Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Άγιος Ιωάννης ο Ξένος - 20 Σεπτεμβρίου


Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, από το χωριό Σίβα Πυργιωτίσσης. Ζει στα μέσα του 10ου αιώνα και δρα, κυρίως, στη Δυτική Κρήτη κηρύσσοντας και οργανώνοντας το μοναχισμό στο νησί. Ιδρύει πολλές μονές, φέρνει εικόνες από την Κωνσταντινούπολη, κτίζει εκκλησίες και εξασφαλίζει την επιχορήγησή τους από το αυτοκρατορικό ταμείο. Είναι ο ιδρυτής της μονής Μυριοκεφάλων Ρεθύμνου. Ο Βίος και η Διαθήκη του, που συντάσσεται το Σεπτέμβριο του 1027, παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για την ιστορία της Κρήτης κατά τη βυζαντινή περίοδο.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος
Ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος (Άϊ Γιάννης ο Ερημίτης) ήταν ο άγιος που ίδρυσε το Μοναστήρι του Καθολικού στο Ακρωτήρι. Υπάρχει ένας σταλακτίτης στην είσοδο της σπηλιάς, που οι κάτοικοι θεωρούν ότι είναι ιερός.

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ
ΚΥΡ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΚΡΗΤΗ ΛΑΜΨΑΝΤΟΣ
(από  http://www.imks.gr/artman/publish/article_63.shtml)

Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Ιωάννης, εγεννήθη εκ γονέων ευσεβών και πλουσίων εν τω χωρίω Σίββα, (Σίββα καλείται η εν Πυργιωτίσση Κρήτης γενέθλιος του Οσίου κώμη, ένθα διασώζεται μέχρι σήμερον η περί αυτού παράδοσις), της Επαρχίας Πυργιωτίσσης Κρήτης κατά τον 10 μ.Χ. αιώνα, επί Αυτοκράτορος Κωνσταντινουπόλεως Κωνσταντίνου εβδόμου του Πορφυρογεννήτου.

Εκ παιδικής ηλικίας αγαπήσας ο Όσιος τον μοναχικόν βίον και αρνηθείς γονείς, αδελφούς και λοιπούς συγγενείς αυτού, ως και πλούτον και δόξαν πρόσκαιρον και πάσαν άλλην του κόσμου ευμάρειαν, ανεχώρησεν εις τας ερήμους της Κρήτης διάγων βίον ερημικόν και ισάγγελον προσευχόμενος μόνος εις μόνον τον Θεόν, υπέρ της αγάπης του οποίου εβάσταζε τον καύσωνα της ημέρας και το πάγος της νυκτός, ως να ήτο πέτρινος ο γενναίος. Ενώ δε τοιαύτην επί πολλά έτη διήγεν εις τας ερήμους θεάρεστον πολιτείαν, ένευσεν ο Θεός εις την καρδίαν αυτού, ίνα αναβή εις όρος καλουμενον Ραξου, (Ράξος καλείται τοποθεσία απέχουσα μίαν περίπου ώραν της εν Πυργιωτίσση Ιεράς Μονής Οδηγητρίας. Εν τη τοποθεσία ταύτη, και εντός του σπηλαίου αυτής ο Όσιος κατά Θείαν Αποκάλυψιν έκτισεν ιερόν ναόν, όστις σώζεται μέχρι σήμερον, επ' ονόματι Ευτυχίου και Ευτυχιανού, αυταδέλφων Ιεραρχών της Ιεράς Επισκοπής Αρκαδίας).

Ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος

Αναβάς δε επ' αυτού και προχωρών εν αυτώ θεωρεί σπήλαιον και εντός αυτού δύο μνημεία αγνοών διατί και δια τίνας υπάρχουσι ταύτα. Ενώ δε εδέετο του Κυρίου να λύση εις αυτόν την απορίαν ταύτην ακούει άνωθεν του σπηλαίου μυστηριώδη φωνήν λέγουσαν αυτώ εκ τρίτου: «Ιωάννη, ταύτα τα δύο μνημεία είναι Ευτυχίου και Ευτυχιανού και θέλεις κτίσει ενταύθα Εκκλησίαν εις το όνομα αυτών». Ακούσας ο Όσιος την φωνήν ταύτην και συμμορφούμενος προς το θείον θέλημα αρχίζει με πόθον πολύν και χαράν μεγάλην την ανέγερσιν του υποδεικνυομένου ιερού ναού τον οποίον και ετελείωσεν εντός ολίγου του Θεού βοηθούντος. Καρείς δ' ενταύθα μοναχός υπό τινος ευλαβούς γέροντος και αφήσας επιστάτην της Εκκλησίας ταύτης ενάρετον μοναχόν ανεχώρησεν εκείθεν και περιπατών από τόπου εις τόπον έφθασεν εις την κορυφήν του όρους του καλουμένου Μυριοκεφάλου, (εις το νοτιοδυτικώτερον και ορεινότερον μέρος της Επαρχίας Ρεθύμνης, και εν τοις μεθορίοις των Επαρχιών Αποκορώνου, Σφακίων και Αγίου Βασιλείου, κείται ωραία, υγιεινή και εύανδρος κώμη καλούμενη Μυριοκέφαλα). Εν τω όρει τούτω και υπεράνω της χώρας της επονομαζομένης Τούρμας του Καλαμώνος ευρών κτίριον Ελληνικόν εισήλθεν εν αυτώ εν ώρα δριμυτάτου χειμώνος και ευθύς ετυφλώθη ο αδάμας. Παραμένων δε εν τοιαύτη καταστασει επί επτά ημέρας, καθ' ας αβοήθητος και αχειραγώγητος έξηκολούθει νυχθημερόν προσευχόμενος, ακούει φωνήν άνωθεν λέγουσαν προς αυτόν: «Ιωάννη, έξελθε εκ του σπηλαίου και θεώρησον κατά Ανατολάς». Ενώ δε ήκουε την φωνήν ταύτην ενόμιζεν ότι εκρατείτο υπό τινος χειραγωγούμενος. Όθεν πειθαρχών εις την επιταγήν της μυστηριώδους ταύτης φωνής και προς Ανατολάς θεωρών, βλέπει μέγα φως και ακούει φωνήν εκ δευτέρου λέγουσαν προς αυτόν: «Ιωάννη, εις τον τόπον τούτον θέλεις κτίσει Εκκλησίαν εις το όνομα της Υπεραγίας Θεοτόκου της Αντιφωνητρίας». Συν τη φωνή δε ταύτη και τη χειραγωγία αποκτά και το φως των οφθαλμών αυτού, δοξάζων και ευλογών δια τούτο την Αγίαν Θεοτόκον. Μετά την θείαν ταύτην οπτασίαν κατεχόμενος ο Όσιος υπό φόβου και τρόμου ήρξατο μετ' ενθέου ζήλου και πόθου μεγάλου οικοδομών εις την υποδειχθείσαν θέσιν, την και σήμερον εν Μυριοκεφάλοις Ρεθύμνης ακμάζουσαν ιεράν και σεβασμίαν Μονήν της Αγίας Θεοτόκου, εκ των επιταγών και συστασεων της ακουσθείσης μυστηριώδους φωνής αυτής επονομαζόμενης έκτοτε και Αντιφωνητρίας. Δια της προθύμου δε βοηθείας των χριστιανών και δια των πλουσίων συνεισφορών αυτών δεν εβράδυνε να φέρη εις αίσιον πέρας και τον Ιερόν Ναόν της Μονής, κτίσας αυτόν εις ρυθμόν Βυζαντινόν, και τα πέριξ αυτής ωραία κελλία δια την διαμονήν των μοναχών, ως και τα λοιπά πάντα, άτινα εθεώρησεν απαραίτητα δια τον καταρτισμόν της ωραίας και παγκάλου Μονής ταύτης. Αποπερατώσας δε αυτήν εθεώρησε καθήκον αυτού υπέρτατον να αφιέρωσει εις αυτήν πάσαν την περιουσίαν αυτού κινητήν και ακίνητον, ως και όσας συνδρομάς και αφιερώματα κατ' οικονομίαν της Αγίας Θεοτόκου παρά των Χριστιανών συνέλεξεν.
Η κάρα του Αγίου Ιωάννη του Ξένου
Αφήσας δε εν τη Ιερά ταύτη Μονή μοναχούς εξ και προϊστάμενον αυτών ιερομόναχον Λουκάν ονομαζόμενον, ανεχώρησεν εντεύθεν αφ' ενός μεν, ίνα αποφύγη εκ ταπεινοφροσύνης τας εις αυτόν αποδιδομένας υπό των χριστιανών μεγάλας τιμάς, αφ' ετέρου δε ίνα και αλλαχού προσφέρη παρόμοια θεάρεστα έργα. Όθεν ελθών εις τόπον λεγόμενον Μέλικα, (Μέλικας εις το Χαμοβούνι. Ούτως εκαλούντο οι προς ανατολάς της Επαρχίας Ρεθύμνης και προς το μέρος της θαλάσσης κείμενοι γήλοφοι, οίτινες είναι σήμερον κατάφυτοι εξ' αμπελώνων, παραγόντων ωραίους οίνους, ξανθούς και πολλάκις γλυκείς ως μέλι, διό και τα μέρη εκείνα εκλήθησαν Μελικά, σήμερον δε καλούνται Πηγαδιανά), εις το Χαμοβούνι έκτισεν Εκκλησίαν επ' ονόματι του Αγίου Γεωργίου. Ενταύθα ο Όσιος υπέμεινε πολλούς κόπους, διότι ο τόπος ούτος ήτο κατάξηρος. Οι χριστιανοί όμως διηυκόλυνον το ιερόν έργον αυτού δωρήσαντες εις αυτόν αγρούς πολλούς εντός των οποίων εφύτευσε και δένδρα και αμπελώνας και περιβόλια.

Αφήσας δε ταύτα εις ένα ιερομόναχον Νικόδημον καλούμενον, ως και εις άλλους μοναχούς, ανεχώρησεν εις τόπον καλούμενον Αρρήου, (επί του χωρίου Σταυρωμένος Ρεθύμνης έκειτο πάλαι πόλις καλούμενη ’ρηον ή ’γριον ένθα ανακαλύπτονται σήμερον νομίσματα, αγάλματα και μωσαϊκά πανάρχαια προμινωικής εποχής. Η πόλις αυτή κατεστράφη πιθανώς υπό των πειρατών. Ου μακράν αυτής κείται σήμερον ακμάζουσα η ιερά και σεβασμία Μονή Αρσανίου), πλησίον του χωρίου Πηγής Ρεθύμνης. Εκεί οί χριστιανοί εδώρησαν εις αυτόν ωραία και πολλά κτήματα εντός των οποίων έκτισε και άλλην Εκκλησίαν επ' ονόματι του Αγίου Γεωργίου του Ψαροπιάστη, (ο εν τω νεκροταφείω Πηγής Ρεθύμνης ιερός ναός του Αγίου Γεωργίου έλαβε την επωνυμίαν Ψαροπιάστης, διότι κατά την διασωζόμενην παραδοσιν ότε επαρουσιάσθη έλλειψις τροφίμων εις τους εργάτας του ανεγειρομένου ναού και εδυσκολεύοντο ούτοι να προχωρήσωσιν ο κτίτωρ ’γιος απέστειλε τους αλιείς του χωρίου ίνα άλιευσωσιν εις την πλησίον του χωρίου θάλασσαν επ' ονόματι του Αγίου Γεωργίου. Μεταβάντες δε ούτοι και αλιεύσαντες, συνέλαβον τοσαύτην αφθονίαν ιχθύων, ώστε επίστευσαν πάντες ότι τούτο προήλθεν εκ θαύματος του Αγίου Γεωργίου επωνομασθέντος έκτοτε Ψαροπιάστη).

Πανταχού δε οι χριστιανοί βλέποντες τας αρετάς ταύτας και τα κατορθώματα του Οσίου, τας νηστείας αυτού, τας αγρυπνίας και τας προσευχάς και επαξίως τιμώντες την ένθεον πολιτείαν αυτού, έδιδον και εχάριζον εις αυτόν, όσων είχε χρείαν δια τα μονύδρια, άτινα έκτιζεν. Αφήσας δε και ενταύθα ιερομόναχον Ευτύχιον καλούμενον, επέστρεψεν εις την Μονήν των Μυριοκεφάλων ευρών τους εν αυτή μοναχούς έχοντας ανάγκην τροφών και άλλων δια την συντήρησιν αυτών αναγκαίων. Ευθύς επιχειρήσας περιοδείαν εισέπραξεν από τους χριστιανούς και τρόφιμα πολλά και ζευγάρια εξ και διάφορα άλλα πράγματα, άτινα απέστειλεν εις τους μοναχούς της Μονής Μυριοκεφάλων. Αυτός δε ελθών εις θέσιν καλουμένην Μουσέλα ηγόρασε τόπον ωραίον και καλόν, εδώρησαν δε εις αυτόν και οι χριστιανοί τόπους αρκετούς και ευρύχωρους. Ενταύθα κτίσας άλλην Εκκλησίαν επ' ονόματι του Αγίου Παταπίου κατέστησεν αυτήν ακολούθως Μοναστήριον πλούσιον έχον αμπελώνας, περιβόλια, οπωρικά και κελλία κεραμόστεγα δι' ανάπαυσιν των συναθροισθέντων εν τω Μοναστηρίω τούτω δώδεκα μοναχών. Εσύναξε και κυψέλας μελισσών εκατόν πεντήκοντα τας οποίας μετέφερεν εις την περιφέρειαν των Μυριοκεφάλων τοποθετήσας αυτάς εις τόπον λεγόμενον ’σκυργιανόν. Πάσας δε τας Εκκλησίας και τα Μονύδρια, άτινα ανήγειρεν έως τότε ό ’γιος αφιέρωσεν εις την Μονήν των Μυριοκεφάλων καταστήσας αυτήν πρωτεύουσαν και κυρίαρχον των άλλων Εκκλησιών και Μονυδρίων αυτού, θέλων δε να καταστήση αυτήν και απείρακτον και ανενόχλητον από παντός προσώπου Εκκλησιαστικού και Πολιτικού, μετέβη εις την Κωνσταντινούπολιν επί Αυτοκράτορος Ρωμανού του δευτέρου, βασιλεύοντος μετά τον θάνατον του πατρός αυτού Κωνσταντίνου εβδόμου του Πορφυρογεννήτου πέντε έτη, ήτοι, από του έτους 959 μέχρι του 964, Οικουμενικού δε Πατριάρχου τότε όντος του Αλεξίου. Δεηθείς λοιπόν αυτών ο ’γιος έλαβεν από μεν τον Βασιλέα, Χρυσόβουλον, ίνα λαμβάνη κατ' έτος από το τελωνείον νομίσματα ημίσειαν λίτραν, δύο ράσα και βλαντήν ερυθρόν δια την Μονήν των Μυριοκεφάλων. Από δε τον Πατριάρχην έλαβε, Γράμμα Συγγιλιώδες, ίνα η Μονή αυτή είναι του λοιπού απείρακτος, ανεμπόδιστος, ανενόχλητος και παντελώς ελευθέρα μετά των λοιπών συνηνωμένων Μονυδρίων αυτής. Οι δε κατά καιρούς Μητροπολίται και Επίσκοποι να μη έχωσιν άδειαν να ζητώσι παρ' αυτής ούτε δικαιωμα, ούτε φιλότιμον, ούτε κανίσκιον, αλλά κυρία και αυτοδέσποτος υπάρχουσα να μνημονεύη μόνον το κανονικόν όνομα ως Μονή Σταυροπήγιος, έχουσα προς τούτοις το δικαίωμα να αναφέρηται ελευθέρως εις τον Πατριάρχην και επί πάσης υποθέσεως αυτής. Και οι χριστιανοί δε της Κωνσταντινουπόλεως εχάρισαν εις αυτόν ιεράς εικόνας, ιερά σκεύη, βιβλία και άλλα Εκκλησιαστικής φύσεως πράγματα, άτινα παραλαβών έφερε και εστόλισε τον ιερόν ναόν Μυριοκεφάλων. Στολίσας δε και την όλην Μονήν δι' άλλων χρυσών και αργυρών σκευών και χαλκωμάτων, άτινα πανταχόθεν έφερον οι χριστιανοί εξ'ευλαβείας προς τον ’γιον και την ιεράν Μονήν αυτού και πλουτίσας αυτήν δια προβάτων, αιγών, φορβάδων και πάσης άλλης ευτυχίας, ανεχώρησε προς το μέρος των Χανίων, ίνα αποφύγη την ευλάβειαν και την αγάπην των συρρεόντων όπισθεν αυτού χριστιανών.

Ελθών δε εις Κουφόν λεγόμενον, (Κουφός είναι κώμη της Επαρχίας Κυδωνίας, ένθα σώζεται μέχρι σήμερον ο υπό του Αγίου ανεγερθείς ιερός ναός της Ζωοδόχου Πηγής, φέρων χρονολογίαν 1004), και κείμενον μεταξύ Αλικιανού και Βατολάκκου Κυδωνίας έκτισεν εκεί δι' εξόδων αυτού της Αγίας Θεοτόκου Ζωοδόχου Πηγής ιερόν ναόν ωραιότατον, στήσας τον τρούλλον αυτού επί τεσσάρων μαρμάρινων κιόνων. Ηυτρέπισε τον ναόν τούτον ο ’γιος, έκτισε κελλία, εφύτευσεν αμπελώνας και δένδρα πολυποίκιλα εις εκτάσεις γαιών τεσσαράκοντα κοίλων κειμένων πέριξ της Μονής ταύτης. Αφήσας δε εν αυτή ιερομόναχον Κύριλλον καλούμενον, ανεχώρησεν εις την Επαρχίαν Σφακίων και εις τον όπισθεν αιγιαλόν αυτής κτίσας την Εκκλησίαν του Αποστόλου Παύλου εις παράλιον μέρος. Εντεύθεν αναχωρήσας μετέβη εις την Επαρχίαν Σελίνου και εις χωρίον καλούμενον Αζωγυρέ, ένθα έκτισε την Εκκλησίαν του Αγίου Γεωργίου καταρτίσας ενταύθα και μελισσουργόν ωραιότατον. Μη έχων δε και ενταύθα ησυχίαν διότι όσον απεύφευγεν από τον κόσμον τοσούτον αι αρεταί και η φήμη αυτού διεδίδοντο και φωτιζόμενοι θεόθεν οι χριστιανοί έτρεχον οπίσω αυτού, ίνα λάβωσι την ευλογίαν, ανεχώρησεν εις το Δυτικόν μέρος της Επαρχίας Κισάμου και εις χωρίον καλούμενον Ακτή, ένθα ευρών τόπον ακατοίκητον και αρεστόν εις αυτόν έκτισε κατοικητήριον πολύ ησυχαστικόν.

Προβλέπων δε ότι έφθασεν ο καιρός να εγκαταλίπη τον μάταιον τούτον κόσμον και να πορευθή εις τον ποθούμενον αυτού Χριστόν προσεκάλεσε τους κάτωθεν υπογεγραμμένους στρατηγούς και άρχοντας και ενώπιον αυτών συνέταξε την διαθήκην αυτού, έχουσαν επί λέξει ως έξης:

Η Διαθήκη του Οσιου.

«Εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, διορίζω και παραγγέλω εις όλους, ότι όλα τα Μονυδρια και τας Εκκλησίας, όπου χάριτι Χριστού έκτισα και ανήγειρα, θέλω να μένουν καθώς εις την παρούσαν μου Διαθήκην παραγγέλω. Όσα αφιέρωσα εις την Μονήν της Θεοτόκου των Μυριοκεφάλων, είναι έως όπου εις Κωνσταντινούπολιν επήγα καθώς το Συγγιλιωδες Γράμμα δηλώνει, και αυτά θέλω να μείνουν εις την Μονήν αυτήν και εις την εξουσίαν αυτής μέχρι τέλους. Εις δε τον φίλτατόν μου μαθητήν τον ιερομόναχον Κύριλλον αφήνω την εις Κουφόν Χανίων οικοδομηθείσαν Μονήν εις την οποίαν και ευρίσκεται ο ίδιος και όπως θέλει και βούλεται ας την κάμει ως κύριος, εξουσιαστής και οικοκύρης. Ει δε και ήθελε τις να ενόχληση τους μοναχούς των Μυριοκεφάλων από όσα παραγγέλλω, ή τον ιερομόναχον Κύριλλον, οποίου τάγματος και αν είναι, να είναι υποκείμενος εις τας αράς των Αγίων Πατέρων. Όποιος δε πάλιν φυλάξει την Διαθήκην ταύτην απαρασάλευτον και αμετάτρεπτον, η Κυρία Θεοτόκος και μεσίτρια παντός του κόσμου να συγχωρήση τα αμαρτήματά του εν τε τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι, και να τον στήση ο Κύριος εκ δεξιών Αυτού εις την Βασιλείαν Αυτού την Ουράνιον. Αμήν.
Μόσχος διάκονος και νομικός γραφεύς Χάνδακος, ιδία χειρί υπέγραψα.
Φιλάρετος πρωτοσπαθάριος ο βραχέων και στρατηγός Κρήτης παρών εις την παρούσαν διαθήκην του μοναχού Ιωάννου, προτραπείς παρ? αυτού υπέγραψα.
Ευμάθιος πρωτοσπαθάριος και στρατηγός Κρήτης παρών εις την παρούσαν διαθήκην του μοναχού Ιωάννου προτραπείς παρ' αυτού υπέγραψα.
Παπάς Λέων δαφερέρος, νοτάριος της βασιλικής εξουσίας, μετέγραψα την παρούσαν διαθήκην του μοναχού και Οσίου Πατρός ημών Κυρ Ιωάννου του εν τη Κρήτη της επωνυμίας. "Ετος από κτίσεως κόσμου "ςφλς" (6536), από δε Χριστού έτος "αλα" (1031)».

Το χειρόγραφον εν τέλει έχει επί λέξει τα εξής: «Τέλος και τω Θεώ δόξα - Χείρ Ματθαίου, Ιερομονάχου. Τα Μεγαλυνάρια ποίημα αυτού. Σπυρίδωνα ον γράψαντα μη μέμφεσθε, ως αμαθή, αλλ' εύχεσθε. - Εν σωτηρίω έτει αωμγ'. (1843). - Τη εικοστή Σεπτεμβρίου αωλθ' (1839) εγκαινιάσθη ο ναός του Τιμίου ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου Μυριοκεφάλων».

Σημ. Εκ των δύο υπογεγραμμένων ενταύθα ως γραφέων, ο Σπυρίδων προηγήθη προφανώς του Ματθαίου. Και ο μεν Σπυρίδων είναι πιθανώς ο συντάκτης της ακολουθίας και του βίου του Οσίου, εκ μετριοφροσύνης αμαθή εαυτόν αποκαλών, ο δε επ? έσχάτων των χρόνων ακμάσας Ματθαίος ιερομόναχος αντέγραψε την ακολουθίαν ταύτην και τον βίον του Οσίου, ποιήσας και τα Μεγαλυνάρια, ως γράφει ο ίδιος.

Και αυτή μεν είναι η ακολουθία, η βιογραφία και η Διαθήκη του Οσίου μέχρι της μεταβάσεως αυτού εις την μικράν κώμην Ακτήν κειμένην εις την Δυτικήν παραλίαν του Δήμου Μεσογείων Κισάμου κατά το ανά χείρας ημών χειρόγραφον, όπερ βρίθον ανορθογραφιών, ασυνταξιών, σολικισμών και βαρβαρισμών παρέστη ανάγκη ίνα ανακαθάρωμεν, διορθώσωμεν και καταγλαϊσμένον εις καθαρεύουσαν γλώσσαν εκδώσομεν ου μόνον προς διάσωσιν και διάδοσιν αυτού, αλλά και χάριν ευγνωμοσύνης προς τον ’γιον παρασχόντα τοσαύτας ευεργεσίας και ωφελείας εις τους χριστιανούς και δια της ιδρύσεως παρ' αυτού παμπόλλων ιερών Μονών και ιερών ναών, και δια του οσίου και αγίου βίου αυτού τύπος και υπογραμμός τοις πάσι γενομένου εν λόγοις και έργοις ζώσης τω όντι και ενεργού χριστιανικής άγάπης.

’ριστα συνδιάσας ο Όσιος τας θεωρητικάς αρετάς του μοναχικού βίου μετά της χριστιανικής προς τον πλησίον αγάπης, υπήρξε τω όντι ωφελιμώτατος και χρησιμώτατος. Διότι ακμάσας και δράσας, αφ' ενός μεν επί της περιόδου των απαισίων Σαρακινών, των δια πυρός και σιδήρου κυριάρχων πάσης της νήσου γενομένων, από του έτους 823 μέχρι του 960, αφ' ετέρου δε διανύσας το ύπόλοιπον του βίου αυτού επί της κυριαρχίας των Βυζαντινών, των αποδωσάντων την ελευθερίαν εις την πολύπαθον νήσον το 960 δια Νικηφόρου του Φωκά στρατηγού του αυτοκράτορος Ρωμανού του Β΄ ανεδείχθη κατ' αμφοτέρας τας περιόδους ταύτας δόκιμος εργάτης εν τω αμπελώνι του Κυρίου. Ως δε ο Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε διέτρεχεν ανά την ανατολήν και την Κρήτην κηρρύτων την Χριστιανικήν θρησκείαν, ούτω και ο Όσιος Πατήρ ημών Ιωάννης ευρών τας Δυτικάς Επαρχίας της πατρίδος του κατερημωμένας από Χριστιανισμόν, αναζωογονεί τα ημβλυμένα χριστιανικά αισθήματα των κατοίκων, προσελκύει αυτούς δια θεαρέστου πολιτείας εις νομάς ζωηφόρους της Ευαγγελικής χάριτος και μονιμοποιεί αυτούς εις την ευσέβειαν δια της ιδρύσεως παμπόλλων ιερών ναών, δι? ων κατέδειξε την προς πάντας αγάπην αυτου έμπλεων ενθέου ζήλου και αυταπαρνήσεως αξιοθαυμάστου.

Τα δε περαιτέρω του Οσίου γνωρίζομεν εκ της διασωθείσης περί αυτού εν Κισάμω παραδόσεως. Κατ' αυτήν μανθάνομεν ότι εν τω χωρίω τούτω Ακτή Μεσογείων και εν σπηλαίω κειμένω εις την συνοικίαν Καβούσι ελθών ο ’γιος έκτισε μέγα και πλούσιον κοινόβιον του Αγίου Ευσταθίου. Πέριξ δε έκτισε και άλλους ναούς, του Αγίου Φωτίου εντός σπηλαίου και τούτου φέροντος την έπιγραφήν «ο ιερός ούτος ναός εκτίσθη το έτος 1010», τον ναόν των Γενεθλίων της Θεοτόκου και τον ναόν του Αγίου Νικολάου, άπαντας σωζόμενους μέχρι σήμερον. Το σπήλαιον δε της Εκκλησίας του Αγίου Ευσταθίου επεκτείνας ο ’γιος προς το νότιον μέρος αυτού μετεχειρίζετο αυτό και ως ασκητήριον, διο και έκοιμήθη ενταύθα εν ειρήνη.

Μετά ταύτα οι ευσεβείς και ευγνώμονες κάτοικοι κατέστησαν και το μέρος τούτο ναόν επ' ονόματι του Οσίου και ούτως εχομεν εν τω αυτώ σπηλαίω διμάρτυρον Εκκλησίαν έχουσαν μεταξύ άλλων και ιεράν εικόνα Βυζαντινού τύπου αρχαίαν εξεικονίζουσαν εν σχήματι γέροντος ερημίτου τον ’γιον με την εξής επιγραφήν: «ο ’γιος Κυρ Ιωάννης ο εν τη Κρήτη». Επί δε αγιογραφικού χάρτου, ον ο ’γιος κατέχει εν τη αριστερά χειρί είναι γεγραμμένα τα εξής: «Φυλάξωμεν εαυτούς αδελφοί, από λογισμούς ρυπαρούς, και ως παρακαταθήκην λαβόντες τηρήσωμεν τω Κυρίω την ψυχήν». Κατά μήκος δε του ναού τούτου υπάρχει εν εξαιρετική θέσει τάφος έχων επ' αυτού σταυρόν λίθινον και εντός του τάφου τούτου διατείνονται οι κάτοικοι ότι ειχεν ενταφιασθή ο ’γιος, και ότι τα μεν ιερά λείψανα του Αγίου δια τον φόβον των ασεβών κατακτητών μετεκομίσθησαν εις Κέρκυραν ένθα ευρίσκονται τιμώμενα επ' ονόματι του Αγίου Ιωάννου του Κρητός, η δε ιερά του Οσίου Κάρα ευρίσκεται και σήμερον εντός αργυράς καλλιτεχνικής θήκης, δωρηθείσης υπό χρυσοχόου ιαθέντος εκ δαιμονίου και αφασίας δια θαύματος του Αγίου, και φυλαττομένης ευλαβώς και επιμελώς εντός του ιερού ναού του Αγίου Κυρ Ιωάννου κειμένου εν τω ομωνύμω χωρίω Αϊκυργιάννη ή Τσουρουνιανά της Επαρχίας Κισάμου.

Ιδού δε κατά ποίον τρόπον μετεκομίσθη εις το χωρίον τούτο η Αγία του Οσίου Κάρα κατά την παράδοσιν.

Εν τω χωρίω τούτω Αϊκυργιάννη, υπήρχεν επί Ενετών άρχων τις, όστις πολύ ετίμα τον ’γιον, υπήρχε δε και εν τω χωρίω Ακτή έτερος άρχων υπό την δικαιοδοσίαν αυτού έχων την Εκκλησίαν εν η εφυλάττετο η Αγία Κάρα του Οσίου. Εν ημέρα πανδήμου εορτής προσκαλέσας ο άρχων του Αϊκυργιάννη τους τρεις υιούς αυτού συνεβούλευσεν αυτούς ίνα μεταβώσιν εις την εν Ακτή Μεσογείων Κισάμου Εκκλησίαν ως προσκυνηταί δήθεν, πράγματι όμως να κλέψωσι την Αγίαν του Οσίου Κάραν και φέρωσιν αυτήν προς αυτόν, ίνα εορτάζη αυτήν ως επεθύμει. Οι υιοί του άρχοντος τούτου ακούσαντες και παραδεχθέντες τας συμβουλάς του πατρός αυτών ίππευσαν τους ίππους αυτών και μετά πορείαν δύο περίπου ωρών αφίκοντο εις την ειρημένην Εκκλησίαν ευρόντες τελειωμένην την λειτουργίαν και τον λαόν πέριξ διασκεδάζοντα.

Επωφεληθέντες της ευκαιρίας ταύτης οι εντεταλμένοι παίδες εισέρχονται εις την Εκκλησίαν και ασπαζόμενοι δήθεν την Αγίαν του Οσίου Κάραν ετοποθέτησαν αυτήν εις το σακκίδιον αυτών απαρατήρητοι. Τάχιστα δε τους ίππους αυτών και αύθις ίππεύσαντες και την Αγίαν του Οσίου Κάραν μεθ' εαυτών φέροντες ανεχώρησαν εσπευσμένως κομίζοντες τον πολύτιμον θησαυρόν εις τον πατέρα αυτών εν χαρά και αγαλλιάσει. Ο άρχων όμως της Ακτής εννοήσας μετ' ου πολύ τούτο κατεδίωξε μετά των ανθρώπων αυτού τους τρεις παίδας και καταφθάσας αυτούς πλησίον του χωρίου Καλαθενών και ακριβώς εις θέσιν καλουμένην Ορθήν Πέτραν έρριψε κατ' αυτών τόξον δι'ου έφόνευσε τον ένα εξ αυτών. Οι δε δύο άλλοι αδελφοί διασωθέντες εκ της καταδιώξεως έφερον εις τον πατέρα αυτών την Αγίαν του Οσίου Κάραν ειπόντες εις αυτόν και τα γενόμενα. Ούτος δε τα μέγιστα ευχαριστηθείς εκ της αποκτήσεως του ποθούμενου θησαυρού απήντησεν ότι τώρα τα πάντα έχουσι καλώς. Η κλοπή δε αυτή της Αγίας του Οσίου Κάρας υπήρξεν αιτία πολέμου μεταξύ των ειρημένων αρχόντων, οίτινες κατά την σύναψιν της ειρήνης και της συνθήκης αυτών έστησαν εκείνην την Ορθήν Πέτραν, την και σήμερον άθικτον υπάρχουσαν, ίνα χρησιμεύη ως μεθόριος γραμμή της εξουσίας και δικαιοδοσίας εκάστου άρχοντος.

Ούτος τέλος κατά το χειρογραφον και κατά την μετά ταύτα παραδοσιν είναι ο βίος και η πολιτεία του Οσίου και θεοφόρου Πατρός ημών Κυρ Ιωάννου του εν Κρήτη λάμψαντος, και ούτως η Αγία αυτού Κάρα μετακομισθείσα εις τον ιερόν ναόν του Αγίου Κυρίου Ιωάννου του ομωνύμου χωρίου Κισάμου φυλάττεται έκτοτε εν αυτώ μετά πολλής ευλαβείας υπό των ευσεβών και φιλοτίμων κατοίκων του χωρίου τούτου, αεννάως βλύζουσα ιαμάτων χαρίσματα δαψιλή εις τους εν πίστει και πόθω, δια των αγίων του Οσίου πρεσβειών επικαλουμένους την χάριν και την βοήθειαν του θαυμαστώσαντος και δοξάσαντος τους Αγίους αυτού και ιλασμόν και σωτηρίαν παντί τω κόσμω δωρησαμένου ευλογητού Θεού ημών, Ου πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Μητρόπολη Κυδωνίας και Αποκορώνου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.