Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Τὰ κτιστὰ φῶτα τοῦ κόσμου καὶ τὸ Ἄκτιστο Φῶς τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Π. Γεώργιος Καψάνης


Τὰ κτιστὰ φῶτα τοῦ κόσμου καὶ τὸ Ἄκτιστο Φῶς τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος γιά τό Φῶς. Τό Ἄκτιστο, ἄναρχο, ὑπερούσιο, ὑπέρκαλλο, τρισήλιο Φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Εἶναι πλασμένος, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο, ἀπό τόν «ὑπερφαῆ καὶ ἀρχέφωτον Θεόν»,  γιά νά πληροῦται «νοεροῦ φωτός», ὡς «λογική φύσις ἐπιτηδείως πρός κατάλληλον φωτοληψίαν ἔχουσαν»1.
Κάθε λογική φύσις εἶναι δεκτική τοῦ θείου Φωτός. Λογικές φύσεις εἶναι οἱ φύσεις τῶν θεοειδῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀνθρώπων, ἄν καί οἱ ἄνθρωποι συναθροίζουν «εἰς ἕν νοῦν τε καί αἴσθησιν»2.
Οἱ λογικές φύσεις εἶναι πλασμένες νά βλέπουν τόν Θεό ὡς φῶς, ἀφοῦ, κατά τόν ἴδιο Ἅγιο, «Φῶς εἶναι τήν τοῦ Θεοῦ τελεωτάτην θέαν»3.
Γι’ αὐτό τό Φῶς θά ἤθελα νά σᾶς ὁμιλήσω σήμερα, γιατί εἶναι τό μόνο φῶς πού ἡμπορεῖ νὰ φωτίσῃ καί νά ἀναπαύσῃ τόν ἄνθρωπο.
Χειραγωγός μας δέν ἡμπορεῖ νά εἶναι ἄλλος ἀπό τόν κεκαθαρμένο, μεταμορφωμένο καί λάμποντα σ’ αὐτό τό Φῶς ἅγιο Ἱεράρχῃ, θεολόγο καί ποιμένα τῆς Θεσσαλονίκης, Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.
Εἶναι ὁ θεατής, ὁ θεολόγος καί ὁ κήρυξ τοῦ Ἁγίου Φωτός. Προεσημάναμε ἤδη ὅτι ἄγγελοι καί ἄνθρωποι λόγῳ τῆς λογικῆς των φύσεως καί τῆς ἐκ τούτου συγγενείας των πρός τόν Πρῶτον Νοῦν εἶνα δεκτικοί τοῦ θείου Φωτός.
Οἱ θεῖοι ἄγγελοι, ὅσοι δέν ἐξέπεσαν, ἔχουν πλέον συνεχὴ τήν κοινωνία μέ τό Τρισήλιο Φῶς, πού εἶναι καί «ἡ τῶν πνευμάτων τροφή, τῶν τε ἀγγέλων καί τῶν δικαίων»4.
Τό «ἀπερίσπαστον», δηλαδή τό ἄπτωτον, οἱ ἄγγελοι ἀπέκτησαν μετά τήν ἔνσαρκο οἰκονομία τοῦ Κυρίου,  «ἔργῳ παρά τοῦ δεσπότου μαθόντες ὁδόν ὑψώσεως καί τῆς πρός αὐτόν ὁμοιώσεως οὐ τήν ἔπαρσιν οὗσαν, ἀλλά τήν ταπείνωσιν»5.
Ἄς ἰδοῦμε ὅμως τί συνέβη μέ τούς ἀνθρώπους. Μᾶς τό λέγει ὁ Ἅγιος σέ ὁμιλία του πού ἐξεφώνησε στήν Θεσσαλονίκη.
Ὁ Ἀδάμ πρό τῆς παρακοῆς μετεῖχε τῆς θείας ἐλλάμψεως καί λαμπρότητος. Αὐτήν φοροῦσε «ὡς στολήν δόξης». Ἔτσι δέν ἦταν γυμνός «οὐδ’ ἀσχήμων ὑπῆρχεν ὅτι γυμνός»,  ἀλλ’ ἀντιθέτως  ἦταν πολύ λαμπρότερος αὐτῶν πού φοροῦν τά στολισμένα μέ πολύ χρυσό καί πολύτιμους λίθους διαδήματα6.
Ἀκολουθεῖ ὅμως ἡ παράβασις καί ὁ χωρισμός ἀπό τόν Θεό, πού εἶναι χωρισμός ἀπό τήν Ζωή καί τό Φῶς τοῦ Θεοῦ.
Τώρα ἡ ἀνθρώπινη φύσις εἶναι γυμνή καί ἄσχημη.  Κάλυμμα σκότους ἔχει ἐπιβληθῆ στήν ψυχή7. Οἱ πρωτόπλαστοι αἰσθάνονται τήν γύμνωσί τους καί ἐντρέπονται.
Αὐτή τήν φύσι, τήν «γεγυμνωμένην» ἀπό τήν θεία ἔλλαμψι καί λαμπρότητα, ἐλέησε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, διά σπλάχνα ἐλέους τήν ἀνέλαβε καί στό Θαβώριο κατά τήν Μεταμορφωσί Του τήν ἔδειξε στούς προκρίτους τῶν μαθητῶν Του «ἐνδεδυμένην ἐπιφανέστερον»8.
Τήν «φωτοειδῆ στολήν» ἐνδύεται ὁ ἄνθρωπος μέ τό ἅγιο Βάπτισμα, πού γι’ αὐτό λέγεται καί «φώτισμα», μέ τό ἅγιο Χρίσμα καί τήν Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καί ἀναδεικνύεται «φωτός τέκνον»9.
Γιά τόν χαριζόμενο στόν ἄνθρωπο ἐσωτερικό φωτισμό ἀπό τήν Κοινωνία τοῦ ἁγίου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Κυρίου θεολογεῖ ἐκτενέστερα ὁ Ἅγιος στόν «Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων» πρῶτο λόγο του:
«Ἐπεί δέ μή μόνον τήν ἑαυτοῦ θεϊκήν ὑπόστασιν ὁ τοῦ
Θεοῦ Υἱός, βαβαί τῆς ἀνεικάστου φιλανθρωπίας, ἥνωσε
τῇ καθ’ ἡμᾶς φύσει, καί σῶμα λαβών ἔμψυχον καί ψυχήν
ἔννουν ‟ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποι
συνανεστράφη’’, ἀλλ’ ὤ θαύματος οὐδεμίαν
ἀπολείποντος ὑπερβολήν, καί αὐταῖς ταῖς ἀνθρωπίναις
ὑποστάσεσιν ἑνοῦται, τῶν πιστευόντων ἑκάστῳ
συνανακριτῶν ἑαυτόν διά τῆς τοῦ ἁγίου σώματος
αὐτοῦ μεταλήψεως, καί σύσσωμος ἡμῖν γίνεται καί
ναόν τῆς ὅλης θεότητος ἡμᾶς ἀπεργάζεται (καί γάρ ἐν
αὐτῷ τῷ τοῦ Χριστοῦ σώματι ‟κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα
τῆς θεότητος σωματικῶς’’), πῶς οὐχί διὰ τῆς θεϊκῆς
αὐγῆς τοῦ ἐν ἡμῖν σώματος αὐτοῦ τάς ψυχάς περιαστράψας
φωτίσει τῶν ἀξίως μετεχόντων, ὡς τῶν μαθητῶν ἐν
Θαβώρ καί τά σώματα ἐφώτισε; Τότε γάρ μήπω
φυραθέν ἡμῶν τοῖς σώμασι τό τήν πηγήν ἔχον τοῦ φωτός τῆ
χάριτος ἐκεῖνο σῶμα τῶν ἐγγιζόντων τοῦς ἀξίους ἔξωθε
ἐφώτιζε καί διά τῶν αἰσθητῶν ὀμμάτων ἐπί τήν ψυχήν
εἰσέπεμπε τόν φωτισμόν· νῦν δ’ ἀνακραθέν ἡμῖν καί
ἐν ἡμῖν ὑπάρχον εἰκότως ἔνδοθεν περιευγάζει τήν ψυχήν»10.

(Ἐπειδή δέ ὄχι μόνο τό ἰδικό του θεῖο πρόσωπο ἕνωσε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἰδική μας φύσι, ὤ τί ἀνέκφραστη φιλανθρωπία, καί ἀφοῦ ἔλαβε ἔμψυχο σῶμα καί ἔννουν ψυχή [μέ νοῦ], ἐφάνη στήν γῆ καί συνανεστράφη μέ τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ὤ θαῦμα δέν εἶναι κατώτερο καμμιᾶς ὑπερβολῆς, ἑνώνεται καί μέ αὐτά τά ἀνθρώπινα πρόσωπα καί συναναμιγνύει τόν ἑαυτό του μέ κάθε πιστό διά τῆς μεταλλήψεως τοῦ ἁγίου του σώματος, καί γίνεται σύσσωμος μέ μᾶς καί μᾶς καθιστᾷ ναό ὅλης τῆς θεότητος, ἀφοῦ σ’ αὐτό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ «κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς». Πῶς λοιπόν δέν θά περιαστράψῃ καί φωτίσῃ τίς ψυχές τῶν ἀξίως μετεχόντων μέ τήν θεϊκή αὐγή τοῦ σώματός του πού εἶναι μέσα μας, καθώς ἐφώτισε καί τά σώματα τῶν μαθητῶν στό Θαβώρ;
Διότι, ἐάν τότε πού δέν εἶχε ἀκόμη ἀναμιχθῆ μέ τά ἰδικά μας σώματα ἐκεῖνο τό σῶμα πού ἔχει τήν πηγή τοῦ φωτός τῆς χάριτος ἐφώτιζε ἐξωτερικά τούς ἐκ τῶν προσεγγιζόντων ἀξίους καί διά τῶν αἰσθητῶν ὀφθλαμῶν ἔστελνε μέσα στήν ψυχή τόν φωτισμό, τώρα πού ἔχει ἀνακραθῆ μέ μᾶς καί ὑπάρχει μέσα μας εὐλόγως ἀπό μέσα περιαυγάζει τήν ψυχή).
Κατά τόν ἅγιο μάλιστα Μακάριο, στόν ὁποῖο παραπέμπει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «ὅταν ἡ ψυχή φόβῳ καί ἀγάπῃ καί αἰσχύνῃ, ὡς καί ὁ ἄσωτος υἱός, ἐπιστρέψῃ πρός τόν ἴδιον δεσπότην καί Πατέρα καί Θεόν, προσδέχεται αὐτήν, μή λογιζόμενος τά παραπτώματα αὐτῆς, καί δίδωσιν αὐτῇ στολήν δόξης, τοῦ φωτός τοῦ Χριστοῦ».  Ποιά εἶναι αὐτή ἡ δόξα καί τό φῶς; Ποιά ἄλλη ἀπό τό Ἄκτιστο Φῶς πού εἶδε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος κατά  τήν Θεία Μεταμόρφσι;11


Παραπομπές
1.Ὑπέρ τῶν Ἱερῶς Ἡσυχαζόντων 1,3, ἐν Γρηγορίου Παλαμᾶ ἔργα,  Ε.Π.Ε., Θεσ/νίκη 1982, τ. 2, σελ. 154, στίχ. 7.9.8.
2.Τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Γρηγορίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμιλίαι ΚΒ΄,  ἔκδ. Σοφοκλέους Κ. τοῦ ἐξ Οἰκονόμων, Ἀθήνῃσι 1861, σελ. 172, §λε΄.
3.Ὑπέρ τῶν Ἱ.Ἡσυχ. 1,3, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ 204, στιχ. 26.
4.Ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 210, στίχ. 23.
5.Ὁμιλία ΚΒ΄,  ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 227, § ε΄.
6.Τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Ὁμιλίαι 41,  ἔκδ. Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, ἐν Ἱεροσολύμοις 1857, σελ. 95.
7. Ὑπέρ τῶν Ἱ.Ἡσυχ. 1,3, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ 174, στιχ. 12.
8. Ὁμιλία 41,  ἔνθ’ ἀνωτ.
9. Ὁμιλία ΚΒ΄,  ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 239, § δ΄.
10. Ὑπέρ τῶν Ἱ.Ἡσυχ. 1,3, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ 228, στιχ. 32 καί ἑξῆς.
11. Ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 210, στιχ. 8.

Ὁμιλία γενομένη εἰς τόν Ἱερόν Ναόν τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου Θεσσαλονίκης τῇ Β΄ Κυριακῇ τῶν Νηστειῶν τοῦ 1984

ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον Ὄρος
2000
σελ. 12-14
Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο  Ἀναβάσεις


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.