Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Χοζεβίτης
Εἰκόνες πραότητος τοῦ ὀρθοδόξου Ρουμάνικου μοναχισμοῦ
Μέρος Γ'
Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε
Στίς 28 Ἰουλίου 1980 ἦλθε ἀπό τήν Ἀμερική μία ὁμάδα ἀπό 20 ἕλληνοαμερικανούς προσκυνητές. Μερικοί ἀπ᾿ αὐτούς, νομίζω 5-6, εἶχαν ἀκούσει γιά τόν π. Ἰωάννη καί εἶχαν ἐξομολογηθῆ σ᾿ αὐτόν. Μοῦ εἶπαν:
-Γέροντα, δώσε μας εὐλογία νά πᾶμε κάτω στήν σπηλιά, νά προσκυνήσουμε στόν τάφο τόν Πνευματικό μας π. Ἰωάννη.
Στήν ἀρχή ἐγώ ἀντέδρασα, λέγοντάς τους ὅτι ἐκεῖ εἶναι μεγάλοι βράχοι, τόποι ἔρημοι, ὅπου κανείς δέν περνᾶ ἀπό ἐκεῖ, ἐνῶ ὅσοι ἄνθρωποι ζοῦν ἐκεῖ, εἶναι ἀσκητικοί καί πάμπτωχοι...
-Ὑπάρχει κίνδυνος νά πέσετε καί νά τραυματισθῆτε.
Τούς εἶπα ὅτι ὁ δρόμος εἶναι ἀδιαπέραστος καί εἶναι καλλίτερα νά μή πᾶμε.
-Ὄχι, ὄχι, Γέροντα, ἐπέμεναν αὐτοί, νά πᾶμε, νᾶ πᾶμε, καί θά μᾶς βοηθήσουν οἱ ἅγιοι καί μέ τίς εὐχές τοῦ ὁσίου Ἰωάννου καί τῆς Πανοσιότητός σας θά φθάσουμε καλά.
Ὑπεχώρησα καί ἐπῆγα μαζί τους. Ἐκεῖ ἐκαλέσαμε ἕνα ἐρημίτη, τόν παρακαλέσαμε νά μᾶς φέρη τήν σκάλα. Τήν ἀκούμπησα στόν ἀπόκρημνο βράχο καί ἀνεβήκαμε σιγά-σιγά στήν σπηλιά. Προσκυνήσαμε τόν τάφο τοῦ ὁσίου Ἰωάννου, ἀνάψαμε δύο-τρία κεριά, ἐψάλαμε ἕνα Τρισάγιο καί κατόπιν ξεκουρασθήκαμε λίγο, μέσα στήν σπηλιά.
Καθώς καθόμασταν ἐκεῖ, ἕνας ἀπό τούς προσκυνητές μοῦ εἶπε:
-Γέροντα, ἐάν γίνεται νά μᾶς δώσετε εὐλογία, νά σηκώσουμε τό καπάκι τοῦ τάφου καί νά προσκυνήσουμε καί ἐμεῖς τά ὀστᾶ τοῦ Ὁσίου. Ἐπέρασαν 20 χρόνια ἀπό τότε πού ἐκοιμήθη καί ἐμεῖς ἤλθαμε ἀπό τόσο μακριά σ᾿ αὐτή τήν ἄγρια ἔρημο! Ν᾿ ἀνοίξουμε τόν τάφο του νά προσκυνήσουμε τά λείψανά του!
-Καλοί μου ἄνθρωποι, τούς εἶπα, νομίζω ὅτι αὐτό πού ἐκάναμε εἶναι ἀρκετό. Ἄς ἀφήσουμε τόν Ὅσιο νά ἀναπαύεται ἐν εἰρήνῃ στούς αἰῶνας καί μή τόν ἐνοχλοῦμε.
-Σᾶς παρακαλοῦμε, Γέροντα, ἐπέμεναν ἐκεῖνοι, ν᾿ ἀνοίξουμε τόν τάφο του· θά τόν ἀνοίξουμε ἐμεῖς γιά νά μή κουρασθῆτε ἡ πανοσιότης σας.
-Πάτερ Χρύσανθε, λέγω ἐγώ στόν ἐρημίτη, κοίταξε νά βρῆς κάτι γιά ν᾿ ἀνοίξουμε τόν τάφο.
Σέ μιά γωνία τῆς σπηλιᾶς εὑρῆκε ὁ ἐρημίτης ἕνα σίδερο. Τό ἔφερε καί μ᾿ αὐτό ἄνοιξε τόν τάφο. Ὅταν κινήθηκε λίγο ἡ ἐπάνω σανίδα τοῦ τάφου καί μπῆκε μέσα ἀέρας, ἀμέσως ἐξῆλθε ἀπό ἐκεῖ μία ὡραία εὐωδία.
-Βλέπετε, Γέροντα, εἶπαν οἱ προσκυνητές, τί ὡραία εὐωδία ἔχει ὁ τάφος;
Ἐμεῖς ἐπεριμέναμε νά ἰδοῦμε μόνο τά ὀστᾶ του καί ὄχι τήν ὡραία αὐτή εὐωδία! Ὅταν σηκώσαμε τά σανίδια τελείως, τί νά ἰδοῦμε; Ὁ π. Ἰωάννης ἐκοιμᾶτο μέ ὁλόκληρο καί ἀπρόσβλητο ἀπό τήν φθορά τό σῶμα του. Ἦτο ἔτσι ὅπως τόν ἐβάλαμε στόν τάφο. ὡσαν νά τόν ἐτοποθετήσαμε ἐκεῖ, πρίν ἀπο μερικές ὧρες!
Ἀλλά οὔτε καί ὧρες· τά χέρια του, τά γένειά του, τό σχῆμα του, τά παπούτσια του ἦσαν ἀνέπαφα...Φοροῦσε ἀρβῆλες στρατιωτικές· ἦταν καινούργιες. Τά ροῦχα του ὁμοίως δέν εἶχαν λειώσει, τά χρώματα τοῦ Σχήματός του ἀναλλοίωτα, καί τό ἐπιτραχήλιό του, ὅλα ἦσαν ἀπείραχτα ἀπό τόν χρόνο. Μπροστά σ᾿ αὐτή τήν ἀπροσδόκητη θέα ἐγώ τά ἔχασα, ἐπροσκύνησα τόν Ὅσιο καί εἶπα: «Κύριε ἐλέησον! Ἄρα γε εἶναι φάντασμα ἤ εἶναι πραγματικότης;»
-Καί ἐσεῖς, Γέροντα, πρώτη φορά, βλέπετε αὐτό τό θαυμαστό θέαμα;
-Ναί, κι ἐγώ πρώτη φορά τό βλέπω αὐτό· ἐάν δέν ἐρχόσασταν ἐσεῖς, δἐν θά ἐρχόμασταν ἐμεῖς ποτέ στόν τάφο του! Ἐδῶ τούς ἐρημίτες τούς ἀφήνουμε καί παραμένουν στούς αἰῶνες. Εἶναι ἡ τάξις νά μή μετακινοῦμε τά ὀστᾶ τους ἀπό τήν σπηλιά. Τά ἀφήνουμε ἐκεῖ μέσα.
Ὅταν φθάσαμε στό μοναστήρι, συγκεντρώσαμε τήν ἀδελφότητα τῶν πατέρων καί συνωμιλήσαμε τί θά κάνουμε μέ τό σῶμα τοῦ Ὁσίου. Τελικά ἀποφασίσαμε νά τό φέρουμε στό μοναστήρι. Στίς σπηλιές περπατοῦν ἑβραῖοι, βεδουΐνοι, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν παλαιά ἀντικείμενα· ὑπάρχει κίνδυνος νά βάλουν φωτιά ἤ νά τά βεβηλώσουν, πρᾶγμα τό ὁποῖον εἶναι μεγάλη ἁμαρτία.
Κατόπιν ἐπῆγα στήν Ἱερουσαλήμ, ἀγόρασα ἕνα φέρετρο καί ἐπῆγα πάλι στήν σπηλιά μέ μερικούς πατέρες καί χριστιανούς. Ἀνεβάσαμε τό φέρετρο ψηλά, ἀνοίξαμε τόν τάφο καί ἐπήραμε τόν π. Ἰωάννη στά χέρια, μερικοί τόν ἔπιασαν ἀπό τό κεφάλι, ἄλλοι ἀπό τήν μέση , ἀπό τά πόδια, ἀπό τίς περικνημίδες καί σιγά-σιγά, τόν ἐβάλαμε στό φέρετρο. Ἐγώ ἔβγαλα ἀπό τήν τσέπη μου τήν χτένα καί ἐχτένισα τά γένεια του καί τά μαλλιά του καί ἔβαλα πάλι τό κουκούλι του, ἔτσι ὅπως ἦτο.
Τό πρόσωπό του ἦτο καθαρό καί ἀπείραχτο ἀπό τόν χρόνο καί ἔδειχνε σάν νά ἐκοιμᾶτο. Μόνο στό μέτωπό του τό κουκούλι του εἶχε ἀφήσει μαῦρες στάμπες ἀπό τό χρῶμα του, λόγῳ τῆς πολυκαιρίας. Κατόπιν, σιγά-σιγά μέ τήν βοήθεια σχοινιῶν κατεβάσαμε τό φέρετρο στήν κοιλάδα, τό ἐφέραμε στό μοναστήρι καί τό ἐτοποθετήσαμε στήν ἐκκλησία. Στήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἦλθαν πολλοί προσκυνητές ἀπό τήν Ἑλλάδα, περίπου 3000 καί 6-7 μητροπολίτες καί ὅλοι ἦλθαν καί προσκύνησαν καί τό Λείψανο τοῦ ὁσίου Ἰωάννου.
Ἐπειδή τό φέρετρο ἦτο πρόχειρο, ἀκατάλληλο ἐπῆγα πάλι στήν Ἰερουσαλήμ καί παρήγγειλλα μία εἰδική λειψανοθήκη γιά ὁλόκληρο λείψανο, περίπου 2 μέτρων, φάρδους 75 ἑκατοστῶν καί ὕψους 55. Ἡ λειψανοθήκη κατασκευάσθηκε ἀπό ξύλο ἐβένου, μέ κρύσταλλο τριγύρω γιά νά εἶναι δυνατόν νά φαίνεται ὁ Ἅγιος ὁλόκληρος ἀπό παντοῦ. Ἐτοποθετήσαμε σ᾿ αὐτή τήν μεγάλη θήκη τόν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος φαινόταν σάν νά ἐκοιμᾶτο.
Μετάφρασις – Ἐπιμέλεια
Ὑπό Ἀδελφῶν Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου
Ἁγίου Ὅρους Ἄθω
2002
Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν
παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς
Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν
ἄδεια δημοσίευσης.
Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο Ἀναβάσεις
Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χοζεβίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.