Κυριακή 29 Μαΐου 2011
Κωνσταντινούπολη. Ἐντυπώσεις ἀπὸ τὸ κέντρον τῆς πονεμένης Ρωμηοσύνης. Ἀθωνικὰ Ἄνθη τόμος Δ΄ Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου
Όποιος ορθόδοξος Έλληνας, που επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη, δεν επέστρεψε περισσότερον Έλληνας και θερμότερος ορθόδοξος, σημαίνει ή ότι δεν αισθανότανε ως ελληνορθόδοξος ή ότι ούτε σκέφτηκε ορθά, ούτε αισθάνθηκε τη φρίκη ενός απέραντου τουρκικού νεκροταφείου, που τώρα αριθμεί δέκα εκατομμύρια πτώματα.
Ναι, ένα φρικαλέο νεκροταφείον είναι ολόκληρο το τουρκικόν έθνος, στα μάτια ενός ορθοδόξου χριστιανού, που προεκτείνει το όμμα της ψυχής του πέραν από την εμβέλεια, που αγγίζει την Κωνσταντινούπολη και πέραν από τις αισθητές πραγματικότητες. Περισσότερα από πενήντα εκατομμύρια παιδιά του Θεού, απόγονοι της Άγαρ, πλέουν μέσα στο ερεβώδες σκότος του Κορανίου, που ετεχνούργησεν ο σατανάς δια μέσου ενός επιληπτικού καμηλέρη, νεκρά, άταφα, πτώματα!
Αληθινή συμφορά, για αμέτρητα πεντάκις εκατομμύρια ανθρώπων, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού, από τον έκτον αιώνα μέχρι σήμερα που, αντί να αναγεννηθούν μέσα στην Εκκλησία του Χριστού, να λάμψουν με τη χάρη του βαπτίσματος, να αγιασθούν και να καταστούν «κληρονόμοι Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού», γεννώνται στο σκότος, ζουν στο ζόφο της αγνωσίας, χωρίς πνευματική ζωή, νεκρωμένα και πορεύονται για τα αιώνια κτηνώδη πιλάφια και τα φιλήδονα ουρί! Κόλαση αφόρητη!…
Έκλαψα τους δυστυχέστατους ολετήρες των πατρίδων μας και του χριστιανισμού και απηύδησα επί δεκαπέντε ημέρες να αισθάνωμαι την φρίκη της ισλαμικής πτωμαϊνης, την αφόρητην άπνοιαν, από την απουσία κάθε ορθοδόξου αγαθού, την αγελαία και βοσκηματώδη παραίσθηση ζωής, επικεντρωμένης στις παχυλές σωματικές αισθήσεις και ηδονές.
Ατέλειωτη περιφορά νεκρών ψυχών μέσα σε ρυπαρά σώματα, που δεν δέχτηκαν την «κάθαρσιν του Ιορδάνου» και την «χιονοφεγγή στολήν» του Αγίου Πνεύματος. Και ανύποπτοι για την απερίγραπτη συμφορά τους, ότι μολύνουν κάθε έννοια πολιτισμού, ότι επιβιώνουν παράφωνα στον ευρωπαϊκό κόσμο του εικοστού αιώνος, αισθάνονται υπερήφανοι για την κατάλυση του βυζαντινού πολιτισμού! Και σαν ν’ αμφιβάλλουν ακόμη για την αναπάντεχη λεία τους, σ’ όλη την Πόλη ανεμίζουν την ερυθράν ημισέληνον όλες τις ημέρες, για να αισθάνονται την βεβαιότητα και την ικανοποίηση των κατακτητών.
Βέβαια, αν δεν είχαν οι ταλαίπωροι γείτονες την βαρβαρικήν αντίληψη, ότι οφείλουν να επεκταθούν σ’ όλο τον κόσμο, για να διαδώσουν τον Ισλαμισμό, σύμφωνα με το αντιφατικό συμπίλημα του μισαλλοδόξου Κορανίου, θα έπρεπε να αισχύνωνται πανηγυρίζοντες και επαιρόμενοι που, στη θέση ενός αυτοκρατορικού Έθνους, με τον υψηλότερο πολιτισμό, που εγνώρισεν η ανθρωπότης, εγκατέστησαν στίφη απολίτιστα, λαούς με κτηνώδη ένστικτα, απαίδευτες μάζες, πρωτόγονα ήθη, εκβαρβαρίζοντες τους κατακτωμένους λαούς.
Αυτά σκεπτόμουνα, όταν έβλεπα με τα σωματικά μάτια μου, κατακόκκινη την τέως αγία Κωνσταντινούπολη από τις κυματίζουσες μωαμεθανικές σημαίες, και με τα μάτια της ψυχής έβλεπα το Χριστοφόρο Βυζάντιό μας με τους ακτινοβολούντας Σταυρούς στους τρούλλους της αγίας Σοφίας και όλων των αριστουργηματικών βυζαντινών ιερών Ναών μας. Και τώρα; Στη θέση του παναγίου και τρισμακαρίστου Ξύλου, «εν ω ετάθη Χριστός, ως βότρυς πλήρης ζωής» δεσπόζει η ημισέληνος και γύρω από τους πάμφωτους Ναούς μας, ορθούνται ως «βδελύγματα ερημώσεως» σκοτεινά τεμένη, απολήγοντα στους θλιβερούς μιναρέδες, από τους οποίους, τετράκις της ημέρας, ακούγεται η όλο απελπισμό και θάνατο και βαρβαρότητα μακρόσυρτη φωνή του μοεζίνη!
Κύριε και Θεέ μου, διερωτώμουνα προσευχόμενος, όταν έκλαιγα κάτω από τον ουράνιο θόλο της αγίας Σοφίας, έως πότε θα ανέχεσαι την αφόρητη ύβρι, που Συ παρεχώρησες, προ πεντακοσίων και πλέον ετών, για τις αμαρτίες του Γένους; Και μέχρι πότε, Θεοτόκε, πολυώνυμε, θα μολύνουν την «Πόλιν Σου», τους τιμωμένους ιερούς Ναούς Σου στο θείον Όνομά Σου και τα αγιάσματά Σου, που φέρουν επίθετα της Θεομητορικής δόξης Σου, τα θλιβερά, τα ρυπαρά και άζωα τέκνα της παιδίσκης Άγαρ;…
Σε μια σκιερή γωνία του νεκρωθέντος αρχιτεκτονικού, αριστουργήματος, της αγίας Σοφίας, ακουμπισμένος, χωρίς σκούφο και ράσο, μόνο με το καλογερικό ζωστικό, για να μη προκαλώ την μήνιν των μισοχρίστων, μέσα στον κλαυθμό μου, από την μνήμην «ημερών αρχαίων», περιήλθα σε εκστατικήν, ονειρικήν κατάσταση, βλέποντας σαν σε όραμα τις περιπέτειες της ελληνικής φυλής μου από τους ομηρικούς χρόνους μέχρι την κλασσικήν αρχαιότητα, με τους φιλοσόφους και τους ποιητές της, τον πολιτισμό της, με την ειδωλολατρία της και όλα τα «σεβάσματά» της. Και εθαύμαζα την ζωτικότητα, την διανοητικότητα, την εκλεπτυσμένην αισθητική της ελληνικής μου φυλής, όταν πέρασε από τον νουν μου ο ίσκιος του Μ. Αλεξάνδρου που, σαν ασυνείδητον όργανο της Προνοίας του Θεού, διέδιδε μάχρι των Ινδιών την ελληνική γλώσσα, προετοιμάζοντας έτσι την εξάπλωση του Χριστιανισμού.
Και «όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση ίνα την υιοθεσίαν απολαύωμεν». Και «ο Λόγος σαρξ εγένετο». Και όπως η φυλή μου ήταν καλλιεργημένη από τον «σπερματικόν λόγον», δέχτηκε τον σαρκωμένο Λόγο, την διδασκαλία Του, τον Σταυρόν Του, την Ανάστασή Του, την Εκκλησία Του και ντύθηκε ολόκληρο τον Χριστόν μας, με την φεγγοειδή στολή του μεγίστου Μυστηρίου του Βαπτίσματος, ενσωματώθηκε στον Χριστό και ενχριστώθηκε.
Άστραψε με τις αρετές του ο ελληνισμός, και την θεολογική σοφία του—όπως είπεν ο μακαρίτης π. Γ. Φλωρόφσκυ, «όσο πιο έλληνας γίνεται κανείς, τόσο και πιο ορθόδοξος καθίσταται». Κατηύγασεν ουρανό και γη και τα καταχθόνια με την λάμψη των Μαρτύρων του, επί τρεις ολοκλήρους αιώνες. Όπου ελληνισμός και ελληνική γλώσσα, Καππαδοκία, Καισάρεια, Επτά Εκκλησίες, Αθήνα, Κόρινθος, Θεσσαλονίκη, Φίλιπποι, Βέρροια και κύκλω του Ιλλυρικού, στα ελληνικά νησιά, στα παράλια της Μ. Ασίας, στην Αντιόχεια, Αλεξάνδρεια, Παλαιστίνη, Μέση Ανατολή, Κάτω Ιταλία, παντού δοξάστηκε ο Θεός εν Χριστώ Ιησού.
Και έδωσεν ο Θεός και σταμάτησαν οι διωγμοί. Και ο Κύριος του Κόσμου, που «εποίησέ τε εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων κατοικείν επί παν το πρόσωπον της γης, ορίσας προστεταγμένους καιρούς και τας οροθεσίας της κατοικίας αυτών», από την πανσοφία και αγάπη Του, εσόφισε τον ρωμαίον ηγεμόνα Κωνσταντίνο να ιδρύσει το Κράτος του, ωσάν μια «πολιτεία του Θεού», στο επτάλοφο Βυζάντιο.
Και όπως αφηγείται με αφελότητα και χάρη το σχετικό Συναξάρι του Μ. Κωνσταντίνου: «Τον καιρόν εκείνον, ήγουν στους 316 χρόνους από Χριστού, είδεν ο βασιλεύς Κωνσταντίνος θείαν όρασιν, όπου τον πρόσταζεν να κτίση πόλιν εις τα μέρη της Ανατολής, και να την αφιερώση εις το όνομα της Υπεραγίας ημών Θεοτόκου… Και πηγαίνει εις την Χαλκηδόνα, του ήρεσεν ο τόπος και ήρχισε να κτίζη. Αλλά του Θεού δεν ήρεσεν, όθεν ήρχοντό τινες αετοί και ελάμβανον τα σύνεργα των μαστόρων και τα έρριπτον εις το Βυζάντιον.
Λοιπόν βλέπων τοιούτον θαυμάσιον, απήλθεν εκεί… Αλλά δεν ήξευρε πόσον μεγάλην να την κτίση. Και την νύκτα πάλιν, είδεν άγγελον εις το όραμα και του λέει: «Το πρωϊ, όταν εξημερώση, να με ακολουθήσης… Ούτως επήγαινεν ο άγγελος έμπροσθεν, και μόνος ο βασιλεύς τον έβλεπε… και του βασιλέως κατόπιν ηκολούθει ο τέκτων… Και έβαλεν ένα γνωστικόν και πρακτικόν άνθρωπον, Ευφρατά καλούμενον… του οποίου έδωκε χρυσίον αναρίθμητον δια έξοδον… την έκαμε κατά πολλά ωραίαν, ως έπρεπε και έγινεν ομοία της Ρώμης εις όλα τα κτίρια»…
Και έγινε η Πόλη, η Μητρόπολη του Ελληνισμού και η καρδιά της Ορθοδοξίας! Και μέσα στην ονειροπόλησή μου θυμήθηκα, που είχα γράψει προ σαράντα ετών για το Βυζάντιό μας και τον πολιτισμό του: «…Το Βυζάντιον διέσχισε τα ιστορικά ορόσημα και εισήλθεν εις την αιωνιότητα, διότι συνεκροτείτο από πληθύν υπερκοσμίων οραματισμών και η πίστις του, η αδαμαντίνη ορθοδοξία του και αι πνευματικαί ενατενίσεις του, εξώθουν την ψυχικήν του ευγένειαν εις αιθερίους και αϋλους κόσμους… Ο κόσμος δεν θα καταξιωθή πλέον ν’ αποθαυμάση ένα βυζαντινόν θαύμα εις ευσέβεια και πολιτισμόν, με τους χαροποιούς ρυθμούς των εκκλησιών του και τας αυστηράς Μονάς του…
… Η Κωνσταντινούπολις ήτο «η Πόλις του Θεού» και εγένετο θρύλος. Δεν ήτο μία οιαδήποτε πόλις, ένα ευνομούμενον Άστυ, φορεύς εγκοσμίων ιδεωδών. Συνεδυάζετο, κατά ανεξιχνίαστον βουλήν του Θεού, εν τη Πόλει, το Πνεύμα του εγκοσμίου και υπερκοσμίου εις μίαν εκπληκτικήν αρμονίαν. Ο λαός συνεπύκνωνεν εις την ψυχήν του όλας τας εφέσεις προς παν το αγαθόν, το ωραίον και το αληθές, και δια τούτο η Άλωσις υπήρξε πλήγμα όχι μόνον δια την Ελλάδα και δια τον πολιτισμόν, αλλά πλήγμα κατ’ αυτών των Ιδεωδών της ανθρωπίνης ψυχής, των οποίων η κατάκτησις αποτελεί ιδιαίτερον προνόμιον των τελείων χριστιανών. Και το μυστικόν του Βυζαντίου ήτο ο ερωτικός χριστοκεντρισμός του και η δόξα του, ο Χριστός…
… Ο Απόστολος Παύλος θα ηγάλλετο δια τον «παροξυσμόν αγάπης» και δια τον «ζήλον Θεού» των Βυζαντινών. Δεν υπάρχει προηγούμενον εν τη ιστορία, που να αμιλλάται με τας παραδόξους συνθέσεις της ευσεβείας και της πολιτικής, της αγιότητος και της εγκοσμίου εξουσίας, των θείων αναζητήσεων και των υλικών πραγματώσεων, της θρησκείας και της βασιλείας, της Εκκλησίας και της Συγκλήτου.
Ουδέποτε άλλοτε είδον, ουδέν πλέον θα ιδούν οφθαλμοί αγγέλων και ανθρώπων, υπεριπταμένην των τρούλλων της αγίας Σοφίας την λευκήν περιστεράν του Παναγίου Πνεύματος, ουδέ τον βυζαντινόν Αετόν διασχίζοντα τους αιθέρας της απεράντου Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και πετόμενον δεσποτικώς από κωδωνοστασίου εις κωδωνοστάσιον και από Μητροπόλεως εις Μητρόπολιν…
… Εν τούτοις εις την ψυχήν μας εξακολουθεί να ζη, όχι μόνον ως απλούν συγκλονιστικόν όραμα μιας τόσον μεγάλης, τόσον ωραίας και τόσον ποθητής Πατρίδος που εχάσαμεν. Όχι μόνον ως αιματωμένη ανάμνησις δόξης που έδυσε και πόνων που κατέτρωσαν την καρδίαν μας. Όχι μόνον ως φλογερά θεοσέβεια, περιπλακείσα ερωτικώς εις αδιάστατον ένωσιν με την ιδέαν της Πατρίδος, αλλά ζη εντός μας, με την δύναμιν βιολογικής ανάγκης, ως περιβάλλον πνευματικόν, «εν ω ζώμεν και κινούμεθα», ως πόθος επιστροφής άσβεστος και ως ψυχή του είναι μας. Ζη εις την ψυχήν μας ως πραγματικότης επέκεινα των γηϊνων όρων και απαύγασμα μυχίων ονειροπολημάτων, τόσον ευαρέστων και τόσον εναργών…
… Το Βυζάντιόν μας είναι ο διαπρύσιος έρως μας, το προς ο τείνομεν, ως λαός και ως Έθνος Ιδεώδες μας. Είναι ο αστραβής κανών της Ορθοδοξίας μας, ο ακτινοβόλος φάρος μας… Εις την ψυχήν μας ζη συνεχώς. Το Βυζάντιον δεν απέθανε. Το δικέφαλον πτηνόν περιϊπταται ακόμη εις τας Εκκλησίας μας, φαιδρύνει τας όψεις μας και στολίζει τα τέμπλα των ιερών Μοναστηρίων μας… Αλλά, φευ! Η φαντασία, μας ηπάτησεν! Ο Αετός κατάκειται νεκρός από πεντακοσίων ακριβώς ετών…».
Συνήλθα από τις ονειροπολήσεις μου, τις νοσταλγίες μου, τις γλυκειές φαντασιώσεις κι’ από τον κλαυθμό μου, όταν ο συνοδός μου ιεροδιάκονος, χωρίς ράσα, με επανέφερε στην πραγματικότητα. Αφήσαμε τον πάγκαλλον ιερό Ναό της του Θεού Σοφίας, αιώνιον σύμβολον ελληνορθόδοξον, κενόν, αλειτούργητον, με τα αριστουργηματικά ψηφιδωτά αφίλητα, τον Χριστόν μας, την Παναγίαν μας απροσκύνητη, απλούν θέαμα των περιέργων και ψυχρών τουριστών. Ανατριχιάζοντας στη θέα των συμβόλων των βαρβάρων κατακτητών με τα αραβικά γράμματα, μπήκαμε γρήγορα στο αυτοκίνητο, για να μη προκαλούμε την περιέργεια των χαύνων ασιατών και την όχληση των πειναλέων μικροπωλητών.
Ανεχώρησα με σφιγμένη την καρδιά, κλαίοντας εσωτερικά και προσευχόμενος, ενώ κατευθυνόμεθα προς το Πατριαρχείο μας, για να προσθέσω ό,τι έγραψα παλαιότερα: «Επί τη πεντακοσιοστή αμφιετηρίδι από της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, η ψυχή του Έθνους εθρήνησεν, όπως θρηνεί και θα θρηνή. Η Ελληνική καρδία, συνεσφιγμένη από την λύπην, νυττομένη από τας αναμνήσεις, οδυνωμένη δια το μαρτύριον μυριάδων αδελφών, πλέκει «ύμνους εξοδίους» και δέεται δι’ όσους έπεσαν μαχόμενοι επί των αιματοβαφών τειχών της Κωνσταντινουπόλεως, υπέρ των σκηνωμάτων του Κυρίου των αγαπητών και υπέρ όσων «πολύ ηγαπήσαμεν»…
Αλλ’ εν πρώτοις, μνήσθητι Κύριε, του μαρτυρικού μας Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και του «τεταπεινωμένου του σκήπτρου…».
….Αλλά και πάλι παραδόθηκα στη μελέτη αυτού του αλησμόνητου τραγικού ιστορικού «σκανδάλου», της άρδην ανατροπής ενός θείου πολιτισμού και της επιστροφής στην ειδωλολατρική βαρβαρότητα. Γιατί όσο κι’ αν ο μωαμεθανισμός είναι μία μονοθεϊστική θρησκεία, όμως το περιεχόμενό της δεν διαφέρει της ειδωλολατρίας, αφού τα επίγεια και τα μεταφυσικά ινδάλματά του είναι οι κτηνώδεις σαρκικές απολαύσεις, υπέρ των οποίων οι οπαδοί του ευχαρίστως σκοτώνονται, για να γίνουν «μάρτυρες».
Σκεπτόμουνα ακόμα πως, αν το ελληνικό Βυζάντιον «εγήρασε» -και «παν το γηράσκον εγγύς αφανισμού», κατά Παύλον- γιατί δεν το διεδέχετο ένας άλλος Ορθόδοξος χριστιανικός λαός, ώστε να συνεχίσει την φωτιστικήν ιστορική πορεία της Ορθοδοξίας και να αποτραπεί η εγκατάσταση στην Ευρώπη του οδηγούντος στην απώλεια αναρίθμητες ψυχές αθέου, απανθρώπου και αντιχριστιανικού μωαμεθανισμού;
Έτσι συλλογιζόμενος, υπό την πιεστικήν αίσθηση, ότι ήμουν ελεύθερος πολιορκημένος, - όσον έβλεπα από το παράθυρο την κολπουμένην από τον άνεμο του βρωμώδους Κερατίου και πότε ακινητούσαν, από την δυσώδη άπνοιαν, ερυθράν ημισέληνο και κύκλω των πατριαρχικών οικοδομημάτων να υψούνται αναιδώς δύο φρικτοί μιναρέδες- έφθασα στα όρια του προβλήματος: Ποιος διαμορφώνει την ιστορία;
Χριστιανός ων Ορθόδοξος, με την χάριν του Θεού, είμαι δέσμιος της διδασκαλίας της αγίας Εκκλησίας μου. Δεν μπορώ να επιτρέψω στον εαυτόν μου επικινδύνους και αναποδείκτους ελευθέρους συλλογισμούς, αλλά οφείλω να αποδεχθώ ανεπιφυλάκτως τι εδίδαξαν οι άγιοι Πατέρες, που μας παρέδωσαν ως καθολικήν εμπειρικήν εν Αγίω Πνεύματι διδαχήν, ως προς το ερώτημα αυτό.
Και ορατώς μεν φαίνεται, ότι τα πάντα ακολουθούν νομοτελειακώς τον δρόμον αιτίων και αιτιατών, μιας ατελείωτης, απτής και ορατής, αιτιοκρατίας, ενός ανυπερβλήτου ντετερμινισμού, που μόνο τα φανερά θαύματα αναστέλλουν την αναπόφευκτη πορεία της ιστορίας, που διαμορφώνει η ανθρωπίνη δραστηριότης. Η αόρατη όμως και αθέατη πλευρά, ο Θεός, αποτελεί τον βέβαιο και υπεραισθητόν έτερο παράγοντα της ιστορίας του κόσμου.
Αποτελεί θεμελιώδη διδασκαλία της Εκκλησίας, ότι ο Θεός «έως άρτι εργάζεται». Δεν παύει να «εργάζεται», αλλά και να συνεργάζεται, αφού «συνεργοί Θεού εσμέν». Μετά το δόγμα της Δημιουργίας ακολουθεί το δόγμα της Προνοίας, δι’ όλη την κτίση, που τα πάντα συντηρεί και συνέχει με άρρητη αγαθότητα.
Με τα λογικά όμως όντα, πλην της προνοίας Του γι’ αυτά, ως πρόσωπα, τιμημένα με το αυτεξούσιο και την ελευθερία, συνεργάζεται και δημιουργεί την προσωπική και παγκόσμια ιστορία. Και η «συμπεριφορά» του Θεού, έναντι των ανθρώπων, είναι ανάλογη με τη γνώση ή την αγνωσία τους. Οι Προφήτες, τα στόματα του Θεού, συνεχώς ήλεγχαν τις παρανομίες του Ισραήλ και προέλεγαν τις μάστιγες του Θεού με το : «ανθ’ ων…», δηλαδή για τις συγκεκριμένες αμαρτίες και παρανομίες τους θα υποστούν διάφορες θλίψεις. Τόσον οι απειλές, όσο και οι κολασμοί, με παιδαγωγικό χαρακτήρα, γεμίζουν τα προφητικά βιβλία και ένας αλάθητος οδηγός των σχέσεών μας με τον Θεόν, ημών των χριστιανών, είναι η ιστορία του εβραϊκού λαού.
Αποκορύφωμα δε της παιδαγωγικής τιμωρίας του, για την αντίχριστη συμπεριφορά του, ήταν ο διασκορπισμός του σκληροτραχήλου αυτού λαού σύμφωνα με τον λόγον του Ιησού: «ήξουσιν ημέραι επί σε και περιβαλούσιν οι εχθροί σου χάρακά σοι και περικυκλώσουσί σε και συνέξουσί σε πάντοθεν, και εδαφιούσί σε και τα τέκνα σου εν σοι, και ουκ αφήσουσιν εν σοι λίθον επί λίθω, ανθ΄ ων ουκ έγνως τον καιρόν της επισκοπής σου…» (Λουκ. 19,41 ). Τα λόγια του Ιησού πραγματώθηκαν κατά τον τραγικότερο τρόπο.
Για μας τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, ο Θεός είναι απόλυτος. Δεν ανήκουμε στον εαυτόν μας. «Ουκ εστέ εαυτών». Μας θέλει ολοκληρωτικά δικούς Του, γι’ αυτό δεν παύει να μας παιδαγωγεί με την πατρική ράβδο Του. Και η ιστορία μας είναι ανάλογη με την ιστορία του Ισραήλ. Οσάκις επορεύετο το Έθνος μας με φόβο Θεού, εβοηθείτο στις διάφορες ανάγκες του. Όταν αμάρτανε και αποστατούσε, «έπεφτε ράβδος», για να υποστούμε τελικώς την μακρόχρονη αιχμαλωσίαν, από την αμετανοησία των αρχόντων και του λαού. Μάτην ο Ιωσήφ ο Βρυέννιος προέλεγε στους πάντες για την ερχομένη ρομφαίαν, από τις αμαρτίες του Έθνους ολοκλήρου και κυρίως του Κλήρου όλων των βαθμών, μη εξαιρών τους Πατριάρχες και τους Βασιλείς.
Και φαίνεται από την εξιστόρηση της πτώσεως της Πόλεως υπό των χρονικογράφων, ότι επί δύο μήνες πολιορκίας, ο Θεός, δια των πρεσβειών της Θεοτόκου και του νέφους των Αγίων και Μαρτύρων Του, επροστάτευε την «φιλόχριστη» αυτοκρατορική Πόλη. Αλλά φαίνεται ότι δεν ήταν και τόσο φιλόχριστη, γιατί αφηγείται ο Φραντζής ότι, κατά τη μαρτυρία τούρκων στρατιωτών, ενώ κάθε νύχτα έβλεπαν συνεχώς μια φωτεινή νεφέλη να σκεπάζει την Πόλη, την τελευταία νύχτα είδαν την νεφέλη- ήταν η χάρις του Θεού- που απεσύρθη προς τον ουρανό. Και ενώ την προηγουμένην ο Μωάμεθ διέταξε να συγκεντρωθεί ο στρατός για αναχώρηση, την τελευταία στιγμή ένας στρατηγός του τον μετάπεισε να επιτεθεί κατά των τειχών για τελευταία φορά, ερμηνεύοντας το όραμα των στρατιωτών, ότι ο Θεός εγκατέλειψε τους Χριστιανούς της Πόλεως, που δεν μετανοούσαν.
Και η Πόλη εάλω. Εάν δεν ήθελεν ο Θεός, η Πόλη δεν θα παρεδίδετο στους αντιχρίστους ασιάτες. Και παρεδόθη από το Έλεος του Κυρίου, για να σωθούν από την αμαρτία τα χριστοφόρα πλήθη, αλλά και για να σωθεί η Ορθοδοξία, που κινδύνευε να απορροφηθεί από τον παπισμόν. Ας μη λησμονείται ότι το επίσημο κράτος είχε δεχθεί την Φλωρεντινή ψευδένωση και στην τελευταία Λειτουργία στην αγία Σοφία είχε μνημονευθεί ο Πάπας, λειτουργούντος του καρδιναλίου Ισιδώρου. Γι’ αυτό και, όταν το 1920 εθεωρείτο βεβαία η κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Έλληνες, οι ουνίτες της Πόλεως φώναζαν: «η αγία Σοφία είναι δική μας, γιατί έπεσε ουνιτική»! Συναφώς προς τον κίνδυνο του εξουνιτισμού, μου έλεγε κληρικός του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ότι ένας παπικός κληρικός του είπεν, ότι «εάν δεχόσαστε την βοήθεια της Δύσεως, η Πόλη δεν θα έπεφτε». «Ναι, του απάντησε, αλλά θα εχάναμε την Ορθοδοξία μας».
Κι’ έτσι, ο Πανάγαθος Θεός, μέσα στο σκοτάδι της δουλείας και την ανελέητη μεταχείριση υπό των μισαλλοδόξων τέκνων του Ισμαήλ, είχεν οικονομήσει για τον λαόν Του κάποιες παρηγοριές, με τη σχετική θρησκευτικήν ελευθερία και την προστασία της εθναρχούσης Εκκλησίας, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που εκάλυπτε σαν όρνις με τα φτερά της τα νοσσία της. Και οι αποθήκες του ουρανού συνέλεγαν άφθονο σιτάρι, νεομάρτυρες, οσίους και αγνιζομένους ελληνορωμαίους Ορθοδόξους Χριστιανούς μέσα στο καμίνι της δουλείας, με θλιβερή εξαίρεση τους εξισλαμιζόμενους.
Και ήρθε το ΄21. Ήταν θέλημα Θεού, ήταν ευλογία; Ποιος μπορεί να βεβαιώσει, αν η εθνική και πολιτική ελευθερία ήταν πιο ευάρεστη στον Θεόν από την χωρίς πατρίδα δουλεία; Η ελευθερία αποδέσμευε τα πάθη, που οδηγούσαν στις αμαρτίες. Η δουλεία περιώριζε τις αμαρτίες από τη μνήμη του Θεού. Τον Θεόν δεν τον ενδιαφέρουν τα πολιτεύματα και οι ελευθερίες, πλην μιας, της προσωπικής, της ηθικής, της συνειδήσεως. Ό,τι ζητάει και επιποθεί είναι η σωτηρία ψυχών, «δι’ ας Χριστός απέθανε». Το άριστον είναι να είμαστε ενωμένοι με τον Χριστόν μέσα σε όρους εθνικής ελευθερίας. Αν όμως την ελευθερία χρησιμοποιούμεν ως «επικάλυμμα της κακίας»; Γιατί οι Εβραίοι, μόνον όταν τους παρέδιδεν ο παιδαγωγών Θεός στους εχθρούς τους, εφώναζαν εν μετανοία: «Κύριε εν θλίψει εμνήσθημέν σου»;
Καλό λοιπόν το ΄21, εφ’ όσον μας έδιδε περισσότερες δυνατότητες να εύρωμε τον Θεόν μας και μας βοηθούσε να ενωθούμε με τον Χριστόν. Τι απεδείχθη όμως; Όσον ήμαστε δουλωμένοι εθνικώς και δεχόμαστε την πνευματικήν αγωγή της Μητέρας Εκκλησίας, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μέναμε πιο ταπεινοί, πιο Ορθόδοξοι και αμαρτάναμε λιγότερο. Ποιος όμως θέλει την δουλείαν; Εν τούτοις, όταν ο Θεός επέτρεπε να πάσχουμε από τους εχθρούς μας, ενεργούσεν από αγάπη, χάριν του συμφέροντός μας, για να κερδήσουμε την αιώνια ζωή. Η παρούσα, στα μάτια του Θεού, είναι αμελητέα. Η αιώνια, είναι η όντως ζωή. «Δεν είναι άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς» ( Ρωμ. Η΄,18 ).
Η Ελλάδα, η Πατρίδα μου, ήταν άτυχη θα έλεγα, αν δεν εγνώριζα την αμεσότατη σχέση του Θεού με τα ορθόδοξα παιδιά Του, άτυχη σε ηγέτες και διδασκάλους, που παραχωρεί ο Θεός από την αναξιότητα του λαού. Ποτέ της, πλην σπανίων εξαιρέσεων, δεν είχε κυβερνήτες με τη συνείδηση του ορθοδόξου ρωμηού, όπως διαμορφώθηκε στο χωνευτήρι του μεταβυζαντινού ελληνορθοδόξου και ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, με κέντρο την Μητέρα Εκκλησία.
Ποιος εγνώριζε το αγαθό θέλημα του Θεού προ του ΄21; Ποιος μπορεί να αποδείξει ότι η ελευθερία του Έθνους ήταν θέλημα ευδοκίας του Θεού και δεν απετέλει καρπόν εκβιασμού του θελήματός Του; Θέλετε ελευθερία, με παρακαλείτε ν’ αποκτήσετε ελεύθερον Έθνος;
Θα σας βοηθήσω, επειδή με παρακαλείτε, χωρίς να μ’ ερωτήσετε αν σας συμφέρει και ποια σχέδια έχω για σας τους Ορθοδόξους ελληνορωμαίους. Εγώ ήθελα να σας μεταχειρισθώ ωσάν ζύμη αληθείας και φωτός στο ακάθαρτο φύραμα των αποπλανηθέντων τέκνων μου, των υιών της Άγαρ, για να σωθούν κι’ αυτοί κοντά σας.
Κάπως έτσι θα μίλαγε ο Θεός, που ήθελε να αναβιώσει η ρωμηοσύνη στα παληά εδάφη της με εγκεντρισμό των ισμαηλιτών στο δένδρο της Ορθοδοξίας. Τώρα το Έθνος μου, συρρικνωμένο στα δεκαπέντε εκατ., πόσον ορθόδοξον είναι; Και αν δεν ήθελεν αυτήν την εθνικήν ελευθερίαν ο Θεός, αυτό δεν σημαίνει ότι είχαμεν εξασφαλίσει εκ των προτέρων την αποτυχία; Το πρόβλημα αυτό συζητούσα κάποτε με δυο πολύπειρους Γέροντες στην Έρημο του Άθω.
Τι πονοκεφαλάς; μου είπαν. Αν μέτρο πάντων, για μας τους Ορθοδόξους, είναι ο Χριστός, τι φρονούμεν; Είναι ευχαριστημένος από το ΄21 και τους καρπούς του; Το αίμα που χύθηκε, ήταν να εξασφαλισθούν τόσες χιλιάδες χιλιομέτρων γης ελληνικής, για να ζουν οι Έλληνες ελεύθεροι, χωρίς Χριστόν; Την ελευθερίαν αυτή την ήθελεν, αφού εγνώριζεν ότι οι Έλληνες θεωρούσαν ότι ήσαν συνέχεια της ειδωλολατρικής Ελλάδος και όχι της ρωμηοσύνης;
Τι έγινε μετά την επανάσταση; Απαίδευτοι και ακατήχητοι χριστιανικώς και χωρίς ορθόδοξον ήθος, πως θα χρησιμοποιούσαν την εθνικήν ελευθερία τους; Αυτός ο στρατηγός Μακρυγιάννης ήταν δουλοπρεπής όταν έγραφε: «Αν ηξέραμεν ότι θα είχαμεν τέτοιαν ελευθερίαν, θα περικαλούσαμεν τον Θεόν να μας αφήσει άλλα τόσα χρόνια κάτω από τους τούρκους, για να μάθωμεν τι είναι η θρησκεία, η δικαιοσύνη, η ηθική και η τιμιότης»;
Ένα είναι βέβαιον, ότι το Έθνος δεν βρίσκεται στο δρόμο των ελληνοχριστιανικών παραδόσεων και καθόλου απίθανο να χρησιμοποιήσει ο στοργικώτατος Πατέρας και Θεός μας κάποια μέσα οδυνηρά και αφυπνιστικά, για να μετανοήσουμε. Να ξαναβρούμε το κέντρον, απ’ όπου έχουμε μακρυνθεί… Και συμφώνησα, φρονώντας ότι το κέντρο βρίσκεται στην αγία Σοφία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που δακτυλοδεικτούν τον μόνον αληθινό Θεόν, τον Χριστόν για όλους τους Ορθοδόξους λαούς…
agiooros.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.