8. Οἱ αἱρετικοί δέν ἔχουν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ.
Σύμφωνα μέ τίς ἀντιλήψεις τῶν
αἱρετικῶν (μή ὀρθοδόξων Χριστιανῶν), ὁ Θεός- κατ’ αὐτούς- φαίνεται σάν νά μήν
ἐνεργεῖ πλέον μέσα στό σύμπαν, σάν νά εἶναι κάπου μακριά. Τά πιστεύουν αὐτά καί
ζοῦν ἀναλόγως, διότι ἀκριβῶς οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἔχουνε ἀλλοιώσει τά βασικά
δόγματα τῆς Πίστεως, ἔχουν πέσει στήν αἵρεση, στήν πλάνη. Δέν πιστεύουν σωστά γιά τόν Θεό, δέν ἔχουν
τήν ὀρθή δόξα γι’ Αὐτόν, ὁπότε καί δέν αἰσθάνονται τήν παρουσία Του: οὔτε οἱ
Παπικοί οὔτε οἱ Προτεστάντες.
Παρόλο πού λένε ὅτι πιστεύουν
στόν ἴδιο Θεό μέ μᾶς, στόν Χριστό, στήν πραγματικότητα Τόν ἔχουνε ἀπωθήσει πολύ
μακριά τους, Τόν ἔχουνε διώξει ἀπό τήν ζωή τους. Αὐτό ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά
χάσουν τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καί τήν κοινωνία μαζί Του διότι στεροῦνται τῆς
Θείας Χάριτος.
9.
Οἱ
τρεῖς κρουνοί-παροχεῖς τῆς Θείας Χάρης.
Ἡ Ὀρθοδοξία ὅμως αἰσθάνεται τήν
παρουσία τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ὀρθόδοξοι αἰσθανόμαστε τήν παρουσία Του στό μέτρο, πού
ἀφήνουμε τόν Θεό νά ἐνεργήσει μέσα
μας. Ἐπιτρέπουμε δέ στόν Θεό νά ἐνεργήσει μέσα
μας ὅταν:
α)μετέχουμε στήν θεία λατρεία,
στήν Θεία Λειτουργία, ζοῦμε τήν Θεία Εὐχαριστία καί κοινωνοῦμε ταχτικά μέ τήν
εὐλογία τοῦ Πνευματικοῦ μας Πατρός,
β)προσευχόμαστε καί μετανοοῦμε (νοερά
προσευχή, τήρηση τῶν ἐντολῶν καί συχνή Ἱερά Ἐξομολόγηση) καί
Αὐτά τά τρία, εἶναι οἱ τρεῖς παροχεῖς τῆς
Χάρης τοῦ Θεοῦ. Εἶναι οἱ τρεῖς κρουνοί,
οἱ ὁποῖοι μᾶς ξεδιψοῦν καί μᾶς κάνουν νά αἰσθανόμαστε-βιώνουμε τήν ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ.
Ὅσο κανείς πίνει ἀπό τό νερό
τῶν τριῶν αὐτῶν κρουνῶν, τόσο μεθάει μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αἰσθάνεται πόσο τόν ἀγαπάει ὁ Θεός καί κατόπιν
παρακινεῖται καί αὐτος νά Τόν ἀγαπήσει
περισσότερο.
10.
Ὅσο
ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας στόν Θεό, τόσο Τόν ἀγαποῦμε.
Στά ἀνθρώπινα πράγματα τί
συμβαίνει; Ὅταν ἔχεις κάποιον δίπλα σου, ὁ ὁποῖος συνεχῶς σέ εὐεργετεῖ καί τό
αἰσθάνεσαι καί τό βλέπεις κάθε στιγμή, τότε παρακινεῖσαι καί ἐσύ νά τόν
ἀγαπήσεις. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν
Θεό: ὅσο κανείς ἀφήνεται καί παραδίδεται στά χέρια τοῦ Θεοῦ- μέ τόν τρόπο πού
εἴπαμε- τόσο αἰσθάνεται ὅτι ὁ Θεός τόν ἀγαπάει καί τότε θέλει καί αὐτός νά
ἀνταποκριθεῖ σ’
αὐτήν τήν ἄπειρη ἀγάπη.
«Ὁ νοῦς του βρίσκεται μόνιμα πλέον στόν Θεό καί δέν τόν συγκινεῖ
τίποτε τό γήινο καί τό μάταιο. Στήν
καρδιά του φουντώνει ἡ ἀγάπη γιά τόν Θεό,
γεμίζει καί δέν θέλει πιά νά σκέφτεται τίποτε ἄλλο, ἐκτός ἀπό τόν Θεό.
Ἀδιαφορεῖ γιά ὅλα τά τοῦ κόσμου καί σκέφτεται συνέχεια τόν Οὐράνιο Πατέρα. Βλέπεις ὅσοι ἀσχολοῦνται μέ ἐφευρέσεις ἀπορροφοῦνται
ἀπό τήν ἐπιστήμη. Ποῦ εἶναι ὅμως ἡ δική
μας ἀπορρόφηση ἀπό τόν Χριστό;»[1]
11.
Ἡ
ἀπορρόφησή μας ἀπό τόν Χριστό.
Αὐτή ἡ ἀπορρόφηση ἀπό τόν
Χριστό εἶναι πολύ πιό ὑψηλό πρᾶγμα (σέ σχέση μέ τήν ἀπορρόφηση ἀπό τήν
ἐπιστήμη). Ὄντως ὑπάρχουν ἐπαγγέλματα τά ὁποῖα ἀπορροφοῦν
τόν ἄνθρωπο, ὅπως εἶναι λ.χ. τά καλλιτεχνικά ἐπαγγέλματα. Ὁ ἄνθρωπος μάλιστα αὐτός,
ἔχει καί μιά σχετική καθαρότητα στόν νοῦ του. Αὐτό συμβαίνει διότι ἀκριβῶς ὁ
νοῦς του συγκεντρώνεται στό συγκεκριμένο ἀντικείμενο, γιά παράδειγμα στήν ζωγραφική
μέ τήν ὁποία ἀσχολεῖται. Ἀλλά δέν εἶναι αὐτό ἀρκετό γιά νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο
στόν Θεό. Δέν πραγματώνεται κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ὁ σκοπός τῆς ὕπαρξης τοῦ
ἀνθρώπου.
Ἐκεῖνο πού πραγματώνει τόν σκοπό τῆς ὕπαρξής μας,
δηλαδή τό «καθ’ ὁμοίωσιν»(τό νά ὁμοιάσουμε στόν Θεό), εἶναι τό νά
συγκεντρώσουμε τόν νοῦ μας στόν Θεό καί νά Τόν ἀγαπήσουμε.
Θά πρέπει νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό. Τότε
φανερώνουμε ὅτι Τόν ἀγαπᾶμε ὅταν τηροῦμε ὅλες τίς ἐντολές. Ὅταν ἀγαπᾶμε τόν
Θεόν τότε τηροῦμε κατ’ ἐξοχήν τήν πρώτη ἐντολή («ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου
ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου, ἐξ
ὅλης τῆς καρδίας σου[2]»),
πού ἀπαιτεῖ τήν συγκέντρωση τοῦ νοῦ μας σ’ Αὐτόν, ἀλλά καί τό δόσιμο τῆς
καρδιᾶς μας πάλι σ’ Αὐτόν.
Πολλές
φορές παραπονιόμαστε ἐπειδή δέν μποροῦμε νά συγκεντρωθοῦμε στήν προσευχή. Ἡ αἰτία εἶναι, τό ὅτι δέν ἔχουμε ἀγαπήσει
ἀρκετά τόν Θεό. Ὅταν ἀγαπᾶς κάποιον καί τοῦ μιλᾶς, τό θεωρεῖς αὐτονόητο τό νά
τόν προσέχεις: Νά προσέχεις κατ’
ἀρχήν αὐτά πού ἐσύ τοῦ λές καί νά προσέχεις
ἐπίσης τό τί θά σοῦ πεῖ αὐτός. Ἔτσι θά
πρέπει νά συμβαίνει καί κατά τήν συνομιλία μας μέ τόν Θεό.
12.
Ἡ θεϊκή φλόγα
τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό.
«Ὅταν ἀνάψει ἡ πνευματική ἀγάπη»,
παρατηρεῖ ὁ Γέρων Παΐσιος, «φλογίζεται ὅλο τό στῆθος. Ὅλο τό στῆθος γίνεται μιά
φλόγα. Καίγεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν
μεγάλη γλυκιά φλόγα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Πετάει, ἀγαπάει μέ ἀγάπη πραγματική,
μητρική»[3].
Ἀγαπάει δηλαδή σάν μιά μητέρα.
Ἡ ἀγάπη τῆς μητέρας, ὅπως ξέρουμε χρησιμοποιεῖται ὡς πρότυπο ἀγάπης, διότι
χαρακτηρίζεται ἀπό τήν αὐτοθυσία, τήν ὑπομονή, τήν ἀρχοντιά, τήν μεγαλωσύνη.
Ἐν τούτοις καί αὐτή ἡ ἀγάπη
εἶναι φυσική. Ἡ μητρική ἀγάπη εἶναι μία χαρακτηριστικά μεγάλη, φυσική ἀγάπη,
πού μπορεῖ νά φθάσει μέχρι αὐτοθυσίας. Δέν
εἶναι ὅμως αὐτή ἡ τέλεια ἀγάπη. Ἡ τέλεια ἀγάπη εἶναι ἡ ὑπέρ φύσιν, αὐτή ἡ ὁποία
περιλαμβάνεται στόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, αὐτή στήν ὁποία εὐαρεστεῖται
ἀπόλυτα ὁ Θεός.
Γι’ αὐτό λέει ὁ Γέροντας ἐδῶ, ὅτι τοὐλάχιστον μιά τέτοια ἀγάπη, τήν ὁποία
ἔχει ἡ μάνα στό παιδί, πρέπει νά
καλλιεργήσουμε καί ἐμεῖς πρός τόν Θεό. Αὐτή ἄν ἀγωνιστοῦμε θά μᾶς ὁδηγήσει στήν
τέλεια ἀγάπη, πού εἶναι στοιχεῖο τοῦ καρποῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν αὐτή
ἀνάψει στόν ἄνθρωπο,
ἀγγίζει ὄχι μόνο τήν ψυχή ἀλλά καί τό σῶμα.
Φλογίζεται τό στῆθος, ὅπως λέει
ἐδῶ ὁ Γέροντας καί ἀνάβει μιά φωτιά μέσα στόν ὅλο ἄνθρωπο.
13.
Ἡ
πορεία πρός Ἐμμαούς
Σήμερα ὅσοι πήγατε νωρίς στήν
ἐκκλησία τό πρωί θά ἀκούσατε τό πέμπτο ἐωθινό
Εὐαγγέλιο, πού εἶναι ἡ πορεία πρός Ἐμμαούς. Μόλις οἱ τρεῖς συνοδοιπόροι ἔφθασαν
καί πῆγαν στό τραπέζι, ὁ Κύριος ἔκοψε τό ψωμί μέ τόν χαρακτηριστικό Του γνώριμο
τρόπο. Τότε ἦταν πού Τόν ἀναγνώρισαν. Τότε ἀκριβῶς ὁ Κύριος ἐξαφανίσθηκε ἀπό μπροστά τους . Οἱ δυό Ἀπόστολοι, ὁ Ἅγιος Λουκᾶς καί ὁ Ἅγιος
Κλεόπας μόλις κατάλαβαν ὅτι τόση ὥρα εἶχαν τόν Κύριο μαζί τους ἔκαναν μιά
ἀναδρομή σ’ αὐτά πού μόλις λίγο πρίν εἶχαν ζήσει.
«Δέν
θυμᾶσαι» ἔλεγαν ὁ ἕνας στόν ἄλλον «πώς ἤτανε καιομένη ἡ καρδία μας ἐνῷ βαδίζαμε μαζί Του στόν δρόμο;».
Εἶχε ἀνάψει ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα αὐτή ἡ φλόγα τῆς θεϊκῆς
ἀγάπης στήν καρδιά τους.
-Γιατί;
-Διότι
ὁ νοῦς τους ἦταν στόν Χριστό. Ὄχι μόνο
ὅταν συνομιλοῦσαν μαζί Του, χωρίς νά Τόν ἔχουν ἀναγνωρίσει, ἀλλά καί πρίν. Ἐνῶ βάδιζαν μόνοι τους καί ἦσαν
σκυθρωποί, ἐν τούτοις γιά τόν Χριστό λέγανε. Ἦταν κατσούφηδες. Ὁμιλοῦσαν ἀπογοητευμένοι,
διότι εἶχαν (ὅπως καί πολλοί ἄλλοι) μιά λάνθασμένη ἀντίληψη γιά τόν Χριστό. Ἐλπίζανε
ὅτι Αὐτός θά λύτρωνε τόν Ἰσραήλ, θά τούς ἐλευθέρωνε ἀπό τή Ρώμη, θά τούς
ἔφτιαχνε ἕνα μεγάλο κράτος. Παρ’ ὅλα αὐτά ὁ νοῦς τους ἦταν στόν Χριστό.
Ἔρχεται
μετά ὁ Χριστός καί τούς ἑρμηνεύει τίς Γραφές.
Τούς ἀνοίγει τόν νοῦ γιά νά καταλαβαίνουν τά Ἱερά Κείμενα τῆς Π.
Διαθήκης καί ἀρχίζει νά τούς ἐξηγεῖ τίς Προφητεῖες. Τούς ἀποδεικνύει ὅτι ἔπρεπε
νά περάσει ἀπό ὅλα αὐτά, πού πέρασε γιά νά φτάσει στήν δόξα Του.
Τούς ἐλέγχει: «Ω! ἀνόητοι καί βραδεῖς τῇ καρδίᾳ» τούς λέει καί τούς
ἐξηγεῖ ὅ,τι σχετίζεται μέ τό Πρόσωπό Του.
Ἐνῶ τούς ὁμιλεῖ, τούς μεταδίδει αὐτήν τήν θεϊκή
ἀγάπη· ἀνάβει μές στήν καρδιά τους αὐτήν τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Ἐκείνη τήν ὥρα
δέν τό συνειδητοποίησαν, διότι ἦταν ἀπορροφημένοι
ἀπό τά λόγια Του. Τό ἀντιλήφθηκαν ὅταν Ἐκεῖνος ἔγινε ἄφαντος, ὁπότε ἔκαναν αὐτήν
τήν ἀναδρομή. Κατάλαβαν τότε τί τούς συνέβη· ἦλθαν σέ μιά βαθύτερη αἴσθηση τοῦ
μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ.
[2]Μρ. 12, 30: «καὶ ἀγαπήσῃς Κύριον τὸν Θεόν
σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας
σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου. αὕτη πρώτη ἐντολή». Πρβλ. καί Ματθ. 22, 37.
Πηγή εἰκόνας: Ἱ. Ἡσυχ. Ἀνάστασις Χριστοῦ Ἐμμαούς, Ἅγ. Βασίλειος Λαγκαδᾶ.
Γιά να διαβάσετε όσα μέρη δημοσιεύτηκαν πατήστε Ἡ ἀγάπη τοῡ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.