Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θὰ μᾶς διδάξει τὴν προσευχή. Γέροντας Πορφύριος


Ὁ ἄνθρωπος ζητάει στὸν οὐρανὸ τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐτυχία. Ζητάει τὸ αἰώνιο μακριὰ ἀπ’ ὅλους κι ἀπ’ ὅλα, ζητάει νὰ βρεῖ τὴ χαρὰ στὸν Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι μυστήριο.
Εἶναι σιωπή, εἶναι ἄπειρος, εἶναι τὸ πᾶν. Τὴν τάση τῆς ψυχῆς γιὰ τὸν οὐρανὸ τὴν ἔχει ὅλος ὁ κόσμος. Ὅλοι ζητᾶνε κάτι τὸ οὐράνιο. Σ’ Αὐτὸν στρέφονται ὅλα τὰ ὄντα, ἔστω καὶ ἀσυνειδήτως.

Σ’ Αὐτὸν νὰ στρέφετε διαρκῶς τὸ νοῦ σας. Ἀγαπῆστε τὴν προσευχή, τὴν κουβέντα μὲ τὸν Κύριο. Τὸ πᾶν εἶναι ἡ ἀγάπη, ὁ ἔρωτας μὲ τὸν Κύριο, τὸν Νυμφίο Χριστό. 
Γίνετε ἄξιοι τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ νὰ μὴ ζεῖτε στὸ σκοτάδι, γυρίστε τὸ διακόπτη τῆς προσευχῆς, ὥστε νὰ ἔλθει τὸ θεῖο φῶς στὴν ψυχή σας. Στὸ βάθος τοῦ εἶναι σας θὰ φανεῖ ὁ Χριστός. Ἐκεῖ, στὸ βάθος, εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. “Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστίν” (Λουκ. 17, 21).

Ἡ προσευχὴ γίνεται μόνο μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Αὐτὸ διδάσκει τὴν ψυχὴ πῶς νὰ προσεύχεται. “Τὸ γὰρ τί προσευξόμεθα καθ’ ὃ δεῖ οὐκ οἴδαμεν, ἀλλ’ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις” (Ρωμ. 8, 26). Ἐμεῖς δὲν χρειάζεται νὰ κάνουμε καμία προσπάθεια. Ν’ ἀπευθυνόμαστε στὸν Θεό, μὲ ὕφος ταπεινοῦ δούλου, μὲ φωνὴ παρακλητικὴ καὶ ἱκετευτική. Τότε ἡ προσευχή μας εἶναι εὐέρεστη στὸν Θεό. Νὰ στεκόμαστε μὲ εὐλάβεια ἐνώπιον τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ νὰ λέμε: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”. Αὐτὸ τὰ λέει ὅλα. Ὅταν κινηθεῖ γιὰ προσευχὴ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, στὸ δευτερόλεπτο τοῦ δευτερολέπτου ἔρχεται ἡ θεία χάρις. Τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται χαριτωμένος καὶ βλέπει μὲ ἄλλα μάτια τὰ πάντα. Τὸ πᾶν εἶναι ν’ ἀγαπήσουμε τὸν Χριστό, τὴν προσευχή, τὴ μελέτη. Παίρνουμε ἕνα ἑκατομμύριο καὶ τὸ κόβουμε κομματάκια. Τοῦ ἀνθρώπου ἡ προσπάθεια εἶναι τὸ ἕνα ἑκατομμυριοστό.

Πρὶν ἀπ’ τὴν προσευχὴ ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ προετοιμάζεται μὲ προσευχή. Προσευχὴ γιὰ τὴν προσευχή. Ἀκοῦστε τί εὔχετε ὁ ἱερέας μυστικά, τὴν ὥρα ποὺ διαβάζεται ὁ Ἀπόστολος κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία:

“Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν φιλάνθρωπε Δέσποτα τὸ τῆς Σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς καὶ τοὺς τῆς διανοίας ἡμῶν διάνοιξον ὀφθαλμοὺς εἰς τὴν τῶν εὐαγγελικῶν Σου κηρυγμάτων κατανόησιν. Ἔνθες ἡμῖν τὸν τῶν μακαρίων Σου ἐντολῶν φόβον, ἵνα τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας πάσας καταπατήσαντες πνευματικὴν πολιτείαν μετέλθωμεν, πάντα τὰ πρὸς εὐαρέστησιν τὴν σὴν καὶ φρονοῦντες καὶ πράττοντες. Σὺ γὰρ εἶ ὁ φωτισμὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν, Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ Σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν σὺν τῷ ἀνάρχῳ Σου Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ Σου Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων”.

Στὴν προσευχὴ μπαίνουμε χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε. Χρειάζεται νὰ βρεθοῦμε καὶ σὲ κατάλληλο κλίμα. Ἡ ἀναστροφὴ μὲ τὸν Χριστό, ἡ συζήτηση, ἡ μελέτη, ἡ ψαλτική, τὸ καντηλάκι, τὸ θυμίαμα γίνονται τὸ κατάλληλο κλίμα, ὥστε ὅλα νὰ γίνουν ἁπλά, “ἐν ἀπλότητι καρδίας” (Σοφ. Σολ. 1, 13). Διαβάζοντας τὶς ψαλμωδίες, τὶς ἀκολουθίες, μὲ ἔρωτα, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε γινόμαστε ἅγιοι. Εὐφραινόμαστε μὲ τὰ θεῖα λόγια. Αὐτὴ ἡ εὐφροσύνη, αὐτὴ ἡ χαρὰ εἶναι ἡ δική μας προσπάθεια, γιὰ νὰ μποῦμε εὔκολα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς προσευχῆς, ἡ προθέρμανση ὅπως λέμε. Μποροῦμε καὶ νὰ φέρνουμε στὸ νοῦ μας ὡραῖες εἰκόνες ἀπὸ τοπία ποὺ εἴδαμε. Αὐτὴ ἡ προσπάθεια εἶναι ἁπαλή, ἀναίμακτη. Ἀλλὰ μὴν ξεχνᾶμε αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Κύριος: “Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν” (Ἰωάν. 15, 5).

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θὰ μᾶς διδάξει τὴν προσευχή. Δὲν θὰ τὴ μάθουμε μόνοι μας, οὔτε ἄλλος κανεὶς θὰ μᾶς τὴ μάθει. Μὴ λέμε, “ἔκαμα τόσες μετάνοιες, ἐξασφάλισα τώρα τὴ χάρη”, ἀλλὰ νὰ ζητοῦμε νὰ λάμψει ἐντός μας τὸ ἀκήρατον φῶς τῆς θείας γνώσεως καὶ νὰ ἀνοίξει τὰ πνευματικά μας μάτια, γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὰ θεῖα Του λόγια.

Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε, ἀγαπᾶμε τὸν Θεὸ χωρὶς σφιξίματα, προσπάθεια κι ἀγώνα. Αὐτὰ ποὺ εἶναι δύσκολα στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι πολὺ εὔκολα. Τὸν Θεὸ θὰ Τὸν ἀγαπήσουμε ξαφνικά, ὅταν ἡ χάρις θὰ μᾶς ἐπισκιάσει. Ἂν ἀγαπήσουμε πολὺ τὸν Χριστό, ἡ εὐχὴ θὰ λέγεται μόνη της. Ὁ Χριστὸς θὰ εἶναι συνεχῶς στὸ μυαλό μας καὶ στὴν καρδιά μας.

Γιὰ νὰ μένουμε, ὅμως, σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση καὶ νὰ μὴν τὴ χάνουμε, θέλει ἔρωτα θεῖο, θέλει θεία, φλογερὴ ἀγάπη στὸν Χριστό. Ὁ ἔρως ἀπευθύνεται σὲ ἕνα ὂν ἀνώτερο. Ὁ ἐραστής, ὁ Θεός, ποθεῖ τὸν ἐρωμένο καὶ ὁ ἐρωμένος θέλει νὰ φτάσει τὸν ἐραστή. Ὁ ἐραστὴς ἀγαπάει τὸν ἐρωμένο μὲ μία θεία καὶ τέλεια ἀγάπη. Ὁ Θεός, ποὺ ἀγαπάει τὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἀνιδιοτελής.

Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι ἀνώτερη, ὅταν ἐκφράζεται ὡς εὐγνωμοσύνη. Εἶναι ἀνάγκη ν’ ἀγαπᾶμε, ὄχι ὡς καθῆκον, ἀλλ’ ὅπως εἶναι ἡ ἀνάγκη νὰ τρῶμε. Πολλὲς φορὲς ἐμεῖς πλησιάζουμε στὸν Θεὸ ἀπὸ ἀνάγκη ν’ ἀκουμπήσουμε, ἐπειδὴ δὲν μᾶς ἀναπαύουν ὅλα γύρω μας καὶ νιώθουμε ἐρημιά.

Βίος καὶ Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου, σελ. 239-242


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.