Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

Σαν σήμερα κοιμήθηκε ο γέρος του Μωριά. (3 Απριλίου 1770 – 4 Φεβρουαρίου 1843)



Όσο και να αγωνίζονται τα νεοεποχίτικα φαντάσματα να αμαυρώσουν και να σπιλώσουν την μνήμη των ηρώων μας, δεν θα το καταφέρουν όσο και να προσπαθήσουν. Το σκοτάδι δεν μπορεί να εξαλείψει το φώς.
________

Κολοκοτρώνης Θεόδωρος (1770-1843)  

«Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την Επανάσταση,
δεν εσυλλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα,
ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις,
 ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: «που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά , ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία
της ελευθερίας μας,  και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί,
και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι,
μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό
και εκάμαμε την Επανάσταση».


Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Θεόδωρος ΚολοκοτρώνηςΘεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μοριά. Ο ανεπανάληπτος μέγας πολέμαρχος του ιερού Αγώνα, ο θρυλικός κλέφτης, η εξοχότερη πολεμική φυσιογνωμία της νεότερης ιστορίας μας. Μετά την αποτυχία της ορλοφικής επανάστασης, η οικογένειά του αναγκάστηκε να φύγει από το χωριό της το Λιμποβίσι της Καρύταινας, της σημερινής Γορτυνίας, και να καταφύγει στη Μεσσηνία. Τότε γεννήθηκε ο Κολοκοτρώνης, κάτω από ένα δένδρο, στο Ραμαβούνι Μεσσηνίας, τη Δευτέρα του Πάσχα (5-4-1770).
Πατέρας του ήταν ο θρυλικός κλέφτης Κωσταντής, που σκοτώθηκε το 1780 κατά την ηρωική έξοδο των Κολοκοτρωναίων από τον πύργο της Καστάνιτσας. Σκοτώθηκαν κι άλλοι πολλοί τότε από το σόι τους.
Ο δεκάχρονος Θοδωρής γλίτωσε με τη μητέρα του Ζαμπιά, το γένος Κωτσάκη, και με το θείο του Αναγνώστη, που τους πήρε για προστασία. Αργότερα, το 1785, εγκαταστάθηκαν κοντά στο Λοντάρι. Μα την ίδια χρονιά ο Θοδωρής, δεκαπέντε χρονών παλικάρι, έγινε κλέφτης και μετά αρματωλός στην επαρχία Λονταρίου. 
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με την παλικαριά, την αξιοσύνη του και την εξυπνάδα του γλίτωνε από όλες τις παγίδες που του έστηναν οι Τούρκοι, για να τον ξεκάμουν. Πατρογονικό ήταν το μίσος των Κολοκοτρωναίων προς τον κατακτητή. Ποτέ δεν είχαν συμβιβαστεί με την τυραννία, από την εποχή που ο Μοριάς έπεσε στους Τούρκους. Γιατί οι ρίζες των Κολοκοτρωναίων φτάνουν μέχρι και την Ενετοκρατία. Και μια και δεν κατάφεραν να τον εξοντώσουν, τον έκαμαν από δυο φορές αρματολό στο Λοντάρι και στην Καρύταινα και τον αναγνώρισαν δερβέναγα του Μοριά (1787). 
Τους μισθούς που έπαιρνε τότε, τους μοίραζε σ’ όλα τα καπετανάτα του Μοριά.Κάποτε όμως οι Τούρκοι θέλησαν να ξεπαστρέψουν την κλεφτουριά. Ο Σoυλτάνος υποχρέωσε τον Πατριάρχη να εκδώσει αφοριστικό έγγραφο (1805), όχι μόνο για τους κλέφτες, μα και για όσους τους έκρυβαν και τους περιέθαλπαν. Και υποχρέωνε το έγγραφο τους Ρωμιούς σαν καλούς ραγιάδες να τους προδίδουν και να τους καταδιώκουν. Αλίμονο σ’ εκείνους που προσέφεραν προστασία στους επικηρυγμένους κλέφτες.
Οι Τούρκοι σούβλιζαν ομαδικά τους γιατάκηδες. Έτσι τους έλεγαν, όσους παρείχαν άσυλο στους κλέφτες. Οι διωγμοί άρχισαν το Γενάρη του 1806. Έπεσε μεγάλος φόβος. Όλοι φοβούνταν το μαχαίρι του τυράννου και τις κατάρες του πατριαρχείου. Η κλεφτουριά δέχτηκε τέτοιο κτύπημα, που δεν μπόρεσε να ξανασηκώσει κεφάλι μέχρι το 1821.

Άλλοι χάθηκαν κι άλλοι κατέφυγαν στα Επτάνησα. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, που κατέφυγε στη Ζάκυνθο τον Μάιο του 1806. Μα και πάλι δεν ησύχασε, μόνο με ένα καραβάκι και όπως αλλιώς μπορούσε πολεμούσε εναντίον των Τούρκων με το ξέσπασμα του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1807). Ύστερα υπηρέτησε στον Αγγλικό στρατό με το βαθμό του μαγιόρου (Ταγματάρχη). Κατάλοιπο της υπηρεσίας εκείνης ήταν η γνωστή σ’ εμάς εντυπωσιακή περικεφαλαία.
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης Θεόδωρος ΚολοκοτρώνηςΣτη Φιλική Εταιρεία κατηχήθηκε από τον Αναγνωσταρά στη Ζάκυνθο (1818). Εκείνη την εποχή έκανε τον ζωέμπορο και τον χασάπη, για να ζήσει την οικογένειά του, γιατί από το 1816 δεν ήταν πια αξιωματικός των Άγγλων, αφού οι τελευταίοι διέλυσαν τα Ελληνικά τάγματα μετά την ήττα του Ναπολέοντα.
Ο Κολοκοτρώνης είχε παντρευτεί είκοσι χρονών την Κατερίνα Καρούτσου, της οποίας τον πατέρα, πρόκριτο Λονταρίου, είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι. Μ’ αυτήν είχε αποκτήσει τρεις γιους και δυο θυγατέρες.
Ζούσε ακόμα κι η μάνα του η Ζαμπία. Και ούτε πείνασε η οκταμελής οικογένειά του, ούτε ο ίδιος έγινε βάρος σε κανέναν, αλλά εργαζόταν και εξοικονομούσε τίμια το ψωμί τους.
Τώρα πια περίμενε την ώρα του σηκωμού.
Τον Γενάρη του 1821 από τη Ζάκυνθο πέρασε στην Καρδαμύλη της Μάνης, όπου φιλοξενήθηκε από τον πατρικό του φίλο Παν. Μούρτζινο. Συμφιλίωσε τους Μανιάτες και συνεργάστηκε με τον Νικηταρά, τον Παπαφλέσσα, τον Αναγνωσταρά και άλλους ενόψει της επανάστασης. Στο εξής η δράση του είναι έντονη και συνεχής. 
Συμμετείχε στην κατάληψη της Καλαμάτας (23 Μαρτίου) και στη συνέχεια πολιόρκησε την Τριπολιτσά, πιστεύοντας πως έπρεπε να πέσει στα χέρια των Ελλήνων η πρωτεύουσα του Μοριά, για να ορθοποδίσει ο αγώνας. Έτσι, παρά την αντίθετη γνώμη του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και άλλων, ξεκίνησε με 300 περίπου εναντίον της Τρίπολης, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Παπαφλέσας με τον Νικηταρά. Η πρώτη μάχη του αγώνα δόθηκε από τον Κολοκοτρώνη έξω από την Καρύταινα (27 Μαρτίου), όπου σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν στον Αλφειό ποταμό 500 περίπου από τους Τούρκους, που τρέχανε για να σωθούν στην Τρίπολη. Αλλά στη συνέχεια οι Τούρκοι με γιουρούσια απωθούσαν τους Έλληνες, οι οποίοι σκόρπιζαν εδώ κι εκεί, μαθημένοι στον κλεφτοπόλεμο, χωρίς να πειθαρχούν. Ο Κολοκοτρώνης, ύστερα από πρόταση του Κανέλλου Δεληγιάννη, ανέλαβε να οργανώσει τα γύρω από την Τρίπολη στρατόπεδα, να εμπνεύσει πειθαρχία στα παλικάρια και να σκάψει λαγούμια. Αποτέλεσμα της στρατηγικής του Γέρου ήταν να κερδίσουν οι Έλληνες λαμπρή νίκη στο Βαλτέτσι (12-13 Μαΐου) και κατόπιν στα Δολιανά και στα Βέρβενα. Ο κλοιός γύρω από την Τρίπολη άρχισε να σφίγγει, οργανώθηκε και το στρατόπεδο των Τρικόρφων, έφτασε μετά και ο Δημήτριος Υψηλάντης και η Τρίπολη έπεσε στα χέρια των Ελλήνων στις 23 Σεπτεμβρίου. Εκεί φάνηκαν οι οργανωτικές και στρατηγικές ικανότητες του Κολοκοτρώνη.

«Όταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: «Άϊντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί», και διέταξα και το έκοψαν».



Theodoros Kolokotronis -Lithography by Karl Krazeisen (1794-1878) 

Theodoros Kolokotronis - Lithography by Karl Krazeisen (1794-1878) Στη συνέχεια ήθελε να πάει στην Πάτρα, με την ελπίδα ότι οι έγκλειστοι στο κάστρο Τουρκαλβανοί θα παραδίδονταν, επειδή μόνο αυτόν εμπιστεύονταν.
Όμως, οι άρχοντες της Αχαΐας έγραψαν να μην πάει, επειδή ανησυχούσαν από τις επιτυχίες των στρατιωτικών και ήθελαν να κάμουν κι εκείνοι κάτι.
Ο Κολοκοτρώνης τελικά δεν πήγε, μια και απειλούσαν κιόλας, με αποτέλεσμα η Πάτρα να παραμείνει στα χέρια του εχθρού μέχρι το τέλος της επανάστασης. Έτσι φάνηκε η ανικανότητα των πολιτικών στα πεδία της μάχης και ο φθόνος, τον οποίο έτρεφαν προς τους στρατιωτικούς με τα λαμπρά κατορθώματά τους.
Γιατί και την επόμενη χρονιά έτρεξε στην πολιορκία της Πάτρας, αλλά η κυβέρνηση που είχε προκύψει από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, αντί να τον ενισχύσουν με κάθε τρόπο, του δημιουργούσαν προβλήματα και υπονόμευαν τη στρατηγική του, μέχρι που έληξε άδοξα η πολιορκία της Πάτρας και ο Κολοκοτρώνης αποσύρθηκε προσωρινά στην Τρίπολη.
Εν τω μεταξύ είχε καταλάβει την Ακροκόρινθο, χωρίς να νοιαστεί για όσα γίνονταν στην Επίδαυρο από τους πολιτικούς κατά την Α΄ Εθνοσυνέλευση, που ενδιαφέρονταν μόνο για τα αξιώματα και τις υψηλές θέσεις. 
Εκεί όμως όπου ο Κολοκοτρώνης δοξάστηκε σώζοντας την επανάσταση από τη στρατιά του Δράμαλη, ήταν τα Δερβενάκια (26-28 Ιουλίου 1822, Εφάρμοσε τη στρατηγική της καμένης γης στο Άργος και ο Δράμαλης αποφάσισε να επιστρέψει στην Κόρινθο. Και όμως ο Κολοκοτρώνης δεν πίστεψε τον προδότη που ορκιζόταν πως ο Δράμαλης θα προχωρούσε για την Τρίπολη. Ο Γέρος μάζεψε τα παλικάρια, τους μίλησε και τα έκανε να χλιμιντράνε σαν άλογα. Ακολούθησε η λαμπρή νίκη στα Δερβενάκια, τη στιγμή που οι πολιτικοί τρομοκρατημένοι είχανε μπει στα καράβια, για να γλιτώσουν. Αυτή τη δόξα οι πολιτικοί την «αντάμειψαν» στη Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους, χαρίζοντας το βαθμό του στρατηγού σε 50 ακόμη ανθρώπους, για να μειώσουν τον Κολοκοτρώνη. Είναι φανερό πως ο Μαυροκορδάτος και οι άλλοι ανησύχησαν τόσο πολύ από τις συνεχείς επιτυχίες των στρατιωτικών και του Κολοκοτρώνη ιδιαίτερα, που δεν τους ενδιέφερε καλά καλά η πορεία του αγώνα όσο η προσωπική τους εξασφάλιση. Αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσει ο εμφύλιος πόλεμος (1824), ο οποίος τόσο ζημίωσε την επανάσταση. Ο Κολοκοτρώνης έχασε στον εμφύλιο το γιο του Πάνο (13-11-1824) και ο ίδιος, συντριμμένος από την απώλεια του γιου του, παραδόθηκε στους εχθρούς του, οι οποίοι τον φυλάκισαν στην Ύδρα (Φεβρ. 1825). Την εποχή εκείνη ξεμπάρκαραν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ στο Μοριά. Στη δύσκολη στιγμή ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε, γιατί δεν υπήρχε άλλος τόσο ικανός ν’ αντιμετωπίσει το φοβερό εχθρό, ο οποίος κατέστρεφε τον Μοριά και έσπερνε παντού τον πανικό. Ο λαός κοίταζε πώς να γλιτώσει, εγκαταλείποντας χωριά και πόλεις, και ο Κολοκοτρώνης πάσχιζε μέσα από πολλές δυσκολίες να μαζέψει παλικάρια και να συγκροτήσει στρατό. Αλλά δεν μπορούσε να κτυπήσει τον Ιμπραήμ και περιοριζόταν στην τακτική του κλεφτοπολέμου. Παράλληλα κοίταζε πώς να κρατήσει το ηθικό του πληθυσμού. Γιατί ο κόσμος υπέκυπτε και δήλωνε υποταγή στον Ιμπραήμ. Οπότε ο Γέρος έδωσε μάχη και κατά του προσκυνήματος με το καλό και με το άγριο («φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους»).

«O Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους, και παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα. Και αν ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου».    

Ο Κολοκοτρώνης στάθηκε στο πλευρό του Καποδίστρια όπως και πολλοί άλλοι τίμιοι αγωνιστές και πατριώτες (Νικηταράς, Πλαπούτας, Κανάρης κ.ά.π.). Κι όμως λίγο αργότερα κατηγορήθηκε για συνωμοσία κατά του θρόνου και της αντιβασιλείας, τον συνέλαβαν (Σεπτ. 1833) και τον φυλάκισαν στην Ακροναυπλία. Δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο με τον Πλαπούτα, που είχε θεωρηθεί συνένοχος. Την απόφαση δεν υπέγραψαν οι έντιμοι δικαστές Γεώργιος Τερτσέτης και Αναστάσιος Πολυζωίδης. Ο κόσμος αγανάκτησε στην είδηση και οι ξένοι δεν τόλμησαν να σκοτώσουν τους αγωνιστές. Η κατακραυγή του πλήθους των απλών Ελλήνων ανάγκασε τον βασιλιά Όθωνα – με το πρόσχημα του γιορτασμού της ενηλικίωσής του– να τους χορηγήσει αμνηστεία (Μάιος 1835). Ο Θ. Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε τ’ απομνημονεύματά του στον Γεώργιο Τερτσέτη. Ο ίδιος ήξερε να διαβάζει — αγαπούσε πολύ την ιστορία –, αλλά με δυσκολία έγραφε. Το έργο του διακρίνεται για το κοφτό ύφος και τη συντομία στην έκφραση και είναι πολύτιμη ιστορική πηγή, για πολλούς λόγους, αλλά και διότι όσους τον αδίκησαν και τον έβλαψαν τους κρίνει μεγαλόψυχα χωρίς κανένα πάθος και χωρίς μνησικακία. Γι’ αυτό πιστεύεται ότι είναι γραμμένο αμερόληπτα.

Ο Κολοκοτρώνης υπήρξε ο κορυφαίος του μεγάλου Αγώνα και η συμβολή του στην υπόθεση της ελευθερίας μοναδική και ασύγκριτη. Πέθανε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 1843 σε ηλικία 73 ετών από συμφόρηση. Τον έθαψαν στο Α΄ νεκροταφείο της Αθήνας. Τα οστά του σήμερα βρίσκονται στο ηρώο της Τρίπολης, στο πεδίο του Άρεως.


Πηγές
  • Οδυσσέα Κουμαδωράκη, « Άργος το πολυδίψιον » Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.
  • Φωτίου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου, Πρώτου Υπασπιστού του Θ. Κολοκοτρώνη. « Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών », Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου 1888.
___________________

Κολοκοτρώνης – Ο Λόγος του στην Πνύκα (1838)


“Κατά την 7 ‘Οκτωβρίου ο στρατηγός Θ. Κολοκοτρώνης, σύμβουλος εν ενεργεία, επισκεφθείς το Ελληνικόν Γυμνάσιον της καθέδρας ηκροάσθη μίαν και ημίσειαν ώραν τον πεπαιδευμένον γυμνασιάρχην κ. Γεννάδιον παραδίδοντα. Ενθουσιασθείς και από την παράδοσιν και από την θέαν τοσούτων μαθητών είπε προς τον Γεννάδιον, την οποίαν συνέλαβεν επιθυμίαν του να ομιλήση, ει δυνατόν, και ο ίδιος προς τους νέους μαθητάς. Την πρότασίν του αυτήν απεδέχθη ο κ. Γυμνασιάρχης με την μεγαλυτέραν ευχαρίστησαν και προσδιόρισε την 10ην ώραν της επιούσης ως ημέρας εορτασίμου. Αλλά το πλήθος των μαθητών και ή στενότης του Γυμνασίου παρεκίνησε τους διδασκάλους να εξέλθωσιν εις την Πνύκα, ως μέρος ευρύχωρον και μεμακρυσμένον οπωσούν. Την επαύριον, δυο απεσταλμένοι μαθηταί επροσκάλεσαν από της οικίας του τον στρατηγόν Κολοκοτρώνην εις την Πνύκα. Οι κάτοικοι των Αθηνών ηγνόουν μέχρις εκείνης της στιγμής την περίστασιν ταύτην. Άμα ή φήμη διεδόθη, συνέρρευσε πλήθος διαφόρων επαγγελμάτων και τάξεων άνθρωποι. Ο δε στρατηγός Κολοκοτρώνης, περιτριγυρισμένος και από τους μαθητάς και από τούτους επί του βήματος της Πνυκός ομίλησε τον ακόλουθον λόγον, του οποίου εγγυώμεθα το ακριβές, καθ’ όσον δυνάμεθα να ενθυμηθώμεν”. Εφημερίς “ΑΙΩΝ”, 13 Νοεμβρίου 1838.

Παιδιά μου!
dervenakiaΕις τον τόπο* τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους όποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος μας και προ αυτού και ύστερα απ’ αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ’ αυτά να κάμομε συμπερασμούς και διά την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και διά τους παλαιούς Έλληνας, όποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, όποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, διά ταύτα σας λέγουν καθ’ ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.
Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους όποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφ’ ου ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιο του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους αλλ’ απλούς ανθρώπους, χωρικούς και ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητας και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμει τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.
Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοιαν και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι και τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, διά να αλλάξει ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον έναν έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ (αντιβασιλέα), έναν πατριάρχη, και του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες (προεστοί) εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξις, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέροντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμέρα χειρότερα, διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές όπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Και τοιουτοτρόπως κάθε ήμέρα ο λαός ελίγνευε και επτώχαινε.

Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετέφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς όπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποιους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποιαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν ή Εταιρεία.
Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πώς δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: “πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα;”, άλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας ή επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι, εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, ή γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή ή ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν αρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε!.
Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ’ αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Άλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ίσως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί. Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ’ επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.
Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν και το εμπόριο και ή γεωργία και οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα ή παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει. Αλλά διά να αυξήσομεν, χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η όποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου. Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας, δεν είναι προσωρινός, αλλ’ η βασιλεία του είναι διαδοχική και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν κι εσείς και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία. Και αυτοί, οι Εβραίοι, οι όποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους.
Να μην έχετε πολυτέλεια, να μην πηγαίνετε εις τους καφενέδες και τα μπιλιάρδα. Να δοθείτε εις τας σπουδάς σας και καλύτερα να κοπιάσετε ολίγον, δύο και τρεις χρόνους και να ζήσετε ελεύθεροι εις το επίλοιπο της ζωής σας, παρά να περάσετε τέσσαρους – πέντε χρόνους τη νεότητά σας, και να μείνετε αγράμματοι. Να σκλαβωθείτε εις τα γράμματα σας. Να ακούετε τας συμβουλάς των διδασκάλων και γεροντοτέρων, και κατά την παροιμία, “μύρια ήξευρε και χίλια μάθαινε”. Η προκοπή σας και ή μάθησή σας να μην γίνει σκεπάρνι μόνο διά το άτομό σας, αλλά να κοιτάζει το καλό της κοινότητος, και μέσα εις το καλό αυτό ευρίσκεται και το δικό σας [καλό].


Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος, και διά τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοί σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, διά να ωφεληθείτε από τα περασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχόνοιας, την οποίαν να αποστρέφεστε, και να έχετε ομόνοια.
Εμάς μη μας τηράτε, πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ’ ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθεί η νύκτα και η αυριανή ήμέρα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε και διά να γίνει τούτο πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία!

Υποσημείωση

* Με το όνομα Πνύκα φέρεται η περιοχή όπου συνεκαλείτο η Εκκλησία του Δήμου, δηλαδή η Συνέλευση των Αθηναίων στην αρχαιότητα, από τον 6ο αιώνα μέχρι το τέλος του 4ο αιώνα π.Χ.. Βρίσκεται στο μέσον της κατά διεύθυνση Βορά Νότου λοφοσειράς έναντι και Δυτικά της Ακρόπολης και μεταξύ των ακραίων υψωμάτων, του λόφου Νυμφών (βόρειο άκρο) και λόφου Μουσών ή Φιλοπάππου (νότιο άκρο). Από το αρχαίο “βήμα” του ιερού χώρου αυτού αγόρευσαν σπουδαίοι πολιτικοί, στρατηγοί και ρήτορες όπως ο Θεμιστοκλής, ο Περικλής, ο Δημοσθένης, ο Αισχίνης κ.ά.


argolikivivliothiki.gr 


________________



Η διαθήκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, 3 Μαΐου 1841


Ο Κολοκοτρώνης υπήρξε ο κορυφαίος του μεγάλου Αγώνα και η συμβολή του στην υπόθεση της ελευθερίας μοναδική και ασύγκριτη. Πέθανε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 1843 σε ηλικία 73 ετών από συμφόρηση. Το Μάιο του 1841 ευρισκόμενος στο κτήμα του,  πέριξ του Ναυπλίου, κάλεσε το Συμβολαιογράφο Χαράλαμπο Παπαδόπουλο και συνέταξε τη διαθήκη του, την οποία ο ιστορικός Τάκης Κανδηλώρος* δημοσίευσε στην «Αρκαδική Επετηρίς» το 1906.       
(Αριθμός Συμβολαίου 12776, σελίς 567)

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία, A. Friedel, 1827.

Κατά το χιλιοστόν οκτακοσιοστόν τεσσαρακοστόν πρώτον έτος, την τρίτην του μηνός Μαΐου, ημέραν Σάββατον, ώραν εβδόμην πριν της μεσημβρίας, πα­ρουσιασθείς εν τω συμβολαιογραφικώ μας γραφείω και οικία μου υπ’ αριθ. 37 τριάκοντα επτά, τη κειμένη παρά τω ανακτορίω, ενώπιον εμού του υπογεγραμμένου Συμβολαιογράφου Ναυπλίας Χαραλάμπους Παπαδοπούλου, κα­τοίκου Ναυπλίου, ο κύριος Ιωάννης του ποτέ Γεωργίου Κουτζοπαπά από το χωρίον Αχούρια της Μαντινείας, γνωστός μας υπηρέτης προ πολλών ετών του αντιστρατήγου κυρίου Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, ευρισκόμενος ήδη παρ’ αυτώ, μοι είπεν ότι απεστάλη πάρα του ειρημένου αντιστράτηγου κυρίου Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, να με προσκαλέση δια να απέλθω εις την εκλαμπρότητά του, κάτοικον μεν εις Αθήνας, αλλ’ ήδη διαμένοντα προς το παρόν εις το πέριξ της Ναυ­πλίας κτήμα του ονομαζόμενον Κιουλουτεπέ.
Όθεν παραλαβών δύο μάρτυρας τους κυρίους τον Συνταγματάρχην Στρατιωτικόν Νομοεπιθεωρητήν Αργολιδοκορινθίας Αλέξιον Βλαχόπουλον και Νικόλαον Σπηλιάδην, κτηματίαν, κα­τοίκους Ναυπλίου κατά την ενορίαν της Παναγίας γνωστούς μας πολίτας Έλλη­νας και ασχέτους πάσης συγγενείας με την εκλαμπρότητά του και απήλθον εις το πέριξ της Ναυπλίας μνησθέν κτήμα του μετά των ειρημένων μαρτύρων, όπου εύρον την εκλαμπρότητά του τον γνωστόν μας αντιστράτηγον κύριον Θεόδωρον Κολοκοτρώνην υγιαίνοντα και έχοντα τας φρένας του σώας, τον οποίον ερωτήσας διατί με προσεκάλεσεν, απεκρίθη και ενώπιον των μαρτύρων, ότι θέλω να μου γράψης την διαθήκην.
Όθεν προσεκάλεσα τους διαληφθέντας μάρτυρας να ορκισθώσιν δια να φυλάξωσι μυστικόν ό,τι ήθελον ακούσει εις την παρούσαν δια­θήκην του, μέχρι δηλαδή της αποβιώσεως του ειρημένου αντιστράτηγου κυρίου Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, οίτινες επιθέσαντες τας χείρας των επί της εικόνος της Θεοτόκου ωρκίσθησαν ως εφεξής: «και ορκιζόμεθα να φυλάξωμεν μυστικόν ό,τι ήθελεν ακούσωμεν εις την παρούσαν διαθήκην του αντιστρατήγου κυρίου Θεο­δώρου Κολοκοτρώνη μέχρι της αποβιώσεώς του».
Μετά δε την ορκοδοσίαν των μαρτύρων ήρξατο ο μνησθείς διαθέτης, η εκλαμπρότης του ο αντιστράτηγος κύριος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, να ομολογή ιδίω του στόματι οικειοθελώς και απαραβιάστως ενώπιόν μου και των ειρημένων μαρτύρων, του οποίου τους λόγους γράφω εγώ ο υπογεγραμμένος συμβολαιογράφος  Ναυπλίας Χαράλαμπος Παπαδόπουλος εις την παρούσαν διαθήκην του απαραλλάκτως και αυτολεξεί, ως εφεξής :
«Ζητώ από τον Θεόν συγχώρησιν και από εχθρούς και από φίλους και από συγγενείς. Αποφασίζω και αφίνω κληρο­νόμους τα παιδιά μου τον Γενναίον και Κωνσταντίνον και Παναγιωτάκην και να λάβουν από όσην περιουσίαν και αν έχω κινητά και ακίνητα να γίνη εις τρία μερίδια, να λάβη εν μερίδιον ο Γενναίος, ένα μερίδιον ο Κωνσταντής και ένα μερίδιον να ήνε δι’ εμέ τον πατέρα τους αλλά όσον ζω εγώ όλη η περιουσία μου να ήνε εδική μου και όντας πεθάνω εγώ τότε να γίνη η μοιρασιά καθώς λέγω επάνω και αφ’ ου πεθάνω το ιδικόν μου μερίδιον να λάβη δύο μερίδια ο Γενναίος και ένα μερίδιον ο υιός μου Παναγιωτάκης, τον οποίον απέκτησα με την Μαργαρίτανκηρύττω και αναγνωρίζω ως υιόν μου και ως τοιούτον να τον γνωρίζουν και τα άλλα μου παιδιά και αφού γενή είκοσι χρονών τότε να λάβη το μερίδιόν του καθώς λέγω και ας ζήση με την μάνα του, ή όπως στοχασθή αυτός μόνος του, και αν πεθάνη ο Παναγιωτάκης, τότε το με­ρίδιον του, δηλαδή την κληρονομίαν όπου του δίδω, να την λάβουν τα παιδιά μου ο Γενναίος και Κωνσταντίνος και της μητρός του να έχουν να τής δίδουν πέ­ντε χιλιάδες δραχμαίς δια τα γερατειά της και εν όσω ζη ο Παναγιωτάκης και γενή είκοσι χρόνων καθώς είπα να ήνε και η μάνα του μαζή εις το σπίτι μας και να συζή και τρέφεται με το παιδί της και η περιουσία μου, όση είνε και ορίζω κατ’ ευθείαν εις το όνομα μου και εις το όνομα του Γενναίου ακίνητα κτήματα, αυτοκίνητα, κινητά ήγουν τζεβαϊρικά ασημικά, άρματα σκεύη και έπιπλα του σπητιού να μοιρασθούν όλα κατά τον ανωτέρω τρόπον. θυγατέρα του Αγγελή Βελισσάρη από τα Χαλικιάνικα, τον οποίον Πα­ναγιωτάκην να έχουν τα παιδιά μου ο Γενναίος και Κωνσταντίνος μέσα εις το σπίτι μας, να τον αναθρέψουν και να τον σπουδάσουν, ώστε να γενή είκοσι χρο­νών και τον οποίον Παναγιωτάκην τον
Με όλον ότι είνε εις όνο­μα του Γενναίου τα κτήματα και αυτός τα καλλιεργεί και ενεργεί όλας μας τας υποθέσεις, άλλα όλα αυτά αποκτήθησαν εν ονόματι του οσπητιού μας και δια της συνδρομής της εδικής μου και της πατρικής ενεργείας, τόσον με λόγον, κα­θώς και με έργον και με χρήματα αλλά όλη η περιουσία του οσπητιού μας, κα­θώς επάνω λέγω εις την παρούσαν μου διαθήκην να μοιρασθή καθώς διατάττω χωρίς να γίνη διαφορετικά.
Ο Γενναίος, επειδή είνε ο μεγαλήτερος των παιδιών μου, αυτός να εκτέλεση την διαθήκην μου και να μοιράση, καθώς λέγω, χωρίς να αδικηθή κανένα μου από τα παιδιά εις το παραμικρόν.
Τα ζαπράζια (: ασημένια κοσμήματα της πα­ραδοσιακής φορεσιάς), όπου έχω από τον πατέρα μου, να τα πάρη ο υιός μου Κωνσταντίνος γιατί του τα είχα προ καιρού χαρισμένα. Η Γεωργίτσα του Γεν­ναίου να προικισθή από μέσα το σπίτι μας δηλαδή από το κοινόν. Την εικόνα, όπου μου έχει χαρισμένην ο στρατηγός Ρεβελιώτης και το σπαθί μου όπου φορώ, να το λάβη ο υιός μου Παναγιωτάκης και να μην εμπούν σε μοίρασμα και ο Κωνσταντίνος ο υιός μου να παντρευθή μέσα από το σπίτι μας, δηλαδή όλα τα έξοδα. Την ταμπακέρα, όπου έχω από τον Κυβερνήτην, την χαρίζω του έγγονά μου του Κωνσταντάκη του Γενναίου. Αυτή η υστερνή μου θέλησις, και καθώς παραγγέλλω να εκτελεσθή η παρούσα μου διαθήκη, χωρίς καμμία φιλονεικία μεταξύ των παιδιών μου, εις τα οποία αφίνω την πατρικήν μου ευχήν, καθώς και εις όλους τους συγγενείς και φίλους μου και εχθρούς μου, αν είχα.
Η περιουσία μου συνίσταται εις σπίτια, αμπέλια, σταφίδες, περιβόλια, μύλους, δέντρα διάφορα, πρόβατα, ασημικά, τζεβαϊρικά (: κοσμήματα), άρματα, σκεύη διάφορα, τραπέζας και λοιπά και να μοιρασθή μετά τον θάνατον μου, καθώς διέ­ταξα».
Τον ερώτησα αν έχη ευχαρίστησιν να αφήση τινά βοήθειαν εις φιλανθρωπικά καταστήματα, απεκρίθη: «έκαμα ό,τι ημπόρεσα και θέλω κάμει όσον θα ζήσω».
Ταύτα ωμολόγησεν ενώπιον μου και των μαρτύρων ο διαθέτης κύριος Θεό­δωρος Κολοκοτρώνης οικειοθελώς ιδίω αυτού στόματι, και ταύτα πάντα έγρα­ψα εγώ ο υπογεγραμμένος Συμβολαιογράφος Ναυπλίας Χαράλαμπος Παπα­δόπουλος εις την παρούσαν του διαθήκην αυτολεξεί, ως εξεφράσθη, την οποίαν ταύτην διαθήκην του, αφ’ ου ανέγνωσα ευκρινώς ενώπιόν του και των ειρημέ­νων μαρτύρων και αφού παρετήρησαν αυτήν και οι μάρτυρες, ότι έγραφα απαραλλάκτως κατά τας διατάξεις του αυτού διαθέτου, υπεγράφη παρά της εκλαμπρότητός του ιδιοχείρως του, υπεγράφη παρά των μαρτύρων και παρ’ εμού του Συμβολαιογράφου Χαράλαμπους Παπαδοπούλου.
 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Αλέξιος Βλαχόπουλος μάρτυς
Νικόλαος Σπηλιάδης μάρτυς
Ο Συμβολαιογράφος
Χαράλαμπος Παπαδόπουλος
  
Υποσημείωση


* Ο Τ. Χ. Κανδηλώρος [1874-1934] ήταν δικηγόρος στον Πύργο, έπειτα διορίστηκε στο Υπουργείο Οικονομικών και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε με ιστορικές και άλλες μελέτες. Έγραψε την “Ιστορία της Δημητσάνης” και την “Ιστορία της Γορυτνίας”, τη “Βιογραφία του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε’”, τη “Δίκη του Κολοκοτρώνη”, τον “Αρματωλισμό της Πελοποννήσου” και άλλα βιβλία, ιστορικά, λαογραφικά κλπ. Το 1903 εξέδωσε την “Αρκαδική επετηρίδα”, σε 2 τόμους [1903 και 1906]. Ο Κανδηλώρος υπήρξε πρωτοπόρος στην έρευνα της ιστορίας της Δημητσάνας, της Γορτυνίας και της Πελοποννήσου γενικότερα. Τα έργα του διαβάζονται με ενδιαφέρον και σήμερα, διότι περιέχουν αξιόλογες ιστορικές πληροφορίες.

Πηγές


  • Τάκης Χ. Κανδηλώρος, «Η διαθήκη του Κολοκοτρώνη», Αρκαδική Επετηρίς 2, 1906.
  • Δημήτρης Δημητρόπουλος, «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης», Τα Νέα, Αθήνα, 2009.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.