Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Η πρώτη μου εξομολόγησις στο Άγιον Όρος. Αρχιμ. Χερουβείμ.


Από το περιβόλι της Παναγίας
Νοσταλγικές αναμνήσεις
 
Αφού απεφάσισες να μείνεις πλέον στο Άγιον Όρος, πρέπει να πας στον πνευματικό, για να εξομολογηθείς, μου είπε μια ημέρα ο Γέροντας.
Ο πνευματικός μας π. Χριστοφόρος ησύχαζε στα Καρούλια, στον πιο αντιπροσωπευτικό τόπο της αγιορείτικης ερήμου. Μαζί με ένα παραδέλφο μου φορτωθήκαμε τους ντορβάδες, γεμάτους τρόφιμα για τους ασκητάς των Καρουλίων, οι οποίοι στερούνται των πάντων. Εμείς δόξα τω Θεώ είχαμε απ’ όλα τα επίγεια αγαθά.
Ο πρώτος σταθμός μας έγινε στην καλύβη του υμνογράφου π. Γεράσιμου. Ήμουν ευτυχής που συνήντησα τον άνθρωπο αυτό. Τον είχα γνωρίσει από το 1935 στον Πειραιά. Σεβαστό και αγαπητό μου πρόσωπο. Και η δική του όμως χαρά ήταν έκδηλη, καθώς με έβλεπε τώρα στο Άγιον Όρος με τη στολή του μοναχού και με όλα τα αγιορείτικα διακριτικά της γνωρίσματα: ντορβάς, μπαστούνι, χοντρά παπούτσια με σόλες από ρόδα αυτοκινήτου. Μα πιο πολύ χάρηκε, διότι ο Θεός με είχε οδηγήσει σε μια αυστηρή και ασκητική συνοδία.
Τον εκοίταζα με θαυμασμό. Ήταν ο σύγχρονος υμνογράφος της Εκκλησίας μας. Το υμνογραφικό του ταλέντο αποκτούσε μεγαλύτερη αξία, καθώς το καλλιεργούσε στην ερημική εκείνη γωνιά της Μικράς Αγίας Άννης.
-Ώστε είναι η πρώτη σου εξομολόγησις στο Άγιον Όρος; μου είπε. Πηγαίνεις σ’ ένα πνευματικό με πολλή διάκρισι και αγιότητα. Πρόσεξε να φανείς αντάξιος των δωρεών του Θεού.

Πήραμε την ευχή του π. Γεράσιμου, τον ευχαριστήσαμε και προχωρήσαμε προς το φρικαλέο Καρούλι. Φθάσαμε στο σημείο, πέρα από το οποίο μόνο βοηθητικό μέσο για να συνεχίσουμε την πορεία μας ήσαν οι αλυσίδες. Θεόρατοι βράχοι, απότομοι γκρεμοί και κάτω η θάλασσα, βαθειά, μελανή, άγρια. Πρώτη φορά περνούσα τα Καρούλια και δεν εφανταζόμουν τι θα συναντούσα. Ούτε ήμουν όμως και τόσο αποφασιστικός για τέτοια τολμήματα. Ευτυχώς, ο αδελφός που με συνώδευε σκόρπισε την δειλία μου και με βοήθησε. Μετά από το πρώτο επικίνδυνο πέρασμα, βρεθήκαμε μπροστά σε τρία καλυβάκια.
-Εδώ, μου λέει ο παράδελφός μου, είναι το καλύβι  «άγιος Γεώργιος» και ησυχάζει ένας πολύ μορφωμένος ρώσος, ο π. Νίκων, πρώην αξιωματικός του ρωσικού στρατού.
Κτυπήσαμε την πόρτα και περιμέναμε. Σε λίγο ξεπρόβαλε μια κατάλευκη οσιακή μορφή, με ένα ουράνιο μειδίαμα, με μια εξωκόσμια καλωσύνη. Του αφήσαμε λίγα τρόφιμα, πήραμε την ευχή του φιλώντας το αγιασμένο του χέρι και συνεχίσαμε την πορεία μας.
Πιο πέρα ήταν το δεύτερο καλύβι, με ένοικο έναν επίσης ρώσο ερημίτη. «Ο ασκητής αυτός καλλιεργεί την σιωπή», με ενημέρωσε ο συνοδοιπόρος μου. Πράγματι, μας άνοιξε χωρίς να μας μιλήσει καθόλου. Έκανε μόνο μια βαθειά υπόκλιση, δείγμα χαιρετισμού και ευγνωμοσύνης για την προσφορά της αγάπης μας. Δεν ανταλλάξαμε ούτε λέξι. Βυθισμένος στην προσευχή και στην ησυχία, παραδομένος στα μυστήρια του Θεού ποιος ξέρει πόσα χρόνια θα είχε να μιλήση! Αλλά κι εμείς σεβασθήκαμε το ιερό βήμα της σιωπής του. Τον χαιρετήσαμε σύντομα, αφήνοντας τον να ζή πάλι μόνος, με τον Κύριο του. Μέσα στις ακατάσχετες φλυαρίες  του κόσμου τούτου, πόσο ξεχωρίζει το μαρτύριο και μυστήριο εκείνο της ασκητικής σιωπής! Πόσο αναπαύεται μέσα σ’ αυτό το Πνεύμα το Άγιο!
Λίγο δεξιώτερα από το δεύτερο ρωσικό καλύβι, στην άκρη σχεδόν ενός πελώριου βράχου, ήταν σκαρφαλωμένο το καλύβι του έλληνος ασκητού π. Βαρθολομαίου. Άνθρωπος με πλούσια εκδηλωτικότητα, με αυθορμητισμό και ανήσυχη αγάπη για τον συνάνθρωπο. Πόσο μεγάλη είναι αλήθεια η ποικιλία των χαρισμάτων του Θεού!  Ο Κύριος αναπαύεται στους πιο διαφορετικούς χαρακτήρας και παρέχει σ’ όλους την χάρι Του. Ο π. Βαρθολομαίος ήταν τόσο αδύνατος, ώστε νόμιζες πως έβλεπες ένα σκελετό, μερικά οστά συνδεδεμένα, καλυμμένα με λεπτό άσαρκο δέρμα. Τα μάτια του όμως φωτεινά, γεμάτα παιδική αθωότητα. Τον είχαν δει για πρώτη φορά στην πανήγυρι της καλύβης μας, 8 Σεπτεμβρίου 1938.
Μπροστά στην καλύβη του βρισκόταν μια αμυγδαλιά. Τριγύρω στα βράχια ευωδίαζαν οι φασκομηλιές, ενώ την σιωπή της ερήμου τόνιζαν με τις μονότονες, γλυκειές και χαρμολυπητικές φωνές τους τ’ αγριοπούλια. Κάτω η θάλασσα, πότε ήσυχη σαν ναρκωμένη αλλά με αδιάκοπο φλοίσβο, πότε ανήσυχη και ταραγμένη. Και μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον ο γέρων Βαρθολομαίος, ο σκελετωμένος ερημίτης…
-Άντε, αδελφούλη μου, πήγαινε να καθαρισθής από τις αμαρτίες του κόσμου, για να γίνης ένα καθαρό παιδί της Παναγίας μας, μου είπε στο τέλος και με χαιρέτησε.
Σε λίγα λεπτά φθάσαμε στο ερημητήριο του πνευματικού. Ήταν αφιερωμένο στην Γέννησι του Κυρίου. Όταν βγήκαμε στην απλωταριά του, δέος και αγωνία με κατέλαβε. Από κάτω μας ακριβώς  χάος και θάλασσα, μαύρη θάλασσα!
Ο υποτακτικός του π. Συμεών μας οδήγησε στο δωμάτιο του πνευματικού. Τον ευρήκαμε ξαπλωμένο σ’ ένα ξύλινο «μιντέρι», διότι είχε μια αναπηρία στα κάτω άκρα. Ανασηκώθηκε να μας υποδεχθή και σκύβοντας έβαλε μετάνοια.
-Καλώς ήλθατε, παιδιά μου, καθήστε. Καλώς το καλογέρι μου, μου είπε. Ήλθες για εξομολόγησι;
-Μάλιστα, άγιε πνευματικέ, για την πρώτη μου εξομολόγησι στο Άγιον Όρος.
Για πρώτη φορά έβλεπα τον πνευματικό μας, καθώς και το ησυχαστήριό του, με τα μικρά κελλάκια. Στην ανατολική γωνία του δωματίου του κρεμόταν ένα εικονοστάσι με χάρτινες εικόνες και ένα καντηλάκι που έκαιγε μπροστά τους.  Επάνω στο τραπεζάκι, χειρόγραφα με αγιογραφικά και πατερικά αποσπάσματα. Παντού επικρατούσε χαρακτηριστική πτωχεία και ακτημοσύνη.
-Να, εδώ μένουμε, σ’ αυτό το παλατάκι, μου είπε, όταν εμείναμε μόνοι. Βλέπουμε και την θάλασσα. Μπροστά μας απλώνεται το Αιγαίο. Κάπου-κάπου περνούν μεγάλα ψάρια, φάλαινες, σκυλόψαρα και παιχνιδιάρικα δελφίνια. Σ’ αυτήν την απλωταριά τις καλές ημέρες παίρνουμε λίγο ήλιο…
Κάθου, μου είπε πάλι και μου έδειξε ένα σκαμνί. Ο τόπος μας εδώ είναι απαρηγόρητος. Εκτός από μερικός φραγκοσυκιές και αγριομυγδαλιές δεν έχουμε τίποτε άλλο. Και τα ξύλα που χρειαζόμαστε για τις ανάγκες μας, τα μεταφέρουμε και αυτά στην πλάτη, ανεβοκατεβαίνοντας αυτά τα βράχια… Έχεις, παιδί μου, άλλη φορά εξομολογηθή;
-Ναι, άγιε πνευματικέ. Την πρώτη μου εξομολόγησι την έκανα σε ηλικία δώδεκα ετών, σ’ ένα ρώσο ιερομόναχο, που είχε έλθει πρόσφυγας από την Ρωσία. Αργότερα όμως είχα πνευματικό τον π. Παίσιο Φιννιοκαλιωτάκη.
-Α, καλά τότε. Δεν παύει όμως αυτή σου η εξομολόγησις να είναι ένας σταθμός για την καινούργια σου ζωή. Πρέπει λοιπόν να κάνουμε μια γενική ανασκόπησι του εαυτού μας, για να κατατοπισθούμε και να γνωρισθούμε καλύτερα. Και τώρα, ας αρχίσουμε. Σε παρακαλώ, κλείσε το παράθυρο και γονάτισε εδώ μπροστά στην εικόνα του Κυρίου. 
Γονάτισα. Αυτή η εξομολόγησις λοιπόν έπρεπε να καλύψη και τα δεκαοκτώ χρόνια της ζωής μου. Ο πνευματικός έβαλε το πετραχήλι, άναψε ένα κερί και άρχισε την ακολουθία του μυστηρίου. Όταν ετελείωσε, μου έδωσε κάποιες προσευχές, που είχε φαίνεται αντιγράψει από αποσπάσματα παλαιών κωδίκων, τα οποία αναφέροντο στο μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως. Άρχισα να διαβάζω προσεκτικά. Μα ήσαν τόσο συγκλονιστικές, ανταπεκρίνοντο τόσο στην συναισθηματική και ψυχολογική κατάσταση των στιγμών εκείνων, ώστε δεν επρόλαβα να τελειώσω. Ποτέ στην ζωή μου, σε ώρα εξομολογήσεως, δεν ένοιωσα τέτοιο ξέσπασμα, ποτέ δεν αναλύθηκα σε τόσα δάκρυα. Τα μάτια μου έτρεχαν βρύσες, η γλώσσα μου δεν μπορούσε να αρθρώση λέξι, τα χέρια μου έτρεμαν και μαζί τους οι προσευχές που κρατούσα.
-Σε περιμένω, παιδί μου, μη βιάζεσαι, μου είπε ο πνευματικός.
Μα ήταν αδύνατον να συνεχίσω. Η ψυχή μου είχε συγκλονισθή συθέμελα. Τον παρεκάλεσα να διακόψω λίγο την ανάγνωση, ώσπου να συνέλθω. Εκείνος με υπομονή «τραβούσε» το κομποσχοίνι του. Όταν εκυριάρχησα στον εαυτό μου και διάβασα και τις υπόλοιπες ευχές, μου είπε:
-Τώρα, παιδί μου, λέγε ενώπιον του Κυρίου, όσες αμαρτίες έχεις κάνει από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου μέχρι σήμερα.
Θεέ μου, τι εξομολόγησις ήταν αυτή! Ενώπιον του Κυρίου ο οποίος με άκουγε και με έβλεπε, στα Καρούλια του Αγίου Όρους και με εξομολόγο ένα πνευματικό, ο οποίος από την εποχή που ήταν στο Βόλο φημίζοταν για την ασκητικότητά του.
Εξέθεσα όλη την άθλια αμαρτωλότητά μου με πόνο ψυχής. Στο τέλος παρετήρησα ότι ο πνευματικός μου είχε δακρύσει. Δεν με ρώτησε τίποτε. Δεν μου ζήτησε καμμία επεξήγησι. Του τα είχα πεί όλα, όπως ακριβώς είχαν συμβή.
-Και τώρα, να διαβάσουμε την συγχωρητική ευχή, ψιθύρισε.
-Μα δεν έχετε να μου πήτε τίποτε, να με συμβουλεύσετε σε κάτι, άγιε πνευματικέ;
-Όχι. Εδώ στο Όρος τις συμβουλές και την καθοδήγησι αναλαμβάνουν οι Γεροντάδες, οι οποίοι έχουν και την ευθύυνη του υποτακτικού. Εμείς απλώς επιτελούμε το μυστήριο. Ετοιμάσου τα Χριστούγεννα να κοινωνήσης.
Έσκυψα σχεδόν μέχρι το έδαφος, για να μου διαβάσει την συγχωρητική ευχή.
-Όχι, παιδί μου, τόσο χαμηλά. Λίγο ψηλότερα για να ακουμπά το χέρι μου στο κεφάλι σου. Έτσι πρέπει να λάβεις άφεσι.
Πρίν αναχωρήσω, ο πνευματικός μου είπε ότι συνηθίζει να βάζη στους αρχάριους μεγάλο κανόνα. Τους εμποδίζει από την Θ. Κοινωνία για αρκετό διάστημα, αφ’ ότου ήλθαν στο Άγιον Όρος. Όταν όμως βλέπη πόνο και αληθινή μετάνοια, μικραίνει το χρονικό διάστημα του κανόνος. Ευρισκόμεθα τότε στα μέσα Οκτωβρίου. Τα Χριστούγεννα λοιπόν θα κοινωνούσα των αχράντων Μυστηρίων.
Εκάλεσε ύστερα και τους άλλους αδελφούς και εξέφρασε την χαρά και τον ενθουσιασμό του:
-Ο Γιώργος τακτοποιήθηκε. Τώρα ας του ευχηθούμε να γίνη ένας καλός μοναχός.
Καθήσαμε λίγο ακόμη στο ησυχαστήριο του πνευματικού μας, απολαμβάνοντας την πνευματική του συντροφιά. Ήπιαμε ζεστό τσάι του βουνού και επιστρέψαμε με φτερά στα πόδια και στην καρδιά.
«Ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι, πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι».
Μια καινούργια ζωή, με καθαρή ψυχή, άρχιζε τώρα πιά…



Από το βιβλίο
Νοσταλγικές αναμνήσεις
Από το περιβόλι της Παναγίας
Αρχιμ. Χερουβείμ.
 (σελ.217-221)
Εκδόσεις  
Ἱεράς Μονής Παρακλήτου

Μεταφορά στό Διαδίκτυο - Ἐπιμέλεια κειμένου :  Ἀναβάσεις

Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.