Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ τελώνης. (Μέρος Α'). Γέροντος Κλεόπα Ἡλιέ


Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ τελώνης. (Μέρος Α').
 Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά

Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου

Στά μέρη τῆς Ἀφρικῆς ζοῦσε κάποτε ἕνας τελώνης μέ τό ὄνομα Πέτρος. Ἦταν πολύ τσιγκούνης, διότι οὐδέποτε εἶχε ἐλεήσει τούς πτωχούς, οὔτε ποτέ σκεπτόταν τόν θάνατο καί οὔτε ἐπήγαινε στήν ἐκκλησία. Ἔτσι αὐτός, ἐβούλωνε τά αὐτιά του, μπροστά σ᾿ αὐτούς πού τοῦ ζητοῦσαν ἐλεημοσύνη. Καί ὁ Φιλάνθρωπος Θεός, ὁ Ὁποῖος δέν θέλει τόν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλά φροντίζει γιά τήν σωτηρία ὅλων, μέ μία καλωσύνη τοῦ Πέτρου τόν ἔφερε στήν σωτηρία. Καί ἰδού πῶς:
Κάποια φορά  ἀρκετοί πτωχοί καί πεινασμένοι ἐστέκοντο σ᾿ ἕνα δρομάκι καί ἄρχισαν νά ἐπαινοῦν τούς  ἐλεήμονες καί νά προσεύχωνται στόν Θεό γι᾿ αὐτούς, ἐνῶ κατηγοροῦσαν τούς ἀνελεήμονες. Ἔφθασε αὐτός ὁ λόγος τῶν πτωχῶν καί στά αὐτιά τοῦ Πέτρου γιά τόν ὁποῖον ἔλεγαν ὅτι εἶναι μέγας τσιγκούνης καί ὅτι διώχνει κάθε πτωχό πού θά πάη νά τοῦ ζητήση ψωμί.
Καί μεταξύ τους οἱ πτωχοί ἐρωτοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ἐάν ἐπῆραν ποτέ ψωμί ἀπό τά χέρια τοῦ Πέτρου. Καί ὅλοι ἔλεγαν ὅτι δέν ἐπῆρε κανένας ἀπ᾿ αὐτόν κάτι. Μετά σηκώθηκε ἕνας πτωχός ἀνάμεσά τους καί τούς εἶπε:

-Τί μοῦ δίνετε καί ἐγώ θά πάω τώρα νά πάρω ἀπ᾿αὐτόν ἐλεημοσύνη;
Καί ἔβαλαν στοίχημα μεταξύ τους. Ἄλλοι εἶπαν ὅτι δέν θά πάρη καμμία ἐλεημοσύνη ἀπ᾿ αὐτόν τόν τελώνη, ἀλλά ἐκεῖνος ὁ πτωχός τούς εἶπε ὅτι θά τούς τό δώσει διπλό, ὅ,τι καί νά τοῦ δώση ὁ τελώνης.
Ἐπῆγε λοιπόν ὁ πτωχός καί στάθηκε στήν πόρτα τοῦ Πέτρου. Βγῆκε κάποια στιγμή ἀπό τήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ του ὁ Πέτρος μέ τό γαϊδουράκι του φορτωμένο ψωμιά. Ὁ πτωχός, ὅταν τόν εἶδε, ἄρχισε νά τοῦ βάζη μετάνοιες καί τοῦ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη κλαίγοντας.
Τότε ὁ Πέτρος, γνωστός γιά τήν δυστροπία του, ἔψαχνε νά βρῆ κάτι γιά νά τραυματίση τόν πτωχό καί μέ βία νά τόν ἀπομακρύνη. Καί μή εὑρίσκοντας μία πέτρα, ἅρπαξε ἀπό τά τσουβάλια ἕνα ψωμί καί τό πέταξε στόν πτωχό γιά νά τόν κτυπήση.
Καί πράγματι τόν κτύπησε στό μάγουλο. Τότε ὁ πτωχός ἐπῆρε τό ψωμί στά χέρια του καί ἐπῆγε χαρούμενος στούς συντρόφους του, λέγοντάς τους ὅτι ὁ Πέτρος μέ τά ἴδια του τά χέρια τοῦ ἔδωσε αὐτό τό ψωμί καί ὅλοι ἐδόξασαν τόν Θεό, διότι ὁ Πέτρος ἔγινε ἐλεήμων.
Τήν δεύτερη ἡμέρα ἀσθένησε ὁ Πέτρος καί ἐπλησίασε πρός τόν θάνατον. Εἶδε ὄραμα καί εἶδε τόν ἑαυτό του νά τόν καλοῦν στήν Κρίσι τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ἦταν μία ζυγαριά. Στό ἕνα μέρος της ἔβαζαν τά καλά τους ἔργα οἱ ἄνθρωποι καί κυκλικά ὑπῆρχε πλῆθος δαιμόνων, ἐνῶ στό ἄλλο μέρος ἐστέκοντο πλῆθος φωτεινῶν ἀγγέλων.
Ὁπότε οἱ δαίμονες ἔβαλαν ὅλα τά κακά του ἔργα πού εἶχε κάνει στήν ζωή του ὁ Πέτρος ἐπάνω στήν μπαλάντζα. Οἱ ἄγγελοι δέν εὑρῆκαν τίποτε ἀπό τά καλά ἔργα τοῦ Πέτρου γιά νά τό βάλουν πρός τό μέρος τους. Ἐστέκοντο οἱ ἄγγελοι λυπημένοι καί ἔλεγαν ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλον:
-Ἐμεῖς δέν ἔχουμε τίποτε ἐδῶ!
Τότε εἶπε ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς:
-Εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν ἔχουμε τίποτε, ἐκτός ἀπό ἐκεῖνο τό ψωμί πού ἔδωσε ὁ Πέτρος στόν Χριστό (στόν πτωχό), πρίν ἀπό δύο ἡμέρες, ἔστω καί χωρίς τήν θέλησί του!
Ἔτσι ἔβαλαν τό ψωμί στό ἄλλο μέρος τῆς ζυγαριᾶς καί ἔγειρε πρός τό μέρος τῶν ἀγγέλων. Τότε εἶπαν οἱ ἄγγελοι πρός τόν Πέτρο τόν Τελώνη:
Πήγαινε, πτωχέ Πέτρε, καί πρόσθεσε καί ἄλλο ψωμί ἐπάνω σ᾿ αὐτό πού ἔδωσες στόν πτωχό προχθές γιά νά μήν ἁρπάξουν τήν ψυχή σου οἱ σκοτεινοί δαίμονες καί σέ ρίξουν στά αἰώνια βάσανα!
Ὅταν ἐξύπνησε ὁ Πέτρος, ἦταν ὅλος ταραγμένος καί ἱδρωμένος ἀπό τό ὄραμα πού εἶδε. Ὅταν ἦλθε στόν ἑαυτό του σκεπτόταν τί ἦταν αὐτά πού εἶδε. Ἐκατάλαβε ὅτι τό ὄραμα δέν ἦταν φαντασία του, ἀλλά ἀληθινό, διότι εἶδε ὅλες τίς ἁμαρτίες του πού εἶχε κάνει ἀπό τήν νεότητά του, τίς ὁποῖες τώρα εἶχε ξεχάσει. Εἶδε ὅτι ὅλα τά κακά του τά ἔβαλαν οἱ δαίμονες ἐπάνω στήν πλάστιγγα. Καί ἔλεγε στόν ἑαυτό του παραξενεμένος:
-Ἐάν ἕνα ψωμί πού ἐπέταξα καί ἐκτύπησα στό μάγουλό του τόν πτωχό, μέ βοήθησε τόσο πολύ, ὥστε δέν μ᾿ ἐπῆραν οἱ δαίμονες μέ τό μέρος τους, πόσο πολύ μεγαλύτερη ἐλεημοσύνη μέ πραότητα καί ἐπιμέλεια θά πρέπει νά κάνω καί νά μοιράσω τά πλούτη μου ἀνάμεσα στούς πτωχούς γιά νά βρῶ ἔλεος ἀπό τόν Κύριο;
Καί ἀπό τότε ἄρχισε νά κάνη πολλή ἐλεημοσύνη, ὥστε δέν ἤθελε νά κρατήση τίποτε γιά τόν ἑαυτό του, καθώς θά ἰδοῦμε καί παρακάτω.
Κάποια φορά πηγαίνοντας στό τελωνεῖο του γιά τήν δουλειά του, τόν συνάντησε ἕνας καπετάνιος, ὁ ὁποῖος εἶχε πτωχύνει καί εἶχε μείνει χωρίς κάτι, ἐξ αἰτίας τοῦ ναυαγίου τοῦ πλοίου του. Πέφτοντας ἐκεῖνος στά πόδια τοῦ Πέτρου τοῦ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη καί τό ροῦχο του γιά νά σκεπάση τήν γυμνότητά του, διότι εἶχε πολλή παγωνιά.
Τότε ὁ Πέτρος, ἐπειδή εἶχε ἀρνηθῆ τελείως τήν κακή συνήθεια τῆς τσιγκουνιᾶς, ἔβγαλε τό ἐπανωφοριό του, πού ἦταν πολύτιμο καί βαρύτιμο, καί τοῦ τό ἔδωσε. Ὁ καραβοκύρης ντροπιάσθηκε πού ὁ ἄνθρωπος ἔβγαλε τό παλτό του, τόσο ἀκριβό καί τοῦ τό ἔδωσε. Τό ἐπῆρε εὐχαριστῶντας καί τό ἐπῆγε σ᾿ ἕναν ἔμπορο γιά νά τό πωλήση. Ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν δουλειά του ὁ Πέτρος, ἐπέρασε ἀπό τήν ἀγορά καί εἶδε τό παλτό του νά κρέμεται γιά πώλησι. Στενοχωρήθηκε πάρα πολύ καί πηγαίνοτας στό σπίτι του δέν ἔφαγε τίποτε ἀπό τήν θλίψι του. Κλειδώθηκε στό σπίτι του καί κλαίοντας καί στενάζοντας, εἶχε στραφῆ πρός τόν ἑαυτό του καί ἔλεγε: «Δέν δέχθηκε ὁ Θεός τήν ἐλεημοσύνη μου! Δέν ἤμουν ἄξιος γιά νά μέ μνημονεύη ἐκεῖνος ὁ πτωχός!»


  Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 1998
9  Νεομβρίου 2013
Για να διαβάσετε τα υπόλοιπα πατήστε  Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.