Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Κεφάλαιον ΣΤ΄- Περί Μνήμης Θανάτου Κολάσεως και Κρίσεως. Επιστολή 1η - 2α

Κεφάλαιον ΣΤ΄
Περί Μνήμης Θανάτου Κολάσεως και Κρίσεως
 
 
Επιστολή 1η.

Όσον περνά η ηλικία μου, τόσον και αισθάνομαι των επιγείων το άστατον, το μάταιον. Αχ, τι μάτην ταραττόμεθα; Βραχύς ο βίος μας, κόνις, τέφρα, όνειρον και εις ολίγον καιρόν αχρειούμεθα. Σήμερον έχεις υγείαν και αύριον την χάνεις. Σήμερον γελά το πρόσωπον και εις ολίγον σκυθρωπάζεις. Τα μάτια από την πολλήν χαράν και αγάπην κλαίουν και εντός ολίγου κλαίουν από τον πόνον και την θλίψιν. Σήμερον ευσταθεί το οικονομικόν, αύριο δυστυχία. Σήμερον ειδήσεις ευχάριστοι και εντός ολίγου δυσάρεστοι τας αντικαθιστούν.
Μάτην ταραττόμεθα, ο βίος σκιά και ενύπνιον. Που είναι οι γονείς μας, τα αδέλφια μας, οι παππούδες μας; Όλους ο τάφος τους εδέχθη, όλους η φθορά και οι σκώληκες τους αχρείωσαν. Ο τάφος και η φθορά αναμένει και ημάς! Ο Χριστός, μας έδωσε την εξουσίαν τέκνα Θεού να γίνωμεν, αρματώσας ημάς με τόσα θεϊκά όπλα, δια να πολεμήσωμεν τον άσπονδον εχθρόν μας, και ημείς, εγώ πρώτος, αμελήσαντες την οπλοφορίαν εγίναμεν αιχμάλωτοι εις τον εχθρόν μας και πλησιάζοντες τον θάνατον τρέμομεν και αγωνιούμεν και προσπαθούμεν με κάθε μέσον να παρατείνωμεν την ζωήν, διότι δειλιάζει η ψυχή να βγη. Διατί δειλιάζει; Διότι δεν θαρρεί ως τέκνον του Θεού; Μα μήπως πηγαίνει εις βασιλέα ξένον; Μα ο βασιλεύς είναι ο πλάστης της, ο σωτήρας της, που έχυσε το Αίμα Του, δια να την εξαγοράση από τον εχθρόν της. Διατί δειλιάζει και δεν θαρρεί; Φυσικώς είναι ψυχρόν ο θάνατος, «περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου» (Ματθ. 26,38), έλεγεν ο Ιησούς μας, ναι, φυσικώς. Δυστυχώς όμως το πλείστον της δειλίας είναι του συνειδότος. Δεν πληροφορεί η συνείδησις την ψυχήν ότι επολιτεύθη καθώς ήρμοζεν, δεν ετακτοποίησεν, δεν έπλυνεν το ένδυμα του γάμου και εντρέπεται να παρουσιασθή εις τον βασιλέα, στοχαζομένη τι άρα έσται. Ναι ή ου; Θα σωθώ ή όχι; Αν όμως η ψυχή φεύγη ανεξομολόγητη χωρίς τελείως να μετανοήση, ουαί τότε. Αύτη είναι η ημέρα η πονηρά, που αινίττεται ο προφήτης Δαυϊδ, και ας ευχώμεθα να μας λυτρώση ο άγιος Θεός, δίνοντάς μας μετάνοιαν ολόκληρον, έργα άξια μετανοίας, έργα ελέους και αγάπης, πνεύμα μετανοίας μετά αληθούς ταπεινώσεως, όπως τον δίκαιον κριτήν ίλεων ημίν απεργασώμεθα, ίνα, όταν έλθη η ώρα του θανάτου η φοβερά, θαρρήση η ψυχή εις το έλεος
του Θεού και είπη: «Ελπίζω εις τον Θεόν, ότι θα κάνη έλεος μετά της ταπεινώσεώς μου». Αμήν . Γένοιτο.

Επιστολή 2α.

Τα χρόνια κυλούν, ανακυκλώνονται οι ενιαυτοί και ημέρα τη ημέρα όλον και φθάνομεν εις το τέρμα έκαστος του βίου του. Ο πολύτιμος χρόνος κυλά και φεύγει προ των οφθαλμών μας, χωρίς βέβαια να γνωρίζωμεν, τι μας φεύγει απαρατήρητον, διότι εάν ήξευρε το παιδάκι την αξίαν του χρυσού, δεν θα επροτίμα αντί τούτου μίαν πτωχήν καραμέλλαν! Ουχί τούτο αληθεύει εν τοις ανθρώποις και πρώτον εις εμέ;
Όταν έλθη ο Κύριός μας εις τον καθωρισμένον χρόνον, δια να κρίνη τον κόσμον, όταν οι ουρανοί θα τυλίγωνται ως ρολός χάρτου και η γη, η οποία κατεμολύνθη υπό των κατοικούντων εν αυτή θα ανακαινίζεται, όταν ο ήλιος, η σελήνη, οι αστέρες, θα πίπτουν όπως τα φθινοπωρινά φύλλα, όταν εν τη φωνή της παγκοσμίου σάλπιγγος θα ανασυγκροτούνται τα διεσκορπισμένα ξηρά οστέα και θα αναβαίνουν σάρκες και ζωή εν αυτοίς, όταν τα αγγελικά τάγματα θα καταλαμβάνουν εις το αχανές του ουρανού τάξιν τιμητικήν δια τον ερχόμενον φοβερόν Κριτήν, όταν θα ξεχωρίζουν από το άπειρον πλήθος των αναστημένων ανθρώπων μικραί νεφέλαι αίρουσαι εν εαυταίς τας αγίας και σωζομένας προσωπικότητας εις υπάντησιν του Κυρίου εις αέρα, τότε βλέποντες όλα ταύτα οι κάτω εναπομείναντες άνθρωποι, ουχί θα κλαύσουν πικρότατα και θα κτυπούν τον εαυτόν των απελπιστικά αναλογιζόμενοι ότι εσπατάλησαν τον πολυτιμότατον τούτον καιρόν εις τρυφάς, εις μέθας, εις απόκτησιν πλούτου, εις αθεμίτους πράξεις, εις φιλαργυρίας και εις παν αμαρτημα, το οποίον τώρα τους καταδικάζει εις την πλέον ελεεινήν και αξιοθρήνητον ταύτην κατάστασιν; Ουχί περιπαθώς θα ζητήσουν να είχον χρόνον μικρόν, να τρέξουν εις τους πτωχούς, εις τους αρρώστους και εις κάθε δυστυχή, ώστε και αυτοί να ακούσουν την γλυκείαν φωνήν του Κυρίου την λέγουσαν: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου… κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν… επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν…γυμνός και περιεβάλετέ με κ.λ.π.» (Ματθ. 25, 34).
Αλλά κάποτε τα ήκουσαν εις την ζωήν των, εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια. Δια τούτο και το κατακόρυφον της απογνώσεως θα τους καταλάβη. Θα ζητήσουν, θα επιθυμήσουν σφόδρα τον θάνατον ως εξιλαστήριον των απείρων αυτών δεινών. Δυστυχώς ουχ ευρήσουσι, διότι τα πάντα μετεστοιχειώθησαν εις την αθανασίαν! (Πάντα ταύτα δι’ εμέ…).


Από το βιβλίο ΠΑΤΡΙΚΑΙ ΝΟΥΘΕΣΙΑΙ του Γέροντος Εφραίμ 
Ψηφιοποίηση κειμένου Κώστας  Αργυρακόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.