Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Ὁ Μιχαήλ. Π. Ἀρσένιος ὁ κατάδικος ''ΖΕΚ - 18376''. Μέρος A'.


Ὁ Μιχαήλ

Ἡ ἐπιθεώρηση τελείωσε. Οἱ κρατούμενοι, ἀφοῦ μετρήθηκαν, ὁδηγήθηκαν στό θάλαμο. Ἡ πόρτα κλειδώθηκε.
Πρίν κοιμηθοῦν, μποροῦσαν νά κουβεντιάσουν γιά λίγο, ν’ ἀνταλλάξουν τίς ἐντυπώσεις τους ἀπό τό στρατόπεδο, νά ποῦν τά νέα της ἡμέρας, νά παίξουν μία παρτίδα ντόμινο ἤ ἁπλά ν’ ἀναπολήσουν τά περασμένα ξαπλωμένοι στά κρεβάτια τους. Δύο ὧρες ἀργότερα ἀκούγονταν ἀκόμα κάποιες σκόρπιες κουβέντες, κι αὐτές ὅμως σιγά-σιγά ὑποχωροῦσαν. Ἡ σιωπή κυριαρχοῦσε, καθώς οἱ κρατούμενοι παραδίνονταν στόν ὕπνο.
Γιά πολλή ὥρα μετά τό κλείσιμο τῆς παράγκας ὁ π. Ἀρσένιος στεκόταν πλάι στό κρεβάτι του καί προσευχόταν. Ὕστερα ξάπλωνε κι αὐτός, συνεχίζοντας τήν προσευχή ὥσπου ν’ ἀποκοιμηθεῖ.
Κάποια νύχτα, μία ὥρα περίπου μετά τά μεσάνυχτα, ἐνίωσε κάποιον νά τόν σκουντάει. Πετάχτηκε πάνω καί ἄκουσε μία ταραγμένη φωνή νά τοῦ ψιθυρίζει:
-Ἔλα γρήγορα! Ὁ διπλανός μου πεθαίνει καί σέ ζητάει!
Ὁ ἑτοιμοθάνατος βρισκόταν στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ θαλάμου. Ἦταν ξαπλωμένος ἀνάσκελα. Ἀνάσαινε βαριά καί ἀκανόνιστα. Τά μάτια τοῦ ἦταν ἀνοιχτά διάπλατα, ἀφύσικα.
-Συγχωρέστε μέ… Σᾶς χρειάζομαι… Φεύγω…, εἶπε στόν π. Ἀρσένιο, καί πρόσθεσε σχεδόν προστακτικά:
-Καθῆστε.
Ὁ π. Ἀρσένιος κάθησε στήν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ. Τό λιγοστό φῶς ἔκανε νά λαμποκοποῦν σάν διαμάντια οἱ χοντρές σταγόνες τοῦ ἱδρώτα, πού κάλυπταν τό χλωμό πρόσωπο τοῦ ἑτοιμοθάνατου.
Τά μαλλιά τοῦ ἦταν κολλημένα καί τά χείλη τοῦ σφιγμένα ἀπό τόν πόνο. Παρ’ ὅλη τήν ἐξάντληση καί τή νεκρική του χλωμάδα, τά ὀρθάνοιχτα μάτια του, πού κοίταζαν τόν π. Ἀρσένιο σάν δύο ἀναμένες δάδες, φανέρωναν ὅλη τήν προηγούμενη βιότη του.
Πέθαινε. Ἔφευγε ἀπό τή ζωή αὐτή βασανισμένος καί κουρασμένος. Πρίν φύγει ὅμως, ἤθελε νά δώσει λόγο στό Θεό γιά ὅλα.
-Ἐξομολογῆστε μέ. Δῶστε μου ἄφεση ἁμαρτιῶν. Εἶμαι μοναχός μέ μυστική κουρά.
Οἱ διπλανοί του κρατούμενοι, βλέποντας ὅτι ἔφτανε τό τέλος του, σηκώθηκαν ἀπ’ τά κρεβάτια τους καί πῆγαν νά κοιμηθοῦν ἀλλοῦ. Ἀκόμα καί σ’ ἕναν θάλαμο στρατοπέδου ὁ ἑτοιμοθάνατος εἶχε δικαίωμα συγκαταβατικότητας καί συμπάθειας.
Ὁ π. Ἀρσένιος ἔσκυψε πάνω ἀπ’ τό μοναχό καί ἔσιαξε τήν τριμμένη κουβέρτα πού τόν μισοσκέπαζε. Ἀκούμπησε τό δεξί του χέρι πάνω στό κεφάλι μέ τά κολλημένα κοντά μαλλιά καί εἶπε ψιθυριστά τίς εὐχές. Συγκεντρώνοντας ὅλη του τήν προσοχή, ἑτοιμάστηκε ν’ ἀκούσει τήν ἐξομολόγηση.
-Ἡ καρδιά μου δέν ἀντέχει ἄλλο…, ψέλλισε μέ δυσκολία ὁ ἑτοιμοθάνατος. Καί λέγοντας τό μοναχικό του ὄνομα, ἄρχισε νά ἐξομολογεῖται.
-Μιχαήλ μέ λένε…
Σκύβοντας ἐπάνω του ὁ π. Ἀρσένιος καί πλησιάζοντας πολύ κοντά στό πρόσωπό του, μόλις πού τόν ἄκουγε. Αὐθόρμητα τόν κοίταζε μέσα στά μάτια. Κάπου-κάπου ὁ ψίθυρος σταματοῦσε καί ἀκουγόταν ἕνας βαθύς ρόγχος ἀπό τό στῆθος του. Τότε ὁ Μιχαήλ ἄνοιγε τό στόμα του καί ἅρπαζε λαίμαργα ἀέρα. Ἄλλοτε πάλι σιώπαινε ἐντελῶς καί φαινόταν σάν νεκρός. Τά μάτια τοῦ ὅμως συνέχιζαν νά ἔχουν ζωή. Μέσα σ’ ἐκεῖνα τά ἐκφραστικά μάτια ἀποτυπώνονταν ὅλα ὅσα ὁ ψίθυρος ἤθελε νά ἐκφράσει.
Πολλούς εἶχε ἐξομολογήσει ὁ π. Ἀρσένιος λίγο πρίν πεθάνουν, καί τέτοιες ἐξομολογήσεις εἶχαν πάντα κάτι τό συγκλονιστικό. Τώρα ὅμως, ἀκούγοντας τήν ἐξομολόγηση τοῦ Μιχαήλ, διαπίστωνε ὁλοκάθαρα πώς εἶχε μπροστά του ἕναν ἄνθρωπο ξεχωριστό, πού εἶχε φτάσει σέ μεγάλα ὕψη πνευματικῆς τελειώσεως. Πέθαινε ἕνας δίκαιος, πού εἶχε ἀφιερώσει τή ζωή του στό Θεό καί τό συνάνθρωπο. Πέθαινε ἕνας δίκαιος, καί ὁ π. Ἀρσένιος ἄρχισε νά συνειδητοποιεῖ πώς ὁ ἴδιος, μολονότι ἱερέας, ἦταν μπροστά του τόσο μικρός, τόσο ἀσήμαντος. Ἦταν ἀνάξιος ἀκόμα καί νά φιλήσει τήν ἄκρη τῶν ἐνδυμάτων τοῦ μοναχοῦ Μιχαήλ.
Ὁ ψίθυρός του σταματοῦσε ὅλο καί πιό συχνά, ἀλλά τά μάτια τοῦ ἔλαμπαν πάντα, συμπληρώνοντας εὔγλωττα τά κενά τῶν λόγων του.
Στήν ἐξομολόγηση τοῦ ὁ Μιχαήλ δίκαζε ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του καί τόν δίκαζε αὐστηρά, ἀνελέητα. Μερικές φορές ἔδινε τήν ἐντύπωση ὅτι ἔβλεπε κάποιον ἄλλον νά πεθαίνει, καί αὐτόν ἀκριβῶς δίκαζε.
Ὁ π. Ἀρσένιος, ἀπό τό ἄλλο μέρος, ἔβλεπε τήν ἐπίγεια ζωή τοῦ Μιχαήλ σάν ἕνα καράβι βαρυφορτωμένο μέ ταλαιπωρίες καί θλίψεις, παλιές καί πρόσφατες, ἕνα καράβι πού ἔφευγε πιά γιά τή μακρινή χώρα τῆς λησμοσύνης.
Τώρα δέν τοῦ ἔμενε παρά νά πετάξει ἔξω ὅλα τ’ ἄχρηστα, ἤ μᾶλλον νά τ’ ἀποθέσει στά χέρια τοῦ ἱερέα, πού, μέ τή θεοσδοτη ἐξουσία του, θά τοῦ πρόσφερε τήν ἄφεση.
Στίς λίγες στιγμές ζωῆς πού τοῦ ἀπομεναν, ὁ μοναχός Μιχαήλ ἔπρεπε νά τά παραδώσει ὅλα στόν π. Ἀρσένιο, νά ὁμολογήσει τά σφάλματά του ἐνώπιόν του Θεοῦ, νά ἀναγνωρίσει τίς ἁμαρτίες του, κι ἔτσι, μέ καθαρή τή συνείδηση, νά σταθεῖ μπροστά στό κριτήριο τοῦ Κυρίου.
Ἕνας ἀκόμα κρατούμενος πέθαινε στά χέρια τοῦ π. Ἀρσένιου, ὅπως καί τόσοι ἄλλοι στό παρελθόν. Αὐτός ὁ θάνατος ὅμως τόν συγκλόνισε ὅσο κανένας ἄλλος. Μέ δέος συνειδητοποίησε, ὅτι τό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ τόν ἀξίωσε νά ἐξομολογήσει ἕναν ἅγιο. Ὁ Κύριος του ἀποκάλυπτε ἕναν ἀνεκτίμητο θυσαυρό Του, ἕναν θησαυρό πού γιά πολύ καιρό καί μέ πολλή ἀγάπη καλλιεργοῦσε μυστικά, δείχνοντας σέ ποιές κορυφές πνευματικῆς τελειότητας μπορεῖ νά φτάσει ὅποιος Τόν ἀγαπάει ἀπεριόριστα, ὅποιος σηκώνει τό ζυγό καί τό φορτίο τοῦ Χριστοῦ, βαστάζοντας τά ὡς τό τέλος.


Ἀπό το βιβλίο
π. Ἀρσένιος ο κατάδικος ''ΖΕΚ - 18376''
(σελ.112--123)
Εκδόσεις Ἱεράς Μονής Παρακλήτου

Μεταφορά στό Διαδίκτυο - Ἐπιμέλεια κειμένου :  Ἀναβάσεις

Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή.

Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.