Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

1 Οκτωβρίου Συναξαριστής

Ανανία Αποστόλου, Ρωμανού του Μελωδού, Μιχαήλ Ηγουμένου και οι συν αυτώ, Δομνίνου, Ιωάννου Οσίου, Γρηγορίου Δομέστικου, Ανάμνηση Αγίας Σκέπης, Σύναξις Υπεραγίας Θεοτόκου Γοργοεπηκόου, Σάββα Οσίου.



Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας ὁ Ἀπόστολος

Ὑπακούετε «ἐκ καρδίας εἰς ὂν παρεδόθητε τύπον διδαχῆς». Κάνετε ὑπακοὴ μὲ ὅλη τὴν καρδιά σας στὸν ἀκριβὴ κανόνα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας.
Τέτοιος ἄνθρωπος ὑπακοῆς στὸν Θεὸ ἦταν καὶ ὁ ἀπόστολος Ἀνανίας. Διότι, ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε μὲ ὅραμα νὰ συναντήσει τὸ Σαῦλο, ποὺ ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῶν χριστιανῶν, ἔκανε ὑπακοὴ στὰ λόγια τοῦ Κυρίου. Ἀμέσως πῆγε στὴν Εὐθεῖα ὁδὸ καὶ ἀναζήτησε τὸ σπίτι τοῦ Ἰούδα, ὅπου ἦταν ὁ Σαῦλος. Τὸν θεράπευσε, τὸν βάπτισε χριστιανό, καὶ ἔπειτα αὐτός, μὲ τὸ ὄνομα Παῦλος, ἔγινε ὁ μέγας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν.
Κατόπιν ὁ Ἀνανίας πῆγε στὴν Ἐλευθερούπολη, ὅπου μὲ τὴ διδασκαλία του εἵλκυσε στὸν Χριστὸ πολυάριθμες ψυχές. Ὁ θόρυβος ὅμως ποὺ δημιούργησε ἡ ἀποστολική του δράση, ἔκανε τὸν ἡγεμόνα Λουκιανὸ νὰ τὸν συλλάβει. Χρησιμοποίησε πολλοὺς καὶ ποικίλους τρόπους προκειμένου νὰ ἀλλαξοπιστήσει ὁ Ἀνανίας. Ἀλλὰ ὁ Ἀνανίας ἔμεινε ἀμετακίνητος στὰ χριστιανικά του φρονήματα.
Τότε ὁ Λουκιανὸς τὸν μαστίγωσε μὲ νεῦρα βοδιῶν. Ἔπειτα, μὲ σιδερένια νύχια τοῦ ξέσχισε τὰ πλευρὰ καὶ ἔκαψε τὶς πληγές του μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Τέλος, ἀφοῦ τὸν ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, τὸν λιθοβόλησε.
Ἔτσι, ὁ Ἀνανίας πῆρε τὸ ἁμαράντινο στεφάνι τῆς ὑπακοῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ἔμπλεως χάριτος, τοῦ Τρισηλίου φωτός, τὸ σκεῦος ἐφώτισας, τῆς ἐκλογῆς τοῦ Χριστοῦ, Ἀνανία Ἀπόστολε· ὅθεν ἀνακηρύξας, εὐσέβειας τὸν λόγον, ἄθλοις ἐβεβαιώσω, τὴν σωτήριον χάριν· δι’ ἧς τοῖς σὲ εὐφημοῦσι, δίδου τὰ πρόσφορα.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Ὁ ἐν πρεσβείαις, θερμότατος ἀντιλήπτωρ, καὶ τοῖς αἰτοῦσι, ταχύτατα ἐπακούων, δέξαι τὴν δέησιν Ἀνανία ἡμῶν, καὶ τὸν Χριστὸν δυσώπει, τοῦ ἐλεῆσαι ἡμᾶς, τὸν μόνον ἐν Ἁγίοις δοξαζόμενον.

Μεγαλυνάριον.
Δι’ ἀποκαλύψεως θεϊκῆς, τῷ Σαύλῳ βραβεύεις, τὸν οὐράνιον φωτισμόν· ὅθεν Ἀνανία, ὡς Μάρτυρά σε θεῖον, Ἀπόστολόν τε ἅμα, Χριστὸς ἐδόξασε.





Ὁ Ὅσιος Ῥωμανὸς ὁ Μελῳδὸς

Οἱ πληροφορίες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Ῥωμανοῦ δυστυχῶς εἶναι λίγες.
Ἔζησε, κατὰ μία ἐκδοχὴ τὸν 8ο αἰῶνα ἐπὶ τοῦ βασιλέως Ἀναστασίου τοῦ Β’. Ἀρχικὰ εἶχε χρηματίσει διάκονος στὴν ἐκκλησία τῆς Βηρυτοῦ. Κατόπιν μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔμεινε στὰ κελιὰ τοῦ Ναοῦ τῆς Θεοτόκου. Ὁ Ῥωμανὸς εἶχε μέτρια παιδεία καὶ τὸ ποιητικὸ ταλέντο του ἦταν ἀκόμα ἄγνωστο. Διεκατέχετο ὅμως ἀπὸ μία βαθιὰ πίστη στὴν σεπτὴ μνήμη τῆς Παναγίας τῆς Παρθένου καὶ τακτικὰ παρακολουθοῦσε στὸν Ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν τὶς κατανυκτικὲς ὁλονυκτίες.
Σὲ μία τέτοια, στὴν γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων ποὺ παραβρέθηκε, ἡ ψυχὴ του γέμισε μὲ κατάνυξη καὶ ὅταν γύρισε στὸ κελί του εἶδε ὄνειρο τὴν Παναγία νὰ τοῦ προσφέρει ἕνα βιβλίο καὶ νὰ τοῦ λέει νὰ τὸ καταφάει. Ὁ Ῥωμανὸς ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ ὀνείρου συνέθεσε γιὰ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὸ τροπάριο «Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει».
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ αὐτὴ ἡ ποιητικὴ ἐπιφοίτηση τοῦ Ὁσίου Ῥωμανοῦ ἔμεινε ἄσβεστη καὶ ἀναδείχτηκε ὁ ἐξωχότερος καὶ μεγαλύτερος μελῳδὸς τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς σάλπιγξ θεόληπτος, τῶν οὐρανίων ᾠδῶν, ἐνθέως ἐφαίδρυνας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, τοῖς θείοις σου ᾄσμασι· σὺ γὰρ τῆς Θεοτόκου, ἐμπνευσθεὶς τῇ ἐλλάμψει, ἔνθεος ὑμνηπόλος, ἐγνωρίσθης ἐν κόσμῳ· διό σε πόθῳ τιμῶμεν, Ῥωμανὲ Ὅσιε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὤσπερ κιθάραν τῆς σοφίας παναρμόνιον
Καὶ ὑποφήτην θεοπνεύστων ἀναβάσεων
Εὐφημοῦμεν Ῥωμανέ σε ᾀσμάτων ὕμνοις.
Ἀλλ’ ὡς φόρμιγξ δωρεῶν τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν
Πρὸς ἐγρήγορσιν ἡμᾶς θείαν διέγειρον
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Θεόληπτε.

Μεγαλυνάριον.
Ἄνωθεν τὸ δῶρον ἀπειληφῶς, ἐκ τῆς Θεοτόκου, παμμακάριστε Ῥωμανέ, ὕμνησας πανσόφως, τὰ θεῖα μεγαλεῖα, κενώσεως τοῦ Λόγου, ὡς ἔμπνουν ὄργανον.





Ὁ Ἅγιος Δομνίνος

Ὑπῆρξε στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα (288) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη.
Ὅταν ὁ Μαξιμιανὸς ἔκτιζε βασιλικὰ ἀνάκτορα στὴν πόλη αὐτή, τότε συνελήφθη ὁ Ἅγιος αὐτὸς σὰν Χριστιανὸς καὶ κήρυκας τῆς εὐσέβειας. Ὁδηγήθηκε μπροστὰ στὸν βασιλιὰ Μαξιμιανό, ποὺ τοῦ εἶπε, πῶς τολμάει νὰ ὁμολογεῖ ἄλλον Θεό, ἀπ’ αὐτὸν ποὺ ὁ βασιλιὰς λατρεύει. Καὶ τοῦ συνέστησε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἂν θέλει νὰ ζήσει. Ὁ Ἅγιος ὅμως δὲν πείστηκε καὶ ὁ βασιλιὰς διέταξε καὶ τοῦ ξέσχισαν τὸ σῶμα. Ἀλλὰ ὁ Δομνίνος, ἐνῷ ἔπασχε, περιγελοῦσε τὸν τύραννο. Τότε αὐτὸς διέταξε νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ νὰ τοῦ σπάσουν τὰ σκέλη.
Ἀφοῦ λοιπόν, ἔκοψαν μὲ τὸν πιὸ ὠμὸ τρόπο τὰ πόδια, ἔμεινε ἀκόμη ζωντανὸς ἑπτὰ ὁλόκληρες ἡμέρες χωρὶς νὰ φάει τίποτε. Ἔπειτα εὐχαριστώντας τὸν Θεό, τοῦ παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχή.





Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ψάλτης ὁ καλούμενος Κουκουζέλης

Ἄριστος μουσικὸς καὶ καλλικέλαδος.
Καταγόταν ἀπὸ τὸ Δυρράχιο καὶ ὑπῆρξε στὰ χρόνια τῶν Κομνηνῶν, καὶ ἦταν ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα. Ἡ εὐσεβὴς μητέρα του ὅμως, ἔδωσε τὴν εὐκαιρία στὸ παιδί της νὰ μάθει τὰ ἱερὰ γράμματα, τὸ ὁποῖο, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ ἔξυπνο καὶ πολὺ καλλίφωνο, ὅλοι τὸ φώναζαν ἀγγελόφωνο.
Σὲ κατάλληλη ἡλικία κατέφυγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου μόνασε στὸ κελὶ τῶν Ἀρχαγγέλων τῆς Μεγίστης Λαύρας. Ἔψαλε στὴν Μεγίστη Λαύρα μαζὶ μὲ τὸν Γρηγόριο  Δομέστικο, ποὺ τιμᾶται τὴν ἴδια ἡμέρα.
Ἔτσι ὁσιακὰ ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ἰωάννης, ψάλλοντας θεσπέσιους ὕμνους πρὸς τὸν Θεό, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ στὶς ἀρχὲς τοῦ 15ου αἰῶνα καὶ τάφηκε στὸ κελὶ ποὺ μόναζε.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἡ ἡδύφωνος χάρις Πάτερ τῆς γλώττης σου, κατακηλεῖ καὶ εὐφραίνει τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ· σὺ γὰρ ἔνθους ὑμνῳδὸς ὤφθης μακάριε· ὅθεν νομίσματι χρυσῷ, σὲ ἠμείψατο λαμπρῶς, ἡ Ἄχραντος Θεοτόκος, ἣν Ἰωάννη δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον ἀπολυτίκιον, κοινόν μετὰ Ὁσίου Γρηγορίου. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς Λαύρας τὰ θρέμματα, καὶ ἡδυφώνους αὐλούς, ὡς θείους θεράποντας, καὶ ὑμνολόγους Χριστοῦ, συμφώνως αἰνέσωμεν, ὕμνοις τὸν Κουκουζέλην, καὶ κλεινὸν Ἰωάννην, ἅμα σὺν Γρηγορίῳ, τῷ σοφῷ Δομεστίκῳ· Χριστὸν γὰρ ἱκετεύουσιν, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἀηδὼν θείων ᾀσμάτων καλλικέλαδος
Καὶ ταπεινώσεως ἐξαίρετον ὑπόδειγμα
Ἀνυμνοῦμέν σε θεόληπτε Ἰωάννη.
Ἐν τῷ Ἄθῳ γὰρ ὡς ἄγγελος ἐβίωσας
Καὶ Θεὸν ἡδίστοις χείλεσιν ἀνύμνησας·
Ὅθεν κράζομεν, χαῖρε Πάτερ ἡδύφωνε.

Ἕτερον Κοντάκιον, κοινόν μετά Ὁσίου Γρηγορίου. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν δυάδα μέλψωμεν, τῶν θεοφόρων Πατέρων, Ἰωάννην ἅπαντες, σὺν τῷ κλεινῷ Γρηγορίῳ· οὗτοι γὰρ, ὧδε βιώσαντες θεοφρόνως, ᾔνεσαν, λόγῳ καὶ ἔργῳ τὸν πάντων Κτίστην· ᾧ πρεσβεύουσιν ἀπαύστως, ἡμῖν δοθῆναι, πταισμάτων ἄφεσιν.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις εὐφωνίας ἀγγελικῆς, ἡδύφωνος τέττιξ, καὶ καλλίφωνος ἀηδών· χαίροις Ἰωάννη, χάριτος θείας σκεῦος, καὶ Μοναστῶν τοῦ Ἄθω, ὡς ἔμπνουν ὄργανον.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον κοινόν μετὰ τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου.
Χαίρετε τῆς Λαύρας θεῖοι βλαστοί, καὶ τοῦ Παρακλήτου, αἱ κιθάραι αἱ μυστικαί· χαίροις Ἰωάννη, ὁμοῦ σὺν Γρηγορίῳ, τῆς μονῆς Θεοτόκου, θεῖοι θεράποντες.





Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Δομέστικος

Ἦταν καὶ αὐτὸς περίφημος ψάλτης τῆς Μεγίστης Λαύρας.
Ὅταν ἡγούμενος ἦταν ὁ Ἰάκωβος ὁ Πρικανᾶς, ἔψαλλε κατὰ τὴν παραμονὴ τῶν Φώτων ὄχι τὸ «Ἄξιόν ἐστι» , ἀλλὰ  τὸ «Ἐπὶ σοῖ χαίρει» στὴν λειτουργία. Στὸ τέλος δὲ τῆς ἀγρυπνίας μισοκοιμήθηκε, καὶ νά, βλέπει τὴν Δέσποινα Θεοτόκο νὰ εἶναι πάνω του καὶ νὰ τοῦ λέει: «Δέξαι σου τὸ ψαλτικόν, ὦ Δωμέστικε, καὶ εὐχαριστῶ σοι πολλά». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτό, τοῦ ἔδωσε στὸ χέρι ἕνα φλουρί, ποὺ ἀμέσως τὸ ἔβαλε, μετὰ ἀπ’ αὐτά, στὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Μεγίστης Λαύρας.
Ὅλα αὐτὰ βέβαια, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς μονῆς. Ἔτσι λοιπὸν θεάρεστα ἀφοῦ ἔζησε ὁ Γρηγόριος, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ἀπολυτίκιον, κοινόν μετὰ Ὁσίου Ἰωάννου. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς Λαύρας τὰ θρέμματα, καὶ ἡδυφώνους αὐλούς, ὡς θείους θεράποντας, καὶ ὑμνολόγους Χριστοῦ, συμφώνως αἰνέσωμεν, ὕμνοις τὸν Κουκουζέλην, καὶ κλεινὸν Ἰωάννην, ἅμα σὺν Γρηγορίῳ, τῷ σοφῷ Δομεστίκῳ· Χριστὸν γὰρ ἱκετεύουσιν, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον, κοινόν μετά Ὁσίου Ἰωάννου. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Τὴν δυάδα μέλψωμεν, τῶν θεοφόρων Πατέρων, Ἰωάννην ἅπαντες, σὺν τῷ κλεινῷ Γρηγορίῳ· οὗτοι γὰρ, ὧδε βιώσαντες θεοφρόνως, ᾔνεσαν, λόγῳ καὶ ἔργῳ τὸν πάντων Κτίστην· ᾧ πρεσβεύουσιν ἀπαύστως, ἡμῖν δοθῆναι, πταισμάτων ἄφεσιν.

Μεγαλυνάριον, κοινόν μετὰ τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου.
Χαίρετε τῆς Λαύρας θεῖοι βλαστοί, καὶ τοῦ Παρακλήτου, αἱ κιθάραι αἱ μυστικαί· χαίροις Ἰωάννη, ὁμοῦ σὺν Γρηγορίῳ, τῆς μονῆς Θεοτόκου, θεῖοι θεράποντες.





Μνήμη Ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Βλαχερνῷ

Διαβάζουμε: «Τῇ αὕτῃ ἡμέρᾳ τὴν ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας ἤτοι τοῦ ἱεροῦ αὐτῆς Μαφορίου, τοῦ ἐν τῷ σορῷ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν, ὄτε ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς κατεῖδεν ἐφηπλωμένην αὐτὴν ἄνωθεν καὶ πάντας τοὺς εὐσεβεῖς περισκέπουσαν».
Λόγω τῶν πολλῶν θαυμάτων ἀπὸ τὴν Παναγία, ποὺ ἀνέφεραν οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες στὸν Ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο τὸ 1940, ἡ Ἱερὰ Συνοδὸς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ ἀπόφασή της τὸ 1952, καθιέρωσε νὰ ἑορτάζεται ἡ Ἅγια Σκέπη τῆς Θεοτόκου ἀντὶ γιὰ τὴν 1η Ὀκτωβρίου, στὶς 28 Ὀκτωβρίου.
Ἡ ἑορτὴ τῆς Ἅγιας Σκέπης τῆς Θεοτόκου ἡ ὁποία τελοῦνταν ἀπὸ παλαιότατων χρόνων τὴν 1η Ὀκτωβρίου, ἦταν ἀνάμνηση τοῦ θαύματος τὸ ὁποῖο εἶδε ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας. Κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς ἀγρυπνίας στὸ παρεκκλήσι τῆς «Ἅγιας Σοροῦ» τοῦ ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας εἶδε τὴν Θεοτόκο νὰ προχωράει ἀπὸ τὶς βασιλικὲς πύλες πρὸς τὸ θυσιαστήριο ἀνάμεσα σὲ λευκοφορους ἅγιους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ξεχώριζαν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Ὅταν ἔφθασε στὸ θυσιαστήριο γονάτισε καὶ προσευχόταν γιὰ πολλὴ ὥρα, κλαίγοντας καὶ παρακάλωντας τὸν Υἱό της γιὰ τὴν σωτήρια του κόσμου. Ὅταν ὁλοκλήρωσε τὴν δέησή της, ἔβγαλε ἀπὸ τὸ κεφάλι της τὸ ἀστραφτερὸ μαφόριο, ποὺ φοροῦσε καὶ μὲ μία κινήση τὸ ἅπλωσε σὰν σκεπὴ ἐπάνω ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα. Ἔτσι ἁπλωμένο τὸ ἔβλεπε γιὰ ἀρκετὴ ὥρα ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὸν Ἐπιφανιο, ποὺ τὸν συνόδευε. Ὅσο φαινόταν ἐκεῖ ἡ Θεοτόκος, φαινόταν καὶ ἡ ἱερὴ ἐσθήτα νὰ σκορπίζει τὴ Χάρη της. Ὅταν ἐκείνη ἄρχισε νὰ ἀνεβαίνει πρὸς τὸν οὐρανό, ἄρχισε καὶ ἡ Θεία Σκέπη νὰ συστέλλεται καὶ σιγὰ – σιγὰ νὰ χάνεται. Τὸ ἱερὸ αὐτὸ μαφόριο ποὺ φυλασσόταν ἐκεῖ συμβόλιζε τὴν Χάρη καὶ τὴν προστασία ποὺ παρέχει ἡ Παναγία στοὺς πιστοὺς.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Σκέπης σου Παρθένε ἀνυμνοῦμεν τὰς χάριτας, ἣν ὡς φωτοφόρον νεφέλην ἐφαπλοῖς ὑπὲρ ἔννοιαν, καὶ σκέπεις τὸν λαόν σου νοερῶς, ἐκ πάσης τῶν ἐχθρῶν ἐπιβουλῆς· σὲ γὰρ σκέπην καὶ προστάτιν καὶ βοηθόν, κεκτήμεθα βοῶντές σοι· δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ θείᾳ σκέπῃ σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς σου προμηθείᾳ Ἄχραντε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὥσπερ νεφέλη ἀγλαὼς ἐπισκιάζουσα
Τῆς Ἐκκλησίας τὰ πληρώματα Πανάχραντε,
Ἐν τῇ πόλει πάλαι ὤφθης τῇ βασιλίδι.
Ἀλλ’ ὡς σκέπη τοῦ λαοῦ σου καὶ ὑπέρμαχος
Περισκέπασον ἡμᾶς ἐκ πάσης θλίψεως
Τοὺς κραυγάζοντας, χαῖρε Σκέπη ὁλόφωτε.

Μεγαλυνάριον.
Σκέπης σου τρυγῶντες τὰς δωρεάς, καὶ τὰς καθ’ ἑκάστην, Θεονύμφευτε παροχάς, ὑμνοῦμεν Παρθένε, τὴν σὴν μεγαλωσύνην, τὴν πρὸς ἡμᾶς σου πρόνοιαν, μεγαλύνοντες.





Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Γοργοεπηκόου

Ἡ θαυματουργὴ αὐτὴ εἰκόνα βρίσκεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Δοχειαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Λεπτομέρειες βλέπε στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ματθαίου Λαγγῆ τόμος Ι’ σελ. 37, ἔκδοση 1992.










Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Θαυματουργός ὁ ἐν Βησερίᾳ (Ρῶσος)

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.


Μέγας Συναξαριστής

Με εικόνα από  saint.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.