Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Περί της Ιεράς Παραδόσεως και της Αγίας Γραφής (Αγίου Σιλουανού). Αρχ. Σωφρόνιος Σαχάρωφ.


Από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτου π. Σωφρονίου «Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης».


Η στάσις του Γέροντος έναντι της ασκήσεως της υπακοής, ως απαραιτήτου προϋποθέσεως δια την εκμάθησιν της πνευματικής ζωής, συνεδέετο στενώς μετά της προς την Ιεράν Παράδοσιν και τον Θείον Λόγον στάσεως αυτού.
Την ζωήν της Εκκλησίας ησθάνετο ως την εν Αγίω Πνεύματι ζωήν, και την Ιεράν Παράδοσιν ως την αδιάλειπτον ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία. 
Η Παράδοσις, ως η αιωνία και αμετάβλητος παραμονή του Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία, είναι το πλέον βαθύ θεμέλιον της υπάρξεως Αυτής. Δια τούτο η Παράδοσις περιλαμβάνει εν εαυτή άπασαν την ζωήν της Εκκλησίας, τοσούτον ώστε και αυτή η Αγία Γραφή να εμφανίζηται μόνον ως μία των μορφών αυτής. Εκ τούτου έπεται ότι:
Εάν η Εκκλησία εστερείτο της Παραδόσεως Αυτής, θα έπαυε να είναι ό,τι είναι, διότι η διακονία της Καινής Διαθήκης είναι διακονία Πνεύματος «εγγεγραμένη ου μέλανι αλλά Πνεύματι Θεού ζώντος, ουκ εν πλαξί λιθίναις αλλά εν πλαξί καρδίας σαρκίναις» (Β’ Κορ. γ’ 3).

Εάν πάλιν υποτεθή ότι δια την μίαν ή την άλλην αιτίαν η Εκκλησία εστερείτο όλων των βιβλίων Αυτής ήτοι της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, των έργων των Αγίων Πατέρων και των Λειτουργικών βιβλίων, τότε η Παράδοσις έστω ουχί αυτολεξεί, έστω και εις άλλην «γλώσσαν», πάντως θα αποκαθίστα την Αγίαν Γραφήν. 

Εν τη ουσία δε αυτής και η «νέα» αύτη Γραφή θα ήτο η έκφρασις της αυτής «άπαξ παραδοθείσης τοις αγίοις πίστεως», εκδήλωσις του αυτού Ενός Πνεύματος, του ακαταπαύστως ενεργούντος εν τη Εκκλησία, του όντως θεμελίου Αυτής και της ουσίας Αυτής.

Η Αγία Γραφή δεν είναι βαθυτέρα ή σπουδαιοτέρα της Ιεράς Παραδόσεως, αλλά, ως ελέχθη ανωτέρω, μία των μορφών αυτής. Αύτη δε είναι η πολυτιμοτέρα των μορφών αυτής και λόγω της ευκολίας διαφυλάξεως και λόγω της ευκολίας χρήσεως αυτής. Απομεμονωμένη όμως εκ του ρεύματος της Ιεράς Παραδόσεως η Γραφή δεν δύναται να κατανοηθή δεόντως δι’ ουδεμιάς επιστημονικής ερεύνης.

Εάν ο Απόστολος Παύλος είχε «νουν Χριστού», τότε έτι μάλλον έχει «νουν Χριστού» η Αγία Εκκλησία η και τον Παύλον εν Εαυτή περικλείουσα. Και εάν αι Γραφαί του Παύλου και των λοιπών Αποστόλων αποτελούν Ιερά Γράμματα, τότε και η νέα Γραφή της Εκκλησίας, ήτοι μετά την απώλειαν των παλαιών βιβλίων, θα απέβαινεν εξ ίσου Ιερά, διότι, κατά την επαγγελίαν του Κυρίου, ο Θεός –Αγία Τριάς– ατρέπτως μένει εν τη Εκκλησία.

Ενεργούν εσφαλμένως όσοι αποκόπτοντες εαυτούς από της Παραδόσεως της Εκκλησίας πορεύονται ως νομίζουν προς τας πηγάς Αυτής τουτέστι προς την Αγίαν Γραφήν. Δεν είναι η Αγία Γραφή η πηγή της Εκκλησίας, αλλ’ η Ιερά Παράδοσις. Κατά τας πρώτας δεκαετίας της ιστορίας Αυτής η Εκκλησία δεν είχε τας Γραφάς της Καινής Διαθήκης και έζη μόνον δια της Παραδόσεως, την οποίαν καλούνται οι πιστοί να κρατούν, ως εντέλλεται ο Απόστολος Παύλος εν ταις επιστολαίς αυτού (Β’ Θεσ. β' 15).
Πασίγνωστον είναι ότι όλοι οι αιρεσιάρχαι εστηρίζοντο επί της Αγίας Γραφής, η μόνη δε διαφορά αυτών ήτο ότι εξήγουν αυτήν κατά την γνώμην αυτών. Περί τοιαύτης δια της κατά το δοκούν διαστρεβλώσεως της εννοίας της Αγίας Γραφής εις την ερμηνείαν αυτής ωμίλει ήδη ο Απόστολος Πέτρος (βλ. Β’ Πέτρ. γ' 16).

Μεμονωμένα μέλη της Εκκλησίας, μηδέ των καλυτέρων Αυτής τέκνων και διδασκάλων εξαιρουμένων, δεν επιτυγχάνουν να χωρήσουν εν εαυτοίς άπαν το πλήρωμα των δωρεών του Αγίου Πνεύματος. Ως εκ τούτου εις τας διδασκαλίας και τας γραφάς αυτών παρουσιάζουν ατελείας τινάς, ενίοτε δε και παρεκκλίσεις, αλλ’ εν τω συνόλω η διδασκαλία της Εκκλησίας, κατεχούσης το πλήρωμα των δωρεών και της γνώσεως, μένει αληθής εις τους αιώνας.
Η ακράδαντος πίστις εις την αλήθειαν της διδασκαλίας της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συνόλω Αυτής και η βαθεία εμπιστοσύνη εις παν ό,τι παρέλαβε και εβεβαίωσεν εν τη πείρα Αυτής, αποτελούν άσειστον θεμέλιον της ζωής του Αθωνίτου μοναχού. Τούτο δε σώζει αυτόν εκ του εξωπαραδοσιακού ερασιτεχνισμού και των αδεξίων ερευνών. 
Η τοιαύτη δια της πίστεως είσοδος εις την ζωήν της Καθολικής Εκκλησίας καθιστά τον μοναχόν κληρονόμον του αμετρήτου πλούτου Αυτής και δίδει ευθύς εις την προσωπικήν αυτού άσκησιν κατηγορηματικόν χαρακτήρα βεβαιότητος.

Κατά την μελέτην της Αγίας Γραφής, των Πατερικών έργων και των ακενώτων εις δογματικόν και ευκτικόν περιεχόμενον θησαυρών των λειτουργικών βιβλίων, ο μοναχός συναντά απέραντον πλούτον, και δια τούτο δεν διατίθεται να γράψη και αυτός περί αυτών, μη προσκομίζων τι ουσιωδώς νέον. Όταν όμως εν τη ζωή της Εκκλησίας εμφανισθή πραγματική ανάγκη, τότε θα γραφούν νέα βιβλία.
Έκαστον νέον βιβλίον, έχον αξίωσιν να περιληφθή εις την διδασκαλίαν της Εκκλησίας ή να εκφράση αυτήν, υπόκειται εις την κρίσιν της Εκκλησίας. 
Αύτη βραδέως αλλά λεπτομερώς τα πάντα ερευνά και δοκιμάζει εξ όλων των πλευρών, και προ παντός εκ της πλευράς της επιδράσεως της διδασκαλίας επί του βίου. Τούτο το κριτήριον, ήγουν της επιδράσεως της διδασκαλίας επί του βίου, έχει άκρως σοβαράν σπουδαιότητα ένεκα του αρρήκτου  δεσμού της δογματικής συνειδήσεως και της πνευματικής ζωής. Ούτως απορρίπτει παν ό,τι αποδεικνύεται αντιφάσκον ή μη συμφωνούν προς το πνεύμα της κατά Χριστόν αγάπης, δι’ ής ζη η Εκκλησία.
Μεμονωμένα τέκνα και μέλη Αυτής οδεύοντα προς αυτήν την αγάπην προσκόπτουν, πίπτουν, διαπράττουν εγκλήματα, αλλ’ η Εκκλησία εν τω βάθει Αυτής γνωρίζει δια του Αγίου Πνεύματος την αλήθειαν της αγάπης του Χριστού, και εκεί όπου απαντά έστω και η λέξις αγάπη, αλλά μετά διαφόρου περιεχομένου, η Εκκλησία δεν απατάται υπό ουδεμιάς φιλοσοφίας, υπό ουδεμιάς λαμπράς διδασκαλίας. Η Εκκλησία ουδέποτε πλανάται.

Ημείς φρονούμεν ότι ο μακάριος Γέρων Σιλουανός, αληθής υιός της Εκκλησίας, υποδεικνύει εν ταις γραφαίς αυτού το έσχατον και πλέον αξιόπιστον κριτήριον της αληθείας εν τη Εκκλησία: την κατά Χριστόν θείαν αγάπην προς τους εχθρούς και την κατά Χριστόν ταπείνωσιν.
Έγραφεν ο Γέρων:
«Ουδείς δύναται να γνωρίζη εξ εαυτού τι είναι η αγάπη του Θεού, εάν το πνεύμα το Άγιον δεν διδάξη αυτόν. Αλλ’ εν τη Εκκλησία ημών η αγάπη του Θεού είναι γνωστή εν Πνεύματι Αγίω και δια τούτο ομιλούμεν περί αυτής».
«Ο Κύριος είναι αγαθός και ελεήμων, ημείς όμως, εκτός των όσων λέγει η Γραφή, ουδέν θα ηδυνάμεθα να είπωμεν περί της αγάπης Αυτού, εάν δεν εδίδασκεν ημάς το Πνεύμα το Άγιον».
«Έκαστος εξ ημών δύναται να κρίνη … κατά το μέτρον της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, την οποίαν εγνώρισε …» (σ. 453).
«Οι Άγιοι ομιλούν περί πραγμάτων, άτινα όντως είδον και γνωρίζουν. Δεν ομιλούν δια τι, το οποίον δεν είδον …» (βλ. Κορ. β’ 18) (σ. 453).
«Οι Άγιοι ουδέν λέγουν από του νοός αυτών».
Η θεόπνευστος Γραφή είναι ο βεβαιότερος λόγος (βλ. Β’ Πέτρ. α’ 19), ωφέλιμος προς διδασκαλίαν και νουθεσίαν εις παν έργον αγαθόν και θεάρεστον (βλ. Β’ Τιμ. γ’ 16-17), αλλ’ η αντλουμένη εξ αυτής θεογνωσία δεν δύναται να φθάση την ποθεινήν τελειότητα, εάν Αυτός ο Κύριος δεν διδάξη αυτήν δια του Αγίου Πνεύματος.
Μεθ’ όλης της αληθούς αυτού ταπεινώσεως και πραότητος, ο Γέρων μετά ακραδάντου πεποιθήσεως και εσωτερικής αυθεντίας έλεγεν ότι δεν δύναται ο άνθρωπος «δια του νοός αυτού» να συλλάβη το Θείον, όπερ γνωρίζεται «μόνον δια Πνεύματος Αγίου». Δια τούτο και η Αγία Γραφή, «Πνεύματι Αγίω γεγραμμένη» δεν δύναται να κατανοηθή μέσω επιστημονικής ερεύνης όπου μόνον εξωτερικαί τινες πλευραί και λεπτομέρειαι είναι προσιταί ουδόλως δε η ουσία.

Πριν ή δοθή άνωθεν εις τον άνθρωπον το «συνιέναι τας Γραφάς» και «γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού», πριν ή εν τω μακρώ κατά των παθών αγώνι, ταπεινωθή ο άνθρωπος και γνωρίση εν πείρα και αισθήσει την ανάστασιν της ψυχής αυτού και παν ό,τι ευρίσκεται εν αυτή τη μεγάλη και μυστηριώδει οδώ, είναι απαραίτητον να κρατήται στερρώς εκ της παραδόσεως και της διδασκαλίας της Εκκλησίας και να μη τολμά να διδάσκη αφ’ εαυτού, όσον και αν είναι διδακτός «κατ’ άνθρωπον». Διότι εισέτι και αι ευφυέστεραι επίνοιαι των ανθρώπων πόρρω απέχουν της αυθεντικής ζωής του Πνεύματος.
Το Πνεύμα το Άγιον, το Πνεύμα της Αληθείας, εις τι μέτρον ζη εν εκάστω ανθρώπω, έτι δε πλέον εν τω χριστιανώ. Αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι δύναται πας χριστιανός να μεγαλοποιή την μικράν σχετικώς πείραν της χάριτος και να στηρίζηται μετά παρρησίας επ’ αυτής.
Το Πνεύμα το Άγιον, πάντοτε όντως διαμένον εν τη Εκκλησία, υπομονητικώς και ηρέμα ζητεί και αναμένει πάσαν ψυχήν, αλλ’ ο ίδιος ο άνθρωπος δεν δίδει εις Αυτό την ελευθερίαν να ενεργήση εν αυτώ και δια τούτο μένει έξω του Φωτός και της γνώσεως των μυστηρίων της πνευματικής ζωής.
Συχνάκις συμβαίνει, κατόπιν πείρας τινός της χάριτος, ο άνθρωπος να μη αυξάνη εν αυτή, αλλά να υφίσταται την άρσιν αυτής· η πνευματική αυτού ζωή συγκεντρούται εις τον εγκέφαλον ως διανοητική αντίληψις. Διαμένων εν αυτή τη καταστάσει, ουχί σπανίως, θεωρεί εαυτόν κάτοχον πνευματικής γνώσεως, μη εννοών ότι παρομοία αφηρημένη αντίληψις, αν και είναι ενδεικτική δοκιμής χάριτος τινος, είναι ιδιότυπος διαστροφή του λόγου του Θεού, και η Αγία Γραφή κατ’ ουσίαν παραμένει δι’ αυτόν «βιβλίον … κατεσφραγισμένον σφραγίσιν επτά» (Αποκ. ε’ 1).

Η Αγία Γραφή είναι ο λόγος τον οποίον «υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενοι ελάλησαν άγιοι Θεού άνθρωποι» (Β’ Πέτρ. α’ 21). Αλλ’ αι διατυπώσεις των Αγίων δεν είναι τι το εντελώς ανεξάρτητον του νοητικού επιπέδου και της πνευματικής καταστάσεως εκείνων προς τους οποίους απηυθύνοντο. Ουχί. Είναι λόγος ζων προς συγκεκριμένους ζώντας ανθρώπους, και δια τούτο αναποφεύκτως θα είναι ανεπαρκής η επιστημονική (ιστορική, αρχαιολογική, φιλολογική κ.τ.λ..) ερμηνεία της Γραφής.
Εις άπασαν την Αγίαν Γραφήν είναι κεκρυμμένον ωρισμένον τέλος, αλλά προς αυτό το πάντοτε μοναδικόν και απαράλλακτον τέλος οι Άγιοι Προφήται, οι Απόστολοι, και οι άλλοι Διδάσκαλοι της Εκκλησίας ωδήγουν τους περιβάλλοντας αυτούς ζώντας ανθρώπους, προσαρμοζόμενοι προς το επίπεδον αντιλήψεως αυτών.
Ιδιαιτέρως σαφές προς τούτο παράδειγμα είναι ο Απόστολος Παύλος, όστις, βεβαίως ουδέποτε εξέκλινε της μοναδικής αυτού θεοπτίας και θεογνωσίας και όστις εν τούτοις «τοις πάσι γέγονε τα πάντα, ίνα πάντως τινας σώση» (Α’ Κορ. θ’ 19-22). Άλλαις λέξεσιν, ο Παύλος προς πάντας ωμίλει κατά διάφορον τρόπον. Και εάν πλησιάση τις τας επιστολάς αυτού μόνον μετά επιστημονικής αναλύσεως, τότε η ουσία του «θεολογικού αυτού συστήματος» αφεύκτως θα μείνη αδιασάφητος.

Ο Γέρων πολύ εξετίμα την θεολογικήν επιστήμην και τους εκπροσώπους αυτής, αλλά το θετικόν έργον και τας υπηρεσίας της επιστημονικής θεολογίας ανέφερεν αποκλειστικώς εις τας ιστορικάς συνθήκας της ζωής της Εκκλησίας και ουδόλως εις την γνησίαν αιωνίαν ζωήν του Πνεύματος.
Εν τω ανθρωπίνω λόγω υπάρχει αναπόφευκτός τις και ανυπέρβλητος ρευστότης. Η ιδιότης δε αύτη του λόγου παρατηρείται εισέτι και εις την Αγίαν Γραφήν. 
Διό και μόνον εντός περιωρισμένων ορίων είναι δυνατή η έκφρασις της θείας αληθείας δια του ανθρωπίνου λόγου. Ούτως ο Λόγος του Θεού δεν καταβιβάζεται μέχρι του επιπέδου της απλής ανθρώπινης σχετικότητος. Ουχί. 
Η σκέψις του Γέροντος είναι ότι η αληθινή κατανόησις του Λόγου του Θεού κείται εις την οδόν της τηρήσεως των εντολών του Χριστού και ουχί εις την οδόν της επιστημονικής μελέτης. Ούτως ο Ίδιος ο Κύριος εδίδασκεν:
«Η Εμή διδαχή ουκ έστιν Εμή, αλλά του πέμψαντός Με· εάν τις θέλη το θέλημα Αυτού ποιείν, γνώσεται περί της διδαχής, πότερον εκ του Θεού εστιν ή Εγώ απ’ Εμαυτού λαλώ» (Ιωάν. ζ’ 16-17). Ο Κύριος όλην την Αγίαν Γραφήν συνώψισεν εις τον βραχύν λόγον: Αγαπάτε τον Θεόν και τον πλησίον, αλλ’ ο όρος «αγάπη» θα παραμένη μυστήριον εις πάντας τους αιώνας δι’ όλους τους φιλολόγους. Η λέξις αύτη είναι το όνομα του Ιδίου του Θεού, και η αληθής αυτής έννοια δεν αποκαλύπτεται άλλως πως, ει μη τη ενεργεία Αυτού του Θεού.


Απόσπασμα από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτου π. Σωφρονίου  
   «Περί της Ιεράς Παραδόσεως και της Αγίας Γραφής».
        Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου
                          Έσσεξ Αγγλίας 1999

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.