Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

Ἡ Αἱρετική Χριστολογία τῶν Ἀντβενιστῶν τῆς Ζ΄ ἡμέρας. Πρωτ. Βασιλείου Γεωργοπούλου


Ἡ Αἱρετική Χριστολογία τῶν Ἀντβενιστν τῆς Ζ΄ ἡμέρας

Πρωτ. Βασιλείου Α. Γεωργοπούλου, Λέκτωρος Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ 

Οἱ Ἀντβεντιστές τῆς Ἑβδόμης Ἡμέρας εἶναι αἱρετική κίνηση ἐσχατολογικοῦ χιλιαστικοῦ χαρακτήρα, βασικές διδασκαλίες τῆς ὁποίας, εἶναι ἀπολύτως ἀσυμβίβαστες ὄχι μόνο μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη μας, ἀλλά καί μέ κλάδους καί αὐτοῦ τοῦ ἱστορικοῦ Προτεσταντισμοῦ, ὅπως τῶν Λουθηρανῶν καί τῶν Μεταρρυθμισμένων.
Ὁ καλβινιστής δογματικός Α. Ηoekema στό κλασικό γιά τίς αἱρέσεις ἔργο του πολλάκις ἐπισημαίνει τήν ἐκ μέρους τῶν Ἀντβεντιστῶν ἀπόρριψη διδασκαλιῶν ὄχι μόνο τοῦ ἱστορικοῦ χριστιανισμοῦ, ἀλλά καί αὐτῶν τῶν παραδοσιακῶν προτεσταντικῶν κλάδων
1. Μεταξύ τῶν ἄλλων κακοδοξιῶν της ἡ κίνηση ἐκφράζει καί μία αἱρετική Χριστολογία. Βεβαίως ἐπίσημα δέν ἀρνοῦνται οἱ Ἀντβεντιστές τῆς Ἑβδόμης Ἡμέρας τή Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι φρονοῦν ὅλοι ὀρθῶς γιά τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου.
Ἔτσι βλέπουμε ὁρισμένους Ἀντβεντιστές θεολόγους, ὄχι ὅλους, νά ταυτίζουν τό πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ πρίν τήν Ἐναθρώπησή Του μέ τόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ. Χαρακτηριστική περίπτωση, ἀποτελεῖ ἐν προκειμένῳ ὁ Ἀντβεντιστής θεολόγος Arthur E. Lickey, καθώς ἰσχυρίζεται, διαστρεβλώνοντας τά χωρία (Α΄ Θεσ. 4, 16. Ἰωάν. 5. 25. Ἀποκ. 12, 7) , ὅτι τά ἐν λόγῳ χωρία «ἀποκαλύπτουν ὅτι ὁ Μιχαήλ εἶναι ὁ Χριστός»
2. Εἶναι ἐμφανές τό κακόδοξο τῆς ταύτισης, ἀλλά καί τό βλάσφημο τοῦ ἰσχυρισμοῦ, νά ταυτίζεται τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος μʼ ἕνα κτίσμα, ὅπως εἶναι ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ. Ὁ Θεός Λό- γος δέν μπορεῖ να συγκριθεῖ μέ κανένα κτιστό δημιούργημα.
Πολύ περισσότερο δέν ταυτίζεται μέ κανένα ἄγγελο ἤ ἀρχάγγελο. Ἐπʼ αὐτοῦ ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι σαφέστατη (Ἑβρ. 1, 4-14). Ταυτοχρόνως εἶναι πρόσωπο, πού τό λατρεύουν οἱ ἄγγελοι χωρίς νά συναριθμεῖται ἤ ταυτίζεται μέ κάποιο ἀγγελικό κτιστό δημιούργημα (Δευτ. 32, 43. Ψαλμ. 96, 7. Πρβλ. Ἑβρ. 1, 6. Δαν. 7, 13-14. Ἰωάν. 5, 23. Φιλ. 2, 10-11. Ἀποκ. 5, 12-13).
Πόσο αὐθαίρετος εἶναι ὁ ἰσχυρισμός τῶν Ἀντβεντιστῶν μαρτυρεῖται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ἐπικα- λοῦνται καί τό Ἰωάν. 5, 25, ὅπου σαφῶς ἐκεῖ ἀναφέρεται ὡς «Υἱός τοῦ Θεοῦ». Οὐδέποτε ἄγγελος στήν Ἁγία Γραφή ὀνομάστηκε ἔτσι.
Ὁ Κύριος εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ὁ Μονογενής (Ἰωάν. 1, 14. 18. 3, 16. Α΄ Ἰω - άν. 4΄ 9. Ἑβρ. 1, 1), ἐνῶ ὁ Μιχαήλ εἶναι κτίσμα δημιουργημένο ἀπό τόν Χριστό (Κολ. 1, 16). Ἐπίσης στό Ἰούδα 9 παρατηροῦμε τόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ νά λέει στό διάβολο «ἐπιτιμήσαι σοι Κύριος» (Πρβλ. Ζαχ. 3, 2-3).
Βλέπουμε ὅμως ὅτι ὁ Κύριος, πού ἐπιτιμᾶ τό διάβολο καί τόν ὁποῖο σαφῶς διακρίνει καί ἀναφέρει ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ, εἶναι ὁ Χριστός (Μάρκ. 3, 11-12. Μάρκ. 1, 25). [Ὁ κακόδοξος αὐτός ἰσχυρισμός ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Μιχαήλ ἀποτελεῖ καί διδασκαλία τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ»]. Στίς κακοδοξίες τῶν Ἀντβεντιστῶν τῆς Ζ΄ Ἡμέρας σχετικά μέ τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου ἀνήκουν καί οἱ ἐπίσημες δογματικές θέσεις πού διατυπώνει ἡ κίνηση σχετικά μέ τό μυστήριο τῆς Ἐνσάρκου θείας Οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ και Λόγου τοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα μέ τήν αἵρεση:
Ι) ὁ Χριστός προσέλαβε ἁμαρτωλή ἀνθρώπινη φύση,
ΙΙ) εἶχε τή δυνατότητα νʼ ἁμαρτήσει ἀσχέτως ἀπό τό ὅτι δέν ἁμάρτησε, καί
ΙΙΙ) πειράστηκε ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἀναφέρουν χαρακτηριστικά τά ἑξῆς κακόδοξα: Ι) «Ὁ Χριστός ἔλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση φορτωμένη μέ τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας»
3. «Ἔλαβε τή φύση τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁμαρτωλή κατάστασή της»
4. ΙΙ) «Ὁ πειρασμός καί τό ἐνδεχόμενο νά ἁμαρτήσει ἦταν πραγματικά στόν Χριστό. Ἐάν δέν μποροῦσε νά ἁμαρτήσει δέν θά ἦταν καί ἀνθρώπινο παράδειγμα γιά μᾶς»
5. «Ἄν ὁ Χριστός ἦταν προικισμένος ἀπό τήν ἀρχή μέ τό ἀπόλυτα ἄμεμπτο ἤ μέ τό ἀδύνατο νά ἁμαρ- τήσει δέν θά μποροῦσε νά εἶναι ἀληθινός ἄνθρωπος καί οὔτε τύπος γιά μίμηση»
6. ΙΙΙ) «Αὐτός ἦταν ὅπως ἐμεῖς, πού πειράστηκε ὅπως ἀκριβῶς καί ῾μεῖς, ἀπέδειξε πώς ὅσοι ἐξαρτῶν- ται ἀπό τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, μποροῦν νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά γρανάζια τῆς ἁμαρτίας»
7. «Ἔζησε στή γῆ ἀντιμετωπίζοντας τίς ἴδιες μέ ῾μᾶς δοκιμασίες, τούς ἴδιους πειρασμούς»
8. Ἀντιθέτως ὅμως πρός τίς πλάνες τῶν Ἀντβεντιστῶν, σταθερό δίδαγμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι ὅτι ὁ Θεός Λόγος κατά τήν Ἐνσάρκωσή Του προσέ- λαβε ἀνθρώπινη φύση, καθαρή καί ἀμόλυντη ἀπό κάθε ἴχνος ἁμαρτίας, ὅπως ἦταν ἡ ἀνθρώπινη φύ- ση πρίν τήν εἴσοδο τῆς ἁμαρτίας στή ζωή τῶν γεναρχῶν.
Στήν Ἁγία Γραφή βλέπουμε ὁ Θεάνθρωπος νά χαρακτηρίζεται «ἅγιος καί δίκαιος» (Πράξ. 3, 14), «ἄμωμος καί ἄσπιλος» (Α΄ Πέτρ. 1, 19), «ἁγνός» (Α΄ Ἰωάν. 3, 3), «ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπό τῶν ἁμαρτωλῶν» (Ἑβρ. 7, 26). Προπτωτική δηλαδή ἀνθρώπινη φύση εἶχε ὁ Κύριος καί ὄχι μεταπτωτική στήν ἁμαρτωλή κατάστασή της, ὅπως κακόδοξα διδάσκουν οἱ Ἀντβεντιστές.
Τοῦτο τονίζεται μέ σαφήνεια καί στήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἀναφέρει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ «πάσης ἐπέκεινα καθαρότητας» (Στιχηρό Αἴνων Θεοφανείων). Κακόδοξη εἶναι ἐπίσης ἡ ἄποψη τῶν Ἀντβεντιστῶν ὅτι ὁ Χριστός μποροῦσε νά ἁμαρτήσει, ὅτι πειράστηκε ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἀλλά ἀγωνίστηκε καί δέν ἁμάρτησε, ὥστε νά ἀποτελεῖ ἠθικό πρότυπο γιά ῾μᾶς.
Οἱ ἀπόψεις αὐτές τῶν Ἀντβεντιστῶν σχετικά μέ τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου εἶναι οὐσιαστικῶς υἱοθέτηση καί ἐπανάληψη κακόδοξων ἀντιλήψεων, πού εἶχαν διατυπωθεῖ ἀπό τούς αἱρετικούς Θεόδωρο Μοψουεστίας καί τόν Νεστόριο.
Ἀντιθέτως, ὁ Χριστός ἦταν ἀδύνατον νά ἁμαρτήσει. Δέν ἀμφιταλαντεύτηκε ποτέ νά ἐπιλέξει τό καλό ἤ τό κακό (Ἠσαΐας 7, 15-16). Ὁ Χριστός δέν μποροῦσε νά ἁμαρτήσει καθόλου, γιατί δέν ἐνοχλοῦνταν ἀπό πάθη ἁμαρτωλά καί δέν κινοῦνταν ἀπό κάποια ἐσωτερική ἁμαρτητική ροπή. Ἡ ἀναμαρτησία του εἶναι ἀπόλυτη, ὀντολογική.
Θεμέλιο δηλαδή τῆς ἀπόλυτης ἀναμαρτησίας τοῦ Κυρίου, εἶναι ἡ ὑποστατική ἕνωση τῶν δύο φύσεών Του. Ἐπιπλέον δέν μποροῦσε νά ἁμαρτήσει, γιατί ἡ ἀνθρώπινη θέλησή Του, πού εἶχε καί αὐτή θεωθεῖ ἐξ ἄκρας συλλήψεως, ὅπως ὅλη ἡ ἀνθρώπινη φύση Του, ὑποτάσσονταν ἐλεύθερα καί ἁρμονικά στή θεία θέληση.
Τόν ἀπόλυτο χαρακτήρα τῆς ἀναμαρτησίας τοῦ Κυρίου, βλέπουμε νά τό βεβαιώνει πολλαπλῶς ἡ Ἁγ. Γραφή. Μοναδικό παραμένει τό ἐρώτημα τοῦ Κυρίου «Τίς ἐξ ὑ μῶν ἐλέγχει με περί ἁμαρτίας» (Ἰωάν. 8, 46).
Ἀλλά καί γιά τό διάβολο ὁ Κύριος διακήρυξε ὅτι «ἐν ἐ μοί οὐκ ἔχει οὐδέν» (Ἰωάν. 14, 30). Μέ τήν ἴδια ἔμφαση διακηρύττει καί ὁ Ἀπ. Παῦλος «ἆρα Χριστός ἁμαρτίας διάκονος; μή γένοιτο» (Γαλ. 2, 17. Πρβλ. Β΄ Κορ. 5,21).
 Τό ἴδιο μᾶς διαβεβαιώνει καί ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέγοντας γιά τόν Χριστό «καί ἁμαρτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστι» (Α΄ Ἰωάν. 3,5) ὅπως ἐπίσης καί ὁ Ἀπ. Πέτρος «ὅς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ. 2, 22).
Θά ὁλοκληρώσουμε τήν ἀναφορά μας ὑπενθυμίζοντας τά ὅσα ἀναφέρει σχετικά, μέ τή χαρακτηριστική του ἀκρίβεια, ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Γιʼ αὐτό ἀναφάνηκε νέος Ἀδάμ ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος κατά τόν Ἡσαΐα δέν διέπραξε ἁμαρτία οὔτε διανοήθηκε, πολύ περισσότερο οὔτε ἐλάλησε· διότι δέν εὑρέθηκε δόλος στό στόμα του. Δέν εἶπε ἐκ τοῦ στόματος, ἀλλά ἐν τῷ στόματι, ὥστε καί τό ἄψογο τῶν λογισμῶν νά ὑποσημάνη, (…) κι ἀναδείχθηκε πραγματικά ἀγαθός καί ποιητής ἀγαθῶν ἔργων, ἀφοῦ ἔγινε ἕνας ἄνθρωπος ἀναμάρτητος καί ἀναφάνηκε στό Χριστό ἡ καθαρότητα πού ἐγκαινίασε αὐτός στήν ἀνθρώπινη φύση»
9. Σημειώσεις: 1.Βλ.Βλ.Anthony Hoekema, The Four Major Cults, 1963, σσ.142-143. 2. Βλ. A. E. Lickey, Μηνύματα εἰς τόν Σύγχρονον Ἄνθρωπον, 1960, σ. 104. 3. Βλ. 27 Βασικά Πιστεύω, σ. 53 4 . Βλ. 27 Βασικά Πιστεύω, σ. 56. 5.Βλ.27 Βασικά Πιστεύω, σ. 54. 6. Βλ. 27 Βασικά Πιστεύω, σ. 55. 7. Βλ. 27 Βασικά Πιστεύω, σ.42 8. Βλ. Ε.White, Βήματα πρός τό Χριστό, 19896, σ.58 9. Βλ.Ὁμιλία 16, 12. ΕΠΕ 9,439.

 Ὀρθόδοξος Τύπος άρ τεύχ. 1948, 2 Νοεμβρίου 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.