Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

18 Μαΐου Συναξαριστής

Μεσοπεντηκοστή, Τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Πέτρου, Διονυσίου, Ἀνδρέου, Παύλου, Χριστίνης, Ἡρακλείου, Παυλίνου καὶ Βενεδίμου, Βεναντίου Μάρτυρος, τῶν Ἁγίων Παρθενομαρτύρων Ἀλεξάνδρας, Εὐφρασίας, Θεοδότης, Ἰουλίας, Κλαυδίας, Ματρώνης, Τεκούσης καὶ Φαεινῆς, Θεοδότου Μάρτυρος, Φήλικος Ἱερομάρτυρος, Διοσκόρου Μάρτυρος, Ποταμῶνος Ἱερομάρτυρος, Γαλακτίας Μάρτυρος, Εὐφρασίας Μάρτυρος, Ἰουλιανοῦ Μάρτυρος, τῶν Ἁγίων Μαρτύρων τῶν ἀναιρεθέντων ὑπὸ τοῦ Οὐάλλη, Θεοδώρου Ἱερομάρτυρος, Δαβὶδ καὶ Ταριχάνη Μαρτύρων, Στεφάνου Πατριάρχου, Ἀναστασῶς Ὁσίας, Μαρτινιανοῦ Ὁσίου, Στεφάνου Χωρηβίτου, Μακαρίου Ὁσίου.


 Μεσοπεντηκοστή
   
Τὴν Τετάρτη μετὰ τὴν Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου πανηγυρίζει ἡ Ἐκκλησία μας μία μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή, τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Τὰ βυζαντινὰ χρόνια, ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἦταν ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ συνέτρεχαν κατ’ αὐτὴ στὸν μεγάλο ναὸ πλήθη λαοῦ.
 Δὲν ἔχει κανεὶς παρὰ νὰ ἀνοίξει τὴν Ἔκθεση τῆς Βασιλείου Τάξεως (Κεφ. 26) τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου γιὰ νὰ δεῖ τὸ ἐπίσημο τυπικὸ τοῦ ἑορτασμοῦ, ὅπως ἐτελεῖτο μέχρι τὴν Μεσοπεντηκοστὴ τοῦ ἔτους 903 μ.Χ. στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Μωκίου στὴν Κωνσταντινούπολη, μέχρι δηλαδὴ τὴν ἡμέρα ποὺ ἔγινε ἡ ἀπόπειρα κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ’ τοῦ Σοφοῦ (11 Μαΐου 903 μ.Χ.).
Ἐκεῖ ὑπάρχει μία λεπτομερὴς περιγραφὴ τοῦ λαμπροῦ πανηγυρισμοῦ, ποὺ καταλαμβάνει ὁλόκληρες σελίδες καὶ καθορίζει μὲ τὴν γνωστὴ παράξενη βυζαντινὴ ὁρολογία, πῶς ὁ αὐτοκράτωρ τὸ πρωὶ τῆς ἑορτῆς μὲ τὰ ἐπίσημα βασιλικὰ τοῦ ἐνδύματα καὶ τὴν συνοδεία τοῦ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸ ἱερὸ παλάτι γιὰ νὰ μεταβεῖ στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Μωκίου, ὅπου θὰ ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία.

 Σὲ λίγο ἔφθανε ἡ λιτανεία μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν πατριάρχη. Καὶ βασιλεὺς καὶ πατριάρχης εἰσήρχοντο ἐπισήμως στὸν ναό. Ἡ θεία λειτουργία ἐτελεῖτο μὲ τὴν συνήθη στὶς μεγάλες ἑορτὲς βυζαντινὴ μεγαλοπρέπεια. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ὁ αὐτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στὸ ὁποῖο ἔπαιρνε μέρος καὶ ὁ πατριάρχης. Καὶ πάλι ὁ βασιλεὺς ὑπὸ τὶς ἐπευφημίες τοῦ πλήθους «Εἰς πολλοὺς καὶ ἀγαθοὺς χρόνους ὁ Θεὸς ἀγάγει τὴν βασιλείαν ὑμῶν» καὶ μὲ πολλοὺς ἐνδιαμέσους σταθμοὺς ἐπέστρεφε στὸ ἱερὸ παλάτι.

Ἀλλὰ καὶ στὰ σημερινά μας λειτουργικὰ βιβλία, στὸ Πεντηκοστάριο, βλέπει κανεὶς τὰ ἴχνη τῆς παλαιᾶς της λαμπρότητας. Παρουσιάζεται σὰν μία μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή, μὲ τὰ ἐκλεκτά της τροπάρια καὶ τοὺς διπλούς της κανόνες, ἔργα τῶν μεγάλων ὑμνογράφων, τοῦ Θεοφάνους καὶ τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης, μὲ τὰ ἀναγνώσματά της καὶ τὴν ἐπίδρασή της στὶς πρὸ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν Κυριακὲς καὶ μὲ τὴν παράταση τοῦ ἑορτασμοῦ της ἐπὶ ὀκτὼ ἡμέρες κατὰ τὸν τύπο τῶν μεγάλων ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.

Ποιὸ ὅμως εἶναι τὸ θέμα τῆς ἰδιορρύθμου αὐτῆς ἑορτῆς; Ὄχι πάντως κανένα γεγονὸς τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας. Τὸ θέμα της εἶναι καθαρὰ ἑορτολογικὸ καὶ θεωρητικό. Ἡ Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς εἶναι ἡ 25η ἀπὸ τοῦ Πάσχα καὶ ἡ 25η πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέρα. Σημειώνει τὸ μέσον τῆς περιόδου τῶν 50 μετὰ τὸ Πάσχα ἑορτάσιμων ἡμερῶν. Εἶναι δηλαδὴ ἕνας σταθμός, μία τομή. Ὡραία τὸ τοποθετεῖ τὸ πρῶτο τροπάριο τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς:

«Πάρεστιν ἡ μεσότης ἡμερῶν,
τῶν ἐκ σωτηρίου ἀρχομένων ἐγέρσεως
Πεντηκοστῇ δέ τῇ θείᾳ σφραγιζομένων,
καί λάμπει τάς λαμπρότητας
ἀμφοτέρωθεν ἔχουσα
καί ἑνοῦσα τάς δύο
καί παρεῖναι τήν δόξαν προφαίνουσα
τῆς δεσποτικῆς ἀναλήψεως σεμνύνεται».


Χωρὶς δηλαδὴ νὰ ἔχει δικό της θέμα ἡ ἡμέρα αὐτὴ συνδυάζει τὰ θέματα, τοῦ Πάσχα ἀφ’ ἑνὸς καὶ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀφ’ ἑτέρου, καὶ «προφαίνει» τὴν δόξα τῆς ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ ἑορτασθεῖ μετὰ ἀπὸ 15 ἡμέρες. Ἀκριβῶς δὲ αὐτὸ τὸ μέσον τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν ἔφερνε στὸ νοῦ καὶ ἕνα ἑβραϊκὸ ἐπίθετο τοῦ Κυρίου, τὸ «Μεσσίας». Μεσσίας στὰ ἑλληνικὰ μεταφράζεται Χριστός.
 Ἀλλὰ ἠχητικὰ θυμίζει τὸ μέσον. Ἔτσι καὶ στὰ τροπάρια καὶ στὸ συναξάρι τῆς ἡμέρας ἡ παρετυμολογία αὐτὴ γίνεται ἀφορμὴ νὰ παρουσιασθεῖ ὁ Χριστὸς σὰν Μεσσίας - μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, «μεσίτης καὶ διαλλάκτης ἡμῶν καὶ τοῦ αἰωνίου αὐτοῦ Πατρός». «Διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν τὴν παροῦσαν ἑορτὴν ἑορτάζοντες καὶ Μεσοπεντηκοστὴν ὀνομάζοντες τὸν Μεσσίαν τε ἀνυμνοῦμεν Χριστόν», σημειώνει ὁ Νικηφόρος Ξανθόπουλος στὸ συναξάρι.
Σ’ αὐτὸ βοήθησε καὶ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ ἐξελέγη γιὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ (Ἰω. 7, 14 – 30). Μεσούσης τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πάσχα ὁ Χριστὸς ἀνεβαίνει στὸ ἱερὸ καὶ διδάσκει. Ἡ διδασκαλία Του προκαλεῖ τὸν θαυμασμό, ἀλλὰ καὶ ζωηρὰ ἀντιδικία μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν διδασκάλων.
 Εἶναι Μεσσίας ὁ Ἰησοῦς ἡ δὲν εἶναι; Εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ ἐκ Θεοῦ ἢ δὲν εἶναι; Νέο λοιπὸν θέμα προστίθεται: ὁ Χριστὸς εἶναι διδάσκαλος. Αὐτὸς ποὺ ἐνῶ δὲν ἔμαθε γράμματα κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς σοφίας, γιατί εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ ἡ κατασκευάσασα τὸν κόσμο.
Ἀκριβῶς ἀπὸ αὐτὸν τὸν διάλογο ἐμπνέεται μεγάλο μέρος τῆς ὑμνογραφίας τῆς ἑορτῆς. Ἐκεῖνος ποὺ διδάσκει στὸν ναό, στὸ μέσον τῶν διδασκάλων τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, στὸ μέσον της ἑορτῆς, εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ποὺ ἀποδοκιμάζεται ἀπὸ τοὺς δῆθεν σοφοὺς τοῦ λαοῦ Του εἶναι ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία. Ἐκλέγομε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ χαρακτηριστικὰ τροπάρια, τὸ δοξαστικὸ τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. δ’ ἤχου:

 «Μεσούσης τῆς ἑορτῆς
διδάσκοντός σου, Σωτήρ,
ἔλεγον οἱ Ἰουδαῖοι·
Πῶς οὗτος οἶδε γράμματα, μή μεμαθηκώς;
ἀγνοοῦντες ὅτι σύ εἶ ἡ Σοφία
ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον.
Δόξα σοι».


Λίγες σειρὲς πιὸ κάτω στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου, ἀμέσως μετὰ τὴν περικοπὴ ποὺ περιλαμβάνει τὸν διάλογο τοῦ Κυρίου μὲ τοὺς Ἰουδαίους «Τῆς ἑορτῆς μεσούσης», ἔρχεται ἕνας παρόμοιος διάλογος, ποὺ ἔλαβε χώρα μεταξὺ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἰουδαίων «τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς», δηλαδὴ κατὰ τὴν Πεντηκοστή.
Αὐτὸς ἀρχίζει μὲ μία μεγαλήγορο φράση τοῦ Κυρίου. «Ἐὰν τὶς διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 37 – 38). Καὶ σχολιάζει ὁ Εὐαγγελιστής.
«Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος, οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν» (Ἰω. 7, 39). Δὲν ἔχει σημασία ὅτι οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ Κυρίου δὲν ἐλέχθησαν κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή, ἀλλὰ λίγες ἡμέρες ἀργότερα. Ποιητικὴ ἀδεία μπῆκαν στὸ στόμα τοῦ Κυρίου στὴν ὁμιλία Του κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή.
Ταίριαζαν ἐξ’ ἄλλου τόσο πολὺ μὲ τὸ θέμα τῆς ἑορτῆς. Δὲν μποροῦσε νὰ βρεθεῖ πιὸ παραστατικὴ εἰκόνα γιὰ νὰ δειχθεῖ ὁ χαρακτήρας τοῦ διδακτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Στὸ διψασμένο ἀνθρώπινο γένος ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἦλθε σὰν ὕδωρ ζῶν, σὰν ποταμὸς χάριτος ποὺ δρόσισε τὸ πρόσωπο τῆς γῆς. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς χάριτος, τοῦ ὕδατος τοῦ ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον, ποὺ ξεδιψᾶ καὶ ἀρδεύει τὶς συνεχόμενες ἀπὸ βασανιστικὴ δίψα ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ποῦ μεταβάλλει τοὺς πίνοντας σὲ πηγές. «Ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 38). «Καὶ γενήσεται αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον, εἶπε στὴν Σαμαρείτιδα» (Ἰω. 4, 14).
 Ποὺ μετέτρεψε τὴν ἔρημό τοῦ κόσμου σὲ θεοφύτευτο παράδεισο ἀειθαλῶν δένδρων φυτεμένων παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τὸ γόνιμο αὐτὸ θέμα ἔδωσε νέες ἀφορμὲς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ποίηση καὶ στόλισε τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς μὲ ἐξαίρετους ὕμνους. Διαλέγομε τρεῖς, τοὺς πιὸ χαρακτηριστικούς: Τὸ κάθισμα τοῦ πλ. δ’ ἤχου πρὸς τὸ «Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον», ποὺ ψάλλεται μετὰ τὴν γ’ ὠδὴ τοῦ κανόνος στὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου:



«Τῆς σοφίας τό ὕδωρ καί τῆς ζωῆς
ἀναβρύζων τῷ κόσμῳ, πάντας, Σωτήρ,
καλεῖς τοῦ ἀρύσασθαι
σωτηρίας τά νάματα·
τόν γάρ θεῖον νόμον σου
δεχόμενος ἄνθρωπος,
ἐν αὐτῷ σβεννύει
τῆς πλάνης τούς ἄνθρακας.
Ὅθεν εἰς αἰῶνας
οὐ διψήσει, οὐ λήξει
τοῦ κόρου σου δέσποτα, βασιλεῦ ἐπουράνιε.
Διά τοῦτο δοξάζομεν
τό κράτος σου, Χριστέ ὁ Θεός,
τῶν πταισμάτων ἄφεσιν αἰτούμενοι
καταπέμψαι πλουσίως
τοῖς δούλοις σου».


Τὸ ἀπολυτίκιο καὶ τὸ κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, τὸ πρῶτο του πλ. δ’ καὶ τὸ δεύτερό του δ’ ἤχου:

 «Μεσούσης τῆς ἑορτῆς
διψῶσάν μου τήν ψυχήν
εὐσεβείας πότισον νάματα·
ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας·
Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω.
Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι».

«Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης
ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης
πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός·
Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας.
Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν·
Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν,
σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν».


Καὶ τέλος τὸ ἀπαράμιλλο ἐξαποστειλάριο τῆς ἑορτῆς:


«Ὁ τόν κρατῆρα ἔχων
τῶν ἀκενώτων δωρεῶν,
δός μοι ἀρύσασθαι ὕδωρ
εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν·
ὅτι συνέχομαι δίψῃ,
εὔσπλαγχνε μόνε οἰκτίρμον».

Αὐτὴ μὲ λίγα λόγια εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Ἡ ἔλλειψη ἱστορικοῦ ὑποβάθρου τῆς στέρησε τὸν ἀπαραίτητο ἐκεῖνο λαϊκὸ χαρακτήρα, ποὺ θὰ τὴν ἔκανε προσφιλὴ στὸν πολὺ κόσμο. Καὶ τὸ ἐντελῶς θεωρητικό της θέμα δὲν βοήθησε τοὺς χριστιανούς, ποὺ δὲν εἶχαν τὶς ἀπαραίτητες θεολογικὲς προϋποθέσεις, νὰ ξεπεράσουν τὴν ἐπιφάνεια καὶ νὰ εἰσδύσουν στὴν πανηγυριζόμενη δόξα τοῦ διδασκάλου Χριστοῦ, τῆς Σοφίας καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς πηγῆς τοῦ ἀκενώτου ὕδατος.
 Συνέβη μὲ αὐτὴ κάτι ἀνάλογο μὲ ἐκεῖνο ποὺ συνέβη μὲ τοὺς περίφημους ναοὺς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ποὺ ἀντὶ νὰ τιμῶνται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὡς Σοφίας τοῦ Θεοῦ, πρὸς τιμὴν τοῦ ὁποίου ἀνεγέρθησαν, κατήντησαν, γιὰ τοὺς ἰδίους λόγους, νὰ πανηγυρίζουν στὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς ἢ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἢ τῆς ἁγίας Τριάδος ἢ τῶν Εἰσοδίων ἢ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἢ καὶ αὐτῆς τῆς μάρτυρος Σοφίας καὶ τῶν τριῶν θυγατέρων της Πίστεως, Ἐλπίδος καὶ Ἀγάπης.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διψῶσάν μου τήν ψυχήν εὐσεβείας πότισον νάματα· ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας· Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω. Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης, ὁ τῶν ἁπάντων Ποιητὴς καὶ Δεσπότης, πρὸς τοὺς παρόντας ἔλεγες Χριστὲ ὁ Θεός· Δεῦτε καὶ ἀρύσασθε, ὕδωρ ἀθανασίας. Ὅθεν σοι προσπίπτομεν, καὶ πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τοὺς οἰκτιρμους σου δώρησαι ἡμῖν· σὺ γὰρ ὑπάρχεις, πηγὴ τῆς ζωῆς ἡμῶν.


 Οἱ Ἅγιοι Πέτρος, Διονύσιος, Ἀνδρέας, Παῦλος, Χριστίνα, Ἡράκλειος, Παυλίνος καὶ Βενέδιμος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Πέτρος, Διονυσία, Ἀνδρέας, Παῦλος, Χριστίνα, Ἡράκλειος, Παυλίνος καὶ Βενέδιμος, μαρτύρησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Ὁ Πέτρος καταγόταν ἀπὸ τὴ Λάμψακο καί, ὅταν τὸν ὁδήγησαν μπροστὰ στὸν ἄρχοντα τῆς Ἀβύδου, Δέκιο, γιὰ νὰ θυσιάσει στὴν Ἀφροδίτη, ἐκεῖνος ἀντίθετα, ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὸν Χριστό. Τότε βασανίσθηκε σκληρὰ καὶ τελικὰ παραδόθηκε στὸν δήμιο.
Ὁ Παῦλος καὶ ὁ Ἀνδρέας καταγόταν ἀπὸ τὴν Μεσοποταμία καὶ συνυπηρετοῦσαν στὸ στρατὸ τοῦ Δεκίου ὑπὸ τὸν στρατηγὸ Δάκνο. Ὅταν ἐπισκέφθηκαν τὴν Ἀθῆνα, πληροφορήθηκαν γιὰ τὴν χριστιανικὴ πίστη, κατηχήθηκαν καὶ βαπτίσθηκαν Χριστιανοί, καταγγέλθηκαν, συνελήφθηκαν μὲ τὸν Διονύσιο καὶ τὴν παρθένο Χριστίνα καὶ ὁμολόγησαν μὲ θάρρος τὴν πίστη τους στὸν Κύριο. Ἒτσι ὑπέστησαν τὸν διὰ λιθοβολισμοῦ θάνατο, ἐνῷ ἡ Ἁγία Χριστίνα ἀποκεφαλίσθηκε.
Οἱ Ἅγιοι Ἡράκλειος, Παυλίνος καὶ Βενέδιμος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀθῆνα. Ἐκεῖ ἀγωνίζονταν σκληρὰ κατὰ τὴν πλάνης τῶν εἰδώλων καὶ τῶν φιλοσόφων, οἱ ὁποῖοι πολεμοῦσαν τὴν χριστιανικὴ πίστη. Μετὰ ἀπὸ καταγγελία συνελήφθησαν, βασανίσθηκαν καὶ ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντα τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος τοὺς συμβούλεψε νὰ ἐπιστρέψουν στὴν εἰδωλολατρία. Ἐκεῖνοι ἀρνήθηκαν καὶ τελικὰ ἀποκεφαλίσθηκαν δίδοντας τὴν δική τους μαρτυρία Χριστοῦ.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὃ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν ἀθλοφόρων τὸν ὀκτάριθμον δῆμον, μαρτυρικοὶς ἐγκωμιάσωμεν ὕμνοις, Παυλῖνον Διονύσιον καὶ Πέτρον ὁμοῦ, Ἀνδρέαν καὶ Βενέδιμον, τὸν θεόφρονα Παῦλον, Ἡράκλειον τὸν ἔνδοξον, καὶ Χριστίναν τὴν θείαν οὗτοι καὶ γὰρ πρεσβεύουσιν ἀεί, ὑπὲρ τοῦ κόσμου. Χριστῷ τῷ θεῷ ἠμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Διαφόρων πόλεων ἐξωρμημένοι, οὐρανίου πόλεως, πολῖται ὢφθητε σεπτοί, χορόν λαμπρόν συγκροτήσαντες Μάρτυρες θεῖοι, Τριάδος ὑπέρμαχοι.



Ὁ Ἅγιος Βενάντιος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Βενάντιος ἄθλησε στὴν πόλη Καμερίνο, κοντὰ στὴν πόλη Ἀγκῶνα τῆς Ἰταλίας τὸ 250 μ.Χ. Οἱ εἰδωλολάτρες τὸν συνέλαβαν, τὸν κρέμασαν καὶ τὸν ἔκαψαν καὶ τέλος τὸν ἀποκεφάλισαν.



Οἱ Ἁγίες Ἀλεξανδρία, Εὐφρασία, Θεοδότη, Ἰουλία, Κλαυδία, Ματρώνα, Τεκοῦσα καὶ Φαεινὴ οἱ Παρθενομάρτυρες (ἑορτή Ἰουλία)

Οἱ Ἁγίες Μάρτυρες Ἀλεξανδρία ἢ Ἀλεξάνδρα, Εὐφρασία, Θεοδότη, Ἰουλία, Κλαυδία, Τεκοῦσα καὶ Φαεινὴ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα τῆς Γαλατίας καὶ ἄθλησαν στὴν Ἄγκυρα τὸ 304 μ.Χ., κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.). Ἀσχολούμενες μὲ ἔργα ἐλέους καὶ φιλανθρωπίας καὶ μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν κατήχηση εἰδωλολατρισσῶν γυναικῶν, συνελήφθησαν καὶ φυλακίσθηκαν. Ἀνακρινόμενες ὁμολόγησαν τὸν Χριστό, ἐπειδὴ δὲ ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, παραδόθηκαν στοὺς στρατιῶτες πρὸς ἀτίμωση. Ἀφοῦ ἐξῆλθαν ἀπὸ τὴν δοκιμασία αὐτή, μὲ τὴ Θεία Χάρη, ἁγνὲς καὶ ὑπέστησαν πλεῖστα ἄλλα βασανιστήρια, ρίχθηκαν τέλος στὴ λίμνη, ὅπου ἔλαβαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.




Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδοτος ἦταν ἀνεψιὸς τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Τεκούσης καὶ μαρτύρησε στὴν Ἄγκυρα τὸ 304 μ.Χ., κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.). Ἀφοῦ ἀνέσυρε κατὰ τὴ νύχτα τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων γυναικῶν, ἐνταφίασε αὐτὰ μὲ εὐλάβεια. Ὅταν πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ τύραννος Θεότεκνος, συνέλαβε τὸν Ἅγιο καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια τὸν ἀποκεφάλισε, τὰ δὲ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν παρέδωσε στὴν πυρρά.



Ὁ Ἅγιος Φήλικας ὁ Ἱερομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Φήλικας ἦταν Ἐπίσκοπος τηςπόλεως Σπολέτο τῆς Οὐμβρίας τῆς Ἰταλίας καὶ μαρτύρησε τὸ 304 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανού.




Ὁ Ἅγιος Διόσκοροςο Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Διόσκορος μαρτύρησε στὴν Κυνόπολη τῆς Αἰγύπτου τὸ 305 μ.Χ., ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανὸς καὶ κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ.




Ὁ Ἅγιος Ποταμῶν ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἡρακλείας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ποταμῶν ἦταν Ἐπίσκοπος Ἡρακλείας τῆς Αἰγύπτου καὶ ἔνθερμος ὑπερασπιστὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου. Τὸ 310 μ.Χ. συνελήφθη καὶ φυλακίσθηκε σὲ ὀρυχεῖα. Συμμετεῖχε στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ τὴν Σύνοδο τῆς Τύρου τὸ 335 μ.Χ. Μαρτύρησε τὸ 340 μ.Χ., ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Ἀρείου.




Ἡ Ἁγία Γαλακτία ἡ Μάρτυρας

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τῆς Ἁγίας Μάρτυρος.




Ἡ Ἁγία Εὐφρασία ἡ Μάρτυρας

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Εὐφρασία τελειώθηκε, ἀφοῦ ρίχθηκε στὴν θάλασσα.




Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰουλιανὸς τελειώθηκε, ἐνῷ βασανίσθηκε καὶ σύρθηκε μέσα στὰ ἀγκάθια.




Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, οἱ ἀναιρεθέντες ὑπὸ τὸν αὐτοκράτορα Οὐάλη

Ὅταν ὁ ἀρειανόφιλος αὐτοκράτορας Οὐάλης (364-378 μ.Χ.) διέμενε στὴ Νικομήδεια, ἐπιτροπὴ ἀπὸ ὀγδόντα ρθόδοξους κληρικούς, ἐπισκέφθηκε αὐτόν, γιὰ νὰ συνομιλήσει ἐπὶ τοῦ ζητήματος τοῦ Ἀρείου. Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες τελειώθηκαν μαρτυρικά, ἀφοῦ τοὺς ἔβαλαν σὲ πλοῖο, τὸ ὁποῖο κατέκαψαν κοντὰ στὴ Δακυβίζη.




Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ρώμης
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδωρος θεωρεῖται Ἕλληνας στὴν καταγωγή, ἀλλὰ γεννήθηκε στὴν Παλαιστίνη. Ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ἔγινε Ἐπίσκοπος Ρώμης ἐπὶ αὐτοκράτορα Κώνσταντος Β’, στὶς 24 Νοεμβρίου τοῦ 642 μ.Χ. Τάχθηκε εὐθὺς κατὰ τῆς «Ἐκθέσεως», αὐτοκρατορικοῦ διατάγματος διὰ τοῦ ὁποίου ὁ Ἡράκλειος εἶχε ὁμολογήσει τὸ Μονοθελητισμὸ καὶ ἀγωνίσθηκε ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως κατὰ τῶν αἱρετικῶν Μονοθελητῶν.
Προσπάθησε νὰ ἐπιτύχει ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παῦλο ποὺ ἀναδείχθηκε τὸ 641 μ.Χ. καὶ ἐνῷ ὁ προκάτοχός του Πύρρος δὲν εἶχε καθαιρεθεῖ κανονικῶς, νὰ γίνει ἡ κανονικὴ διαδικασία καὶ νὰ ἀποκηρύξει αὐτὸς τὴν «Ἔκθεση».
Ὁ Παῦλος ἀρνήθηκε. Ὁ Θεόδωρος τότε τὸν κήρυξε ἔκπτωτο καὶ δέχθηκε εὐμενῶς στὴ Ρώμη τὸν Πύρρο, ὁ ὁποῖος ἀποκήρυξε ἐπίσημα τὸν Μονοθελητισμό. Ἀλλὰ ἡ ἀποκήρυξη τοῦ Πύρρου ἦταν φαινομενική. Πράγματι, αὐτὸς τὴν ἀνακάλεσε, ὅταν ἔχασε κάθε ἐλπίδα ἐπανόδου του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο.
Γι’ αὐτό, Σύνοδος ποὺ συνῆλθε στὴ Ρώμη, τὸν καταδίκασε σὲ καθαίρεση. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος πέθανε τὸ 649 μ.Χ., ἐνῷ κατ’ ἄλλους τελειώθηκε μαρτυρικά, ἀφοῦ γδάρθηκε ἀνηλεῶς. Ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου καὶ ἀργότερα τὰ ἱερὰ λείψανά του μετακομίσθηκαν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου (ροτόντα) τῆς Ρώμης.




Οἱ Ἅγιοι Δαβὶδ καὶ Ταριχάνι οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δαβὶδ καὶ Ταριχάνι ἦταν ἀδέλφια καὶ μαρτύρησαν τὸ 693 μ.Χ., κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Πέρση βασιλέως Ἀμπντούλ, διότι ἀρνήθηκαν νὰ ἀλλαξοπιστήσουν καὶ νὰ ἀσπασθοῦν τὸν Μουσουλμανισμό.










Ὁ Ἅγιος Στέφανος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ὁ Ἅγιος Στέφανος ἦταν νεότερος υἱὸς τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου Α’ τοῦ Μακεδόνος (867-886 μ.Χ.) καὶ τῆς Εὐδοκίας. Γεννήθηκε περὶ τὸ 868 μ.Χ. καὶ ἦταν ἀδελφὸς τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος τοῦ Σοφοῦ (886-912 μ.Χ.) καὶ εἶχε χρηματίσει μαθητὴς καὶ σύγκελλος τοῦ Πατριάρχου Φωτίου.
Γιὰ τὸ ἄκακο τοῦ χαρακτῆρα του, τὴν ἁπλότητα τοῦ βίου, τὸ ἐξαίρετο ἦθος, τὴ σύνεση, τὴ μεγάλη μόρφωση καὶ τὴ βαθιὰ εὐσέβεια, τὸ 886 μ.Χ., μετὰ τὴν δεύτερη πατριαρχία τοῦ Φωτίου, ἐνῷ βασίλευε ὁ Λέων, ἐξελέγη σὲ νεαρὴ ἡλικία ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο καὶ χειροτονήθηκε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐγκράτεια καὶ ἀσκητικότητα τοῦ βίου καὶ τὴν φιλάνθρωπη δράση του. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη νεότατος τὸ 893 μ.Χ. καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου «ἐν τῷ Δευτέρῳ», τὴν ἐπιλεγόμενη τοῦ Συκιώτου.




Ἡ Ὁσία Ἀναστασῶ ἡ ἐν τοὶς Λευκαδίου

Ἡ Ὁσία Ἀναστασῶ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη. Τὸ Λευκάδιον ἢ Λαυκάτιον ἔκειτο κατὰ τὴν βιθυνικὴ παραλία, ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἀκρίτα, πολὺ πιθανῶς κοντὰ στὴ Δακιβύζη.




Ὁ Ὅσιος Μαρτινιανὸς ὁ ἐν τοὶς Ἀρεοβίνθου

Εἶναι ἄγνωστος ὁ χρόνος κατὰ τὸν ὁποῖο ἔζησε ὁ Ὅσιος Μαρτινιανός, ὁ ὁποῖος ἀσκήτεψε στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου τῶν Ἀρεοβίνδου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.



Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Χωρηβίτης
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ὁσίου.




Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Ἱεραπόστολος

Ὁ Ἅγιος Μακάριος, ὁ Ἱεραπόστολος τῶν Ἀλταΐων, γεννήθηκε τὸ 1792. Σπούδασε στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στὴ Ρωσικὴ γλῶσσα.
Ἐκεῖ συνδέθηκε μὲ τὸν Μητροπολίτη Φιλάρετο καὶ χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Τὸ 1821 ἔλαβε τὸ ὀφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτη. Δίδαξε στὶς σχολὲς τοῦ Αἰκατερινοσλὰβ καὶ τῆς Κοστρόμα καὶ τὸ 1829 ἔφυγε, γιὰ νὰ ἐργασθεῖ ἱεραποστολικὰ στὴ Σιβηρία.
Ἵδρυσε στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Τὸμκ τὸ ἱεραποστολικὸ πνευματικὸ σεμινάριο καὶ ἐπεξέτεινε τὴν ἱεραποστολική του δράση μέχρι τὴν περιοχὴ τῶν Ἀλταΐων. Τὸ 1843 ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ Μπολκχὼβ τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ὀρέλ, ὅπου κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.


synaxarion.gr  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.