Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

«Φιλόστοργοι» Μέρος A' . Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (για παιδιά και νέους). Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Ένα πρωί πριν τρία χρόνια, ήταν τις παραμονές των Χριστουγέννων, η κυρα-Πράπω η Σκαλιώτισσα, μια ψηλή, χοντρή γυναικάρα πενήντα οκτώ χρονών, είχε σηκωθεί να πάει να κάνει επίσκεψη στη νονά της στα Πατήσια. Είχε σπιτάκια με μεγάλη αυλή, σε μιαν άκρη της πόλης, οπού έτρεφε γίδες και προβατίνες και κότες και φραγκόκοτες και περιστέρια.
Το γάλα το πουλούσε ογδόντα λεπτά την οκά, με το δικό της το μετρίδι. Τα περιστέρια, μόνο σε έκτακτες περιστάσεις, χωρίς ορισμένο τιμολόγιο, αν της είχε πνίξει κανένα η γάτα ή αν έβρισκε πελάτες  Γάλλους ή Ιταλούς του θεάτρου. Τα αυγά, προς 15 λεπτά το ένα, τη Σαρακοστή.
Αυτή, αν τραβούσε η όρεξή της να φάει αβγά, πράγμα σπάνιο, θα πήγαινε στην μεγάλη αγορά να τα ψωνίσει. Τα έβρισκε προς μια δεκάρα τα τρία, σπασμένα, αλλά φρέσκα, και με δοκιμή. Πού να γελαστεί αυτή!
Εκείνο το πρωί είχε σηκωθεί με την απόφαση να πάει να κάνει επίσκεψη στη νονά της, που ήταν αρχόντισσα με το σπίτι στα Πατήσια. Έρχονταν Χριστούγεννα, κι επιθυμούσε να της προσφέρει κατιτί. Τι άλλο από αβγά, που στο εμπόριό τους είχε ειδικότητα; Ήξερε ότι θα έβρισκε εκεί το νονό της, το γιο της γριάς, κι αυτός θα είχε το φιλότιμο να της πληρώσει καλά το δώρο της. Μέτρησε όσα αβγά είχε, και τα βρήκε δεκατέσσερα.
 «Να τους τα πάει όλα; Έχουμε και λέμε, 14 αβγά, από μία δεκάρα, 14 δεκάρες, μια και σαράντα, κι από μια πεντάρα ακόμα, 14 πεντάρες, 7 δεκάρες, 70 λεπτά. 70 και 1,40 (μέτρησε στα δάχτυλα), δύο και δέκα.

»Τότε θα έχανε μια δεκάρα. Γιατί, βέβαια, δε θα της έδινε παραπάνω από δύο δραχμές ο νονός για το δώρο της.
»Να τους πάει τα δεκατρία, έχουμε και λέμε, βγάλε τα 15 λεπτά, 1,95, θα κέρδιζε μια πεντάρα. Γιατί, όσα και να πήγαινε, πάντα δυο δραχμές θα της τα πλήρωνε ο νονός της. Ας είναι τα 13. Μα το 13 λένε πως δεν είναι καλό νούμερο. Να τους πάει τα 12;… Είπαμε πόσα; 1,90, τα δεκατρία; Πόσα είπαμε; 2,10 τα δεκατέσσερα… Βγάλε τα 15, μένουν 1,95. Ναι, μια κι 95. Βγάλε τα 15, κάνουν 1,80 τα δώδεκα.
»Ας τους πάει τα δώδεκα που είναι και καλό νούμερο. Δεν θα της δώσει παρακάτω από ένα δίδραχμο ο νονός της, και ρέστα δεν θα καταδεχτεί να πάρει, και πού να έχει αυτή ρέστα πάνω της; Ναι, τα δώδεκα θα τους πάει.»
Τα τύλιξε σε άσπρη, καθαρή πετσέτα, και ξεκίνησε πεζή, κούτσα κούτσα, γιατί δεν ήταν και τόσο γερή στα πόδια, για τα Πατήσια. Είχε υπολογίσει την ώρα που θα έβρισκε εκεί το νονό της, όταν θα είχε έρθει λίγο πριν από το γραφείο του, αλλά όχι αμέσως, λίγο αργότερα, μόλις θα τέλειωναν το μεσημεριανό φαγητό, οπόταν θα τους έβρισκε σε καλή διάθεση. Ποτέ της δε θα έκανε, αυτή, το σφάλμα να εμφανιστεί την ώρα ακριβώς του φαγητού.
Η κυρα-Πράπω πέτυχε και με το παραπάνω. Δέχτηκαν τα αβγά (που πρέπει να το πούμε πως ήταν φρέσκα), της τα πλήρωσε ο νονός της ένα δίδραχμο, με μικρό μορφασμό της νονάς, που όμως δεν μπόρεσε να μην την καλέσει να καθίσει στο ίδιο τραπέζι της, για να χορτάσει με τα αποφάγια. Η κυρα-Πράπω δεν ήταν εντελώς νηστική, αλλά είχε φάει πρωινό στις δέκα. Έπειτα ο αέρας της εξοχής της είχε ανοίξει την όρεξη.
Αφού μίλησε για διάφορα πράγματα, ύστερα, χωρίς αδεξιότητα, ανάμεσα σε άλλα είπε πως είχε έρθει πεζή, και παραπονέθηκε για τα πόδια της… κλάφτηκε και για τα γεράματα του συζύγου της, του μπαρμπα-Πράπη, που δεν ήταν πια ικανός για τίποτα. Ο νονός, που είχε έρθει σε πολύ καλή διάθεση ύστερα από δύο ποτήρια δυνατό κρασί και από ένα ποτηράκι λικέρ σαρτρέζ με τον καφέ, έβγαλε και της έδωσε δύο ή τρείς δεκάρες, για να πληρώσει το λεωφορείο στην επιστροφή. Νέος μορφασμός της νονάς, που σκεφτόταν πως τα αβγά της βαφτισιμιάς κανείς δεν τα είχε προσκαλέσει να κάνουν τον κόπο να μεταφέρουν στα Πατήσια το χοντρό της σώμα.
Στο τέλος πήρε το θάρρος να μαζέψει λίγες πεπονόφλουδες, που είχαν μείνει πάνω στο τραπέζι, για την κατσίκα της, τις τύλιξε στην πετσέτα κι έφυγε. Είχε ξεκουραστεί πολύ και δεν νόμιζε πως ήταν ανάγκη να ανέβει στο λεωφορείο. Γύρισε πεζή.
Πέρασε από ένα εξοχικό σπιτάκι, όπου κατοικούσε μια περιβολάρισσα ξαδέρφη της, νυχτώθηκε, και γύρισε στην πόλη κρατώντας ένα μεγάλο δέμα κάτω από την μασχάλη της.
Είκοσι βήματα πριν φτάσει στο σπίτι της, την ώρα που είχαν ανάψει το φανάρι του γκαζιού που ήταν εκεί, βλέπει ένα μικρό παιδάκι μοναχό του, που έκλαιγε.
-Τι έχεις, παιδί μου;
Το παιδί ψέλλισε κάτι ζητώντας τη μητέρα στο σπίτι.
-Τίνος είσαι, μικρό μου;
Το παιδί δεν ήξερε να πει τίνος ήταν.
-Πώς τη λένε τη μάνα σου;
-Μαμά.
-Και τον πατέρα σου;
-Μπαμπά.
Η κυρα-Πράπω ήταν σε αμηχανία. Πήρε το παιδί από το χέρι και το έφερε ως την πόρτα της μάντρας όπου ήταν το σπίτι της. Εκεί στάθηκε για λίγα λεπτά, φώναξε με την ψηλή και τραχιά φωνή της την κόρη της, τη Μαρίνα, να την ξαλαφρώσει, και όταν αυτή ήρθε, της έδωσε το δέμα με τις φλούδες και τα εξωτερικά φύλλα των φυτών, όσα έφερνε, κι έπειτα έμεινε διστακτική, να ρωτάει με δυνατή φωνή τις γειτόνισσες, αν καμιά από αυτές γνώριζε το παιδί.
Πολλές το κοίταξαν κάτω από το φως του γκαζιού, το έψαξαν, το γύρισαν. Καμιά δεν έτυχε να το γνωρίζει.
Κατά τύχη, όπως συνηθίζεται στα παραμύθια, συνέπεσε να περνώ από εκεί. Άλλωστε ήμουν γείτονας, και ήταν η ώρα που συνήθως κατέβαινα στην συνοικία.

«Φιλόστοργοι» Μέρος A'
 Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα 
 για παιδιά και νέους
Εκδόσεις Άγκυρα
 σελ. 117-121
________________

Ἐπιμέλεια κειμένου:   http://anavaseis.blogspot.com

Για να διαβάσετε τα προηγούμενα πατήστε: 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.