταζα. Περάσαμε τήν ἠλεκτροφωτισμένη κεντρική λεωφόρο Σβετλάνκα καί στρίψαμε στήν ὁδό Ἀλεούτσκυ, πού ἦταν βυθισμένη στό σκοτάδι. Ὁ δρόμος αὐτός ἦταν πολύ ἀνηφορικός. Ἡ ἅμαξα ἔκοψε ταχύτητα. Ἄρχισε νά προχωράει ἀργά-ἀργά, τρίζοντας κι ἀγκομαχώντας.  Καί τότε, γιά πρώτη φορά, βρέθηκα ἀντιμέτωπος μέ τήν ἀθλιότητα τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς τοῦ λιμανιοῦ.  Νά τί συνέβη:
Ἀντίθετα πρός τήν ἅμαξα ἔρχονταν πεζοί ἕνας ἄντρας καί δυό γυναῖκες.  Μέσα στό πηχτό σκοτάδι δέν ξεχώρισα παρά μόνο τίς σιλουέτες τους. Ὅταν πλησίασαν, μιά ἀπό τίς γυναῖκες φώναξε:
-Γειά σου, παπουλάκο!
Κι ἔτρεξε κοντά μου.
Φοροῦσε ἕνα μικρό, βελούδινο καπελάκι.  Ἀρχαχνοΰφαντο πέπλο κάλυπτε τό πρόσωπό της κι ἔκρυβε τά χαρακτηριστικά του. Ἦταν λεπτή καί ντυμένη κομψά. Ἔδειχε πολύ νέα. Ὑπέθεσα πώς θα’ ταν κάποια ἀπό τίς συνταξιδιώτισσές μου τοῦ σιβηρικοῦ ἐξπρές. Ὡστόστο παραξενεύτηκα μέ τήν οἰκειότητά της κι ἀπάντησα ξερά:
-Χαίρετε!...
Δέν μοῦ ἔδωσε χρόνο νά συλλογιστῶ ἤ νά πῶ περισσότερα. Πήδηξε στό σκαλάκι τῆς ἀργοκίνητης ἅμαξς καί μ’ ἕνα ἅλμα βρέθηκε νά κάθεται δίπλα μου!
Σάστισα μέ τό θάρρος, ἤ μᾶλλον τό θράσος, αὐτῆς τῆς γυναίκας.  «Γιά κάποια παρεξήγηση θά πρόκειται», σκέφτηκα. Ἔδωσα ἀμέσως ἐντολή στόν ἁμαξά νά σταματήση γιά νά ἐξγηθῶ μέ τήν ἄγνωστη. Ἐκείνη ὅμως δέν ἔδειχνε τή διάθεση οὔτε νά μ’ ἀκούσει ἀλλά οὔτε καί ν’ ἀπομακρυνθεῖ.
-Ψυχούλα μου! .., εἶπε μέ αἰσθησιακή φωνή. Ἔλα μαζί μου... Πᾶμε στό σπίτι μου... Θά φᾶμε...κι ἔπειτα θά διασκεδάσουμε μαζί ὥς τό πρωί... Μόνοι μας... Σύμφωνοι;
Τό μυαλό μου δούλευε γρήγορα γιά νά βρεῖ ἕναν εὔκολο καί ἀνώδυνο τρόπο ἀπαλλαγῆς ἀπό τή γυναίκα τοῦ δρόμου.
-Μά...πῶς μοῦ κάντε τέτοια πρόταση; εἶπα κάπως ἀμήχανα καί βιαστικά.  Δέν βλέπετε; Εἶμαι μοναχός!
-Ὤωω! ... Τόσο τό καλύτερο! φώναξε χαρούμενη.
-Βέβαια, ἴσως δέν γνωρίζετε ὅτι...-μιλοῦσα ἀργά, προσπαθώντας νά σοφιστῶ κάτι. Κάι μετά ἀπό ἕναν ἀστραπιαῖο συλλογισμό, ἐκτόξευσα θριαμβευτικά τή φαεινή ἰδέα μου-.... ὅτι ἐμᾶς τούς μοναχούς πρίν ἀπό τήν κουρά μᾶς ...εὐνουχίζουν!
Νεκρική σιγή ἁπλώθηκε ἀνάμεσα μας γιά ἕνα-δύο δευτερόλεπτα.  Τό πρόσωπό της πάγωσε, λές καί τήν εἶχε χτυπήσει ἠλεκτρικό ρεῦμα. Ἀμέσως ὅμως συνῆλθε καί ξεφώνισε:
-Ἴιιι!.... Κακομοίρη μου!  Πόσο δυστυχούλης εἶσαι!
Δέν πρόλαβα νά καταλάβω γιά πότε πήδηξε ἀπό τ’ ἅμαξα καί χάθηκε μέσα στό σκοτάδι.
Καθώς ξεκινοῦσε πάλι ἡ ἅμαξα, ἄκουσα ἀμυδρά τά τελευταῖα της λόγια ν’ ἀντηχοῦν πίσω μου:
-Πόσε σέ λυπᾶμαι, ἀγόρι μου!  Κι εἶσαι τόσο νέος... καί τόσο ὡραῖος!
Ἔτσι γλύτωσα ἀπό τοῦ χάρου τά δόντια.  Γιά πρώτη μά ὄχι καί γιά τελευταία φορά. Ἡ πόλη τοῦ Βλαντιβοστόκ, ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα λιμάνια τῆς Ρωσίας, ἦταν βουτηγμένη στήν ἁμαρτία. Καί μοῦ ἐπιφύλαξε ἀρκετές ἀκόμα ὀδυνηρές ἐκπλήξεις.... 
Γι’ αὐτές τίς αἰτίες ἀπέφευγα νά μένω στό Βλαντιβοστόκ.  Περιμένοντας τή μέρα πού θ’ ἀναχωρουσα γιά τήν Καμτσάτκα, περνοῦσα τόν περισσότερο καιρό μου στή Σεντάνκα, κοντά στόν ἀρχιεπίσκοπο Εὐσέβιο. Εἶχε συμπέσει τότε νά πάθει μιά ὀδυνηρή θλάση ἰνῶν στό πόδι.
Ἔτσι ἦταν ἀναγκαστικά ξαπλωμένος.  Καθόμουν διαρκῶς στό πλευρό του, ἔτρωγα μαζί του, τόν διακονοῦσα, τοῦ διάβαζα, συζητούσαμε διάφορα θέματα.  Αὐτή ἡ πολυήμερη στενή ἐπαφή μᾶς ἔφερε πολύ κοντά καί δημιούργησε μεταξύ μας ἕνα βαθύ ψυχικό σύνδεσμο.
 Ἀγάπησα πολύ, πάρα πολύ τόν καλό δεσπότη μου. Μ’ ἀγάπησε κι ἐκεῖνος σάν παιδί του. Ἴσως γι’ αὐτό κάποια μέρα μοῦ ἔκανε μιά δελεαστική καί συγκινητική πρόταση: Νά μέ κρατήσει κοντά του, στήν ἀρχιεπισκοπή, σάν πρωτοσύγκελλό του, καί νά φροντίσει γιά τήν ἐξεύρεση ἄλλου ἱεραποστόλου. Ἀρνήθηκα εὐγενικά, ὄχι χωρίς θλίψη. Αἰτιολόγησα μάλιστα τήν ἄρνησή μου, ἐξιστορώντας τό περιστατικό ἐκεῖνο μέ τόν γέροντα ἱεροκήρυκα στό Καζάν, πού καλοῦσε ἐργάτες γιά τόν ἀγρό τοῦ Κυρίου στήν Καμτσάτκα. Ὁ δεσπότης ἐντυπωσιάστηκε, συγκινήθηκε καί δόξασε τό Θεό γιά τή φανερή ἐπέμβασή Του.  Δέν μοῦ ξανάκανε λόγο γιά τό θέμα αὐτό.


Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001
σελ.52-78

Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο  Ἀναβάσεις

 Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.