Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

«Μεταπατερικών έργα και ημέραι». Το κείμενο της ομιλίας του Ιωάννη Μαρκά στην Ημερίδα «Πατερική Θεολογία καί μεταπατερική αίρεση» Α΄ Μέρος


ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΩΝ  ΕΡΓΑ  ΚΑΙ  ΗΜΕΡΑΙ 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ

Ιωάννου  Ν.  Μαρκά 

Σεβασμιώτατοι,  σεβαστοί Πατέρες,
ελλογιμότατοι κ. Καθηγητές,  αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί 

Οφείλουμε εξαρχής να σημειώσουμε ότι η εισήγησή μας θα περιοριστεί σχεδόν αποκλειστικά στη δράση της «Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών» της Ι.Μ. Δημητριάδος, και σε μια ενδεικτική δραστηριότητα ορισμένων προσώπων που συμμετέχουν στα προγράμματά της, και τούτο διότι, κατά την ταπεινή μας εκτίμηση, το συγκεκριμένο θεολογικό ίδρυμα υπήρξε το πρώτο που, επισήμως στον ελλαδικό χώρο, καθιέρωσε και θεμελίωσε τον όρο της «μεταπατερικότητας» με το γνωστό τετραήμερο συνέδριο που έλαβε χώρα μεταξύ 3-6 Ιουνίου 2010.  

 Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει πως η «Ακαδημία» και οι συντελεστές της γέννησαν την «μεταπατερικότητα», ούτε ότι έξω από αυτήν δεν δραστηριοποιούνται εντόνως οι γνωστοί «μεταπατερικοί» κύκλοι, αφού το «μεταπατερικό» ζήτημα είναι τόσο παλαιό, όσο και η παναίρεση του Οικουμενισμού, η οποία για να προωθηθεί βασίστηκε εν πολλοίς στην περίφημη «υπέρβαση των Πατέρων». 
Εκτιμούμε όμως πως αξίζει τον κόπο να ερευνηθεί, στα πλαίσια μιας σύντομης εισηγήσεως, ειδικότερα η περίπτωση της «Ακαδημίας», εις τρόπον ώστε να προσεγγιστούν «τα έργα και οι ημέρες» των μεταπατερικών συντελεστών της, που τόσο θόρυβο έχουν προκαλέσει σε ολόκληρο τον Ορθόδοξο θεολογικό κόσμο.  
    Για πολλούς βεβαίως, ίσως να ακούγεται λίγο παράξενο και να απορούν, πως είναι δυνατόν μια «ακαδημία θεολογικών σπουδών» να δημιουργεί τόσο θόρυβο και τόσες αντιδράσεις γύρω από το όνομά της. Είναι άραγε τόσο έντονο το πρόβλημα της λειτουργίας της και σε ποιά σημεία μπορεί να εστιαστεί αυτό; 
Εν πρώτοις, και πολύ γενικά και πρόχειρα, μια πρώτη απάντηση μπορεί να δοθεί στο γεγονός πως πρόκειται για ένα θεολογικό ίδρυμα στον ελλαδικό Ορθόδοξο χώρο, που παράγει ένα «νέο κύμα» θεολογίας, ένα είδος «θεολογικών σπουδών» αλλιώτικο από όσα μέχρι τώρα γνωρίζαμε, ένα καθαρά «νεοεποχίτικο» μοντέλο εργαστηριακής θεολογίας του συγκρητισμού, με μία εξειδικευμένη επιστημονική ομάδα εργασίας, που οι διασυνδέσεις της δείχνουν να ξεπερνούν τα στενά όρια του επιστημονικού-θεολογικού χώρου. 
Το πρόβλημα εν ολίγοις δεν είναι επιφανειακό ή μονοδιάστατο, όπως ίσως να θεωρούν κάποιοι, αλλά σύνθετο και πολυεπίπεδο, με βαθύτερες ρίζες και άρα δύσκολο ως προς την προσέγγιση και αντιμετώπισή του. Αυτό που πρίν από μερικές δεκαετίες φάνταζε ως «περιθώριο», σήμερα είναι το κυρίαρχο ρεύμα στο θεολογικό χώρο και μάλιστα στον ορθόδοξο. 
   Η «Ακαδημία του Βόλου» είναι καρπός και κατάκτηση του εκσυγχρονιστικού πνεύματος που έχει μεταλαμπαδευτεί από τη Δύση στην καθ’ ημάς Ανατολή. Η τακτική που ακολουθήθηκε και ακολουθείται είναι απλή και καλά σχεδιασμένη: καθηγητές-ινστρούχτορες της «Νέας Εποχής» επιδίδονται στην «εκπαίδευση» των κατάλληλων προσώπων, με σκοπό να γίνουν οι επόμενοι «κήρυκες» και «ιεραπόστολοι» της «νεοεποχίτικης θεολογίας» του διαχριστιανικού και διαθρησκειακού συγκρητισμού, σε ένα ορθόδοξο πλήρωμα εντελώς ακατήχητο και απληροφόρητο, σχετικά με τις πραγματικές τους προθέσεις. 
Αρωγός σε αυτήν την προσπάθεια είναι πλέον και μέρος του εκκλησιαστικού κατεστημένου, το οποίο δειλά-δειλά αρχίζει και βγαίνει σε τούτο το εκσυγχρονιστικό προσκήνιο, στηρίζοντας και υποθάλπτοντας εμπράκτως τη νέα αυτή θεολογία και τους επίσημους φορείς της. 
Όπως θα παρατηρήσουμε εντός ολίγου, όλη αυτή η λεπτή και ασυναίσθητη αποστασία στο χώρο της θεολογίας, σε συνδυασμό με τον εισαγόμενο-δυτικό τρόπο ζωής που έχει επικρατήσει στο καθημερινό γίγνεσθαι, διαμορφώνει στον Ορθόδοξο κόσμο, με αργά αλλά σταθερά και μεθοδικά βήματα, μια ψευδο-χριστιανική πνευματικότητα, μια θεολογική καρικατούρα, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο «θρησκευτικό τσουβάλιασμα» των λαών, μέσω της Πανθρησκείας και του Οικουμενισμού, δηλαδή στη «νέα θρησκευτική συνειδητότητα» του πλανητικού συστήματος.


ΣΚΟΠΟΣ-ΔΟΜΗ-ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ «ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ» ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ
   
Η «Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών» φαίνεται να υπηρετεί πιστά, ένα τέτοιο εκσυγχρονιστικό σχέδιο [1] .  Ένας εκ των στενών συνεργατών της «Ακαδημίας», ο γνωστός δημοσιογράφος της «Καθημερινής», Σταύρος Ζουμπουλάκης, σε άρθρο του στο περιοδικό που διευθύνει [2] , με τίτλο Το ανανεωτικό εγχείρημα της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών , εξέφρασε ακριβώς αυτόν τον ενθουσιασμό, της κυήσεως μιας «ουσιώδους αλλαγής στη θεολογική σκέψη στην Ελλάδα». 
  
Η αποψή του έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον επειδή εκφράζει το σύνολο σχεδόν των συμμετεχόντων σε αυτό το περισπούδαστο θεολογικό «think tank»(=δεξαμενή σκέψης) και μας παρουσιάζει τον οδοδείκτη πάνω στον οποίον κινείται το ίδρυμα και οι εκπρόσωποί του. Πρώτο στοιχείο, το γεγονός ότι «η Ακαδημία είναι εντελώς απαλλαγμένη από κάθε θεολογικό αντιδυτικισμό». 

Η αγιοπατερική θέση, πως ο δυτικός χριστιανισμός είναι –στην μετά το Σχίσμα εποχή- αίρεση, χαρακτηρίζεται γελοία και παράλληλα αναγνωρίζονται ως «κολοσσιαία» ονόματα, «θεολόγοι» της Δύσεως, όπως ο Θωμάς Ακινάτης και ο Λούθηρος. Δεύτερο στοιχείο, κατά τον κ. Ζουμπουλάκη, είναι ότι η «Ακαδημία» αντιστέκεται στον εξωραϊσμό και στην εξυμνητική εικόνα του Βυζαντίου, ενώ παράλληλα επαίρεται για το ότι έρχεται να αποδαιμονοποιήσει το Διαφωτισμό, και να τον προσεγγίσει χωρίς σκοταδιστικό και φανατικό πνεύμα, ασκώντας ταυτόχρονα κριτική στην Εκκλησία, για τον τρόπο με τον οποίο τον πολέμησε. 
Ένα τρίτο στοιχείο, πραγματικό επίτευγμα για τους «ακαδημαϊκούς» θεολόγους, είναι η συνομιλία με εξωεκκλησιαστικούς διανοούμενους και στοχαστές «που δεν είναι χριστιανοί αλλά αγνωστικιστές ή άθεοι». Αυτή η «θεολογική» στροφή, βοηθάει τα μέγιστα ώστε τα θέματα που ανοίγει η «Ακαδημία» να χαρακτηρίζονται από μία «εξωστρέφεια», να «είναι στραμμένα δηλαδή προς την κοινωνία και τον πολιτισμό».
   Τί είναι όμως ακριβώς το συγκρότημα που εμείς γνωρίζουμε ως «Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών» της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και το οποίο έκανε την εμφάνισή του για πρώτη φορά εν έτει 2000; Στην πραγματικότητα είναι μία Μη Κυβερνητική Οργάνωση, με την επωνυμία «ΜΚΟ Ακαδημία Δημητριάδος», με επικεφαλής πρόεδρο τον οικείο μητροπολίτη, κ. Ιγνάτιο, που ακολουθεί την κλασσική τακτική που συνηθίζουν όλες οι ΜΚΟ, να συμμετέχει σε «ανοιχτά» χρηματοδοτικά προγράμματα των κυβερνήσεων. 
Όπως άλλωστε έχει λεχθεί ευφυώς, εάν επιθυμεί κάποιος να λάβει κυβερνητικό χρήμα με τη σέσουλα, καλά είναι να ιδρύσει μια ...μη κυβερνητική οργάνωση. Η αλήθεια είναι πως μέχρι πρότινος, αποτελούσε μια εύλογη και έντονη απορία, από που χρηματοδοτείται ένα τέτοιο ίδρυμα εις τρόπον ώστε να εκτελεί πανάκριβα συμπόσια και συνέδρια, ή να εκτελεί προγράμματα και αποστολές «εκτός έδρας», ακόμη και σε μακρινά μέρη του εξωτερικού [3]  και γενικά πως είναι δυνατόν εν μέσω οξείας οικονομικής κρίσης, ένας τέτοιος «οργανισμός» να δουλεύει με «φουλ τις μηχανές».
 
   Το ενδιαφέρον λοιπόν στοιχείο, είναι ότι έχουμε να κάνουμε με ένα ίδρυμα, που ενώ ο τίτλος του και το καταστατικό του «φωνάζουν» πως δεν έχει σχέση με κράτη και κυβερνήσεις, εν τούτοις η χρηματοδότησή του σε αρκετές περιπτώσεις είναι κρατική. 
Άλλωστε μόλις πρόσφατα αποκαλύφθηκε, ότι η ΜΚΟ «Ακαδημία Δημητριάδος», στήθηκε στην ουρά μαζί με άλλες 174 ΜΚΟ, για να διεκδικήσει (και να μοιραστεί με όσες επιλεγούν) 280 εκατομμύρια ευρώ για «κοινωνική εργασία», σε πρόγραμμα του Υπουργείου Εργασίας [4]
  Επιπλέον, ενδεικτικό είναι το παράδειγμα μίας ημερίδας που διοργανώθηκε πέρυσι, τον Απρίλιο του 2011, στην Αθήνα και στο ξενοδοχείο «Κάραβελ», σχετικά με «τη σημασία του διαθρησκειακού και διαπολιτισμικού διαλόγου» [5]  και στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο είχε η «Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών». 
Η ημερίδα αυτή διοργανώθηκε από την πρεσβεία της Ινδονησίας στην Αθήνα, υπό την αιγίδα (και άρα τη χρηματοδότηση) των υπουργείων Εξωτερικών της Ελλάδας και της Ινδονησίας. Την ημερίδα παρακολούθησαν θρησκευτικοί λειτουργοί, πανεπιστημιακοί καθηγητές, πρέσβεις και υψηλόβαθμα στελέχη διπλωματικών αντιπροσωπειών στην Αθήνα, περισσοτέρων των 20 κρατών, δημοσιογράφοι αλλά και φοιτητές. 
Μεταξύ άλλων διαβάστηκε μήνυμα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών από εκπρόσωπό του, δείγμα της υψηλής στήριξης που έτυχε από όλους τους χώρους –και τον εκκλησιαστικό-, ενώ εντύπωση προκάλεσε η ποικιλία των εισηγητών: μουσουλμάνοι πανεπιστημιακού επιπέδου, μία προτεστάντισσα «ιερέας», ορθόδοξοι πανεπιστημιακοί καθηγητές, ο «ιθύνων νους» της «Ακαδημίας», κ. Παντελής Καλαϊτζίδης, αλλά και εκπρόσωπος του  Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (του γνωστού ΕΛΙΑΜΕΠ), η καθηγήτρια Άννα Τριανταφυλλίδου, ερευνήτρια του ως άνω κέντρου, το οποίο χρηματοδοτείται αφειδώς από τα «Open Society Foundation» του Σόρος, το ίδρυμα Φόρντ, το ίδρυμα Μάρσαλ, την Παγκόσμια Τράπεζα και άλλα σχετικά «ευαγή» ιδρύματα [6] .
   
Ανάμεσα σε όλους αυτούς τους «κολοσσούς» -όλως τυχαίως- πρωταγωνιστεί και η «ταπεινή» «Ακαδημία του Βόλου». Και το εξίσου ταπεινό ερώτημα που προκύπτει είναι, ποιος ο λόγος να ενδιαφέρονται τα ΥΠΕΞ Ελλάδας και Ινδονησίας για τον διαθρησκειακό διάλογο;   
Για ποιο λόγο ΜΚΟ παγκοσμίου βεληνεκούς, με στελέχη πασίγνωστα στη «Λέσχη Μπίλντεμπεργκ» και στις πολυεθνικές υπερ-στοές, που οικοδομούν ανοιχτά πλέον  την ιδέα της «παγκόσμιας διακυβέρνησης», χρηματοδοτούν τέτοιου είδους διαθρησκειακές ημερίδες; Και πως γίνεται ένα θεολογικό ίδρυμα μιας Ορθόδοξης Μητροπόλεως να συνεργάζεται με όλους αυτούς; Απλούστατα διότι από κοντά με την παγκόσμια διακυβέρνηση, ακολουθεί και η ιδέα της θρησκευτικής ομογενοποίησης, μέσα από ένα κάλεσμα των θρησκειών σε ειρήνη, ανοχή και καταλλαγή. Και η αποστολή της «Ακαδημίας», όπως θα καταδειχθεί στην αμέσως επόμενη ενότητα, με τα «προγράμματα» και «συνέδρια» που διογανώνει, είναι ακριβώς αυτή [7]

ΤΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ «ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ»: ΠΡΟΣ ΜΙΑ «ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ»

Α)  Ηγετική φυσιογνωμία της «Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών» ο μητροπολίτης Δημητριάδος, κ. Ιγνάτιος
   Ασφαλώς, η «Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών», δεν θα είχε το ανάλογο κύρος και νομιμοποίηση, εάν δεν βρισκόταν υπό τη σκέπη μιας Ορθοδόξου Μητροπόλεως. Η ίδρυση και η λειτουργεία της από την Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος ενδυνάμωσε και επεξέτεινε το εγχείρημα, κάτι που φαίνεται κι από τη διεθνή αναγνώριση, αλλά και την στήριξη που απολαμβάνει τόσο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο [8] , όσο και από την Αρχιεπισκοπή Αθηνών [9]

Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος, κ. Ιγνατίου, που εκ θέσεως διευθύνει την «Ακαδημία», μαζί φυσικά με τον συντονιστή και υπεύθυνο, κ. Παντελή Καλαϊτζίδη. Και επειδή στο κείμενο-απάντηση που είχε συντάξει η «ΑΘΣ» στους επικριτές της, με τίτλο «Στώμεν καλώς» [10] , ισχυριζόταν ότι ο οικείος μητροπολίτης δεχόταν «κακόβουλα» και «ανέντιμα» σχόλια «για λόγια και φράσεις που ποτέ δεν είπε ούτε έγραψε», ας εξετάσουμε μετά προσοχής ένα πολύ μικρό δείγμα από τα λεχθέντα του Σεβασμιωτάτου, όπως είναι δημοσιευμένα σε δικές τους πηγές.
   
Εν αρχή, να αναφέρουμε ότι οι τοποθετήσεις του κ. Ιγνατίου, μολονότι προσπαθούν να σταθούν σε ένα μετριοπαθές επίπεδο, εν τούτοις δίνουν ξεκάθαρα την κατεύθυνση της πορείας ενός συνεδρίου, ενώ παρουσιάζουν και μια συμφωνία με το πνεύμα των εισηγήσεων, που συνήθως ακολουθούν την δική του. 
Η φρασεολογία, όπως θα δούμε, είναι συγκεκριμένη και προσπαθεί να δημιουργήσει κλίμα υπέρ της «ετερότητας», της «εξωστρέφειας», της «ειρήνης», της «καταλλαγής», κατά του «αντιευρωπαϊσμού» και του «αντιδυτικισμού». Στο χαιρετισμό που απηύθυνε για παράδειγμα στο συνέδριο «Θεολογία και Λογοτεχνία ΙΙ...» [11] , ο μητροπολίτης Δημητριάδος τονίζει με έμφαση αυτό ακριβώς: «Ο κίνδυνος να γίνει η Εκκλησία μια κλειστή κάστα καθαρών, με έτοιμες απαντήσεις και δογματικές αγκυλώσεις και περιχαρακώσεις είναι παρών». 
Τούτες εδώ οι «έτοιμες απαντήσεις» και οι «δογματικές αγκυλώσεις», που τρομάζουν τον μητροπολίτη Δημητριάδος, είναι τα «μεταπατερικά» σπέρματα, που όπως θα δούμε πιο κάτω αφθονούν σε όλες σχεδόν τις εισηγήσεις των «ακαδημαϊκών» θεολόγων [12] .

Β) Θρησκευτικά για όλους, αλλά όχι για τους Ορθοδόξους
  
 Ένα από τα θέματα που έχει αναλάβει εργολαβικώς να διεκπεραιώσει, δυστυχώς με καταστρεπτικές συνέπειες, η «Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών» είναι ο χαρακτήρας που θα έχει το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία και ο τρόπος διδασκαλίας του. 
Δυστυχώς για την Ι.Μ. Δημητριάδος, η «Ακαδημία» της, κατέστη κέντρο της εκσυγχρονιστικής θεολογικής ομάδας του «ΚΑΙΡΟΥ», ενός νεοφανούς θεολογικού συνδέσμου, που χωρίς να βρίσκει αντίσταση από πουθενά προωθεί την αποδόμηση του Ορθοδόξου ομολογιακού χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών και την ένταξη στα σχολικά προγράμματα ενός θρησκειολογικού-συγκρητιστικού μαθήματος, που θα επιφέρει ουσιαστικά γνωσιολογική σύγχυση και πνευματική βλάβη στους Ορθοδόξους μαθητές. 
Η «ΑΘΣ» και σε αυτό τον τομέα πρωτοστατεί στη σχετική προπαγάνδα, εκβιάζοντας ουσιαστικά τον θεολογικό κόσμο με το δίλημμα «ή υποχρεωτικό και θρησκειολογικό μάθημα ή τα θρησκευτικά εκτός των σχολικών προγραμμάτων».
   
 Εξίσου εμπρηστικές είναι και οι εισηγήσεις των εκσυγχρονισμένων θεολόγων στις διάφορες ημερίδες και συνέδρια που διοργανώνει για το θέμα η «Ακαδημία», συχνά με το αντιχριστιανικό Παιδαγωγικό Ινστιτούτο του Υπουργείου (πρώην εθνικής) Παιδείας και Θρησκευμάτων. 
Ας δούμε ορισμένες ενδεικτικά. Σε μια τοποθέτησή της επί του θέματος, η «ομάδα επιμόρφωσης για το μάθημα των θρησκευτικών της ΑΘΣ», απαρτιζομένη από τις κυρίες Όλγα Γριζοπούλου, Βάσω Γώγου, Πηγή Καζλάρη και τον κύριο Απόστολο Μπάρλο, ορίζουν ρητώς πως ήρθε η ώρα «να θραύσουμε όλους τους παραπάνω αρνητικούς όρους (σσ. εννοούν του ομολογιακού και κατηχητικού μαθήματος)  και να λειτουργήσουμε στην αντίθετη κατεύθυνση: 
δηλαδή να βρεθούμε μαζί, να συνομιλήσουμε, να μετρηθούμε με το «διαφορετικό», να καταρρίψουμε σκληρές άμυνες και περιχαρακώσεις, να διεκδικήσουμε όχι ιδεοληπτικά ιδεώδη, αλλά εκπαιδευτική ζωντάνια, να μην αρκεστούμε σε πατροπαράδοτες απαντήσεις αλλά να ψάξουμε καινούργιους τρόπους απάντησης στα ενεργά ζητούμενα» [13] .
 
   Στην παραπάνω θέση συνηγορεί αναφανδόν και ο εκ των ενορχηστροτών της αποδομήσεως του ορθοδόξου ομολογιακού μαθήματος, σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και εξέχων μέλος του «ΚΑΙΡΟΥ», κ. Σταύρος Γιαγκάζογλου.  Λάτρης του πολυπολιτισμικού μοντέλου, προβάλλει διαρκώς ως λογικό επιχείρημα το ...δικαίωμα της μειοψηφίας εις βάρος της πλειοψηφίας. 
Προτεραίοτητα για εκείνον είναι η συνάντηση του άλλου «με σεβασμό και κατανόηση στο πρόσωπο του ετεροδόξου, του ετεροθρήσκου, του αδιάφορου» [14]

Προφανώς για να πολλαπλασιάζονται ...οι αδιάφοροι. Το θέμα βέβαια για τους Ορθοδόξους γονείς είναι πολύ σοβαρό, κι αυτό διότι η εμμονή που δείχνουν οι θεολόγοι του «ΚΑΙΡΟΥ» για θρησκειολογικό μάθημα των θρησκευτικών μόνο τυχαία δεν είναι. 
Γνωρίζουν πολύ καλά ότι τα παιδιά, ειδικά στην τρυφερή ηλικία του δημοτικού, δεν έχουν το γνωσιολογικό υπόβαθρο για να συγκρίνουν την καλή από την κακή γνώση και να απορρίπτουν την τελευταία. Έτσι η πρωτοεισακτέα γνώση που θα λάβουν οι ανυποψίαστοι μικροί μαθητές, ενδεχομένως μπορεί να αποβεί και καθοριστική στην αντίληψη που θα διαμορφώσουν σχετικά με το Θεό και τις θρησκείες [15] .

Γ) Σε πρώτο πλάνο «φεμινιστική θεολογία», «λειτουργική αναγέννηση», «νεωτερικότητα», «παγκόσμια ειρήνη»
   
Το άνοιγμα που επιχείρησε την περίοδο 2002-2003 η «ΑΘΣ» προς τη «φεμινιστική θεολογία», ήταν πραγματικά εντυπωσιακό, όσο και πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα. Ένα θέμα κυριολεκτικά αδιαπραγμάτευτο για τους Ορθοδόξους, παρουσιάστηκε έντεχνα μέσα από τις εισηγήσεις των νεωτεριστών θεολόγων ως ένα «υπαρκτό» και «βαθιά εκκλησιολογικό» πρόβλημα [16] .  
 Ομιλούμε σίγουρα για ένα από τα πιο αγαπημένα θέματα των «μεταπατερικών», το οποίο εξ αρχής τεκμηριώθηκε θεολογικά πως «πρόκειται για μια μορφή συναφειακής (contextual) θεολογίας». [17]  Η τάση που κυριαρχεί στις εισηγήσεις είναι ξεκάθαρα υπέρ ακόμη και της «ιερωσύνης» των γυναικών, κάνοντας αντίλογο για το «γεγονός ότι η προβαλλόμενη επιχειρηματολογία από μέρους της Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας δεν θεμελιώνεται σε αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων και η Εκκλησία σαφώς δεν αποφαίνεται εν συνεδρίοις, αλλά εν Οικουμενικαίς Συνόδοις...» [18] [19]  .
 
   Όσον αφορά τη «λειτουργική αναγέννηση» και σε αυτό τον τομέα έχουν λεχθεί και γραφεί πολλά. Γνωστός καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, τη χαρακτηρίζει «επιτακτική ανάγκη» και ισχυρίζεται ότι το πρώτιστο μέλημα αυτής της «αναγέννησης» είναι «η συμμετοχή των λαϊκών στο λειτουργικό κατ’ αρχήν και στη συνέχεια στο διοικητικό και διδακτικό έργο της εκκλησίας. Να εκφράζουν δηλαδή οι βαπτισμένοι ως «βασίλειον ιεράτευμα» το τρισσόν (ιερατικό, βασιλικό, προφητικό) αξίωμα του Χριστού» [20] . 

Η πρόταση όμως αυτή, είναι μία καθαρά προτεσταντική προσέγγιση, όπου τα περί «ειδικής» και «γενικής» ιερωσύνης, αφομοιώνονται και εξομοιώνονται και έτσι, όπως ακριβώς στον προτεσταντισμό, ο καθένας μπορεί να είναι πάστορας και να εκτελεί ιερατικά καθήκοντα. 
Επίσης οι υπόλοιπες θέσεις που εκφράζει όπως: άρση του αποκλεισμού των γυναικών από τα λειτουργικά δρώμενα, επαναφορά του λαού στη θέση του «χορού» και του «ιεροψάλτη», η μετάφραση των λειτουργικών κειμένων, η κατάργηση της μυστικής ανάγνωσης των ευχών, η κατάργηση του τέμπλου και κυρίως η συμμετοχή όλου του εκκλησιάσματος στη «Θεία Κοινωνία», χωρίς την προϋπόθεση της σωστής προετοιμασίας, αποτελούν θέσεις αντιπατερικές και απαράδεκτες στο σύνολό τους.
   
Οι ανωτέρω προσεγγίσεις, που πιθανόν να εκπλήσσουν ορισμένους που τις ακούν για πρώτη φορά, θεμελιώνονται και στηρίζονται στο δόγμα της «νεωτερικότητας» που εδώ και κάποιες δεκαετίες εισέβαλε ορμητικά και στο θεολογικό χώρο.   
Ουσιαστικά πρόκειται για συμφιλίωση της θεολογικής σκέψης με το πνεύμα του Διαφωτισμού και όπως εξηγεί ο επίσης «φιλομεταπατερικός», καθηγητής της Παντείου, κ. Θάνος Λίποβατς, «η ελευθερία του νεωτερικού, χριστιανικού υποκειμένου έχει ως συνέπεια όμως, ότι ο άνθρωπος ως σκεπτόμενο και δρών άτομο, δεν δεσμεύεται πλέον απέναντι σε παραδόσεις και κλειστά σχήματα οργάνωσης και ερμηνείας της φύσης και της κοινωνίας» [21]   [22]  . 
    
Εν τέλει όλα γίνονται, «με διάθεση πάντοτε συγκατάβασης, προσφοράς και εκσυγχρονισμένου "ανοίγματος" προς αυτούς (δηλαδή τους ετεροδόξους ή ακόμη και τους ετερόθρησκους) εν ονόματι των όρων της νεωτερικότητος» [23] . Η αποδοχή περί «έτερων-εταίρων», νομιμοποιεί την περίφημη εγκύκλιο του 1902 του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς «τας χριστιανικάς εκκλησίας», που κάνει λόγο για «αναδενδράδες» του Χριστιανισμού. 

Μόνο που στην αγωνία που έχουν ορισμένοι κύκλοι να επιφέρουν τη πολυπόθητη γι’ αυτούς «παγκόσμια ειρήνη», λησμονούν τον αψευδή λόγο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότι «παν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις το πύρ βάλλεται» [24] . Όμως αυτό φαίνεται πως είναι ήσσονος σημασίας για τους «θεολόγους του γραφείου». Το θέμα είναι να φτάσουμε απροϋπόθετα στο «ίνα ώσι έν», όχι μόνο σε διαχριστιανικό επίπεδο, αλλά και σε διαθρησκειακό. 
Το συνέδριο που διοργάνωσε την περίοδο 2006-2007 και αφιέρωσε η «Ακαδημία» στο Ισλάμ, «βρήκε» το κατάλληλο στοιχείο ενότητας (εκτός από την «αγάπη» που την έχουν δεδομένη) : είναι η κοινή καταγωγή, τα «παιδιά του Αβραάμ» [25] [26] .



[1] Η ίδια αυτοπροσδιορίζεται στην επίσημη ιστοσελίδα της  ως «ένα ανοιχτό εργαστήρι σκέψης και διαλόγου της Εκκλησίας με τη διανόηση και την κοινωνία, δίχως αμυντικά αντανακλαστικά ή απολογητική διάθεση, οργανώνοντας με τη μορφή του ανοιχτού πανεπιστημίου ετήσιους θεματικούς κύκλους σπουδών, διεθνή σεμινάρια, συνέδρια και εκδόσεις». Επίσης ότι «πάγια επιδίωξη της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών στάθηκε η συνεργασία και η σύμπραξη με άλλους φορείς, η από κοινού συζήτηση, με πνεύμα σεβασμού στην ετερότητα του καθενός, των μεγάλων προβλημάτων του καιρού μας». Αυτό το «δίχως αμυντικά αντανακλαστικά ή απολογητική διάθεση», όπως και το «πνεύμα σεβασμού στην ετερότητα του καθενός», κρατήστε τα, διότι θα μας απασχολήσουν ιδιαιτέρως από τούδε και στο εξής.

[2] Νέα Εστία, τεύχος 1805, Νοέμβριος 2007

[6] Γιώργος Ρακκάς, ΕΛΙΑΜΕΠ ή μήπως Ελληνικό Ίδρυμα Αμερικανικής Εξωτερικής Πολιτικής; , περιοδικό Άρδην, τεύχος 58, σελ. 20

[7] Η τοποθέτηση του μητροπολίτου Δημητριάδος στην εν λόγω ημερίδα είναι ενδεικτική: «η Εκκλησία», τόνισε, «οφείλει να συνεχίζει εν Αγίω Πνεύματι το διαλογικό έργο σωτηρίας του Χριστού εντός της Ιστορίας· οφείλει δηλαδή να διαλέγεται με ό,τι δεν είναι Εκκλησία». Και προφανώς να το αφήνει ως έχει... αρκεί να διαλέγεται κατά τρόπο αφηρημένο και αντιπατερικό. 
Εν συνεχεία, κάνοντας χρήση των γνωστών οικουμενιστικών επιχειρημάτων, ότι η Εκκλησία δε νοείται να είναι «εσωστρεφής», «κλεισμένη στον εαυτό της», ενέπλεξε κατά τρόπο διαστρεβλωτικό και το πως θα ενεργούσε στην εποχή μας ο Χριστός εάν βρισκόταν ...στη θέση μας, τονίζοντας ιδιαιτέρως ότι ο Χριστός ήταν και ο ίδιος «ξένος», «αλλοδαπός», «μετανάστης» και «φυγάς». Στην πρώτη γραμμή και το νεοταξικό φρασεόλογιο δηλαδή. 

[12] Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και όλες οι υπόλοιπες εισηγήσεις του Σεβασμιωτάτου. Σε άλλο εναρκτήριο χαιρετισμό με θέμα «Συγχώρηση, Ειρήνη, Καταλλλαγή» [12] , τονίζει την προσπάθεια να δομηθεί μια θεολογία «της ειρήνης, της συμφιλίωσης και της καταλλαγής, αφ’ ετέρου, με διάθεση ειλικρινούς μετανοίας, να αποτιμήσουμε κριτικά και αυτοκριτικά την χριστιανική μας παράδοση, ώστε να εντοπίσουμε εκείνες τις πτώσεις και αλλοιώσεις οι οποίες έφεραν κοντά τη βία και τον πόλεμο με τη θρησκεία και τις χριστιανικές εκκλησίες.  
Στη συνέχεια, και προϋποθέτοντας μια εμβριθή ανάλυση του σύγχρονου κόσμου, θα καθοδηγηθούμε από το Πνεύμα του Θεού σε δημιουργικές δράσεις και καινοτόμες πρωτοβουλίες χριστιανικής μαρτυρίας για την ειρήνη, τη συμφιλίωση και την καταλλαγή στον κόσμο μας». Παρουσιάζει με λίγα λόγια τη «συλλογική» ευθύνη των «εκκλησιών» απέναντι στη θρησκευτική βία, εξισώνοντας τα θύματα, που στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι οι Ορθόδοξοι, με τους θύτες, που είναι οι μισσιονάριοι της Δύσης. 
Και βέβαια όλα αυτά τα ανυπόστατα θα υπερπηδηθούν χάρη στις «καινοτόμες πρωτοβουλίες» που θα πραγματοποιηθούν υπό την καθοδήγηση του «Παγκοσμίου Συμβουλιου των Εκκλησιών» (Π.Σ.Ε.)... «Θεωρώντας, λοιπόν, την παραπάνω προβληματική όχι απλώς απαίτηση των καιρών, αλλά κυρίαρχη θεολογική και εκκλησιολογική ανάγκη ευελπιστούμε ότι η πραγματοποίηση του συνεδρίου της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών της Μητροπόλεώς μας, σε συνεργασία με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και το Boston Theological Institute, με θέμα Συγχώρηση, Ειρήνη, Καταλλαγή, θα συντελέσει στην ενεργό και υπεύθυνη εμπλοκή της θεολογίας και της Εκκλησίας στα προβλήματα της βίας, του πολέμου και των συγκρούσεων, στην προοπτική υπέρβασής τους με την επικαιροποίηση και θεματοποίηση των θεολογικών προταγμάτων της ειρήνης, της συγχώρησης και της καταλλαγής».

[15] Η σοβαρότητα του εν λόγω ζητήματος, φαίνεται και από τη σπουδή που δείχνει εδώ και δεκαετίες το ίδιο το «Π.Σ.Ε.», το οποίο προωθεί μετ’ επιτάσεως προγράμματα υπέρ του πολυθρησκευτικού μοντέλου εκπαίδευσης.
 Όπως όμως παρατηρεί, ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, κ. Πέτρος Βασιλειάδης, επίσης ένθερμος οπαδός των προγραμμάτων της «Ακαδημίας» και συχνός επισκέπτης της, «η αδυναμία του σχετικού τμήματος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών να παρακολουθήσει τις κοσμογονικές εξελίξεις στον ακαδημαϊκό χώρο, και κυρίως η απουσία από το κορυφαίο αυτό όργανο του οικουμενικού διαλόγου των ρωμαιοκαθολικών, ευαγγελικών και πεντηκοστιανών θεολογικών ομοσπονδιών, οδήγησε στη δημιουργία της Παγκόσμιας Συνομοσπονδίας Θεολογικών Εκπαιδευτικά Ιδρυμάτων (WOCATI)», που ανέλαβε να φέρει εις πέρας την αποστολή. http://www.acadimia.gr/new/index.php?option=com_content&view=article&id=123&catid=38%3A---2003-2004&Itemid=76&lang=el

[17] Κατερίνα Καρκαλά-Ζορμπά, Υπάρχει θέση στην Ορθοδοξία για μια Φεμινιστική Θεολογία; , http://www.acadimia.gr/content/view/78/35/lang,el/

[18] «Η επίκληση μιας δισχιλιετούς πρακτικής της Εκκλησίας να επιλέγει μόνον άρρενα μέλη της, για να γίνουν φορείς της μυστηριακής ιερωσύνης, η οποία έτυχε νομοκανονικής κατοχύρωσης και οι αναφορές σε μη πράξεις του Κυρίου σχετικές με το θέμα δεν συνηγορούν αναγκαία υπέρ μιας σαφούς Consensus Ecclesiae, εφόσον δεν υπάρχει απόφαση Οικουμενικής Συνόδου» Κωνσταντίνος Γιοκαρίνης , Το ζήτημα της Χειροτονίας των Γυναικών , http://www.acadimia.gr/content/view/100/35/lang,el/
 
[19] Ακριβώς στην ίδια κατεύθυνση διατυπώθηκε ευθαρσώς και ανερυθριάστως, η καθαρά αντιεπιστημονική άποψη ότι «μέχρι σήμερα ...δεν έχουν διατυπωθεί θεολογικά επιχειρήματα που να αποκλείουν την ιερωσύνη των γυναικών». 
Η εξωφρενική αυτή θέση ανήκει στην κα Πηγή Καζλάρη, η οποία δεν έμεινε μόνον εκεί, αλλά προχώρησε σε ολομέτωπη επίθεση σε όσους «τολμούν» να διαφωνήσουν μαζί της, αναφέροντας ότι «εδώ διασταυρωνόμαστε με το θέμα "φονταμενταλιστική αντίληψη της παράδοσης"».  
 Το παραλήρημα της εν λόγω ερευνήτριας ολοκληρώνεται, όταν κατηγορεί ευθέως όσους προσφεύγουν για να βρουν κατοχυρωμένες απαντήσεις στη Γραφή και την Παράδοση, ότι κατρακυλούν σε ερμηνείες φονταμενταλιστικές.
 Πηγή Καζλάρη ,  Θρησκείες και Γυναίκα: Το πρόβλημα της Βίας και του Φονταμενταλισμού , http://www.acadimia.gr/content/view/107/35/lang,el/

[20] Π. Βασιλειάδης, Λειτουργική Αναγέννηση και Συμμετοχή των Λαϊκών , http://www.acadimia.gr/new/index.php?option=com_content&view=article&id=133&catid=39%3A---2004-2005&Itemid=76&lang=el

[22] Βέβαια ακόμη κι αυτή η «νεωτερικότητα», που έκανε να αμφισβητηθεί η Παράδοση και να σχετικοποιηθεί η αλήθεια, στη σημερινή αλλοπρόσαλη εποχή, σχετικοποιήθηκε και η ίδια από το πνεύμα της «μετανεωτερικότητας», που υποδηλώνει την ισοπέδωση κάθε είδους αλήθειας, και την καθιέρωση μιας «προσωπικής αλήθειας» όπως ο καθένας την αντιλαμβάνεται. 
Οι φορείς αυτής της πλέον ριζοσπαστικής θεολογικής (και όχι μόνο) αντιλήψεως φτάνουν στο σημείο να κατηγορήσουν σκαιότατα τον ησυχασμό, αλλά κυρίως τους καρπούς που αυτός αποφέρει . 
Έτσι λοιπόν διαβάζουμε στην εισήγηση του κ. Δημήτρη Μπεκριδάκη, ότι «η νηπτική παράδοση της Ανατολής κατανοείται με νεοπλατωνικές προϋποθέσεις, γεγονός που έχει εδραιώσει ένα κλίμα νοσηρής μυστικοπάθειας και ανιστορικού εσωτερισμού στους κόλπους της Ορθοδοξίας. 
Αναπτύχθηκε, στο πλαίσιο αυτό, μια θεολογία (ή μήπως τεχνολογία;) της θέωσης, η οποία καθηλώνει τον άνθρωπο σε μια σχεδόν αυτιστική ενασχόληση με τον εαυτό του, υπό το πρόσχημα της αυτοκάθαρσης και του αγιασμού. 
Χαμένη μέσα σε παραληρήματα περί φωταψιών, εκστατικών βιωμάτων και οραμάτων, αυτού του είδους η θε(ωση)ολογία μοιάζει να λησμονεί πως το μέτρο της πνευματικής τελείωσης του πιστού είναι πάντοτε το μέτρο της αγάπης που δείχνει προς τον αδελφό του» . 
Το συμπέρασμά του εξίσου παρανοϊκό: «Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια νέα θεολογία ενόψει της μεταμοντέρνας κατάστασης. Μια θεολογία αυτοκριτική, ευρύχωρη, συζητήσιμη και ανεκτική, με υψηλό βαθμό προφητικής τοξικότητας, διαβρωτική των κάθε λογής ειδώλων -εντός ή εκτός της Εκκλησίας». Πρόκειται ασφαλώς για θέσεις ανθρώπων-επιστημόνων άγευστων από το μεγαλείο της Ακτίστου Θείας Χάριτος.
 Δημήτρη Μπεκριδάκη, Μετανεωτερικότητα, Θρησκεία και Ορθόδοξη Θεολογία , http://www.acadimia.gr/new/index.php?option=com_content&view=article&id=96&catid=37%3A---2001-2002&Itemid=76&lang=el

[23] Σεβ. Μητροπολίτης Γέρων Εφέσου κ. Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης, Ορθοδοξία και Θρησκευτική Ετερότητα , http://www.acadimia.gr/content/view/83/35/lang,el/

[24] Ματθ. ζ΄ 19

[26] Έτσι κατ’ αυτόν τον τρόπο η «αλληλοκατανόηση» και ο «σεβασμός στην ετερότητα» από ζητούμενο για τους «μεταπατερικούς» θεολόγους γίνεται με ευκολία κατάκτηση. Άλλωστε όπως επιβεβαιώνει ο καθηγητής Πέτρος Βασιλειάδης, «οι ιεραποστολικοί όροι, που χρησιμοποιούνται πλέον είναι μαρτυρία (σσ. χωρίς μαρτύριο θα μου επιτρέψετε να προσθέσω) και διαθρησκειακός διάλογος». 
  Επιπλέον, εκφράζοντας το περίφημο «united in diversity» του «Π.Σ.Ε.» , προσθέτει στην τοποθέτησή του τον αντιφατικό «στόχο να διακονηθεί η ενότητα σε έναν κόσμο που κατακερματίζεται από διαιρέσεις και διαφωνίες» .βλ.  Πέτρος Βασιλειάδης , Το θεολογικό πλαίσιο του διαθρησκειακού διαλόγου , http://www.acadimia.gr/content/view/42/35/lang,el/


Α΄ Μέρος

Κατεβάστε ολόκληρο το αρχείο σε μορφή pdf για εκτύπωση πατώντας  ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΙΩΑΝ. ΜΑΡΚΑ

Για τις υπόλοιπες ομιλίες της Ημερίδας πατήστε 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.