Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

Ἱεραποστολή. Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος. Μέρος Γ'


 Ἱεραποστολή.Μέρος Γ'

Μόλις ἔφτασε τήν κεντρική Ρωσία ἡ εἴδηση γιά τή μερική ἐξερεύνηση τῆς Καμτσάτκας καί τήν προσάρτησή της στό ρωσικό κράτος, ἡ κυβέρνηση ἄρχισε νά ἐξορίζει ἐκεῖ τούς πολιτικούς καταδίκους, τούς ἐγκληματίες καί τούς κληρικούς, πού εἶχαν πέσει σέ διάφορα παραπτώματα.
 Καί ἄλλους μέν τούς ἔστελναν ἐκεῖ χωρίς συγκεκριμένη προοπτική καί τούς ἄφηναν στήν τύχη τους μέσα στήν ἄγνωστη χώρα, ἄλλους ὅμως τούς ἐπιφόρτιζαν μέ καθήκοντα κρατικῶν ἀντιπροσώπων, φοροεισπρακτόρων ἤ ἐξερευνητῶν τῶν νέων περιοχῶν. Ὁ πλοῦτος ἐξάλλου, τῆς Καμτσάτκας σέ πολύτιμα γουναρικά καί δέρματα τράβηξε πολλούς ἁρπακτικούς τυχοδιῶκτες καί κυνηγούς τοῦς εὔκολου πλουτισμοῦ.
Θύματα ὅλων αὐτῶν ἦταν ὄχι μόνο οἱ ντόπιοι κάτοικοι, ἀλλά καί ὁ πρῶτος ἱεραπόστολος τῆς Καμτσάτκας, ὁ ἀρχιμ. Μαρτινιανός, ἀπό τό Καζάν. Εἶχε ἔρθει ἐδῶ τό 1705 καί ἐργάστηκε μέ ζῆλο καί αὐτοθυσία γιά τόν εὐαγγελισμό τῶν εἰδωλολατρῶν.  Σάν ἀληθινός πνευματικός πατέρας, συντάχθηκε μέ τό ποίμνιό του, πού δικαιολογημένα ξεσηκώθηκε τό 1718 ἐναντίον τῶν ξένων ἐκμεταλευτῶν. Τελικά βρῆκε μαρτυρικό θάνατο ἀπό τά χέρια τῶν ληστῶν, πού τόν ἔπνιξαν στόν ποταμό Καμτσάτκα, ἀφοῦ πρῶτα τόν βασάνισαν.
Τό ἔργο τοῦ ἀρχιμ. Μαρτινιανοῦ συνέχεισε ὁ Ἰβάν Κοζιρέφσκυ, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἐξερεύνησε καί ἐνσωμάτωσε στό ρωσικό κράτος τά νησιά Κουρίλες, Λοπάτκα, Σούμσου καί Παραμουσίρ, ἀποφάσισε ν’ ἀφιερώσει τή ζωή του στή διακονία τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πλησίον. Ἔγινε λοιπόν μοναχός τό 1711, μέ τό ὄνομα Ἰγνάτιος, καί ἵδρυσε τό πρῶτο μοναστήρι στήν Καμτσάτκα, στίς ὄχθες τοῦ ποταμίσκου Νικόλσκα, κοντά στό ἡφαίστειο Κλιουτσέφσκυ. Ἀπό τότε ἐπιδόθηκε μέ αὐταπάρνηση στό ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς ἀνακουφίσεως τῶν κατοίκων τῆς χερσονήσου.
Δίπλα στό μοναστήρι ὁ π. Ἰγνάτιος ἔχτισε ἄσυλο γιά τούς ἀνάπηρους καί ὑπέργηρους καμτσαντάλους καί ὀργάνωσε ἐργαστήρια ξυλουργικά, κατασκευῆς πλοιαρίων, κ.ἄ. Ἐπιδόθηκε ἀκόμα καί στήν καλλιέργεια τῆς γῆς, παλεύοντας μέ τίς δύσκολες συνθῆκες τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος.  Μέ τή φιλοπονία καί τήν ἀγάπη του τράβηξε κοντά του πολλούς καμτσαντάλους καί τούς δίδαξε πῶς νά καλλιεργοῦν κηπευτικά, δημητριακά καί ἄλλα προϊόντα τῆς γῆς.
Τό μοναστήρι ἐκεῖνο ἔζησε δεκαοχτώ μόνο χρόνια.  Τό 1732 ὁ π. Ἰγνάτιος, ἤδη ἱερομόναχος, κλήθηκε στή Μόσχα. Μέ ἀπόφαση τῶν μυστικῶν ὑπηρεσιῶν τοῦ κράτους καί γιά ἄγνωστους μέχρι σήμερα λόγους, τοῦ ἀφαιρέθηκε ἡ ἱερωσύνη.  Λέγεται πῶς ὑπῆρξε θύμα τοῦ μίσους κάπου ἀνθρώπου τῆς κυβερνήσεως.
Τόν ἴδιο χρόνο τό μοναστήρι, στερημένο ἀπό τήν παρουσία τοῦ δημιουργοῦ του, λεηλατήθηκε καί κάηκε στή διάρκεια μιᾶς ἐξεγέρσεως τῶν καμτσαντάλων.
Μετά τήν ἀπομάκρυνση τοῦ π. Ἰγναντίου Κοζιρέφσκυ, ὁ καμτσατικός ἀμπελώνας τοῦ Κυρίου, ἔμεινε ἀκαλλιέργητος μέχρι τό 1743. Τή χρονιά ἐκείνη ἄρχισε νά δραστηριοποιεῖται ἡ «Καμτσατκική Πνευματική Ἀποστολή», μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἀρχιμ. Ἰωάσαφ Χοτουντσέφσκυ, μετέπειτα ἐπίσκοπο Κεκσγόλμσκ. Οἱ καρποί αὐτῆς τῆς ἱεραποστολῆς ἦταν ἐκπληκτικοί. Μέσα σέ δεκαοχτώ χρόνια τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ τῆς κυρίως χερσονήσου τῆς Καμτσάτκας εἶχαν δεχθεῖ τό ἅγιο βάπτισμα. Μόνο λίγοι νομάδες τουγγοῦσοι δέν βαπτίστηκαν. Χτίστηκαν ἀρκετές ἐκκλησίες καί τέσσερα σχολεῖα, ὅπου φοιτοῦσαν πάνω ἀπό διακόσια παιδιά -ἀριθμός πολύ μεγάλος, ἰδιαίτερα ἐκείνη τήν ἐποχή, πού ὁ συνολικός πληθυσμός ἦταν 6.500 κάτοικοι.
Ἀλλά τό 1761 ἡ ἀποστολή ἐκείνη διέκοψε τό ἔργο της καί ἡ ἱεραποστολική δραστηριότητα στήν Καμτσάτκα μειώθηκε πολύ. Παρέμειναν μόνο μερικοί μεμονωμένοι ἱεραπόστολοι, πού ἐκτελοῦσαν καί χρέη ἐφημερίων στίς ἐνορίες τῆς ἀπέραντης ἔρημης χώρας.
Ἀπό τό 1840 ὥς τό 1850 διακόνησε τό λαό τῆς Καμτσάτκας, ὡς πρῶτος ἐπίσκοπός της, ὁ μεγαλόπνοος ἱεραπόστολος Ἰννοκέντιος Βενιαμίνωφ11. Ὁ Ἰννοκέντιος ἦταν ἕνας ἀνεπανάληπτος ποιμένας τοῦ λογικοῦ ποιμνίου, πού ἡ θεία πρόνοια τοῦ ἀνέθεσε. Ἔδειχνε πολλή ἀγάπη καί στοργή σέ ὅλους. Ἐνδιαφερόταν τόσο γιά τίς πνευματικές ὅσο καί γιά τίς ὑλικές ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων. Ἔκανε ἀλλεπάλληλες περιοδεῖες στήν ἀχανή ἐπαρχία του καί ἐρχόταν σέ προσωπική ἐπαφή καί γνωριμία μέ τούς κατοίκους της. Ἔδωσε μεγάλη ὤθηση στό ἱεραποστολικό ἔργο. Ἄναψε τή λαμπάδα τῆς Ὀρθοδοξίας σέ πολυάριθμες φυλές: ἀλεούτιους, κολουσκανούς, τσούκτσους, κοριάκους, τουγγούσους, γιακούτους, γιλιάκους, λαμούτους, καμτσαντάλους.  Θεμελίωσε γερά τήν ὀρθόδοξη πίστη στή βόρεια Ἀμερική καί Ἀλάσκα. Ἐκεῖ ἔδρασε κυρίως, μέ βάση τήν πόλη Σίχτε. Ἄν καί ἡ πληθωρική δραστηριότητά του λίγο μόνο ἄγγιξε τήν Καμτσάτκα, ἔφερε ἀποτελέσματα, πού τά ἴχνη τους διακρίνονται μέχρι σήμερα.
Μετά τόν Ἰννοκέντιο ἡ ἐκκλησιαστική διοίκηση τῆς Καμτσάτκας ἀνατέθηκε διαδοχικά σέ ἱεράρχες διαφόρων ἐπαρχιῶν τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς: Τομπόλσκ, Ἰρκούτσκ, Ἀλάσκας, Γιακούτσκ, Μπλαγοβεστσένσκ καί, τέλος, Βλαντιβοστόκ, ὥς τό 1916, ὁπότε ἱδρύθηκε αὐτοτελής ἐπισκοπή καί ἀνατέθηκε στήν ἀναξιότητά μου ἡ διοίκησή της καί ἡ διαποίμανση τοῦ λαοῦ της.

__________________________________________________________________________

11. Πρόκειται γιά τόν ἅγιο Ἰννοκέντιο (Βενιαμίνωφ), μέγα ἱεραπόστολο καί φωτιστή τῆς Ἀλάσκας.
Ὁ ἅγιος Ἰννοκέντιος, γιός φτωχοῦ νεωκόρου, γεννήθηκε στίς 26.8.1797 στό Ἀνζίνσκοε τῆς Σιβηρίας, στήν ἐπαρχία τοῦ Ἰρκούτσκ. Τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἰβάν Γιεφσέγιεβιτς Ποπώφ.  Στά πέντε του χρόνια ἔμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα. Ἡ χήρα μητέρα του διαπίστωσε τά ἔμφυτα πνευματικά του χαρίσματα, ὅταν, σέ ἡλικία ἑπτά μόλις ἐτῶν, διάβασε ἔξοχα τόν Ἀπόστολο στή θεία Λείτουργία. Σχεδόν δεκάχρονος γράφθηκε στό θεολογικό Σεμινάριο τοῦ Ἰρκούτσκ, ὅπου ἡ ἐπίδοσή του ἦταν ἐντυπωσιακή. Τότε οἱ καθηγητές τοῦ Σεμιναρίου τόν ἐπονόμασαν Βενιαμίνωφ, στή μνήμη τοῦ περίφημου ἀρχιεπισκόπου τοῦ Ἱρκούτσκ Βενιαμίν. Μ’ αὐτό τό ἐπίκτητο ἐπώνυμο ἔμεινε γνωστός στήν ἱστορία.
Παρά τίς ἐπιδόσεις του στά θεολογικά γράμματα, ὁ νεαρός Ἰβάν δέν θέλησε νά κάνει ἀκαδημαϊκή καριέρα. Προτίμησε νά γίνει «ἁλιεύς ἀνθρώπων». Νυμφεύθηκε καί χειροτονήθηκε (1821). Ὑπηρέτησε γιά λίγο στόν ἐνοριακό ναό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, στό Ἰρκούτσκ. Τό 1823, μέ πρόταση τοῦ ἐπισκόπου του, δέχεται μ’ ἐνθουσιασμό νά πάει γιά ἱεραποστολή στήν Ἀλάσκα. Ἡ καρδιά του φλογίστηκε τόσο πολύ ἀπό τόν πόθο τῆς ἱεραποστολῆς, πού δέν ὑπολόγισε οὔτε κόπους οὔτε κινδύνους οὔτε στερήσεις οὔτε τίς ἀντιδράσεις τῶν οἰκείων του.
Στό ἱεραποστολικό του ἔργο ὁ ἅγιος εἶχε τόση ἐπιτυχία, ὥστε ἔμεινε στήν ἱστορία ὡς «ὁ ἱεραπόστολος τῆς Ἀλάσκας».
Γιά δεκαπέντε χρόνια ταξίδευε ἀκούραστα σ’ ὅλα τά παγωμένα νησιά τῆς περιοχῆς, κήρυττε, βάπτιζε, βοηθοῦσε ὑλικά καί πνευματικά τούς ἰθαγενεῖς. Ἵδρυσε ναούς, σχολές, ἱδρύματα. Μετέφρασε λειτουργικά βιβλία, τήν Κατήχηση, τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, κι ἔγραψε τό περίφημο βιβλίο του «Ὁ δρόμος πρός τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν», μέ τό ὁποῖο ἐπιδιώκει νά ἐνσταλάξει στή ζωή καί στίς δραστηριότητες τοῦ ἀνθρώπου τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, καί νά τόν πείσει ὅτι ὁ δρόμος πού ἀνοίγεται μέ τήν πίστη στό Χριστό καί τό βάπτισμα, εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός δρόμος.
Τό 1840 ὁ ἅγιος ἔχασε τή σύζυγό του καί πῆρε ἀπό τόν μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο (1821-1867) τό μοναχικό σχῆμα, μέ τό ὄνομα Ἰννοκέντιος. Μετά ἀπό δύο ἑβδομάδες χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Καμτσάτκας, Κουρίλων καί Ἀλεούτων, συνεχίζοντας τώρα τό ἱεραποστολικό ἔργο μέ περισσότερο ζῆλο, μέ ζωηρότερη φλόγα, μέ ὑπεράνθρωπες θυσίες. «Στό δρόμο τοῦ καθήκοντος», γράφει ὁ ἀρχιμ. Εὐλόγιος Σμυρνώφ, «ὁ ἐπίσκοπος διέτρεξε χιλιάδες μίλια, μέ κίνδυνο νά πεθάνει ἀπό τό κρύο, νά κατακομματιαστεῖ ἀπό κανένα χιονοστρόβιλο, νά πέσει σέ καμιά ρωγμή ἤ νά πεθάνει ἀπό τήν πείνα. Ἐπρόκειτο νά ἐπαναλάβει στίς ἡμέρες μας τά ἐπίπονα κατορθώματα ἐκείνων πού προάσπισαν τήν ἀληθινή πίστη, ὅπως τά περιγράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Κορ. 4:9-13 καί Β΄ Κορ. 4:9)».
Τό 1850 ὁ ἐπίσκοπος Ἰννοκέντιος προάγεται σέ ἀρχιεπίσκοπο, καί τό 1865 γίνεται μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Τό 1867, ἡλικιωμένος πιά, μέ κλονισμένη ὑγεία καί ἐξασθενημένη ὅραση, ὁ ἅγιος ἱεράρχης θέλει ν’ ἀποσυρθεῖ σέ μοναστήρι καί νά ζήσει τήν ὑπόλοιπη ζή του ἀσκητικά. Ἄλλη ἦταν ὅμως ἡ βουλή τοῦ Θεοῦ γιά τό ἐκλεκτό τέκνο Του. Γιατί τόν ἴδιο χρόνο ἐκοιμήθηκ ὁ μητροπολίτης Μόσχας-Φιλάρετος, καί διάδοχός του ἐξελέγη ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἰννοκέντιος, σέ ἡλικία τότε ἑβδομηντα δύο ἐτῶν.
Στό μητροπολιτικό θρόνο, ἔμεινε περισσότερο ἀπό δέκα χρόνια (1868-1879), ὑπηρετώντας καί ἀπό τή θέση αὐτή τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέ ἔνθεο ζῆλο. Φρόντισε ἰδιαίτερα γιά τόν ἔγγαμο κλῆρο.  Καλλιέργησε τή φιλανθρωπία. Ἐνδιαφέρθηκε γιά τή μόρφωση τοῦ λαοῦ στά ἐνοριακά σχολεῖα.  Κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες γιά τήν ἀνύψωση τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν ἀνδρικῶν καί γυναικείων μονῶν τῆς Ρωσίας. Ἐνίσχυσε καί ὀργάνωσε τήν ἐσωτερική ἱεραποστολή.  Καί ἀφιέρωσε μεγάλο μέρος τῆς δραστηριότητός του στήν ἵδρυση καί τήν ὀργάνωση τῆς Ὀρθόδοξης Ἰεραποστολικῆς Πρόνοιας στή Μόσχα (1870).
Μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του ἔμεινε δραστήριος καί ἀκούραστος.  Οὔτε ἡ προχωρημένη ἡλικία του οὔτε ἡ κλονισμένη ὑγεία του ἀνέκοψαν τή δράση του.
Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τό Μεγάλο Σάββατο τοῦ 1879, σέ ἡλικία ὀγδοντατριῶν ἐτῶν, λίγο πρίν ἀπό τήν ἀναστάσιμη ἀκολουθία.
Στίς 6 Ὀκτωβρίου 1977 ἡ Ἱερά Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, διακήρυξε ἐπίσημα τήν ἁγιότητά του.



Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001
σελ.79-93

Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο  Ἀναβάσεις

 Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.