Τῶν Ἁγίων Ἱερομαρτύρων Ἀγαθοδώρου, Αἰθερίου, Βασιλέως, Ἐλπιδίου, Εὐγενίου, Ἐφραὶμ καὶ Καπίτωνος, τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Αἰμιλιανοῦ, Ἰακώβου καὶ Μαριανού, Ἀρκαδίου καὶ Νέστορος Ἐπισκόπων, Παύλου τοῦ Ἁπλοῦ, Ἐφραὶμ Πατριάρχου, Λαυρεντίου ἐκ Μεγάρων, Ἰωάννου Ἐπισκόπου, Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου «τῆς τῶν Ἁμαρτωλῶν Ἐγγυήσεως».
Οἱ Ἅγιοι Ἀγαθόδωρος, Αἰθέριος, Βασιλέας, Ἐλπίδιος, Εὐγένιος, Ἐφραὶμ καὶ Καπίτων οἱ Ἱερομάρτυρες
Ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Ἔρμων (300-314 μ.Χ.) ἀπέστειλε στὴ Σκυθία τὸν Ἐπίσκοπο Ἅγιο Ἐφραὶμ καὶ στὴ Χερσώνα τὸν Ἐπίσκοπο Ἅγιο Βασιλέα, μὲ σκοπὸ τὴν διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ Ἅγιος Βασιλέας ἐπειδὴ κήρυττε τὸν Χριστό, ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ὅμως καὶ πάλι προσκλήθηκε ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τοῦ τόπου καὶ ἀνέστησε, κατὰ τὸν Συναξαριστή, τὸν υἱό του. Ἀπὸ τὸ γενόμενο θαῦμα καὶ ὁ ἄρχοντας καὶ πλῆθος λαοῦ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκαν. Οἱ εἰδωλολάτρες ὅμως ἐξεμάνησαν καὶ τὸν συνέλαβαν. Τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ἔσυραν ἀπὸ τὰ πόδια, καὶ συρόμενος πέθανε.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ, ἐνῷ δίδασκε τὸ Εὐαγγέλιο, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ ἀποκεφαλίσθηκε.
Μετὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου Βασιλέως ἀπεστάλησαν στὴ Χερσώνα οἱ Ἐπίσκοποι Ἀγαθόδωρος, Ἐλπίδιος καὶ Καπίτων ὡς κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ φονεύθηκαν ἀπὸ τοὺς ἄπιστους.
Στὴν συνέχεια ἀπεστάλη ὑπὸ τοῦ Πατριάρχη Ἱεροσολύμων ὁ Ἐπίσκοπος Αἰθέριος, ὁ ὁποῖος μόλις εἶδε τὸν ἐθνικὸ λαὸ ἐξαγριωμένο, κατέφυγε στὸν Μέγα Κωνσταντῖνο καὶ ζήτησε τὴν ἀπέλαση τῶν εἰδωλολατρῶν ἀπὸ τὴ Χερσώνα, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἔγινε. Ἀφοῦ δὲ ὁ Ἅγιος ἀνήγειρε ἐκεῖ ναό, μετέβη στὸν βασιλέα, γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσει. Ὅμως κατὰ τὴν ἐπιστροφή του τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἔπνιξαν στὸν ποταμὸ Δνείπερο.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐπτάριθμος σύλλογος, Ἱεραρχῶν ἱερῶν, ἀγώσιν ἀθλήσεως, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, ἐνθέως ἐφαίδρυναν, Εὐγένιος Βασιλεὺς τε, σὺν Ἐφραὶμ Αἰθερίω, Ἐλπίδιος καὶ Καπίτων, Ἀγαθόδωρος ἅμα. Αὐτῶν Χριστὲ ἰκεσίαις, πάντας ἐλέησαν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’.
Τὰ θαύματα τῶν ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἠμὶν δωρησάμενος, Χριστὲ ὁ Θεός, ταὶς αὐτῶν ἰκεσίαις βουλᾶς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς βασιλείας τὰ σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος.
Οἱ Ἅγιοι Αἰμιλιανός, Ἰάκωβος καὶ Μαριανὸς οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Αἰμιλιανὸς ὁ Ρωμαῖος, Ἰάκωβος καὶ Μαριανός, μαρτύρησαν στὴ Ρώμη τὸ ἔτος 259 μ.Χ., εἰ αὐτοκράτορα Οὐαλεριανοὺ (253-259 μ.Χ.)
Οἱ Ἅγιοι Ἀρκάδιος καὶ Νέστορας Ἐπίσκοποι Τριμυθοῦντος Κύπρου
Ἀπὸ ἀναφορὰ στὸ Λαυρεωτικὸ Κώδικα, ὅτι οἱ Ἅγιοι ἀγωνίσθηκαν κατὰ τῶν εἰδώλων καὶ βάπτισαν Χριστιανοὺς πολλοὺς εἰδωλολάτρες, προκύπτει ὅτι θὰ πρέπει νὰ ἤκμασαν κατὰ τοὺς πρώτους Χριστιανικοὺς αἰῶνες.
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Ἁπλὸς
Ὁ Ἅγιος Παῦλος ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἐκλήθη Ἁπλός, διότι ἦταν ἀγράμματος γεωργὸς ἀλλὰ συγχρόνως ἄκακος καὶ ἁπλοϊκὸς στὸ ἦθος. Ἡ σύζυγός του ἦταν ὡραία μὲν στὴ μορφή, κακότροπη δὲ στὴν ψυχή. Αὐτὴ μοιχευμένη μὲ ἄλλους, συνελήφθη κάποια μέρα ἀπὸ τὸν Ὅσιο, ὅταν αὐτὸς ἐπέστρεφε ἀπὸ τοὺς ἀγρούς. Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἄφησε τὴν γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του στὴν φροντίδα τοῦ μοιχοῦ καὶ κατέφυγε στὴν Αἰγυπτιακὴ ἔρημο, στὸ κελὶ τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ζητώντας νὰ γίνει μοναχός. Ὅταν τὸν εἶδε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, τοῦ εἶπε ὅτι ἕνας ἄνθρωπος ἑξήντα χρονῶν εἶναι γέροντας καὶ δὲν δύναται νὰ ὑπομείνει τοὺς πειρασμούς. Ἔτσι τοῦ ἔκλεισε τὴν θύρα τοῦ κελιοῦ. Ὁ Ὅσιος Παῦλος ἔμεινε ἔξω ἀπὸ τὸ κελὶ τοῦ μεγάλου καθηγητοῦ τῆς ἐρήμου ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες ἄσιτος, χωρὶς τροφὴ καὶ νερό. Ἡ ὑπομονὴ τοῦ Ὁσίου Παύλου ἔκαμψε ἔτσι τὸ ἀνένδοτο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, ὁ ὁποῖος τὸν κράτησε κοντά του καὶ καθημερινὰ τὸν παιδαγωγοῦσε καὶ τὸν δοκίμαζε, μὲ σκοπὸ νὰ τὸν ἀναγκάσει νὰ μεταβεῖ σὲ κοινόβιο, ὅπου ὁ ἀσκητικὸς βίος θὰ ἦταν πιὸ ἄνετος γιὰ τὸν Ὅσιο, λόγω τῆς ἡλικίας του. Ὅμως ὁ Ὅσιος Παῦλος παρέμεινε κοντὰ στὸν Ἅγιο Ἀντώνιο μὲ ὑπακοή, ἐργαζόμενος καθημερινὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.
Τόσο πολὺ πρόκοψε στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν εὐσέβεια ὁ Ἁπλοὺς Παῦλος, ὥστε ὅταν καθόταν ἔξω ἀπὸ τὸ ναὸ καὶ ἔβλεπε τοὺς ἀδελφοὺς νὰ εἰσέρχονται σὲ αὐτόν, μποροῦσε νὰ διακρίνει σὲ ποιὰ ψυχῆ ἀναπαυόταν ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἔβλεπέ τούς ἀδελφοὺς λαμπροὺς στὴν ὄψη καὶ φαιδροὺς στὸ πρόσωπο, τὸν δὲ Ἄγγελο ἑκάστου νὰ χαίρει μαζί του. Κάποια φορὰ εἶδε ἕναν μοναχὸ μαῦρο στὴν ὄψη καὶ ζοφώδη καὶ γύρω του δαίμονες ποὺ τὸν περιέβαλλαν, ἐνῷ ὁ φύλακας Ἄγγελός του τὸν ἀκολουθοῦσε ἀπὸ μακριὰ λυπημένος. Μόλις ὁ Ὅσιος Παῦλος εἶδε τὸ θέαμα αὐτὸ ἄρχισε νὰ κλαίει καὶ νὰ χτυπᾷ μὲ τὰ χέρια τὸ στῆθος του. Βλέποντας οἱ μοναχοὶ τὴν ἀθρόα μεταβολὴ τοῦ Ὁσίου καὶ τὸ κατώδυνο πένθος, προσῆλθαν καὶ ρωτοῦσαν νὰ μάθουν τὴν αἰτία καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ἔλθει στὴ σύναξη. Ἐκεῖνος παρέμεινε ἔξω καὶ ὅταν οἱ μοναχοὶ ἀπελύθησαν ἀπὸ τὴν σύναξη καὶ ἔβγαιναν ἔξω, βλέπει καὶ πάλι τὸν μοναχὸ ἐκεῖνο ποὺ πρὶν ἦταν ζοφώδης καὶ περικυκλωμένος ἀπὸ δαίμονες, νὰ ἐξέρχεται μὲ λαμπρὸ τὸ πρόσωπο καὶ λευκὸ τὸ σῶμα, τὸν δὲ Ἄγγελό του νὰ εἶναι κοντά του καὶ νὰ χαίρει μαζί του. Τότε ὁ Ὅσιος εὐχαρίστησε καὶ εὐλόγησε τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ λέγοντας: «Ὢ τῆς ἀφάτου τοῦ Δεσπότου ἠμῶν φιλανθρωπίας καὶ ἀγαθότητος!». Καὶ ἀφοῦ ἀνῆλθε σὲ σημεῖο ὑψηλὸ φώναζε λέγοντας: «Δεῦτε καὶ ἰδέτε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, ὡς φοβερὰ καὶ πάσης ἐκπλήξεως γέμοντα».
Ὁ Ὅσιος ἐξήγησε στὸν ἀδελφὸ πῶς τὸν εἶχε δεῖ πρὶν τὴν εἴσοδό του στὸ ναὸ καὶ πῶς τὸν εἶδε μετά. Τότε ὁ μοναχὸς ἐκεῖνος μὲ εἰλικρίνεια ἄρχισε νὰ ὁμολογεῖ ὅτι ἦταν ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς καὶ ζοῦσε στὴν ἁμαρτία τῆς πορνείας. Μόλις δὲ εἰσῆλθε στὸ ναὸ ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Προφήτη Ἠσαΐα, μᾶλλον δὲ τοῦ Θεοῦ λαλοῦντος διὰ αὐτοῦ, νὰ λέγει: «Λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε. Ἀφέλετε τᾶς πονηρῖας ἀπὸ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπὸ τῶν πονηριῶν ὑμῶν, μάθετε καλὸν ποιείν… καὶ ἐὰν ὦσιν αἳ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ. Καὶ ἐὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε». Αὐτά, ἀφοῦ ἄκουσε, κατανύγηκε ἡ καρδία του, ἀναστέναξε ἐκ βάθους καρδίας καὶ εἶπε πρὸς τὸν Θεό: «Δέσποτα, Κύριε ὁ Θεός, ποὺ ᾖλθες στὸν κόσμο νὰ σώσεις τούς ἁμαρτωλούς, χάρισέ μου αὐτὰ ποὺ ἄκουσα διὰ τοῦ Προφήτου ἐγὼ ὁ ἀνάξιος καὶ ἁμαρτωλός. Καὶ νά, δίδω τὸν λόγο στὸν καρδιογνώστη Θεό, ὅτι ἀποτάσσομαι κάθε παρανομία καὶ αἰσχρὰ πράξη, ποὺ μέχρι τώρα δούλευα καὶ δὲν θὰ προσθέσω ἄλλες στὸν βίο μου. Ἀλλὰ θὰ δουλεύω σὲ Σένα, Κύριε, μὲ ὅλη τὴν ἰσχύ μου καὶ ὅλη μου τὴ διάνοια». Καὶ ἀναφώνησε τότε ὁ Ἁπλοὺς Παῦλος, ὅτι ὅπως ὁ κασσίτερος μαυρίζει καὶ γίνεται πάλι λαμπρός, ἔτσι καὶ οἱ πιστεύοντες, ποὺ ἂν ἁμαρτήσουν μαυρίζουν τὴν ψυχή τους, ὅταν μετανοοῦν λαμπρύνονται ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς πίστεως καὶ τῆς μετάνοιας.
Ἔτσι ἀφοῦ διήνυσε μὲ εὐσέβεια καὶ ἄσκηση τὸν βίο του, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας.
Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ Πατριάρχης Ἀντιόχειας
Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἄμιδα, ὑπῆρξε πρῶτα κόμης τῆς Ἀντιόχειας ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἰουστίνου Α’ τοῦ Θρακὸς (518-527 μ.Χ.). Ἀπὸ τὴν τάξη τῶν λαϊκῶν, μὲ τὴν ἐπίνευση τοῦ αὐτοκράτορα, ἀνῆλθε στὸν θρόνο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας, τὸ ἔτος 526 μ.Χ.
Ἔχοντας ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ τὶς λεγόμενες νεοχαλκηδονικὲς πεποιθήσεις κατέστη ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους συμβούλους τοῦ αὐτοκράτορα, οἱ ὁποῖοι τὸν παρέσυραν σὲ μετριοπάθεια ἔναντι τῶν Μονοφυσιτῶν. Δέχθηκε χωρὶς ἀντιρρήσεις τὸ διάταγμα τοῦ Ἰουστινιανοῦ κατὰ Ὠριγένους (543 μ.Χ.) καὶ μὲ ἀντιρρήσεις τὸ διάταγμα κατὰ τῶν Τριῶν Κεφαλαίων (544 μ.Χ.), τὸ ὁποῖο καταδικάζοντας μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ συγγράμματα τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου, φαινόταν ἀντιτιθέμενο πρὸς τῆς Ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος. Ὅμως ὡς Πατριάρχης ἀνέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα καὶ ἀγωνίσθηκε κατὰ τῶν αἱρετικῶν Μονοφυσιτῶν, ποὺ λυμαίνονταν τὴν Ἐκκλησία του. Ὅπως δὲ ἀναφέρει ὁ Ἱερὸς Φώτιος (τιμᾶται 6 Φεβρουαρίου) στὴ Μυριόβιβλο, ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ συνέγραψε καὶ πολλὰ συγγράμματα κατ’ αὐτῶν.
Ὁ Ἅγιος ἐπανέφερε στὴν ὀρθὴ πίστη καὶ κάποιο μοναχὸ στυλίτη, ποὺ ἦταν φανατικὸς Μονοφυσίτης καὶ ἀσκήτευε στὴν Ἱεράπολη, μὲ θαῦμα πού, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐπιτέλεσε.
Ἀφοῦ ποίμανε τὸ ποίμνιό του θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τ ἔτος 546 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος ἐκ Μεγάρων
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος, κατὰ κόσμον Λάμπρος Κανέλλος, γεννήθηκε στὰ Μέγαρα ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Δημήτριο καὶ τὴν Κυριακή. Τὸ ἐπάγγελμά του ἦταν γεωργὸς καὶ οἰκοδόμος. Νυμφεύθηκε τὴν Βασιλικὴ καὶ ἀπὸ τὸν γάμο του ἀπέκτησε δυὸ υἱούς, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Δημήτριο. Κάποιος βράδυ, στὸ χωριὸ Μάντρον, ὁραματίσθηκε τὴν Θεοτόκο, ἡ ὁποία τοῦ ὑπέδειξε νὰ πάει στὴν Σαλαμῖνα, ὅπου βρῆκε τὴν ἱερὰ εἰκόνα της καὶ νὰ ἀνακαινίσει τὸν ἐρειπωμένο ναὸ αὐτῆς. Ἔτσι, τὸ ἔτος 1862, ὁ Ὅσιος ἀνήγειρε νέα μονή, τὴν γνωστὴ ἕως σήμερα μονὴ τῆς Φανερωμένης. Ἐκεῖ ἀργότερα ὁ Ὅσιος ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Λαυρέντιος. Μοναχὴ ὅμως ἔγινε καὶ ἡ σύζυγός του, ἡ ὁποία μετονομάσθηκε σὲ Βασσιανή. Γιὰ τὰ πολλά του πνευματικὰ χαρίσματα καὶ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς του ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος, σύμφωνα καὶ μὲ σχετικὸ χειρόγραφο σημείωμα, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1707. Ἡ τιμία κάρα του, ποὺ φέρει ἀργυρὸ περίβλημα, ἀπόκειται σὲ προσκύνηση στὸ ναΰδριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Μεγάρων τὸν γόνον, Ἀσκητῶν τὸν ὁμότροπον, καὶ φρουρὸν Μονῆς Σαλαμῖνος, θεοφόρον Λαυρέντιον, τιμήσωμεν προφρόνως ἀδελφοί, ὡς μέτοχον τῆς δόξης τοῦ Χρίστου, ἶνα τούτου ταὶς πρεσβείαις πάσης ὀργῆς, ρυώμεθα κραυγάζοντες, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι διὰ σοῦ, ἠμιν Πάτερ τὰ πρόσφορα.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Ἐπίσκοπος Ὑόρκης
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Μπεβερλέι) γεννήθηκε στὴ Βόρειο Ἀγγλία καὶ μαθήτευσε στὴν περίφημη σχολὴ τοῦ Αὐγουστίνου Καντουαρίας. Μετὰ τὸ πέρας τῶν σπουδῶν του ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Χίλντας στὸ Οὐΐντμπυ. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἔξμαμ καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ὁσιότητα τοῦ βίου του. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἀναγκάστηκε νὰ παραιτηθεῖ καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ στὴν ἔρημο, προκειμένου νὰ εἰρηνεύσει ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία μετὰ ἀπὸ ἀπαιτήσεις τοῦ Ἐπισκόπου τῆς γειτονικῆς περιοχῆς, ὁ ὁποῖος διεκδικοῦσε τὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ἁγίου.
Ὕστερα ἀπὸ λίγο χρόνο ὁρίσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Ὑόρκης, ἀλλὰ καὶ πάλι παραιτήθηκε, γιὰ νὰ ἀφιερωθεῖ στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση, τηρώντας μὲ ἀκρίβεια τὰ μοναχικὰ καθήκοντά του.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 721 μ.Χ.
Σύναξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου «τῆς τῶν Ἁμαρτωλῶν Ἐγγυήσεως» ἐν Ρωσίᾳ
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας «Ἡ τῶν Ἁμαρτωλῶν Ἐγγύησις» βρισκόταν παλαιότερα στὴ μονὴ τοῦ Ὀρντίσκ τῆς ἐπαρχίας Ὀρλώφ, ὅπου καὶ ἔγινε ὀνομαστὴ γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε.
Ἕνα ἀντίγραφο αὐτῆς τῆς ἱερᾶς εἰκόνος φυλασσόταν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Χαμώνβικ τῆς Μόσχας. Ἡ εἰκόνα κάθε βράδυ ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ θεϊκὸ φῶς. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ εἶχε χαραχθεῖ στὴν εἰκόνα: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἐγγύηση τῶν ἁμαρτωλῶν πρὸς τὸν Υἱό».
Ἡ Εἰκόνα τῆς Παναγίας ἑορτάζει, ἐπίσης, στὶς 29 Μαΐου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.