Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011
Ό φίλος των αγγέλων
Ο ΑΓΙΟΣ Νήφων, επίσκοπος Κωνσταντιανης, αρχαίος ιεράρχης της Αλεξανδρινής Εκκλησίας και σύγχρονος του Μ. Αθανασίου (4ος αι.), αξιώθηκε νά δει στήν επίγεια ζωή του πλήθος οραμάτων, κι ανάμεσα σ’ αυτά πολλές αγγελοφάνειες.
Ήταν οικείος και αγαπητός στους αγγέλους. Συχνά του φανερώνονταν, χάρη στήν αγία του βιοτή, και του αποκάλυπταν μυστήρια του ουρανού, ωφέλιμα και διδακτικά σέ όλους.
Νέος ακόμα ο άγιος, ζώντας στήν Κωνσταντινούπολη, υποχώρησε στήν κακή επιθυμία.
Οι δαίμονες πανηγύρισαν γιά τήν ήττα του, πού είχαν προκαλέσει οι ίδιοι με φοβερούς πειρασμούς.
Εκείνος όμως, μετανοημένος, τα έβαλε με τή σάρκα του κι άρχισε μ’ όλη του τή δύναμη νά χτυπάει τό πρόσωπο του. Πύρινη προσευχή έβγαινε από τα χείλη του με κατάνυξη και συντριβή.
Αμέσως παρουσιάστηκε άγιος άγγελος και τόν στεφάνωσε γιά τή μετάνοια του. “Ύστερα άπλωσε ένα σχοινί κι έδεσε όλους μαζί τούς δαίμονες, πού τόν είχαν ρίξει στήν αμαρτία. Και βγάζοντας έναν-έναν, τούς έδινε άπό χίλιους ραβδισμούς, λέγοντας:
- “Άλλη φορά νά μή γίνεστε αιτία νά χτυπούν οι δούλοι του Θεού τό κορμί τους!
Ό άγγελος τούς τυράννησε γιά πολύ, κι οι δαίμονες χάλαγαν τόν κόσμο με τις κραυγές τους. Από τότε, όταν έβλεπαν τό Νήφωνα, γίνονταν άφαντοι, γιατί φοβούνταν τό ξύλο…
Κάποτε, περνώντας έξω άπό ένα κακόφημο σπίτι, είδε έναν άνθρωπο ευγενικό αλλά θλιμμένο. Έκλαιγε, έχοντας τό πρόσωπο σκεπασμένο με τις παλάμες του και προσευχόταν στενάζοντας.
- Τί συμβαίνει, αδελφέ; τόν ρώτησε ο άγιος. Γιατί είσαι τόσο θλιμμένος;
- Είμαι άγγελος Κυρίου, Νήφων. Αυτή τή στιγμή, μέσα σέ τούτο δω τό καταγώγιο, αμαρτάνει με κάποια γυναίκα ο άνθρωπος πού μου ανέθεσε ο Θεός νά προστατεύω. Πώς νά μή θρηνώ γιά τήν εικόνα του Θεού, πού κατρακύλησε τόσο;
- Γιατί δέν τόν νουθετείς νά σταματήσει τήν αμαρτία;
- Δέν μπορώ νά τόν πλησιάσω. ‘Απ’ τή στιγμή πού άρχισε, έγινε δούλος των δαιμόνων, κι έτσι εγώ δέν έχω εξουσία επάνω του.
- Πώς δέν έχεις εξουσία! Δέν σού εμπιστεύθηκε ο Θεός τή σωτηρία του;
- ο Κύριος μας έπλασε τόν άνθρωπο αυτεξούσιο, αποκρίθηκε ο άγγελος, και τόν άφησε νά πορευθεί στό δρόμο πού του αρέσει. Λοιπόν, τί νουθεσία νά του δώσω, άφού ο ίδιος ο Χριστός, με τό δικό Του στόμα, νουθετεί και διδάσκει ν’ απέχουν όλοι άπό τήν αμαρτία;
- Και γιατί σήκωνες τα χέρια σου στόν ουρανό και αναστέναζες;
- Έβλεπα γύρω του τούς δαίμονες νά τραγουδούν, νά παίζουν κιθάρα, νά χτυπούν παλαμάκια και νά τόν περιγελούν. Γι’ αυτό παρακαλούσα τό Θεό νά τόν λυτρώσει, και νά χαρώ έτσι κι εγώ γιά τήν επιστροφή του.
Μιά μερα ο όσιος αξιώθηκε νά δει τήν ακόλουθη οπτασία: Περνώντας έξω από ένα σπίτι, είδε μεσα καθισμένους στό τραπέζι τόν οικοδεσπότη με τή γυναίκα και τα παιδιά του. Γύρω τους είδε νά παραστέκουν κάποιοι λαμπροντυμενοι νέοι.
“Τί συμβαίνει;” αναρωτήθηκε. “Οι καθιστοι είναι πάμπτωχοι, ενώ οι όρθιοι λαμπροντυμένοι!”.
Αυτοί οι νέοι, καθώς του φανέρωσε ο Θεός, ήταν άγγελοι. “Εχουν εντολή νά παραστέκουν στους χριστιανούς τήν ώρα του φαγητού με σταυρωμένα χέρια, σάν καλοι δούλοι.
“Αν όμως ακούσουν στό τραπέζι κατάκριση ή οποιαδήποτε άλλη κακολογία, φεύγουν αμέσως όπως οι μέλισσες απ’ τόν καπνό. Στή θέση τους τότε έρχεται ένα μαύρο δαιμόνιο και κυλιέται ανάμεσα στους συνδαιτημόνες.
Με πολλή χαρά ο όσιος έτρεχε στους ναούς γιά τις ιερές ακολουθίες. Σέ μιά λειτουργία βλέπει ξαφνικά νά κατεβαίνει φωτιά από τόν ουρανό και νά σκεπάζει τό θυσιαστήριο και τό λειτουργό. Στόν τρισάγιο ύμνο κατέβηκαν τέσσερις άγγελοι και συνέψαλλαν με τούς πιστούς.
Λίγο πριν από τή μεγάλη είσοδο, άνοιξε ο ουρανός κι άρχισαν νά κατεβαίνουν άγγελοι, ψάλλοντας ύμνους και δοξολογίες. Αμέσως φάνηκε ένα γλυκύτατο βρέφος.
Τό μετέφεραν Χερουβείμ πάνω στίς παλάμες τους και τό απόθεσαν στό άγιο δισκάριο. Γύρω του μαζεύτηκαν πλήθος λευκοφόροι νέοι.
Όταν βγήκε ο ιερέας γιά τή μεγάλη είσοδο, προπορεύονταν δύο Χερουβείμ και δύο Σεραφείμ, κι ακολουθούσαν άπειροι άγγελοι ψάλλοντας. Μόλις ο λειτουργός τοποθέτησε τα τίμια Δώρα στήν άγια Τράπεζα, Οι άγγελοι τή σκέπασαν με τις φτερούγες τους.
Κι όταν, μετά τό «Πιστεύω», ευλόγησε τα άγια και είπε, «…μεταβαλών τω Πνεύματί σον τω άγίω…», βλέπει ο όσιος έναν άγγελο νά σφάζει με μαχαίρι τό βρέφος. Κι άφού έχυσε τό αίμα του στό άγιο ποτήριο, τεμάχισε τό σώμα του και τό έβαλε πάνω στό δισκάριο.
Όταν ήρθε η ώρα νά μεταλάβουν οι πιστοί, οι άγγελοι παρακολουθούσαν αοράτως. Μόλις πλησίαζε κάποιος ενάρετος, του έβαζαν στεφάνι στό κεφάλι. “Αν όμως ερχόταν κάποιος αμετανόητος, τόν αποστρέφονταν.
Αφού μετέλαβαν όλοι κι έγινε ή κατάλυση, βρέθηκε πάλι σώο τό θείο βρέφος στίς ύπτιες παλάμες τών Χερουβείμ, πού τό ανέβασαν με ψαλμωδίες στόν ουρανό.
Κάποτε ο όσιος, εκεί στήν Κωνσταντινούπολη, επισκέφθηκε τό ναό του άγιου Νικολάου, πού ήταν κοντά στό παλάτι της Αφθονίας. Εκεί αξιώθηκε νά δει και νά συζητήσει με τόν άγιο άγγελο πού φρουρούσε τό ιερό θυσιαστήριο.
- Από καιρό επιθυμούσα νά σέ δώ, είπε ο άγγελος στόν όσιο. Παρακαλούσα τό Θεό νά έρθεις κάποτε νά προσευχηθείς εδώ, γιά νά σε γνωρίσω καλά ν’ απολαύσω την προσευχή σου.
- Που με ξέρεις; απόρησε ο Νήφων. Και γιατί επιθυμείς τόσο πολύ νά δεις ένα γέρο σαπισμένο στην αμαρτία;
- Γι’ αυτό σέ ποθούσα, γιά νά γνωρίσω αυτή σου τήν ταπείνωση. Είχα ακούσει στόν ουρανό ότι σου τή χάρισε ο Χριστός με τό ίδιο Του τό χέρι.
- Μά είναι δυνατό νά γίνεται λόγος στόν ουρανό γιά ένα έκτρωμα σάν κι εμένα;
- Σου είπα τήν αλήθεια. Έγώ, καθώς βλέπεις, υπηρετώ αυτό τό άγιο θυσιαστήριο. Κάθε φορά πού ανεβαίνω στόν ουρανό γιά νά προσφέρω στό Θεό τις προσευχές τών πιστών, ακούω όσα Οι άγγελοι λένε γιά σένα: Ότι ο Νήφων είναι αγαπητός στόν Ύψιστο, γιατί με τή βαθειά του ταπείνωση κάνει στάχτη τούς δαίμονες, κι ότι θυμάται στις προσευχές του τις μακάριες δυνάμεις. Γι’ αυτό ο Κύριος πρόσταξε κάθε άγγελο και αρχάγγελο νά σέ μνημονεύουν αδιάκοπα στις νοερές τους θυσίες.
Αυτά είπε ο άγγελος, κι αφού μακάρισε πάλι τόν όσιο γιά τήν ταπείνωση του, έγινε άφαντος.
Συχνά ο δίκαιος έφευγε από τήν πόλη πρός τις βορεινές περιοχές, γιατί αγαπούσε πολύ νά συνομιλεί με τό Θεό στήν ησυχία. Κάποτε, ενώ προσευχόταν στήν έξοχη, είδε ν’ ανοιγουν οι ουρανοι. Είδε τόν Κύριο καθισμένο σέ ένδοξο θρόνο και περιστοιχισμένο από πλήθος αγγέλων. Κι ενώ κοιτούσε έκθαμβος, άκουσε τούς αγγέλους νά λένε μεταξύ τους:
- Νά ο αγαπητός μας Νήφων! Με τί αγάπη και πόθο μας κοιτάζει! Δίκαια κι εμείς τόν μνημονεύουμε στις θείες ιερουργίες μας.
Αποφεύγοντας ο Νήφων τή δόξα τών ανθρώπων, εγκατέλειψε τή Βασιλεύουσα και ταξίδεψε στήν Αλεξάνδρεια. Εκεί όμως έπεσε στή θεϊκή παγίδα. Χειροτονήθηκε, παρά τή θέληση του, επίσκοπος Κωνσταντιανής και εργάστηκε με ζήλο γιά τό ποίμνιο του.
Στά τελευταία της ζωής του ήρθε σέ έκσταση. Είδε πώς μπήκε σέ θεϊκά ανάκτορα.
- Μιχαήλ, άκουσε τήν ήρεμη φωνή του ουράνιου Βασιλιά, δείξε στόν αγαπητό μας Νήφωνα τόν τόπο της καταπαύσεώς του.
Αμέσως ο αρχάγγελος τόν οδήγησε σέ κάποια παλάτια τόσο φωτεινά, πού τόν θάμπωσαν. Εκεί τούς κύκλωσαν πλήθος λευκοφόροι λέγοντας:
- Δέσποτα Μιχαήλ, πότε θά μάς δώσεις τόν αγαπητό μας Νήφωνα;
- Ή βουλή του Θεού, απαντούσε εκείνος, είναι νά σάς χαριστεί μετά από τρεις μέρες.
Οι άγγελοι, ακούγοντας το, σκίρτησαν από χαρά. Μερικοι μάλιστα άρχισαν τις ουράνιες προετοιμασίες.
- Η φιλανθρωπία του Χρίστου, πού σ’ ελέησε, του είπε ο αρχιστράτηγος οδηγός του, όρισε εδώ τήν κατάπαυση σου. Σου τα χάρισε όλ’ αυτά, γιατί αγάπησες κι Αυτόν κι εμάς. Νά, τώρα θά έχεις θρόνους, φωτεινά ιμάτια, κοιτώνες και θαλάμους αμέτρητους. Όλα στά έχει ετοιμάσει με τό ίδιο Του τό χέρι ο πανάγαθος Θεός.
Πηγή: Εμφανίσεις και θαύματα αγγέλων, Ιερά Μονή Παρακλήτου
vatopaidi.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.