Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

28 Απριλίου Συναξαριστής Μεσοπεντηκοστή


Τῶν Ἁγίων ἐννέα Μαρτύρων, Μέμνονος Θαυματουργοῦ, Αὐξιβίου Β’ Ἐπισκόπου, διήγηση Θαύματος ἐν Καρθαγένῃ, Κυρίλλου Ἐπισκόπου.


Μεσοπεντηκοστή

Τὴν Τετάρτη μετὰ τὴν Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου πανηγυρίζει ἡ Ἐκκλησία μας μία μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή, τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Τὰ βυζαντινὰ χρόνια, ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἦταν ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ συνέτρεχαν κατ’ αὐτὴ στὸν μεγάλο ναὸ πλήθη λαοῦ. Δὲν ἔχει κανεὶς παρὰ νὰ ἀνοίξει τὴν Ἔκθεση τῆς Βασιλείου Τάξεως (Κεφ. 26) τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου γιὰ νὰ δεῖ τὸ ἐπίσημο τυπικὸ τοῦ ἑορτασμοῦ, ὅπως ἐτελεῖτο μέχρι τὴν Μεσοπεντηκοστὴ τοῦ ἔτους 903 μ.Χ. στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Μωκίου στὴν Κωνσταντινούπολη, μέχρι δηλαδὴ τὴν ἡμέρα ποὺ ἔγινε ἡ ἀπόπειρα κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ’ τοῦ Σοφοῦ (11 Μαΐου 903 μ.Χ.). Ἐκεῖ ὑπάρχει μία λεπτομερὴς περιγραφὴ τοῦ λαμπροῦ πανηγυρισμοῦ, ποὺ καταλαμβάνει ὁλόκληρες σελίδες καὶ καθορίζει μὲ τὴν γνωστὴ παράξενη βυζαντινὴ ὁρολογία, πῶς ὁ αὐτοκράτωρ τὸ πρωὶ τῆς ἑορτῆς μὲ τὰ ἐπίσημα βασιλικὰ τοῦ ἐνδύματα καὶ τὴν συνοδεία τοῦ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸ ἱερὸ παλάτι γιὰ νὰ μεταβεῖ στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Μωκίου, ὅπου θὰ ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία. Σὲ λίγο ἔφθανε ἡ λιτανεία μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν πατριάρχη. Καὶ βασιλεὺς καὶ πατριάρχης εἰσήρχοντο ἐπισήμως στὸν ναό. Ἡ θεία λειτουργία ἐτελεῖτο μὲ τὴν συνήθη στὶς μεγάλες ἑορτὲς βυζαντινὴ μεγαλοπρέπεια. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ὁ αὐτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στὸ ὁποῖο ἔπαιρνε μέρος καὶ ὁ πατριάρχης. Καὶ πάλι ὁ βασιλεὺς ὑπὸ τὶς ἐπευφημίες τοῦ πλήθους «Εἰς πολλοὺς καὶ ἀγαθοὺς χρόνους ὁ Θεὸς ἀγάγει τὴν βασιλείαν ὑμῶν» καὶ μὲ πολλοὺς ἐνδιαμέσους σταθμοὺς ἐπέστρεφε στὸ ἱερὸ παλάτι.


Ἀλλὰ καὶ στὰ σημερινά μας λειτουργικὰ βιβλία, στὸ Πεντηκοστάριο, βλέπει κανεὶς τὰ ἴχνη τῆς παλαιᾶς της λαμπρότητας. Παρουσιάζεται σὰν μία μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή, μὲ τὰ ἐκλεκτά της τροπάρια καὶ τοὺς διπλούς της κανόνες, ἔργα τῶν μεγάλων ὑμνογράφων, τοῦ Θεοφάνους καὶ τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης, μὲ τὰ ἀναγνώσματά της καὶ τὴν ἐπίδρασή της στὶς πρὸ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν Κυριακὲς καὶ μὲ τὴν παράταση τοῦ
ἑορτασμοῦ της ἐπὶ ὀκτὼ ἡμέρες κατὰ τὸν τύπο τῶν μεγάλων ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.

Ποιὸ ὅμως εἶναι τὸ θέμα τῆς ἰδιορρύθμου αὐτῆς ἑορτῆς; Ὄχι πάντως κανένα γεγονὸς τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας. Τὸ θέμα της εἶναι καθαρὰ ἑορτολογικὸ καὶ θεωρητικό. Ἡ Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς εἶναι ἡ 25η ἀπὸ τοῦ Πάσχα καὶ ἡ 25η πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέρα. Σημειώνει τὸ μέσον τῆς περιόδου τῶν 50 μετὰ τὸ Πάσχα ἑορτάσιμων ἡμερῶν. Εἶναι δηλαδὴ ἕνας σταθμός, μία τομή. Ὡραία τὸ τοποθετεῖ τὸ πρῶτο τροπάριο τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς:

«Πάρεστιν ἡ μεσότης ἡμερῶν,
τῶν ἐκ σωτηρίου ἀρχομένων ἐγέρσεως
Πεντηκοστῇ δέ τῇ θείᾳ σφραγιζομένων,
καί λάμπει τάς λαμπρότητας
ἀμφοτέρωθεν ἔχουσα
καί ἑνοῦσα τάς δύο
καί παρεῖναι τήν δόξαν προφαίνουσα
τῆς δεσποτικῆς ἀναλήψεως σεμνύνεται».


Χωρὶς δηλαδὴ νὰ ἔχει δικό της θέμα ἡ ἡμέρα αὐτὴ συνδυάζει τὰ θέματα, τοῦ Πάσχα ἀφἑνὸς καὶ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀφἑτέρου, καὶ «προφαίνει» τὴν δόξα τῆς ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ ἑορτασθεῖ μετὰ ἀπὸ 15 ἡμέρες. Ἀκριβῶς δὲ αὐτὸ τὸ μέσον τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν ἔφερνε στὸ νοῦ καὶ ἕνα ἑβραϊκὸ ἐπίθετο τοῦ Κυρίου, τὸ «Μεσσίας». Μεσσίας στὰ ἑλληνικὰ μεταφράζεται Χριστός. Ἀλλὰ ἠχητικὰ θυμίζει τὸ μέσον. Ἔτσι καὶ στὰ τροπάρια καὶ στὸ συναξάρι τῆς ἡμέρας ἡ παρετυμολογία αὐτὴ γίνεται ἀφορμὴ νὰ παρουσιασθεῖ ὁ Χριστὸς σὰν Μεσσίας - μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, «μεσίτης καὶ διαλλάκτης ἡμῶν καὶ τοῦ αἰωνίου αὐτοῦ Πατρός». «Διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν τὴν παροῦσαν ἑορτὴν ἑορτάζοντες καὶ Μεσοπεντηκοστὴν ὀνομάζοντες τὸν Μεσσίαν τε ἀνυμνοῦμεν Χριστόν», σημειώνει ὁ Νικηφόρος Ξανθόπουλος στὸ συναξάρι. Σ’ αὐτὸ βοήθησε καὶ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ ἐξελέγη γιὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ (Ἰω. 7, 14 – 30). Μεσούσης τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πάσχα ὁ Χριστὸς ἀνεβαίνει στὸ ἱερὸ καὶ διδάσκει. Ἡ διδασκαλία Του προκαλεῖ τὸν θαυμασμό, ἀλλὰ καὶ ζωηρὰ ἀντιδικία μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν διδασκάλων. Εἶναι Μεσσίας ὁ Ἰησοῦς ἡ δὲν εἶναι; Εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ ἐκ Θεοῦ ἢ δὲν εἶναι; Νέο λοιπὸν θέμα προστίθεται: ὁ Χριστὸς εἶναι διδάσκαλος. Αὐτὸς ποὺ ἐνῶ δὲν ἔμαθε γράμματα κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς σοφίας, γιατί εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ ἡ κατασκευάσασα τὸν κόσμο. Ἀκριβῶς ἀπὸ αὐτὸν τὸν διάλογο ἐμπνέεται μεγάλο μέρος τῆς ὑμνογραφίας τῆς ἑορτῆς. Ἐκεῖνος ποὺ διδάσκει στὸν ναό, στὸ μέσον τῶν διδασκάλων τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, στὸ μέσον της ἑορτῆς, εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ποὺ ἀποδοκιμάζεται ἀπὸ τοὺς δῆθεν σοφοὺς τοῦ λαοῦ Του εἶναι ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία. Ἐκλέγομε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ χαρακτηριστικὰ τροπάρια, τὸ δοξαστικὸ τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. δ’ ἤχου:

«Μεσούσης τῆς ἑορτῆς
διδάσκοντός σου, Σωτήρ,ἔλεγον οἱ Ἰουδαῖοι·
Πῶς οὗτος οἶδε γράμματα, μή μεμαθηκώς;
ἀγνοοῦντες ὅτι σύ εἶ ἡ Σοφία
ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον.Δόξα σοι».


Λίγες σειρὲς πιὸ κάτω στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου, ἀμέσως μετὰ τὴν περικοπὴ ποὺ περιλαμβάνει τὸν διάλογο τοῦ Κυρίου μὲ τοὺς Ἰουδαίους «Τῆς ἑορτῆς μεσούσης», ἔρχεται ἕνας παρόμοιος διάλογος, ποὺ ἔλαβε χώρα μεταξὺ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἰουδαίων «τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς», δηλαδὴ κατὰ τὴν Πεντηκοστή. Αὐτὸς ἀρχίζει μὲ μία μεγαλήγορο φράση τοῦ Κυρίου. «Ἐὰν τὶς διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 37 – 38). Καὶ σχολιάζει ὁ Εὐαγγελιστής. «Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος, οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν» (Ἰω. 7, 39). Δὲν ἔχει σημασία ὅτι οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ Κυρίου δὲν ἐλέχθησαν κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή, ἀλλὰ λίγες ἡμέρες ἀργότερα. Ποιητικὴ ἀδεία μπῆκαν στὸ στόμα τοῦ Κυρίου στὴν ὁμιλία Του κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν ἐξ’ ἄλλου τόσο πολὺ μὲ τὸ θέμα τῆς ἑορτῆς. Δὲν μποροῦσε νὰ βρεθεῖ πιὸ παραστατικὴ εἰκόνα γιὰ νὰ δειχθεῖ ὁ χαρακτήρας τοῦ διδακτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Στὸ διψασμένο ἀνθρώπινο γένος ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἦλθε σὰν ὕδωρ ζῶν, σὰν ποταμὸς χάριτος ποὺ δρόσισε τὸ πρόσωπο τῆς γῆς. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς χάριτος, τοῦ ὕδατος τοῦ ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον, ποὺ ξεδιψᾶ καὶ ἀρδεύει τὶς συνεχόμενες ἀπὸ βασανιστικὴ δίψα ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ποῦ μεταβάλλει τοὺς πίνοντας σὲ πηγές. «Ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 38). «Καὶ γενήσεται αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον, εἶπε στὴν Σαμαρείτιδα» (Ἰω. 4, 14). Ποὺ μετέτρεψε τὴν ἔρημό τοῦ κόσμου σὲ θεοφύτευτο παράδεισο ἀειθαλῶν δένδρων φυτεμένων παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τὸ γόνιμο αὐτὸ θέμα ἔδωσε νέες ἀφορμὲς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ποίηση καὶ στόλισε τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς μὲ ἐξαίρετους ὕμνους. Διαλέγομε τρεῖς, τοὺς πιὸ χαρακτηριστικούς: Τὸ κάθισμα τοῦ πλ. δ’ ἤχου πρὸς τὸ «Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον», ποὺ ψάλλεται μετὰ τὴν γ’ ὠδὴ τοῦ κανόνος στὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου:

«Τῆς σοφίας τό ὕδωρ καί τῆς ζωῆς
ἀναβρύζων τῷ κόσμῳ, πάντας, Σωτήρ,
καλεῖς τοῦ ἀρύσασθαι
σωτηρίας τά νάματα·
τόν γάρ θεῖον νόμον σου
δεχόμενος ἄνθρωπος,
ἐν αὐτῷ σβεννύει
τῆς πλάνης τούς ἄνθρακας.
Ὅθεν εἰς αἰῶνας
οὐ διψήσει, οὐ λήξει
τοῦ κόρου σου δέσποτα, βασιλεῦ ἐπουράνιε.
Διά τοῦτο δοξάζομεν
τό κράτος σου, Χριστέ ὁ Θεός,
τῶν πταισμάτων ἄφεσιν αἰτούμενοι
καταπέμψαι πλουσίως
τοῖς δούλοις σου».


Τὸ ἀπολυτίκιο καὶ τὸ κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, τὸ πρῶτο του πλ. δ’ καὶ τὸ δεύτερό του δ’ ἤχου:

«Μεσούσης τῆς ἑορτῆς
διψῶσάν μου τήν ψυχήν
εὐσεβείας πότισον νάματα·
ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας·
Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω.
Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι».

«
Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης
ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης
πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός·
Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας.
Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν·
Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν,
σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν».


Καὶ τέλος τὸ ἀπαράμιλλο ἐξαποστειλάριο τῆς ἑορτῆς:

«Ὁ τόν κρατῆρα ἔχων
τῶν ἀκενώτων δωρεῶν,
δός μοι ἀρύσασθαι ὕδωρ
εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν·
ὅτι συνέχομαι δίψῃ,
εὔσπλαγχνε μόνε οἰκτίρμον».

Αὐτὴ μὲ λίγα λόγια εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Ἡ ἔλλειψη ἱστορικοῦ ὑποβάθρου τῆς στέρησε τὸν ἀπαραίτητο ἐκεῖνο λαϊκὸ χαρακτήρα, ποὺ θὰ τὴν ἔκανε προσφιλὴ στὸν πολὺ κόσμο. Καὶ τὸ ἐντελῶς θεωρητικό της θέμα δὲν βοήθησε τοὺς χριστιανούς, ποὺ δὲν εἶχαν τὶς ἀπαραίτητες θεολογικὲς προϋποθέσεις, νὰ ξεπεράσουν τὴν ἐπιφάνεια καὶ νὰ εἰσδύσουν στὴν πανηγυριζόμενη δόξα τοῦ διδασκάλου Χριστοῦ, τῆς Σοφίας καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς πηγῆς τοῦ ἀκενώτου ὕδατος. Συνέβη μὲ αὐτὴ κάτι ἀνάλογο μὲ ἐκεῖνο ποὺ συνέβη μὲ τοὺς περίφημους ναοὺς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ποὺ ἀντὶ νὰ τιμῶνται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὡς Σοφίας τοῦ Θεοῦ, πρὸς τιμὴν τοῦ ὁποίου ἀνεγέρθησαν, κατήντησαν, γιὰ τοὺς ἰδίους λόγους, νὰ πανηγυρίζουν στὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς ἢ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἢ τῆς ἁγίας Τριάδος ἢ τῶν Εἰσοδίων ἢ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἢ καὶ αὐτῆς τῆς μάρτυρος Σοφίας καὶ τῶν τριῶν θυγατέρων της Πίστεως, Ἐλπίδος καὶ Ἀγάπης.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.Μεσούσης τς ορτς διψσάν μου τήν ψυχήν εσεβείας πότισον νάματα· τι πσι, Σωτήρ βόησας· διψν ρχέσθω πρός με καί πινέτω. πηγή τς ζως, Χριστέ Θεός, δόξα σοι.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης, ὁ τῶν ἁπάντων Ποιητὴς καὶ Δεσπότης, πρὸς τοὺς παρόντας ἔλεγες Χριστὲ ὁ Θεός· Δεῦτε καὶ ἀρύσασθε, ὕδωρ ἀθανασίας. Ὅθεν σοι προσπίπτομεν, καὶ πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τοὺς οἰκτιρμους σου δώρησαι ἡμῖν· σὺ γὰρ ὑπάρχεις, πηγὴ τῆς ζωῆς ἡμῶν.

Οἱ Ἅγιοι ἐννέα Μάρτυρες ἐν Κυζίκῳ
 
Οἱ Ἅγιοι ἐννέα Μάρτυρες τῆς Κυζίκου, ὁ Ἀντίπατρος,  Ἀρτεμᾶς, ὁ Θαυμάσιος, ὁ Θεόγνις, ὁ Θεόδουλος, ὁ Θεόστιχος, ὁ Μάγνος, ὁ Ροῦφος καὶ ὁ Φιλήμονας κατάγονταν ἀπὸ διάφορους τόπους. Συνελήφθηκαν ὅμως ὅλοι μαζὶ στὴν Κύζικο τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν. Ὅταν ὁδηγήθηκαν μπροστὰ στὸν τοπικὸ ἄρχοντα ἐπέδειξαν θαυμαστὴ γενναιότητα καὶ ὑπερασπίσθηκαν μὲ παρρησία καὶ θάρρος τὴν πίστη τους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ γιὰ νὰ καμφθεῖ τὸ σθένος τους, ρίχθηκαν στὴ φυλακή. Ἐκεῖ χωρὶς νερὸ καὶ τροφὴ προσεύχονταν καὶ δοξολογοῦσαν τὸν Κύριό τους, ὁ Ὁποῖος τοὺς ἀξίωσε νὰ ὑποφέρουν γιὰ Ἐκεῖνον καὶ ὁ ἕνας ἔδινε θάρρος στὸν ἄλλον. Ὅταν ὁ ἄρχοντας τοὺς ρώτησε γιὰ τελευταία φορὰ ἐὰν ἐπιμένουν νὰ πιστεύουν στὸν Χριστό, ὅλοι μὲ ἕνα στόμα καὶ μία καρδιὰ τοῦ ἀπάντησαν ὅτι προτιμοῦν τὸ μαρτύριο ἀπὸ τὸ νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Πλάστη καὶ Δημιουργὸ καὶ Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Ἔξαλλος ἀπὸ ὀργὴ ὁ ἄρχοντας διέταξε ἀμέσως τὸν ἀποκεφαλισμό τους. Ἔτσι τελειώθηκε ὁ βίος τους καὶ οἱ Ἅγιοι ἔλαβαν τὸν ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὴ συμφωνία, ἐννεάριθμος, Μαρτύρων δῆμος, ἐν Κυζίκῳ ἱερῶς ἠνδραγάθησε, τὸν γὰρ Ὑπέρθεον Λόγον κηρύξαντες, ὑπὲρ αὐτοῦ ὡς ἀμνοὶ σφαγιάζονται, ὅθεν ἄφεσιν, αἰτοῦνται ἠμὶν καὶ ἔλεος, τοὶς μέλπουσιν αὐτῶν τὴν θείαν ἄθλησιν.





Ὁ Ὅσιος Μέμνων ὁ Θαυματουργὸς

Ὁ Ὅσιος Μέμνων ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό του στὸν Θεό. Ἐκάρη μοναχὸς καὶ μὲ τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες ὑπέταξε τὴ σάρκα στὸ πνεῦμα. Οἱ ἀδελφοὶ τῆς σκήτης, ἀναγνωρίζοντας τὶς πλούσιες ἀρετές του καὶ τὴν ἐπίπονη ἄσκησή του, τὸν ἐξέλεξαν ἡγούμενό τους. Ὁ Θεὸς τὸν τίμησε καὶ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι ὁ Ὅσιος θεράπευε ἀνίατα πάθη καὶ ἀσθένειες πρὸς δόξα Θεοῦ.
Ὁ Ὅσιος Μέμνων κοιμήθηκε εἰρηνικά.




Ὁ Ἅγιος Αὐξίβιος Β’ Ἐπίσκοπος Σόλων τῆς Κύπρου

Ὁ Ἅγιος Αὐξίβιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. Ἦταν Ἐπίσκοπος Σόλων καὶ ὑπογράφει πρῶτος, μεταξὺ δώδεκα Κυπρίων Ἐπισκόπων, τὰ Πρακτικὰ τῆς Συνόδου τῆς Σαρδικῆς, τὸ 343 μ.Χ., ἐνῷ νωρίτερα, τὸ ἔτος 325 μ.Χ., εἶχε λάβει μέρος καὶ στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια.
Ὁ Ἅγιος Αὐξίβιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.




Διήγηση γενομένου θαύματος ἐν Καρθαγένῃ Βορείου Ἀφρικῆς

Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἡρακλείου (610-641 μ.Χ.) καὶ ὅταν ἔξαρχος Ἀφρικῆς ἦταν ὁ πατρίκιος Νικήτας, ἔγινε ἐκεῖ ἕνα περίεργο θαῦμα. Στὴν Καρθαγένη ζοῦσε κάποιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἔπεσε στὴν πόλη αὐτὴ ἡ ἐπιδημία, ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ μὲ τὴν  σύζυγό του. Πῆγαν στὴν ἐξοχική τους κατοικία, ὅπου καὶ διέμεναν γιὰ νὰ μὴν ἀσθενήσουν. Ἀλλὰ ὁ φθονερὸς καὶ ἀνθρωποκτόνος διάβολος παρέσυρε αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία καὶ τὸν ὁδήγησε στὸ νὰ διαπράξει μοιχεία μὲ τὴ σύζυγο τοῦ γεωργοῦ, ὁ ὁποῖος τοῦ καλλιεργοῦσε τὰ κτήματα. Στὴν συνέχεια ἀσθένησε καὶ πέθανε.
Ὕστερα ὅμως ἀπὸ τρεῖς ὧρες ἀφότου τὸν ἐνταφίασαν, ἄρχισε νὰ φωνάζει μέσα ἀπὸ τὸν τάφο καὶ νὰ λέγει: «Ἐλεῆστε μέ, ἐλεῆστε μέ». Ἀφοῦ ἄνοιξαν λοιπὸν τὸν τάφο, τὸν βρῆκαν ζωντανό, χωρὶς ὅμως νὰ μπορεῖ νὰ μιλήσει. Ὁ παρευρισκόμενος δὲ ἐκεῖ Ἐπίσκοπος Ἀφρικῆς Θαλάσσιος τὸν ἐνίσχυσε μὲ λόγια παραμυθητικά.
Ὅταν πέρασαν τέσσερις ἡμέρες, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἄρχισε νὰ ὁμιλεῖ καὶ διηγήθηκε τὰ ἀκόλουθα: «Τὴν στιγμὴ ποὺ ἔβγαινε ἡ ψυχή μου ἀπὸ τὸ σῶμα μου, ἔβλεπα τοὺς δαίμονες, σὰν Αἰθίοπες, νὰ βρίσκονται πλησίον μου καὶ νὰ ἔχουν ὄψη ποὺ προκαλοῦσε τὸν τρόμο καὶ τὴν φρίκη. Στὴν συνέχεια εἶδα δυὸ Ἀγγέλους μὲ τὴν μορφὴ ὡραίων νέων, οἱ ὁποῖοι μὲ πλησίασαν καὶ μὲ τὴν παρουσία τους χάρηκε ἡ ψυχή μου. Οἱ Ἄγγελοι μὲ πῆραν μαζί τους, καθὼς ἀνέβαιναν στὸν οὐρανό. Τότε οἱ δαίμονες ἐξέταζαν κάθε ἁμαρτία μου.  Καὶ συγκεκριμένα, ἄλλος δαίμονας ἐξέταζε τὸ ψεῦδος, ἄλλος τὸν φθόνο καὶ ἄλλος τὴν πλεονεξία. Στὶς ἁμαρτίες μου δὲ αὐτές, ποὺ ἐξέταζαν τὰ δαιμόνια, οἱ Ἄγγελοι ἀντέτασσαν τὶς ἀγαθές μου πράξεις.
Ὅταν φθάσαμε στὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ, μᾶς συνάντησε τὸ τάγμα τῶν διαβόλων ποὺ ἐξετάζει τὸ ἁμάρτημα τῆς πορνείας καὶ ἀποκάλυψε τὴ μοιχεία ποὺ εἶχα διαπράξει πρὶν ἀπὸ λίγες ἡμέρες. Οἱ δαίμονες δὲ τοῦ τάγματος τῆς πορνείας νίκησαν καὶ μὲ τράβηξαν στὰ ἔγκατα τῆς γῆς, ὅπου κολάζονται οἱ ψυχὲς τῶν ἀμετανοήτων. Καὶ τὸ τί συμβαίνει ἐκεῖ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ περιγράψει ἀνθρώπινη γλῶσσα.
Ἐνῷ λοιπὸν θρηνοῦσα γιὰ τὸ κατάντημά μου, ἐμφανίσθηκαν οἱ δυὸ Ἄγγελοι, στοὺς ὁποίους κλαίγοντας εἶπα: «Σπλαχνισθεῖτε με καὶ βοηθῆστε με νὰ μετανοήσω». Τότε μὲ πῆραν καὶ μὲ ἔβαλαν στὸν τάφο. Ἐκεῖ βρῆκα τὸ σῶμα μου σὰν λάσπη καὶ βόρβορο καὶ δὲν ἤθελα νὰ εἰσέλθω σὲ αὐτό. Ἐκεῖνοι ὅμως μοῦ εἶπαν ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μετανοήσω μὲ ἄλλο τρόπο, παρὰ μαζὶ μὲ τὸ σῶμα μου, μὲ τὸ ὁποῖο διέπραξα τὴν ἁμαρτία. Τότε λοιπὸν εἰσῆλθα στὸ σῶμα μου καί, ἀφοῦ ἑνώθηκε πάλι ἡ ψυχὴ μὲ αὐτό, ἄρχισα νὰ φωνάζω».
Αὐτὰ διηγήθηκε ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος καί, ἀφοῦ ἔζησε χωρὶς τροφὴ ἐπὶ σαράντα ἡμέρες κλαίγοντας καὶ ὀδυρόμενος γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, πέθανε.




Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἐπίσκοπος Τούρωφ

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος γεννήθηκε ἀπὸ πλούσιους γονεῖς τὴν τρίτη δεκαετία τοῦ 12ου αἰῶνα μ.Χ. στὴν πόλη Τούρωφ, στὸν ποταμὸ Προπάιατ. Ἀπὸ πολὺ νωρὶς ὁ Ἅγιος Κύριλλος μὲ ἔνθερμο ζῆλο μελετοῦσε τὰ ἱερὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς Πατέρες. Σπούδασε μάλιστα καὶ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα.
Ὅταν ὡρίμασε, ἀρνήθηκε τὴν πατρική του κληρονομιὰ καὶ ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια. Ἐκάρη μοναχὸς στὸ μοναστῆρι τῶν Ἁγίων Βόριδος καὶ Γκλέμπ, στὸ Τούρωφ. Ἀσκήθηκε πάρα πολὺ στὴ νηστεία καὶ στὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ δίδασκε μὲ τὸν τρόπο του τὴν ὑπακοή. Ἔλεγε δὲ ὅτι ὁ μοναχὸς ὁ ὁποῖος δὲν ὑπακούει στὸν ἡγούμενο, δὲν ὁλοκληρώνει τὴν μοναχική του ὑπόσχεση καὶ ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ. Ἔχουν μάλιστα διασωθεῖ καὶ τρία συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου σχετικὰ μὲ τὸν μοναχικὸ βίο καὶ τὴν πολιτεία τῶν μοναχῶν.
Μετὰ ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα, ὁ Ἅγιος ἔζησε ὡς στυλίτης καὶ ἐντρύφησε πολὺ στὴν Ἁγία Γραφή. Καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι τὸν ἐπισκέπτονταν γιὰ συμβουλὲς στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ καθοδήγηση.
Λόγω τῆς ἁγιότητας τοῦ βίου του ὁ Ἅγιος ἀσκητὴς ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τούρωφ ἔχοντας πάντα συναίσθηση τοῦ ὑψηλοῦ ἱεραρχικοῦ ἀξιώματος, στὸ ὁποῖο ὁ Κύριος τὸν εἶχε καλέσει.
Τὸ ἔτος 1169, ὁ Ἅγιος Κύριλλος συμμετεῖχε σὲ μία Σύνοδο καὶ ἐπέκρινε τὸν Ἐπίσκοπο Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος κατεῖχε τὴν καθέδρα τοῦ Βλαντιμὶρ καὶ τῆς Σουζδαλίας καὶ ὁ ὁποῖος ἐπιθυμοῦσε νὰ χωρισθεῖ ἀπὸ τὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας τοῦ Κιέβου.
Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἀπομόνωση τὸν ὁδήγησε σὲ παραίτηση ἀπὸ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο. Ἔτσι ἀφιερώθηκε πλήρως στὴν ἄσκηση καὶ τὴν συγγραφὴ πνευματικῶν ἔργων.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1183. Οἱ σύγχρονοί του τὸν θεωροῦσαν ὡς τὸν Χρυσόστομο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Ἐκεῖνος ὅμως ταπεινὰ ἔγραφε γιὰ τὸν ἑαυτό του: «Δὲν εἶμαι θεριστής, παρὰ μαζεύω τὰ δεμάτια τῶν σιτηρῶν».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.