Ὁ φόβος τῆς Ἱερωσύνης καί ἡ ὑπακοή στό θεῖο θέλημα
(Μέρος Α')
Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Καί ἄρχισε ὁ Γρηγόριος πρίν ἀπό τό Πάσχα τοῦ 362 νά γράφει τήν ἀπολογία τῆς φυγῆς του. Τήν ἔγραφε ἀκούγοντας φωνές καί διαμαρτυρίες τῶν συμπατριωτῶν του.
Καί τήν ἔγραψε μέ τέτοιο τρόπο καί τόση πληρότητα, ὥστε νά ἔχουμε τό πρῶτο κείμενο τῆς Ἐκκλησίας μέ θαυμάσια θεολογία τῆς Ἱερωσύνης. Οἱ φωνές τόν κατακλύζουν κι αὐτός ἀπαντᾶ μέ εἰλικρίνεια, χωρίς περιστροφές.
-Μᾶς περιφρονεῖς, Γρηγόριε. Ἐμᾶς καί τό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης.
-Γιά τό Θεό, ἀδελφοί! Οὔτε νά τό διανοηθῶ δέν μπορῶ. Ἄλλωστε, τώρα τ’ ὁμολογῶ; Νικήθηκα.
Καί θά ’ρθω κοντά σας. Ἄλλωστε πῶς νὰ περιφορνήσω τήν ἱερωσύνη, πού τήν ἔχει θεσπίσει ὁ Θεός; Ἀφοῦ τήν ἔδωσε γιά νά εἶναι πλῆρες τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία. Σ’ αὐτήν ἔχει ὁ Θεός τούς ποιμαινόμενους καί τούς ποιμένες· τούς διδασκόμενους καί τούς δασκάλους.
-Νά ὅμως πού μόλις χειροτονήθηκες μᾶς ἄφησες κι ἔφυγες....
-Ἄν ἔμενα, θά μπορούσατε νά μοῦ πεῖτε ὅτι δέν ἔχω σύνεση, πώς εἶμαι ἄμυαλος. Νόμιζα ὅτι θά σκεπτότανε κανείς σας ἔτσι; Ὁ Γρηγόριος εἶναι τόσο ὑπερόπτης, πού δέ λογαριάζει τά θεῖα πράγματα. Δέν καταλαβαίνει τί σημαίνει νά πλησιάζεις καί νά συνομιλεῖς μέ τόν ὑπεράγαθο Θεό.
-Τότε πῶς ἀποφάσισες νά γυρίσεις κοντά μας, ἀκούει ἄλλη φωνή.