Πέμπτη 8 Απριλίου 2010

Απαντήσεις του Γέροντα Μητροφάνη σε επίκαιρες ερωτήσεις του κ. Ρώϊμπα.

-Γέροντα Μητροφάνη, είναι ευλογημένο να μας πης μερικά πράγματα, για να γραφτούν αυτά, γιατί, όπως οι Λατίνοι, λένε, «scripta manent, verba volant» δηλαδή τα γραπτά μένουν, τα λόγια φεύγουν. Είστε πόσων ετών;
       -Είμαι 93 ετών και 2 μηνών. Άλλο τι θέλεις να σε πω;
       -Λένε ότι ήσασταν πάρα πολλά χρόνια στον Πανάγιο Τάφο, πόσα περίπου;
       -Ήμουνα στον Πανάγιο Τάφο εγώ ο αμαρτωλός, ο ανάξιος, ο ελεεινός 58 ολόκληρα χρόνια στο Ναό, τα 54 τα έκανα στον Πανάγιο Τάφο, 54 Πάσχα πέρασα στον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου και θαυμάζω την ευσπλαχνία του, πως εμένα, τον ξυπόλητο, τον ελεεινό και αξιοδάκρυτο, τον αμαρτωλό, με; είχε ο Κύριος, από το έτος 1923, 1η Νοεμβρίου, που έφθασα στα Ιεροσόλυμα.
       -Τόσα πολλά χρόνια, πού είχατε μείνει στον Πανάγιο Τάφο, τι εμπειρίες έχετε, τι πράγματα είδατε, πώς ζήσατε εκεί; Πώς ήταν ο κόσμος, τι θαύματα έκανε ο Πανάγιος Τάφος;  
        -Τι να σας πω, δεν έχουν άκρη! Μόνο που μου λες «Πανάγιο Τάφο».Ξέρεις τι θα πη «Πανάγιος Τάφος;». Ο Τάφος του Θεού μας και θέλεις να σου πω θαύματα; Κάθε ώρα και στιγμή γίνονται θαύματα, αλλά εκείνος, που είναι άξιος τα βλέπει! Να, εγώ ο άθλιος, 58 χρόνια, 58 Πάσχα έμεινα στο Ναό, τα 54 στον Πανάγιο Τάφο, μία φορά μόνο αξιώθηκα να ιδώ το Άγιο Φως!
       -Άγιε Γέροντα, αν είναι ευλογημένο, πέστε μου τι σχέδιο καταστρώσατε για να ιδήτε το Άγιο Φως;

       Και ο αείμνηστος Άγιος Γέροντας μου μίλησε για «Το τολμηρότερο σχέδιο της ζωής του!» Μην αγωνιάς, μου είπε, αλλά άκουσε μόνον και δόξασε τον Θεό (την διήγηση αυτή είπε και σε άλλους. Την διέσωσε καλύτερα ο Αρχιμ. π. Σάββας Αχιλλέως στο βιβλίο του «Είδα το Άγιο Φως», απ' όπου και την δανείζομαι).

       -«Ήμουν τότε εις τα νεανικά μου χρόνια. Η πίστις μου - αν και κλονισμένη διά το Άγιον Φως - παρέμεινε πάντα ζωντανή εις τον Χριστόν. Επίστευα πολύ, ασχέτως ότι εδημιουργούντο εις τον εαυτόν μου ερωτήματα αμφιβολίας. Εις το βάθος της ψυχής μου εβασίλευεν η γαλήνη. Μία ουράνιος χάρις με επεσκίαζε συνεχώς. Αλλά και ο πόθος να ιδώ με τα μάτια μου τι εγίνετο εντός του κλειστού τάφου, δεν απεβάλλετο. Ήτο κάτι, που εποθούσα επίμονα να κατορθώσω! Ήτο όμως πολύ δύσκολον! Ανθρωπίνως αδύνατον εκτός απροόπτου συμβάντος, που δεν είχα κατά νουν!
       Τας σκέψεις μου και τας αγωνίας μου αυτάς τας έβλεπεν ο Θεός! ΕΚΕΙΝΟΣ, που γνωρίζει τα βάθη της καρδίας και τους διαλογισμούς του καθ' ενός άνθρωπου. ΕΚΕΙΝΟΣ έβλεπε την αγωνία μου και εγνώριζε τον πόθον μου. Δι' αυτό μου παρεχώρησεν ανέλπιστα περιστατικά. Επέτρεψε γεγονότα, διά να τόνωση την πίστιν μου. Εδημιούργησε καταστάσεις, διά να ιδώ ό,τι ποθούσα, και να διακηρύττω τα θαυμάσια Του. Και κατέληγα, υστέρα από τας ιδικάς μου σκέψεις, εις το εξής συμπέρασμα: Εφ όσον είμαι ο υπεύθυνος του Παναγίου Τάφου και ο φρουρός του Ζωοδόχου μνήματος, να ζητήσω άδειαν να παραμείνω εντός του Ιερού Κουβουκλίου! Είναι όμως αδύνατον! Ακατόρθωτον! Οι κανονισμοί είναι αυστηροί! Είναι, λοιπόν, ανόητον να τολμήσω να εκφράσω την σκέψιν μου. Εκείνος, που θα ήκουεν την παράλογον επιθυμίαν μου, θα με απέπεμπε με αυστηρότητα.
       Να κρυβώ, τότε, αυθαίρετα εντός του Παναγίου Τάφου; Είναι παντελώς αδύνατον, αφού ούτε χώρος υπάρχει, ούτε γωνία, διά να διαφύγω της προσοχής των υπευθύνων. Εκείνοι διενεργούν με σχολαστικότητα δύο και τρεις φοράς τον ελεγχον, ελάχιστην ώραν προ του αγίου Φωτός.
       Άλλο τεράστιον εμπόδιον ήτο η απουσία μου. Πως να απουσιάζω εγώ, που είμαι ο υπεύθυνος; Εάν εξευρίσκετο ανέλπιστος τρόπος να κρυβώ εντός του Ζωοδόχου Τάφου, ήτο αδύνατον να απουσιάζω ως υπεύθυνος. Εγώ πρέπει να φύγω τελευταίος και να εισέλθω πρώτος εντός του Ιερού Κουβουκλίου.
       Με αυτάς τας σκέψεις εβασάνιζα τον εαυτόν μου ημέραν και νύκτα. Το σύνθημα μου παρέμενε πάντα το ίδιον. Σταθερόν και αμετάβλητον χωρίς καμμίαν απολύτως αλλαγήν.
       Πρέπει να ιδώ με τα μάτια μου.
       Πρέπει να διαπιστώσω τι συμβαίνει μέσα εις τον κλειστόν Τάφον. Πρέπει... πρέπει...
       Και αυτά τα «πρέπει» έμεναν διαρκώς ανεκπλήρωτα. Ουδείς τρόπος υπήρχε να τα ικανοποιήσω ή να τα απομακρύνω από τον εαυτόν μου. Αυτή την πάλην και την αγωνίαν μου την εγνώριζε μόνον ΕΝΑΣ, ο Θεός. ΕΚΕΙΝΟΣ, ενώπιον του ΟΠΟΙΟΥ και αι τρίχες της κεφαλής μας είναι άπασαι ηριθμημέναι.
       Ασχέτως αν η επιθυμία μου ήτο εκτός πραγματικότητος, ανεκπλήρωτος και ανεφάρμοστος, εγώ επίστευα. Ο Θεός, έλεγα, δεν θα με αφήση να ταλαιπωρούμαι με τοιούτου είδους αγωνίας. Θα λύση τας απορίας μου και θα μου δώση να ιδώ τι είναι το Άγιον Φως.


Το απροσδόκητον γεγονός.

       Η κάθε μία ημέρα διεδέχετο την άλλην  και εγώ εζούσα εις τα ανεκπλήρωτα όνειρά μου. Πάντα ακοίμητος φρουρός του Παναγίου Τάφου, πιστός εις το καθήκον μου, αλλά και βασανιζόμενος από τας σκέψεις μου περί του Αγίου Φωτός. Όταν είχα εις τα χέρια μου τα ατελείωτα σβησμένα κεριά των προσκυνητών, ήρχετο εις την μνήμην μου το χονδρό «κερί» της Ιεράς Φυλλάδος. Και αι διάφοροι σκέψεις, η μία κατόπιν της άλλης, έδερναν και εβασάνιζαν το μυαλό μου.
       Άκουσε, τώρα, μου είπε, τι επεφύλαξεν εις εμέ ο Πανάγαθος Θεός.
       Κάποιαν ημέραν, ένα απροσδόκητον γεγονός ήλλαξεν ολόκληρον την ζωήν μου. Άνωθεν του Ζωοδόχου μνήματος, που σκεπάζεται από 43 κανδήλια, εγένετο κάτι φοβερόν. Θεία χάριτι, παρεχώρησεν ο Θεός και απεκόπη το δυνατόν σχοινίον, που εβάσταζεν μίαν από τας τέσαρας σειράς των χρυσών κανδηλίων. Το γεγονός ήτο πολύ σοβαρόν. Εδημιουργήθη σάλος πολύς. Αναστάτωσις μεγάλη. Πλην όμως, έπειτα από το πέσιμο των κανδηλίων, επληρώθη ένα κενόν της ψυχής μου! Το απροσδόκητον εκείνο γεγονός έδωκε λύσιν εις την αγωνίαν μου. Το τολμηρότερον σχέδιον της ζωής μου θα εξεπληρώνετο. Τα αδιάκοπα «πρέπει» θα επραγματοποιούντο!
       Όπισθεν του Κανδηλοφόρου παραπετάσματος διέκρινα ότι υπήρχεν ένας θόλος του Ιερού Κουβουκλίου. Και εις το μέσον ακριβώς της αριστεράς πλευράς, απέναντι του Ζωοδόχου μνήματος, μεταξύ του θόλου και του δαπέδου ένας μικρός χώρος εσχημάτιζε μία κρύπτην. Ήτο τόσον μικρά, που μετά βίας έκρυπτεν ένα άτομον! Ούτως, εσκέφθην, η κάθε απορία της ψυχής μου θα λυθή, χωρίς να με αντιληφθή κανείς. Εάν κατορθώσω και κρυφθώ εις αυτήν την κρύπτην, θα λύσω όλας μου τας απορίας και θα ικανοποιήσω εις το έπακρον όλα τα ερωτήματα, που με βασανίζουν. Αυτή η κρύπτη είναι άγνωστος εις όλους. Μόνος εγώ την γνωρίζω.
        Επί τη ευκαιρία της αποκαλύψεως, διέκρινα και κάτι άλλο πολύ σημαντικώτερον. Μετά από τον αδιαπέραστον ουρανόν, που εσχηματίζετο από τα 43 κανδήλια, ολόκληρος ο χώρος του Ιερού Κουβουκλίου εσκεπάζετο υπό αρκετού πάχους πυκνής μαύρης «καπνίλας». Η μαύρη «σκόνη» εσχηματίσθη υστέρα από 150 χρόνια. Μία αδιάκοπος φλόγα από αναμμένα κεριά σχημάτισαν μίαν κατάστασιν απελπιστικήν. Δισεκατομμύρια κεριά, που εκαίοντο ως ελαχίστη προσφορά εις το μνήμα του Χριστού, συνέβαλλαν εις την απαράδεκτον εκείνην εικόνα. Αυτήν την ευκαιρίαν της μαύρης «καπνίλας» εχρησιμοποίησα ως βάση του σχεδίου μου! Ήτο μία λύσις, διά να λύσω την απορίαν μου και να πολλαπλασιάσω την πίστιν μου ή να εξαφανίσω ό,τι ήτο όρθιον μέσα μου.
       Μετά το απροσδόκητον τούτο γεγονός και την μοναδικήν ευκαιρίαν, που μου εδίδετο, επλησίασα τον γέροντα μου π. Ανατόλιον. Του ανέφερα τα καθ' έκαστα λεπτομερώς. Του εξέθεσα εν συνεχεία τας σκέψεις μου. Του εξέφρασα την επιθυμίαν μου να καθαρίσω από την «καπνίλα» - εφ' όσον μου εδίδετο η ευκαιρία - το αόρατον μέρος του Ιερού Κουβουκλίου. Είναι αδύνατον, του ανέφερα, να συλλάβετε το μέγεθος της ακαθαρσίας, που υπάρχει! Ολόκληρον αυτό το απαράδεκτον θέαμα παραμένει αόρατον εξαιτίας των κανδηλίων. Είναι τρομερά επικίνδυνον, επρόσθεσα, διότι υπάρχει φόβος να αποσπασθή μέρος της κάπνης και να πέση επί του Ζωοδόχου μνήματος. Και αν αυτό συμβή εις ώραν, που δεν τελείται Θεία Λειτουργία, έχει καλώς. Αν όμως συμβή κατά την διάρκειαν της Θείας Λειτουργίας; Επρόσθεσα και άλλας πολλάς δικαιολογίας, πάντοτε όμως με την πρόθεσιν να επιτύχω εις το σχέδιόν μου. Πλην όμως! Εις το άκουσμα της επιθυμίας μου να προβώ εις τον καθαρισμόν της οροφής του Ιερού Κουβουκλίου, ο γέροντας μου, επρόταξε σταθεράν άρνησιν.
       Ουδέποτε μία τοιαύτη πράξις, είπε εις αυστηρόν ύφος. Ουδεμία μονομερής ενέργεια. Οι αιρετικοί, Αρμένιοι, Λατίνοι, Κόπται θα προβούν εις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Θα εγείρουν ζητήματα ανύπαρκτα. Θα απαιτήσουν δικαιώματα και παράλογα αιτήματα, επί τη ευκαιρία, από τα οποία θα προέλθουν αποτελέσματα απρόβλεπτα και απροσδιόριστα επί του παρόντος. Αφορμήν ζητούν, διά να δημιουργήσουν επεισόδια.
       Εις την άρνησιν του γέροντος μου, που ήτο ο κυρίως υπεύθυνος, εγώ εκτελούσα χρέη βοηθού, έκανα την μετάνοιάν μου, του εφίλησα το χέρι και απεχώρησα.
       Απεχώρησα, όχι βέβαια με πρόθεσιν να παραιτηθώ του σκοπού μου, αλλά απεχώρησα, διά να επανέλθω μετά περισσοτέρας επιμονής. Η εκ δευτέρου παράκλησίς μου διά τον ίδιον σκοπόν είχεν ως αποτέλεσμα την ιδίαν σταθεράν και αμετακίνητον άρνησίν του. Το σχέδιόν μου εις πρώτον στάδιον ήτο να καθαρίσω από την «καπνίλαν» όλο εκείνο το αθέατον μέρος του Ιερού Κουβουκλίου. Το δεύτερον μέρος του σχεδίου μου, που εκαλύπτετο από μίαν αθώα απαίτησιν, ήτο άλλο! Ήθελα να καταστρώσω σχέδιον, να κρυβώ εντός του Παναγίου Τάφου! Ήθελα να διαπιστώσω, να ιδώ με τα μάτια μου τι εγίνετο γύρω από τον θρύλον του θαύματος του Αγίου Φωτός. Να ομιλώ και να διακηρύττω την Αλήθειαν ή να καταταγώ μετά των αντιθέτων εκείνων, πού διακηρύττουν ότι τα πάντα είναι «τρυκ», «κοροϊδία», «ψεύτικο παραμύθι» και τόσα άλλα...


Το νεώτερον διάβημα μου διά την επιτυχίαν του τελικού σχεδίου.

        Όταν τέλος επί σειράν ημερών παρακαλούσα τον γέροντα μου π. Ανατόλιον και εκείνος με απέπεμπε με την γνωστήν άρνησίν του, επενόησα νέον τρόπον επιτυχίας του σχεδίου.  
       Ήτο ένα απεγνωσμένον διάβημα, πάρα πολύ τολμηρόν και πολύ επικίνδυνον, αλλά αποτελεσματικόν! Επί του Ζωοδόχου μνήματος ετελείτο καθημερινώς, τελείται συνεχώς μέχρι σήμερον και θα συνεχίζεται πάντοτε, η Θεία Λειτουργία. Τα Άγια και Ιερά σκεύη τοποθετούνται έως σήμερον επί της μαρμάρινης πλακός, που καλύπτει τον κενόν Τάφον του Αναστάντος Χρίστου. Και άλλοτε μεν ο Πανάγιος Τάφος χρησιμοποιείται ως τόπος Προσκομιδής των Τιμίων Δώρων, δηλαδή ως Αγία Φάτνη, συμβολίζουσα την Γέννησιν του Χριστού, ο δε Άγιος Λίθος - τεμάχιον του Λίθου, που απεκύλισεν ο Άγγελος εκ του μνημείου - ως Αγία Τράπεζα. Άλλοτε δε ολόκληρον το κενόν μνημείον χρησιμοποιείται το μεν ήμισυ ως Αγία Φάτνη, το δε έτερον ήμισυ ως Αγία Τράπεζα. Κατ' αυτήν την περίπτωσιν, η Θεία Λειτουργία τελείται υπό του Λειτουργού Αρχιερέως η Ιερέως γονυκλινώς.
       Κατ' αυτήν την μοναδικήν ευκαιρίαν - εφ' όσον ουδεμία άλλη λύσις υπήρχεν - προετοίμασα με πάσαν μυστικότητα ένα τεμάχιον υφάσματος. Το προετοίμασα κατά τοιούτον τρόπον, ούτως, ώστε να ήτο τόσον, που να είχε την έκτασιν - μήκος και πλάτος- να απομονώνη το Ζωοδόχον μνήμα από τα άνωθεν αυτού υπάρχοντα κανδήλια. Ετοποθέτησα κατόπιν ειδικά καρφάκια, έτοιμα να δεχθούν το αιωρούμενον ύφασμα με τα κατάλληλα γαντζάκια. Έλαβα εν συνεχεία από την μαύρην «καπνίλαν», που ευρίσκετο άφθονος εις τον θόλον του Ιερού Κουβουκλίου, και έρριψα επί των Κανδηλίων. Την ετοποθέτησα κατά τοιούτον τρόπον, ούτως ώστε να πέση με την παραμικράν ελαφράν κίνησιν. Ήτο επόμενον, κατά την ώραν της προετοιμασίας ή τελέσεως της Θείας Λειτουργίας η «καπνίλα» να αρχίση να πίπτη επί του λειτουργού ιερέως. Το σχέδιόν μου απέβλεπεν εις τον εξαναγκασμόν του γέροντός μου - αφού θα επείθετο εκ των πραγμάτων - ότι ήτο απαραίτητος η καθαριότης της μαύρης κόνεως. Μόνος του, εν συνεχεία θα επείθετο να μου επιτρέψη να προβώ εις τον καθαρισμόν του θόλου του Ιερού Κουβουκλίου. Εγώ εν τω μεταξύ θα προετοίμαζα την κρύπτην, διά να διαπιστώσω τι εγίνετο το Μέγα Σάββατον, κατά την διάρκειαν της τελετής του Αγίου Φωτός.
       Όταν όλα ήσαν έτοιμα, προσήλθε, διά να λειτουργήση ο Ορθόδοξος Ιερεύς. Λειτουργός ήτο την ημέραν εκείνην ο π. Βασίλειος Καραπαπάς. Όταν ήρχισε να προετοιμάζη την Θείαν Λειτουργίαν, τότε, κατά Θείαν χάριν, εξετελέσθη με μαθηματικήν ακρίβειαν το σχέδιόν μου! Μία ελαφρά κίνησις των κανδηλίων υπήρξεν ικανή να μετακίνηση την μαύρην «σκόνην», η οποία έπεσεν επί του Παναγίου μνήματος!
       Ο λειτουργός ιερεύς ήρχισε τότε να διαμαρτύρεται. Ήρχισε να αιτιάται - ποιόν άλλον από εμέ; Εζήτει να επιρρίψει την ευθύνην και την αγανάκτησίν του επί των ώμων μου, επικαλούμενος την δικαιολογίαν ότι ήμουν υπεύθυνος και ώφειλα να προσέξω τι εγένετο.
       Εγώ με ηρεμίαν και απάθειαν εδέχθην όλην την επίπληξιν. Δεν αντιμίλησα καθόλου. Έτρεξα αμέσως, ως να μην εγνώριζα τίποτα, διά να διαπιστώσω τι εγένετο. Μόλις μου έδειξε την «καπνίλαν», που έπιπτεν από τα κανδήλια επί του Παναγίου Τάφου, έμεινα δι' ολίγον σκεπτικός. Έπειτα, ως να εσκέφθην λύσιν, έτρεξα και έφερα το έτοιμον ύφασμα. Και με μεγάλην εύκολίαν απεμόνωσα τα αιωρούμενα Κανδήλια από το Πανάγιον μνήμα.
      Μονολογώντας επρόσθεσα, απομακρυνόμενος, εσείς έχετε την ευθύνην, όλοι ο ένας μετά τον άλλον, διότι δεν μου επιτρέπετε να καθαρίσω αυτήν την μαύρην «σκόνην». Εν τω μεταξύ ετελείωσεν η θεία Λειτουργία των Ορθοδόξων. 
       Εν συνεχεία προσήλθαν οι Αρμένιοι, διά να τελέσουν την Θείαν Λειτουργίαν των. Εγώ συν τω χρόνω αφήρεσα και απεμάκρυνα το ύφασμα. Τα 43 κανδήλια έμειναν ελεύθερα, κατάφορτα με την καπνίλαν. Τότε, ήρχισεν, ως κάποιο αόρατο χέρι να εσάλευε τα Κανδήλια, να πίπτη συνεχώς μαύρη «σκόνη». Ο Αρμένιος, προ αυτής της καταστάσεως, ηναγκάσθη να αποχώρηση. Δεν εδύνατο να τελέση την Λειτουργίαν του. Απέμειναν οι Λατίνοι. Αφού δε διεπίστωσαν οι αιρετικοί ότι ήτο δύσκολος η τέλεσις της Θείας Λειτουργίας, εματαίωσαν το πρόγραμμά των. Αυτά όμως τα γεγονότα έγιναν αιτία την επομένην να ληφθούν αποφάσεις. Όλοι από κοινού Ορθόδοξοι, Αρμένιοι, Λατίνοι, Κόπται, απεφάσισαν να καθαρισθή το ιερόν Κουβούκλιον. Η χαρά μου ήτο απερίγραπτος. Το σχέδιόν μου ελάμβανε την αρχικήν του μορφήν. Η εκτέλεσίς του εθεωρείτο βεβαία! Ο γέροντάς μου με εκάλεσε, χωρίς εγώ να το επιδιώξω, και μου είπε: Είχες δίκαιον. Δεν ήτο όμως εύκολον να έχω πρωτοβουλίαν και να επιτρέψω μίαν τοιαύτην πράξιν. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι έχουν δικαιώματα και προνόμια και οι ετερόδοξοι αιρετικοί. Δεν ήτο εύκολον να λάβωμεν μόνοι μας αποφάσεις. Τώρα, πού όλοι επείσθησαν ότι υπάρχει ανάγκη καθαρισμού τοϋ χώρου, προχώρησε εις το έργον σου! 
       Έβαλα την μετάνοιάν μου. Τον ηυχαρίστησα, του εφίλησα το χέρι και απεχώρησα. Μέσα μου εβασίλευε μία χαρά, που είναι αδύνατον να την περιγράψω. Η επιτυχία του σχεδίου ήτο αρίστη. Άνευ ουδεμιάς καθυστερήσεως επεδόθην εις το έργον μου.
       Να εκθέσω με λόγους την εικόνα, που συνήντησα; Ή την ποσότητα να περιγράψω, που εκάθητο στοιβαγμένη ομοία με καπνοδόχον; Ολόκληρος ο θόλος του Ιερού Κουβουκλίου εχάνετο μέσα εις ένα ολόμαυρον πάχος «καπνίλας». Μόνον όταν γνωρίζη κανείς ότι επί 150 έτη δεν ήγγισε χέρι να καθαρίση εκείνον τον χώρον, δύναται κάπως να υποθέση ποία ήτο η κατάστασις. Ύστερα από την υπεράνθρωπον ατομικήν μου προσπάθειαν και τον πολύν κόπον, που κατέβαλα, με ανέμεινεν έκπληξις και θαυμασμός μεγάλος. Από το βάθος της «καπνίλας» επρόβαλε μία ωραιοτάτη βυζαντινή, ψηφιδωτή εικόνα - σπανιώτατον έργον τέχνης - του Αναστάντος Κυρίου! Δύο ουράνιοι άγγελοι με ολόλευκον στολήν εκάθηντο επί του μνημείου. Αι Μυροφόροι γυναίκες «Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη» μετά της Παναγίας ητένιζον τους ουράνιους στρατιώτας. Η εικόνα εκείνη ήτο μοναδική εις τέχνην και έκφρασιν. Τα ψηφιδωτά ολοκλήρου της Αγίας Εικόνος ήσαν ποτισμένα από χρυσάφι. Η σκηνή, εξόχως συγκινητική, μετέφερε τον επισκέπτην προσκυνητήν εις την ημέραν και την ώραν της Αναστάσεως. Περισσότερον δε πάντων ο προσκυνητής συνεκλονίζετο πραγματικώς, αφού ο τόπος ήτο ο ίδιος του θείου γεγονότος!
       Μετά το πέρας της πολυμόχθου αυτής εργασίας, ήρχισαν αι επισκέψεις. Έκαστον των προσερχόμενων τον καταλάμβανε δέος. Μετά όμως ηκολούθη ανέκφραστος χαρά, που προήρχετο εκ της γενομένης αλλαγής. Η καθαριότητα του χώρου και η απαστράπτουσα ψηφιδωτή εικόνα της Αναστάσεως παρεκίνουν τον κάθε επισκέπτη εις θαυμασμόν και ακράτητον ενθουσιασμόν. Συγχρόνως έβλεπαν προς το πρόσωπον μου και μου εξέφραζαν τα συγχαρητήρια των.
       Ο γέροντάς μου π. Ανατόλιος ησθάνετο ιδιαίτεραν ικανοποίησιν διά την ικανότητα μου. Δεν είχεν όμως υπ' όψιν και την ικανότητα, που με διέκρινε δι' ένα άλλο σχέδιον τολμηρόν και επικίνδυνον. Δεν εγνώριζεν ότι, κατά τον χρόνον της καθαριότητος του χώρου, κατέστρωσα μετά πάσης λεπτομερίας μίαν παράτολμον ενέργειαν, που της απέμεινε μόνον η εκτέλεσίς της.
       Εξ όλων των επισκεπτών η μεγαλύτερα χαρά εξεδηλώθη εις το πρόσωπον του Πατριάρχου. Επί του θρόνου του Πατριαρχείου ήτο τότε ο Δαμιανός ο Α', που με εκάλεσε και μου παρέδωκεν εις αναγνώρισιν της προσφοράς μου εκείνης το Παράσημον του Πατριαρχείου! Ήτο μία χειρονομία πολύ σπανία. Διότι το παράσημον εκείνον με τους Αγίους Κωνσταντίνον και Ελένην δίδεται πολύ ολίγας φοράς και εις εντυπωσιακάς περιπτώσεις. Η παρασημοφόρησίς μου εκείνη του έτους 1926 μου έδωκε μεγάλην χαράν, αλλά και δυνάμεις περισσότερας διά το καθήκον μου το δύσκολον.
       Αφού, λοιπόν, παρήλθαν αι πρώται συγκινητικαί εκδηλώσεις, ηργάζετο εν συνεχεία ο χρόνος. Η μία ήμερα διεδέχετο την άλλην, διά να παρελάσουν οι μήνες και τέλος, να έλθη η Μεγάλη Τεσσαρακοστή του έτους 1926. Το σχέδιόν μου - όσον επικίνδυνον και παράτολμον και αν ήτο - έπρεπε να εκτελεσθή με πάσαν μυστικότητα και πάσαν θυσίαν. Ανέκυπτεν όμως εν πελώριον θέμα. Ήτο το θέμα της απουσίας μου. Πώς ήτο δυνατόν να απουσιάζω το Μέγα Σάββατον, αφού εγώ ήμουν ο υπεύθυνος της όλης τελετής; Ποίος θα προητοίμαζεν όλην την διαδικασίαν της καθορισμένης τάξεως; Βεβαίως, υπήρχεν ο γέροντας μου π. Ανατόλιος. Πλην όμως από της ημέρας, κατά την οποίαν ανέλαβα τα καθήκοντά μου ως φρουρός του Παναγίου Τάφου, εκείνος απεχώρησεν. Ανέλαβεν άλλα καθήκοντα εις άλλον τομέα. Ανέλαβεν αλλάς υποχρεώσεις, που δεν ήτο εύκολον να τας εγκατάλειψη. Πώς θα άφηνε την ιδικήν του αποστολήν και θα ανελάμβανε τα ιδικά μου καθήκοντα;
       Αν όμως - έλεγα - συνέβαινε κάτι απρόοπτον; Αν, κατά τας ημέρας εκείνας, με επεσκέπτετο μία απροσδόκητος ασθένεια; Αν εγώ δεν ήμουν εις θέσιν να κινηθώ και να εγκαταλείψω το Νοσοκομείον η το κελλίον μου; Αν μου ήτο αδύνατον να εξυπηρετήσω κατά την τελετήν του Αγίου Φωτός - δι' οιονδήποτε σοβαρόν λόγον - τι θα έκανε; Δεν θα αναλάμβανε να εξυπηρέτηση την δημιουργηθείσαν ανάγκην και να αναπλήρωση το κενόν;
       Αι διάφοροι σκέψεις, η μία κατόπιν της άλλης, με εβασάνιζον τρομερά. Το σχέδιόν μου όμως έπρεπε να τεθή υπό εκτέλεσιν. Η κρύπτη ήτο έτοιμος και είχε την δυνατότητα να με διαφυλάξη παντελώς αθέατον! Απέμεινε, λοιπόν, να ανακοινώσω, χωρίς αναβολήν το θέμα της απουσίας μου κατά το Μέγα Σάββατον. Έπρεπε να λάβη γνώσιν ο γέροντάς μου π. Ανατόλιος. Εχρειάζετο όμως μία δικαιολογία σοβαρά. Έκανα μερικάς σκέψεις, εμελέτησα περιπτώσεις απίθανους, που εφαίνοντο εις εμέ κάπως δικαιολογημένοι, και εν τέλει, προσήλθον εις τον γέροντά μου με πολύν φόβον και διστακτικότητα.
       Άγιε γέροντα μου, του είπα. Έλαβον μίαν επιστολήν από την πατρίδα μου. Μου ανακοινώνουν ότι κατά την Μεγάλην Εβδομάδα θα με επισκεφθή ένας συγγενής μου Συνταγματάρχης. Θα παραμείνη ολίγας ημέρας και θα αναχωρήση το Μέγα Σάββατον. Με έφερεν εις πολύ δύσκολον θέσιν με μίαν παράκλησίν του. Μου ζητά να τον βοηθήσω να πραγματοποίηση την αναχώρησίν του, καθότι ούτε την γλώσσαν γνωρίζει ούτε τα μέρη. Σας υπόσχομαι ότι κατά την ώραν της τελετής του Αγίου Φωτός - τουλάχιστον εις το τέλος - θα είμαι παρών. Θα απουσιάζω όμως από το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου έως της ώρας εκείνης. Είναι ευλογημένον, άγιε γέροντά μου;
       Όταν ήκουσε την παράκλησίν μου, εσηκώθη από το κάθισμα του και με πρωτοφανή αυστηρότητα μου είπεν: Απαιτείς πάντοτε τα πλέον δύσκολα και ανεφάρμοστα αιτήματα. Την ημέραν του Μεγάλου Σαββάτου πνιγόμεθα κυριολεκτικώς και εσύ απαιτείς να απουσιάζης; Το μόνον, πού σου ζητώ - με την σειράν μου - μη μου επαναλάβης άλλην φοράν αυτό πού μου εζήτησες τώρα.
       Τα λόγια του ήσαν αυστηρά. Ο τόνος της φωνής του δεν άντεχεν εις άλλην συζήτησιν. Και εγώ προ της τοιαύτης αρνήσεως απεχώρησα. Την επομένην όμως επανήλθον με πολύ μεγάλην διστακτικότητα. Κατά την διάρκειαν της συζητήσεως μας, που περιεστρέφετο εις άλλα θέματα, επανελάμβανον και την παράκλησίν μου. Η απάντησις ήτο μία σταθερά άρνησις. Αλλά το θέμα αυτό, επανελαμβάνετο σχεδόν καθημερινώς, έως ότου ήγγιζε το τέλος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Τότε, αι παρακλήσεις μου ήρχισαν να συνοδεύωνται μετά δακρύων. Και τα δάκρυα μου μετά θερμών προσευχών. Παρεκάλουν θερμώς τον Θεόν και εζήτουν να φωτίση τον γέροντα μου να μου δώση την άδειαν να απουσιάσω.
       Εις την επιμονήν μου και τας συνεχείς παρακλήσεις μου εκέρδησα! Μίαν εκ των ημερών, αντί της αρνήσεως μου είπε:
       Μου υπόσχεσαι ότι κατά την ώραν του Αγίου Φωτός θα είσαι παρών;
       Ναι! Του απήντησα μετά βεβαιότητος, αφού ήμουν σίγουρος περί τούτου.
       Πήγαινε, λοιπόν, με την ευχήν μου. Ο Θεός μαζί σου.
       Τι να προσθέσω εις την απόφασιν του γέροντος μου; Τα συναισθήματα μου; Την χαράν μου; Την αγωνίαν μου; Τον φόβον που με κατείχε; Διότι, ύστερα από αυτήν την απόφασιν, ήρχιζεν η εκτέλεσις του τελικού μέρους του σχεδίου μου.

Ήτο τας ημέρας εκείνας η αρχή της Μεγάλης Εβδομάδος. Τα πλήθη των προσκυνητών ήρχισαν να κατακλύζουν την Αγίαν Πόλιν. Ήτο κάτι παρόμοιον, πού συνέβαινε κάθε χρόνον τας ιδίας ημέρας. Και ενώ όλα ήσαν έτοιμα, η αγωνία μου εγιγαντώνετο και έφθανεν εις σημείον αφάνταστον! Το τελικόν όμως σημείον του σχεδίου μου παρέμενεν ακόμη άνευ λύσεως. Με κατείχεν η σκέψις πως και διά ποίου τρόπου θα ανέβαινα εις την κρύπτην, χωρίς να γίνω αντιληπτός. Θα εχρησιμοποίουν οπωσδήποτε, μίαν «σκάλαν». Μετά όμως πως θα απεμακρύνετο; Δεν ήτο δυνατόν να ανεβώ και συγχρόνως να απομακρύνω και την «σκάλαν». Η δυσκολία θα ελύετο, μόνον αν κάποιος θα απεμάκρυνε την «σκάλαν», όταν εγώ θα ανέβαινα εις την κρύπτην. Θα εγνώριζεν όμως ότι εγώ θα παρέμενα μέσα εις τον Πανάγιον Τάφον. Θα ήξευρεν ότι κάποιος εκρύπτετο εις χώρον αυστηρώς απηγορευμένον! Το αποτέλεσμα θα ήτο φοβερόν. Θα έλεγεν είτε θεληματικώς είτε άθελά του το μυστικόν. Αμέσως θα εγένετο γνωστόν εις τους υπευθύνους. Το σχέδιόν μου θα απεκαλύπτετο. Θα επηκολούθη η ματαίωσίς του με απροβλέπτους συνεπείας. Οι αιρετικοί θα εύρισκον ευκαιρίαν να διασύρουν την Ορθοδοξίαν. Ο κόσμος θα εκλονίζετο εις την πίστιν. Η ευκαιρία μου θα παρήρχετο. Και εγώ θα παρέμενα δέσμιος εις τα ερωτήματα, τας αγωνίας, τας αμφιβολίας, διατί όχι και την πίστιν εις ό,τι αφορούσε το Άγιον Φως.



Η ανέλπιστος λύσις του αδιεξόδου.

       Εις όλας τας σκέψεις, που έβλεπα να με κυκλώνουν απειλητικά, διά να ματαιώσω το σχέδιόν μου, μου ήλθε μία λύσις. Έφερα κατά νουν ένα πρόσωπον. Ήτο απλούν, αγαθόν και απονήρευτον. Ήτο αδύνατον να φαντασθή τα σχέδιά μου. Πολύ περισσότερον να συλλάβη το τολμηρότερον διάβημα της ζωής μου. Ήτο αδύνατον να ανακάλυψη τους σκοπούς μου. Απέμενε, λοιπόν, να το πλησιάσω.
       Ήτο ο «πορτάρης» του Ιερού Ναού της Αναστάσεως.
       Εκείνος, δηλαδή, που με την χρήσιν μιας «σκάλας» ήνοιγε την πανύψηλον «πόρταν» του Ιερού Ναού και εφρόντιζε διά το κλείσιμόν της. Ήτο ο π. Νίκανδρος. Ήτο πιστός εις την διακονίαν του και έχαιρε σεβασμού και εκτιμήσεως. Είχε μεγάλην υπακοήν και ταπείνωσιν υποδειγματικήν. Ήτο ένας απλούς χαρακτήρ αφανούς μοναχού. Ποτέ δεν ηρνείτο εις εξυπηρετήσεις. Πάντοτε ήτο πρόθυμος και αγαπητός. Τον επλησίασα και ατάραχος, με φυσιολογικήν απάθειαν, του είπα:  Πάτερ Νίκανδρε, την Μεγάλην Παρασκευήν το βράδυ, μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας των Λατίνων, θέλω μίαν εξυπηρέτησιν. Θα φέρης την «σκάλαν σου», διά να ελέγξω τα Κανδήλια του Παναγίου Τάφου. Επίσης, θέλω να είμαι σίγουρος και διά τα κανδήλια του προθαλάμου του Αγίου Λίθου. Είμαι υπεύθυνος και θέλω να προλάβω ο,τιδήποτε απρόοπτον. Συμβαίνουν απροσδόκητα και ανέλπιστα κατά την τελετήν του Αγίου Φωτός.
       Κάτι αντελήφθην και πρέπει να ελέγξω όλα τα κανδήλια, αφού ανεβώ με την «σκάλαν». Δεν είναι ανάγκη να περιμένης πότε εγώ θα τελειώσω. Θα σήκωσης την «σκάλαν» και θα φύγης. Αφού κάνω τον έλεγχον, η κατάβασίς μου είναι εύκολος. Έχω τρόπον. Μην ανήσυχης πως θα κατεβώ.
       Εγνώριζα ότι με ένα ελαφρόν πήδημα θα κατέβαινα από την κρύπτην. Κανείς δεν θα με αντιλαμβάνετο. Μέσα εις το πέλαγος της χαράς του Αγίου Φωτός, της ταραχής και των φωνών του πλήθους, της ανέκφραστου αγαλλιάσεως, ουδείς θα έδιδε προσοχήν. Θα κατώρθωνα ανενόχλητος και αθόρυβα να παρουσιασθώ, χωρίς απολύτως ουδείς να αντιληφθή τας κινήσεις μου.
       Ο π. Νίκανδρος, άνευ ουδενός ίχνους πονηρίας διά το σχέδιόν μου, έμεινεν απολύτως σύμφωνος.
       Ήτο ακριβώς η 12.30 μεταμεσονύκτιος ώρα της Μεγάλης Παρασκευής προς το Μέγα Σάββατον του έτους 1926.
       Η προετοιμασία μου απετελείτο από ένα μικρόν φακόν «φαναράκι» και ολίγον νερόν μέσα εις ένα μικρόν δοχείον. Ήτο τόσον ολίγον, όσον ακριβώς εχρειάζετο, διά να με ξεδιψάση κατά τας ώρας της αγωνίας μου. Ουδέν έτερον με απασχολούσε. Το επιχείρημά μου, ήμουν σίγουρος, θα εστέφετο υπό επιτυχίας. Θα έλυνα την απορίαν μου και θα εγνώριζα κάθε μυστικόν, που κανείς δεν μπορεί εύκολα να γνωρίζη.
       Όταν ετελείωσα κάθε λεπτομέρειαν, εφώναξα τον π. Νίκανδρον. Έφερε γρήγορα, χωρίς καθυστέρησιν, την «σκάλαν». Την εστερέωσα και ανέβηκα, μηδενός αλλού παρόντος. Όταν ανέβηκα, είπα εις τον π. Νίκανδρον.
       Πάρε μαζί σου την «σκάλαν». Μόλις τελειώσω, θα κατεβώ. Ούτω και έγινε. Δεν είμαι εις θέσιν ούτε έχω την δύναμιν να σας περιγράψω και να σας εξιστορήσω τα συναισθήματα μου. Να περιγράψω την ψυχολογικήν κατάστασιν εις την οποίαν ευρισκόμην! Μου είναι παντελώς αδύνατον. Τας ώρας εκείνας έζησα μίαν κατάστασιν αλησμόνητον, γεμάτην φόβον και τρόμον.
       Κατ' αρχάς με περιέλουσε κρύος ιδρώτας από κεφαλής έως ποδών. Ήρχισε μετά ταύτα να τρέμη όλον μου το σώμα. Δεν διέφερα από μελλοθάνατον, που οδηγείται εις τον τόπον της θανατικής του εκτελέσεως. Ύστερα ένοιωσα έναν φόβον πρωτοφανή, αλησμόνητον, που ποτέ άλλοτε εις την ζωήν μου δεν τον ένοιωσα. Και ενώ μέχρι σήμερον ανεζήτησα να εύρω την αιτίαν του φόβου εκείνου, δεν ημπόρεσα να δώσω ουδεμίαν ερμηνείαν. Ο τρόμος εκείνος ήτο πρωτοφανής. Μέσα μου ένα ερώτημα έντονον, δυνατόν, φοβερόν εις έλεγχον, με ανεστάτωνε συνεχώς.
        Ποίος άλλος ετόλμησε κάτι παρόμοιον εις το πέρασμα μιάς μακροχρονίου περιόδου του Χριστιανισμού; Εσύ πως απεφάσισες αυτό το τόλμημα; Αν, δι' οιονδήποτε λόγον, σε ανακαλύψουν, τι θα πράξης; Ποίαν δικαιολογίαν θα δώσης;
       Ποίαν απολογίαν θα τολμήσης να κάνης; Ποίαν π. Μητροφάνη;
       Και μέσα εις τας απαίσιας σκέψεις, που με εβασάνιζαν, ωρθώνετο η επιμονή μου. Πρέπει να λύσω την απορίαν μου. Διατί να ζω καθημερινώς με τας αμφιβολίας και τα ερωτηματικά; Πρέπει να διαπιστώσω ο,τιδήποτε συμβαίνει, είτε θαύμα λέγεται είτε πλάνη. Πρέπει να βεβαιωθώ, διά να ζήσω τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μου χωρίς σκέψεις. Ύστερα όμως από αυτήν την επιμονήν μου με επεσκέφθη η μεταμέλεια.
        Ήρχισα να μετανοώ δι' όσα έπραξα έως εκείνην την στιγμήν. Ένοιωσα να με σπρώχνη κάποιος και να μου λέγη: «Κατέβα γρήγορα! Διατί μπλέχθηκες με τοιούτου είδους περιπέτειας; Έχεις ακόμη καιρόν. Εντός ολίγου θα αρχίση ή Ορθόδοξος Θεία Λειτουργία. Θα τελείωση την 4ην πρωινήν ώραν. Αμέσως εν συνεχεία θα προσέλθουν οι Αρμένιοι. Εκείνοι θα έχουν περισσότερον χρόνον να ασχοληθούν με την Θείαν των Λειτουργίαν. Εσύ θα είσαι αναγκασμένος να είσαι συνεχώς ακίνητος, αμίλητος, ατάραχος! Και αν δεν ανθέξης; Μετά από τους Αρμενίους θα ακολουθήσουν οι Λατίνοι. Έως της 6.15' πρωινής ώρας, που θα τελειώσουν την Λειτουργίαν των, θα είσαι ακίνητος! Και αν κάτι σταθή εις τον λαιμόν σου; Αν αναγκασθής να βήξης; Αι! Τότε, αλλοίμονον και τρις αλλοίμονόν σου. Τι έχεις να πάθης, π. Μητροφάνη!».
       Και ήρχισα μόνος μου να ελεεινολογώ τον εαυτόν μου. Ήρχισα να πτύω διά το κατάντημα μου και την ανώριμον απόφασίν μου. Συνεχώς αυτά έλεγα, διά να ικανοποιήσω την απιστίαν μου. Όλος ο κόσμος πιστεύει. Εσύ μόνος, π. Μητροφάνη, δεν πιστεύεις. Τράβηξε, λοιπόν, τας συνεπείας, αν προδοθής ότι είσαι κρυμμένος. Εις οποίαν δεινήν και δύσκολον θέσιν θα ευρευθής τότε!...
       Εις όλας αυτάς τας σκέψεις, που με εβασάνιζαν, έβλεπα και ξαναέβλεπα την ώραν. Τα λεπτά μου εφαίνοντο ημέραι και αι ώραι μου εφαίνοντο χρόνια! Ο ωροδείκτης δεν έλεγε να προχώρηση από την θέσιν του. Νόμιζε κανείς ότι το έκανεν επίμονα, διά να εκδικηθή το τόλμημα μου.
       Επί τέλους, έφθασεν η 2α μεταμεσονύκτιος ώρα της Μεγάλης Παρασκευής προς το Μέγα Σάββατον. Προσήλθεν εις τον Πανάγιον Τάφον ο Ορθόδοξος ιερεύς και ήρχισεν η Θεία Λειτουργία. Μετά το πέρας της Ορθοδόξου Λατρείας, ακριβώς την 4ην πρωινήν, κατέφθασαν οι Αρμένιοι. Ήρχισαν αμέσως την λειτουργίαν των. Εφώναζαν τόσον δυνατά, που δεν άντεχα να ακούω. Ηναγκάσθην να κλείσω τα αυτιά μου με τα χέρια μου, διά να μην ακούω τον διαπεραστικόν ήχον της φωνής των. Ήτο μία διαρκής μονότονος ψαλμωδία. Ουδεμία διακοπή. Ουδεμία αλλαγή του ήχου. Αντηχούσεν ως δυνατός κτύπος εις τα βάθη της ακοής μου. Δεν είχα την δύναμιν να ανθέξω. Η αγωνία, η αγρυπνία, ο κόπος τόσον της νυκτός εκείνης, όσον και των άλλων ημερών της Μεγάλης Εβδομάδος ήρχισαν να μου προκαλούν μίαν ζάλην αφάνταστον. Ενόμιζα πώς κατεκαίετο ολόκληρόν μου το σώμα εις τον πυρετόν. Επί τέλους, ετελείωσαν και οι Αρμένιοι. Μόλις απεχώρησαν, κατέφθασαν οι Λατίνοι.
       Ήμουν υποχρεωμένος να παρακολουθώ και να βλέπω από πολύ πλησίον όσα έκαναν κατά την διάρκειαν της Θείας Λειτουργίας των. Να βλέπω τα άζυμα, που μικρά-μικρά, στρογγυλά, λεπτά τεμάχια τα εχρησιμοποίουν ως Σώμα Χρίστου αντί του άρτου, που χρησιμοποιούν οι Ορθόδοξοι. Ανέμενα και έκανα υπομονήν με την αναπνοήν εις το στόμα. Που ανάγκη να βήξω, όταν επρόσεχα να αναπνεύσω; Το στόμα μου ήτο κατάξηρον από την αγωνίαν. Μόνον από καιρού εις καιρόν έβαζα εις τα χείλη μου ολίγον νερόν και τα έβρεχα. Έκανα ό,τι κάνουν εις τον άρρωστον, όταν του βρέχουν το στόμα και τον δροσίζουν, διά να ανθέξη εις την αγωνίαν του θανάτου!
       Έξη και τέταρτον πρωινή ώρα του Μεγάλου Σαββάτου. Απεχώρησε και ο τελευταίος Λατίνος και παρεδόθη ο Πανάγιος Τάφος εις τον γέροντα μου π. Ανατόλιον. Αν υποθέσωμεν ότι τότε εγνώριζεν ο άγιος εκείνος γέροντας πώς ο υποτακτικός του, ο π. Μητροφάνης, που υπετίθετο ότι έλειπεν, ήτο σχεδόν πλησίον του και εις τοιαύτην θέσιν και ότι παρηκολούθει με κάθε λεπτομέρειαν τα καθέκαστα, τι θα συνέβαινε, αλήθεια; Αν υποθέσωμεν ακόμη ότι εγνώριζε πως αι παρακλήσεις και τα δάκρυα μου ήσαν όλα ένα πελώριον ψεύδος, ένα ψεύδος, που ηναγκάσθην να το χρησιμοποιήσω, διά να ικανοποιήσω την απιστίαν μου!
        Αμέσως, και χωρίς καμμίαν καθυστέρησιν, ήρχισε την καθιερωμένην προετοιμασίαν. Την προετοιμασίαν εκείνων δηλαδή, τα όποια υπό διαφορετικάς συνθήκας θα προετοίμαζα εγώ! Ήρχισεν ένα κατόπιν του άλλου να σβήνη τα 43 κανδήλια του Παναγίου Τάφου. Ύστερον επροχώρησε, διά τον ίδιον σκοπόν, εις τον προθάλαμον του Ζωοδόχου μνήματος, όπου ευρίσκεται ο Άγιος Λίθος, και κατόπιν επεδόθη εις την προετοιμασίαν, διά να έχη έτοιμον το Βουλοκέρι, εκείνο, δηλαδή, το καθαρόν κερί, που ήτο Λειτουργημένον 40 ολόκληρους ημέρας εις κάθε Θείαν Λειτουργίαν. Έπρεπε οπωσδήποτε να είναι έτοιμον την 11 ην πρωινήν ώραν ακριβώς.
       Δεν εχώρει ουδεμία καθυστέρησις εις την προετοιμασίαν. Διότι την 11 ην πρωινήν ώραν θα εγένετο ο έλεγχος, αμέσως δε θα επηκολούθει η σφράγισης της θύρας του μνημείου. Την 12ην ακριβώς μεσημβρινήν ώραν θα ηνοίγετο ο Πανάγιος Τάφος. Ήτο ένα πρόγραμμα, που εκτελείτο με κάθε λεπτομέρειαν καθέκαστον Μέγα Σάββατον κατά την τελετήν του Αγίου Φωτός.
       Παρακολουθούσα με κάθε λεπτομέρειαν όλας τας κινήσεις. Και, όταν την 11 ην πρωινήν ώραν εσφραγίσθη ο Τάφος, μέσα εις το Άγιον Κουβούκλιον εβασίλευεν ένα σκοτάδι. Τότε, άναψα τον φακόν, που είχα μαζί μου και είδα επί του Παναγίου και Ζωοδόχου μνήματος την Αγίαν Κανδήλαν. Την είδα να αναμένη «κάποιο αόρατο χέρι», διά να της μεταδώση το ΦΩΣ. Δίπλα της είδα την Ιεράν Φυλλάδα κλειστήν να σχηματίζη ένα άνοιγμα με το χονδρό κερί εις την σελίδα των ιερών Ευχών. Με ευκολίαν το άνοιγμα, που εσχηματίζετο, εδέχετο ένα δάκτυλο της χειρός, διά να ανοίξη το ιερόν Βιβλίον. Έκλεισα τον φακόν. Η αγωνία μου εκορυφώθη! Και μέσα από το πέλαγος εκείνης της αγωνίας προσευχήθην εις τον Χριστόν.
       «Κύριε μου, Εσύ γνωρίζεις τας συνθήκας και την απόφασίν μου να ευρεθώ εις αυτήν την θέσιν! Όλα πηγάζουν από μίαν απορίαν και από μίαν κλονισμένην και αδύνατον πίστιν. Εμιμήθην τον εκλεκτόν και ηγαπημένον Σου Απόστολον Θωμάν. Δεν ήθελε να πιστεύση, όταν τον διεβεβαίωναν οι άλλοι μαθηταί διά την ανάστασίν Σου. Εκείνος ήθελε πρώτα να ιδή και αγγίση τας πληγάς Σου και υστέρα να πιστεύση.
       Εγώ, πολύ πιό αδύνατος από τον μαθητήν Σου, ζητώ να ιδώ με τα μάτια μου τι γίνεται! Την πίστιν μου, όση είναι, την γνωρίζεις, Κύριε. Η αγάπη μου, δεν διαφεύγει της Παντογνωσίας Σου. Αξίωσέ με, Κύριε μου και Θεέ μου, να ιδώ τι γίνεται, διά να καταθέσω πίστιν εις την κλονισμένην μου πίστιν! Άλλως τε και οι μαθηταί Σου το ίδιον έλεγαν και Σε ικέτευαν, «πρόσθες ημίν πίστιν» (Λουκ. 17, 5). Εζήτουν δε επιμόνως την πίστιν. Κύριε, όταν έβλεπαν τα τόσα και τόσα υπέρ την φύσιν θαύματα Σου!»
       Όταν ετελείωσα την προσευχήν μου, άναψα και πάλιν τον μικρόν φακόν μου και έρριξα το φως του επάνω εις το Πανάγιον Μνήμα. Ο προβολέας μου έπεσεν ακριβώς επάνω εις το «κερί». Αχ! Αυτό το «κερί», είπα! Τι γυρεύει αυτό το κερί; Εις κάποιαν στιγμήν διέκοψα τον μονόλογόν μου, διότι αντελήφθην να ανοίγη η θύρα του Παναγίου Τάφου. Έρριξα ένα γρήγορο βλέμμα εις την ώραν και είδα ότι ήτο ακριβώς ή 12η μεσημβρινή! Η αγωνία μου ήρχισε να γιγαντώνεται. Η καρδιά μου να πολλαπλασιάζη τους κτύπους της. Εκτυπούσε τόσον δυνατά και τόσον γρήγορα, που ενόμισα πως ήτο έτοιμη να ξεκολλήση από την θέσιν της. Ένα σφίξιμον ήρχισε να με απειλή. Ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. Προσεπάθησα να συγκρατήσω τον εαυτόν μου με όλας μου τας δυνάμεις. Ηγωνίσθην να ανθέξω και έδωκα κουράγιον εις τον κλονισμένον μου εαυτόν. Ήκουσα τα πρώτα βήματα εντός του Ιερού χώρου του Αγίου Λίθου. Κατόπιν, διέκρινα την σιλουέτταν του Πατριάρχου, που έσκυψε, διά να εισέλθη εντός του χώρου του Ζωοδόχου μνήματος.

Εκείνην την ίδιαν ακριβώς στιγμήν, που η αγωνία μου ευρίσκετο εις φοβεράν υπερέντασιν μέσα εις την απέραντον νεκρικήν σιγήν, που μόλις ήκουα την αναπνοήν μου, ήκουσα ένα ελαφρόν συριγμόν. Ήτο παρόμοιος με λεπτήν αύραν πνοής άνεμου. Και αμέσως - αλησμόνητον θέαμα - είδα ένα γαλάζιον ΦΩΣ να γεμίζη ολόκληρον τον Ιερόν χώρον του Ζωοδόχου Τάφου! Το γαλάζιον εκείνον ΦΩΣ το είδα εις την συνέχειαν να στριφογυρίζη ως δυνατός ανεμοστρόβιλος, που με την ορμήν του ξερριζώνει πανύψηλα δένδρα και τα αρπάζει και τα μεταφέρει μίλια μακρυά. Πόσην ανησυχίαν είχεν εκείνο το γαλάζιον ΦΩΣ!
       Μέσα από το ΦΩΣ εκείνο έβλεπα καθαρά τον Πατριάρχην, από το πρόσωπον του οποίου κυλούσαν χονδρές σταλαγματιές ιδρώτος. Όπως ήτο γονυκλινής, έφερε το χέρι του και έβαλε το δάκτυλόν του εις τον ανοικτόν χώρον της Ιεράς φυλλάδος, που εδημιουργούσε το «κερί». Εν τω μεταξύ ετοποθέτησεν επί του Ζωοδόχου μνήματος τεσσάρας δεσμίδας λευκών «κεριών» από τριάκοντα τρία «κεριά» η καθεμία. Και ως να εφωτίζετο από το ΦΩΣ εκείνο το μυστηριώδες ήρχισε να αναγιγνώσκη τας ευχάς.
       Μόλις ήγγισεν επί της Ιεράς Φυλλάδος και ήνοιξε την σελίδα της και ήρχισε να αναγιγνώσκη τας ευχάς, εκείνο το κάπως ήρεμον γαλάζιον ΦΩΣ ήρχισε και πάλιν μίαν ανήσυχον κίνησιν. Ήτο ένα αφάνταστον και απερίγραπτον στριφογύρισμα, δυνατώτερον από το πρώτον. Και αμέσως ήρχισε να μεταβάλλεται εις ένα ολόλευκον ΦΩΣ, όπως περιγράφει ο Ευαγγελιστής την μεταμόρφωσιν του Σωτήρος Χριστού. Εν συνεχεία το ολόλευκον εκείνον ΦΩΣ μετεμορφώθη εις έναν ολοφώτεινον υπό τον ήλιον δίσκον και ενετοπίσθη ακίνητον άνωθεν ακριβώς της κεφαλής του Πατριάρχου. Κατόπιν είδα τον Άγιον Γέροντα, Πατριάρχην, να παίρνη εις τα χέρια του τας δεσμίδας των τριάκοντα τριών κεριών. Τας ανύψωσε και έδιδε την εικόνα της αναμονής! Ανέμενεν εκ Θεού την έλευσιν του αοράτου ΦΩΤΟΣ. Και, όπως σιγά-σιγά ύψωνε τα χέρια του, δεν έφθασαν ακόμη εις το ύψος της κεφαλής του και αμέσως εν ριπή οφθαλμού, ως να ήγγισεν επί αναμμένης καμίνου, ήναψαν αυτομάτως η Αγία Κανδήλα και αι τέσσαρες δεσμίδες των κεριών! Αιφνιδίως δε, χωρίς καν να αντιληφθώ, εξηφανίσθη από των οφθαλμών μου ο ολοφώτεινος εκείνος δίσκος.
       Τα μάτια μου εγέμισαν δάκρυα! Το σώμα μου κατεκαίετο ολόκληρον και είχα το αίσθημα ότι με περιέζωναν αδάμαστες φλόγες πυρακτωμένης καμίνου. Ο ιδρώτας με περιέλουεν ολόκληρον από κεφαλής έως ποδών και η αγωνία μου παρέλυεν ολόκληρον το σώμα μου!
       Ο Άγιος γέροντας Πατριάρχης, γεμάτος από ιεράν ικανοποίησιν και με καταφανή την συγκίνησιν εις το πρόσωπόν του απεχώρησεν. Έκανε δύο-τρία βήματα προς τα οπίσω - σεβόμενος τον Άγιον χώρον - και εξήλθεν εις τον προθάλαμον του Αγίου Λίθου. Είχεν εις τας χείρας του το Άγιον ΦΩΣ! Αι αναμμέναι δεσμίδες των τριάκοντα τριών κεριών εμαρτυρούσαν την Ουράνιον χάριν! Ο Πατριάρχης έδωκε την μίαν δεσμίδα από τα αναμμένα κεριά εις τον Aρμένιον - κατά τα προνόμια- που ανέμενεν αμίλητος την έξοδον του Αγίου Γέροντος! Έπειτα κατευθύνθη προς την δεξιάν οπήν του Αγίου Κουβουκλίου και έδωκε ΠΡΩΤΟΣ το Άγιον ΦΩΣ προς τον Ορθόδοξον Αρχιερέα, που ανέμενεν έξωθεν του Αγίου Κουβουκλίου. Εκείνος, βασταζόμενος επί των ώμων των πιστών το μετέφερεν εις τον Ναόν της Αναστάσεως.
       Η αρχή των προνομίων απαγορεύει την μετάδοσιν του Αγίου ΦΩΤΟΣ εις τα πλήθη των πιστών, έκτος του Ορθοδόξου Πατριάρχου. Από το χέρι του θα το λάβουν πρώτοι οι αιρετικοί. Πρώτος ο Αρμένιος και μετά ο Λατίνος, που εισέρχεται εντός του Αγίου Κουβουκλίου, μετά την μετάδοσιν εις τους πιστούς του Αγίου ΦΩΤΟΣ! Τούτο μαρτυρεί την ενδόμυχον ευχήν, όπως ο Πανάγαθος Θεός φωτίση τας πλανεμένας ψυχάς των προς την αλήθειαν. Και αυτό, που αξιώνονται και βλέπουν κάθε χρόνον το Μέγα Σάββατον, να το πιστεύσουν. Είναι μία συνεχής ευχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως αντιληφθούν ότι μόνον μία είναι η ορθή και αμώμητος πίστις, η πίστις των Ορθοδόξων! Και, αφού πιστεύσουν, να εκπληρωθούν οι λόγοι του Κυρίου: Τότε «γενήσεται μία ποίμνη, εις ποιμήν» (Ιωάν. 10, 16).
       Αμέσως, μετά την μετάδοσιν του Αγίου ΦΩΤΟΣ, ολόκληρος ο πιστός λαός ήρχισε να αναπέμπη ύμνους και δοξολογίας εις τον Αναστάντα Χριστόν. Οι κώδωνες του Ιερού Ναού της Αναστάσεως ήρχισαν να ηχούν χαρμοσύνως! Η γλυκόηχος φωνή των - σάλπιγγα του Ουρανού - μετέφερεν εις ολόκληρον τον πιστόν κόσμον της γης το άγγελμα της Αναστάσεως «ότι ανέστη ο Κύριος όντως».
       Κατά το χρονικόν εκείνο διάστημα της χαράς του Αγίου ΦΩΤΟΣ και εις το παραλήρημα του ενθουσιασμένου λαοί, μου εδόθη η ευκαιρία, χωρίς να χάσω καθόλου καιρόν, και, αφού έρριξα μίαν σύντομον ματιάν, επήδησα από την κρύπτην μου εις τον χώρον του Αγίου μνήματος. Αμέσως έλαβα εις τα χέρια μου την Αγίαν Κανδήλαν και την Ιεράν Φυλλάδα. Εκράτουν εις τα χέρια μου το χονδρό «κερί», που εχρησιμοποιήθη μόνον διά το εύκολον άνοιγμα της σελίδος των ευχών. Και αμέσως ενεφανίσθην εις τον γέροντά μου π. Ανατόλιον. Κατάπληκτος εκείνος από την απροσδόκητον παρουσίαν μου, με ηρώτησε:
       -Πώς ευρέθης εδώ, π. Μητροφάνη;
        -Δεν με προσέξατε, γέροντα μου; Εδώ πλησίον σας ήμουν. Ευρισκόμην εις το πλευρόν σας. Σας υπεσχέθην και ετήρησα την υπόσχεσίν μου.

       Να σας περιγράψω ποίον ήτο εις την ζωήν μου ολόκληρον το. Πάσχα του 1926! Ο κάθε ακροατής, από όσους ευρίσκονται εδώ, δύναται να συμπεράνη, αφού κατορθώσει και λάβη την θέσιν μου και τα συναισθήματά μου. Όση ήτο η λύπη μου το Πάσχα του προηγουμένου έτους, τόση ήτο η χαρά μου το επόμενον! Όσον κλονισμένη ήτο η πίστις μου το περασμένον Μέγα Σάββατον, τόσο ήτο ζέουσα και δυνατή το επόμενον. Όπου και αν έβλεπαν τα μάτια μου, εις οποιονδήποτε χώρον, εντός και εκτός του Ναού της Αναστάσεως, παντού έβλεπα εμπρός μου το Ουράνιον Γαλάζιον ΦΩΣ! Το έβλεπα να στροβιλίζεται ανήσυχον, ζωντανόν! Παντού έβλεπα την ιλιγγιώδη ανήσυχον κίνησίν του. Παντού ήκουα τον λεπτόν και διαπεραστικόν συριγμόν του. Με ήγγιζεν η λεπτή πνοή του. Με εδρόσιζεν η αόρατος απαλή αύρα της παρουσίας του. Με επεσκίαζεν η Ουράνιος χάρις του. Με εγέμιζεν η επίσκεψις του Αγίου Πνεύματος, επειδή ηξιώθην και είδα την παρουσίαν του!
       Αμέσως μετεφέρετο ολόκληρος ο έσω ψυχικός μου κόσμος εις το υπερρώον της Σιών, εκεί, όπου ήσαν οι μαθηταί συνηγμένοι και ανέμεναν την εξ ύψους δύναμιν του Αγίου Πνεύματος! Ουδεμίαν άλλην σκέψιν είχα την δυνατότητα να κάνω. Το δέος, που με κατέλαβε και η ανέκφραστος χαρά, που εγέμιζε την ψυχήν μου, με συνεκέντρωναν πάντοτε εις το ίδιον σημείον. Κατάπληκτος παρηκολούθουν διά της φαντασίας μου την Ουράνιον οπτασίαν! Έβλεπα συνεχώς τας κινήσεις και τας μεταμορφώσεις του μυστηριώδους και υπερκοσμίου Γαλάζιου ΦΩΤΟΣ! Την ανήσυχον παρουσίαν του! Την πλήρωσιν του Αγίου Κουβουκλίου! Την μοναδικήν του λάμψιν, που εφώτιζεν ολόκληρον τον ιερόν χώρον! Την ολόλευκον Μεταμόρφωσίν του! Τον μετασχηματισμόν του εις ολοφώτεινον ήλιον της θερινής ημέρας!
       Και επέστρεφα και πάλιν εις το υπερώον των μαθητών. Έφερα εις τον νουν μου την απέραντον ησυχίαν και την αναμονήν των. Ξαφνικά, ήκουα την πνοήν και τον ήχον «καθάπερ φερομένης βιαίας πνοής». Ήτο τότε, έλεγα, κάτι μεγαλύτερον, κάτι εντονώτερον απ' ό,τι ηξιώθην εγώ μέσα εις την ησυχίαν και την αγωνίαν μου, αφού συνετάραξε ολόκληρον την Πόλιν!
       Τότε, έλεγα και πάλιν, το υπερώον μετεβλήθη εις χώρον επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος. Εις εμέ το Άγιον Κουβούκλιον αντικατέστησε το υπερώον. Εκεί εν είδει πυρίνων γλωσσών, εδώ εις Άγιον Φως. Εκεί εις τους μαθητάς, εδώ εις τα πλήθη των πιστών διεμοιράσθη η Χάρις Του.
       Παρήλθεν αρκετόν χρονικόν διάστημα. Δεν είχα όμως την δύναμιν να αποβάλω από την φαντασίαν μου την Ουράνιον οπτασίαν! Δεν απεχωρίζετο από την ψυχήν μου η απερίγραπτος χαρά και συνεχώς επανελάμβανα: «Δόξα Σοι ο Θεός». Άλλοτε ανελογιζόμην την μακροθυμίαν του Θεού και έλεγα: Πώς υπέμενε να με παρακολουθή να αμφιβάλλω; Να ζητώ επιμόνως να ίδω, διά να πιστεύσω; Πάλιν εσκεπτόμην την άβυσσον της αγάπης Του. Και τέλος να μου παραχωρή ό,τι ήθελα και να αμείβη τον πόθον της ψυχής μου!
       Είδαν και άλλοι το Άγιον ΦΩΣ κατά την Αγίαν ημέραν του Μεγάλου Σαββάτου. Και αξιώνονται να το βλέπουν μέχρι σήμερον. Όχι όμως κατά τον ίδιον τρόπον. Έκαστος, κατά τον βαθμόν της πίστεως του, αξιώνεται και αναλόγου οπτασίας! Άλλοι μεν βλέπουν το Άγιον ΦΩΣ ως λάμψιν φωτός ομοίαν με αστραπήν! Άλλοι βλέπουν ολόκληρον το Άγιον Κουβούκλιον εζωσμένον από φλόγας πυρός ως καιόμενης καμίνου! Έτεροι ως μικρόν ΦΩΣ, όμοιον με αστέρα ολόφωτον, που κατέρχεται επί του Ιερού Κουβουκλίου!
       Υπάρχουν και οι μη πιστεύοντες, που μεταβαίνουν κατά το Μέγα Σάββατον εις τον Ναόν της Αναστάσεως και έχουν την αξίωσιν να ιδούν το Άγιον ΦΩΣ. Δεν συνέλαβαν οι αγαθοί αυτοί άνθρωποι ότι τα πάντα εις την ζωήν εξαρτώνται εκ της πίστεως. Και, εφ' όσον δεν πιστεύουν, μόνον παρερμηνεύουν και ειρωνεύονται, διά να ικανοποιήσουν το απέραντον κενόν, που δημιουργείται εις τον ψυχικόν των κόσμον, και καταπολεμούν διά παντός τρόπου τους πιστεύοντας.

Πηγή: Ο Αγιοταφίτης Γέροντας Μητροφάνης, του κ.Ρωιμπα - Φιλολόγου.
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"
Θεσσαλονίκη 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.