Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Η Ευθύνη της επιλογής μας. «3. Ἡ ἀρχή τῆς ὑπεροχῆς τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου» Μέρος Α΄

ΙΕΡΟΝ ΚΕΛΛΙΟΝ
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΠΟΥΡΑΖΕΡΗ
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΜΑΣ 
Κεφάλαιο Β΄ 
Οι Έσχατολογικοί καιροί μας

« 3. Ἡ ἀρχή τῆς ὑπεροχῆς τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου »  Μέρος Α΄ (σελ. 158- 161)
           ____________________________________

                                  Βιομετρικά διαβατήρια
                                  Ἡλεκτρονικές ταυτότητες
                                   666
                                   Bar code
                                   RFID
                                   Smart cards
                                   Ἐμφυτευόμενα μικροτσιπς




Ὅλα αὐτά ὑλοποιοῦνται ἤδη ἀπό τήν ἔκδοση τῶν νέων βιομετρικῶν διαβατηρίων μέ τό ....ἀθῶο τσιπάκι.  Οἱ Συνθῆκες Σένγκεν καί Πρύμ ἐκπηγάζουν ἀπό τό Διεθνές Δίκαιο, τό ὁποῖον εἶναι πρωτογενές καί συνεπῶς ὑπέρκεινται κάθε ἐθνικοῦ νόμου.  Κανείς κανόνας ἐθνικοῦ δικαίου δέν μπορεῖ νά ὑπερισχύση τοῦ κοινοτικοῦ.
Γίνεται γενικῶς δεκτό ὅτι τό κοινοτικό δίκαιο ὑπερισχύει τοῦ ἐθνικοῦ δικαίου τοῦ κάθε κράτους μέλους130 (130 ΒΛ.ΔΕΚ.,15-6-1964, ὑπόθεσι 6/64, Costa-ENEL., ΣυλλΝ 1954-1964, σ. 1191΄ ΔΕΚ Wilhelm, ΣυλλΝ 1969-1971, σ.1΄ ΔΕΚ Ἐπιτροπή κατά τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας, ΕλλΔνη 31, 229΄ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας 2152/1986, Νομικό Βῆμα 35, 239΄ Ἄρειος Πάγος 1008/1993 ΕλλΔνη 35, 355, Ἐφετεῖο Ἀθηνῶν 9337/1992, Νομικό Βῆμα 41, 313.) Ἡ ὑπεροχή αὐτή ἀναφέρεται ὄχι μόνο στό πρωτεγενές κοινοτικό δίκαιο131  
(131 Στό πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο ἐντάσσονται οἱ τρεῖς ἱδρυτικές συνθῆκες τῶν Κοινοτικῶν, δηλαδή ἡ Συνθήκη περί  ἱδρύσεως τῆς Εὐρωπαϊκπης Κοινότητος Ἄνθρακα καί Χάλυβα (ΣΕΚΑΧ) τό 1951/52, ἡ Συνθήκη περί ἱδρύσεως τῆς Εὐραπαϊκῆς Κοινότητος Ἀτομικῆς Ἐνέργειας (ΣΕΚΑΕ) τό 1957 καί ἡ Συνθήκη περί ἱδρύσεως τῆς Εὐρωαπαϊκῆς Οἰκονομικῆς Κοινότητος (ΣΕΟΚ) τό 1957/58. Οἱ τρεῖς Εὐρωπαϊκές Κοινότητες δημιουργήθηκαν βάσει αὐτῶν τῶν συνθηκῶν καί, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ἐπέχουν τή θέσι ἑνός συντάγματος γιά τίς Κοινότητες πού ἱδρύουν.   
Στό πρωτογενές δίκαιο ἀνήκουν ἀκόμη ὅλες οἰ ἀναθεωρήσεις τῶν ἀρχικῶν συνθηκῶν (ἡ Ἐνιαία Εὐρωπαϊκή Πρᾶξι (1986), ἡ Συνθήκη γιά τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωσι (ΣΕΕ), ἡ Συνθήκη Μάαστριχ (1992), ἡ Συνθήκη τοῦ  Ἄμστερνταμ (1997) καί ἡ Συνθήκη τῆς Λισσαβῶνος (2007), τά Παραρτήματα καί τά Πρωτόκολλα πού τίς συνοδεύουν, ὄπως καί οἱ συμφωνίες ἐντάξεως τῶν νέων κρατῶν μελῶν (βλ. Στάγκου/Σαχπεκίδου, ἔ.ἀ.,σ. 198κἑ.)                                                  

 Βλ. ἐπίσης τή Δήλωσι σχετικά μέ τήν ὑπεροχή στίς Δηλώσεις οἱ ὁποίες προσαρτῶνται στήν τελική πρᾶξι τῆς Διακυβερνητικῆς Διασκέψεως ἡ ὁποία υἱοθέτησε τή Συνθήκη τῆς Λισσαβῶνος πού ὐπογράφηκε στίς 13 Δεκεμβρίου 2007 (ΕΕ C115/9-5-2008, σ.344) ὅπου ἐπισυνάπτεται καί ἡ Γνωμοδότησι τῆς Νομικῆς Ὑπηρεσίας τοῦ Συμβουλίου τῆς 22ας Ἰουνίου 2007.), ἀλλά καί στό παράγωγο132 
(132 Στό παράγωγο κοινοτικό δίκαιο περιλαμβάνονται οἱ κανόνες δικαίου πού θεσπίζονται μέ πράξεις τῶν ὀργάνων τῶν Κοινοτήτων σέ ἐκτέλεσι τῶν κανόνων τοῦ πρωτογενοῦς κοινοτικοῦ δικαίου μέσα στό πλαίσιο ἀρμοδιοτήτων πού ἔχει καθορισθῆ ἀπό αὐτό.  Οἱ κανόνες αὐτοί εἶναι οἰ κανονισμοί, οἱ ὁδηγίες καί οἱ ἀποφάσεις.  Αὐτοί οἱ κανόνες εἶναι πράξεις δεσμευτικές γιά τά κράτη μέλη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως (βλ. ἀνωτ., σ. 132, σημ. 94, καί κατωτ., σ.193, σημ.175.   
Οἱ ἀποφάσεις, ἄν καί δέν ἔχουν κανονιστικό χαρακτήρα, δεσμεύουν μόνο τά κράτη μέλη πρός τά ὁποία ἀπευθύνονται), καί βασίζεται στό ἄρθρο 28 τοῦ Συντάγματος133
 (133    «1. Οἱ γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες τοῦ διεθνοῦς δικαίου, καθώς καί οἱ διεθνεῖς συμβάσεις, ἀπό τήν ἐπικύρωσή τους μέ νόμο καί τή θέση τους σέ ἰσχύ σύμφωνα μέ τούς ὅρους καθεμιᾶς ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ ἐσωτερικοῦ ἑλληνικοῦ δικαίου καί ὑπερισχύουν ἀπό κάθε ἄλλη ἀντίθετη διατάξη νόμου.  Ἡ ἐφαρμογή τῶν κανόνων τοῦ διεθνοῦς δικαίου καί τῶν διεθνῶν συμβάσεων στούς ἀλλοδαπούς τελεῖ πάντοτε ὑπό τόν ὅρο τῆς ἀμοιβαιότητας.                                                                                                                  
 2. Γιά νά ἐξυπηρετηθεῖ σπουδαῖο ἐθνικό συμφέρον καί να  προαχθεῖ ἡ συνεργασία μέ ἄλλα κράτη, μπορεῖ νά ἀναγνωρισθοῦν, μέ συνθήκη ἡ συμφωνία, σέ  ὄργανα διεθνῶν ὀργανισμῶν ἁρμοδιότητες πού προβλέπονται ἀπότό Σύνταγμα.  Γιά τήν ψήφιση νόμου πού κυρώνει αὐτή τή συνθήκη ἤ συμφωνία ἀπαιτεῖται πλειοψιφία τριῶν πέμπτων τοῦ ὅλου ἀριθμοῦ τῶν βουλευτῶν.                                                                                                                            
3. Ἡ Ἑλλάδα προβαίνει ἐλεύθερα, μέ νόμο πού ψηφίζεται ἀπό τήν ἀπόλυτη πλειοψηφία τοῦ ὅλου ἀριθμοῦ τῶν βουλευτῶν, σέ περιορισμούς ὠς πρός τήν ἄσκηση τῆς ἐθνικῆς κυριαρχίας της, ἐφόσον αὐτό ὑπαγορεύεται ἀπό σπουδαῖο ἐθνικό συμφέρον, δέν θίγει τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου καί τίς βάσεις τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος καί γίνεται μέ βάση τίς ἀρχές τῆς ἰσότητας καί μέ τόν ὅρο τῆς ἀμοιβαιότητας.                                                                                         
Ἐρμηνευτική δήλωση:                                                                                                            
Τό ἄρθρο 28 ἀποτελεῖ θεμέλιο γιά τή συμμετοχή τῆς χώρας στις διαδικασίες τῆς εὐρωπαϊκῆς ὁλοκλήρωσης») σέ συνδυασμό μέ τά ὁριζόμενα στή Συνθήκη τῆς Ρώμης (ΕΣΔΑ). Εἰδικό ζήτημα προκύπτει ὡς πρός τήν ὑπεροχή τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου ἀπέναντι στούς ἐθνικούς συνταγματικούς κανόνες.  Σχετικά μέ αὐτούς ἡ ἀρχή τῆς ὑπεροχῆς τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου μπορεῖ ἐπίσης νά θεμελιωθ στό ἄρθρο 28 τοῦ Συντάγματος134 
(134 Γιά τό θέμα τῆς ὑποταγῆς τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου καί τή θεμελιωσί του στό ἄρθρο 28 τοῦ Συντάγματος βλ. Σκανδάμη,  Εὐρωπαϊκό δίκαιο καί στοιχεῖα ἑλληνικοῦ δικαίου προσαρμογῆς, 1994,σ.143 κἑ.΄Διαγτόγλου, Εὐρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο Ι, 2η ἔκδ., 1985, σ. 138 κἑ.΄ Κρουσταλάκη, Ἡ ἐφαρμογή τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου ἀπό τά ἐθνικά δικαστήρια καί τά προβλήματα της, Δίκη 9, 146, σ. 173 κἑ.΄ Ἐφετεῖο Ἀθηνῶν 9162/1992, ΕλλΔνη 36, 872΄ Στάγκου/Σαχπεκίδου, ἔ.ἀ., σ. 242 κἑ.                                                 
Τό πρόβλημα τῆς σχέσεως ἐθνικοῦ καί κοινοτικοῦ δικαίου πού ἀνακύπτει εἶναι ὀξύ.  Τί συμβαίνει, ἄν ἐθνικός καί κοινοτικός κανόνας δικαίου μέ τό ἴδιο ἤ παρεμφερές κανονιστικό πεδίο, ἀπαγγέλουν διαφορετικές ἔννομες συνέπειες; Καί ποιά θά πρέπῃ νά εἶναι ἡ στάσι τοῦ ἐθνικοῦ δικαστοῦ, ὄταν τά δύο νομοθετήματα, ἐθνικό καί κοινοτικό, προβλέπουν τίς ἴδιες λύσεις; Θά παραγκωνίσῃ τό ἕνα τό ἄλλο; Ποιό θά ὑπερισχύσῃ τοῦ ἄλλου; Ἤ μήπως μποροῦν νά ἐφαρμόζωνται σωρευτικά; Τό δίλημμα αὐτό ἀνάγεται στό μεῖζον ζήτημα τῶν νομικῶν συνεπειῶν τῆς εὐρωπαϊκῆς ἑνοποιήσεως (πρβλ. σχετικά Σκανδάμη, ἔ.ἀ., σ. 96΄ Σημαντήρα, Γενικές ἀρχές ἀστικοῦ δικαίου, 1988, ἀρ.49).

Στήν περίφημη ἀπόφασί του Costa / ENEL138 (135 Βλ. ἀνωτ., σημ.130), τό ΔΕΚ ἐπέβαλε τόν κανόνα τῆς ὑπεροχῆς τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου ἔναντι τοῦ ἐθνικοῦ, θελμελιώνοντάς τον στήν αὐτονομία τῆς κοινοτικῆς ἐννόμου τάξεως καί προσθέτοντας περαιτέρω σκέψεις καί ἐπιχειρήματα στήν κατά ἕνα περίπου χρόνο παλαιότερη ἀπόφασί του Van Gend en Loos136 
 (136 ΔΕΚ, 5-2-1963μ ὑποθ. 25/62, NV Algemene Transport en Expeditie Onderneming Van Gend en Loos/ Ὁλλανδικῆς Οἰκονομικῆς Διοικήσεως ΣυλλΝ 1954-1964, σ.861.) Τό ΔΕΚ κατέληξε στό συμπέρασμα ὅτι  κ α μ μ ί α  διάταξι, ὁποιασδήποτε μορφῆς, τοῦ ἐσωτερικοῦ δικαίου δέν μπορεῖ νά ἀντιταχθῇ στό κοινοτικό δίκαιο, νά τό τροποποιήσῃ, να τό καταργήσῃ ἤ, γενικά, νά αλλιώσῃ τή μορφή, τήν ἱεραρχική θέσι του καί τίς συνέπειές του, ἀκριβῶς ἐπειδή τό κοινοτικό δίκαιο ἀπορρέει ἀπό αὐτόνομη πηγή δικαίου.  Πρέπει νά σημειωθῇ ὅτι τό ΔΕΚ θεώρησε ὁποιαδήποτε προσφυγή σέ διατάξεις ἐθνικοῦ δικαίου τελείως ἀκτάλληλη γιά νά θεμελιώσ τήν ὑπεροχή τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου.
 ____________________
Ψηφιοποίηση κειμένου Κατερίνα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.