ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄
1) Περί Αμαρτίας, Μετανοίας, Πένθους και Δακρύων.
Το να πέσωμεν και να τραυματισθώμεν, τούτο έξεστι τοις ανθρώποις, εφ’ όσον και αν μία ημέρα εστίν η ζωή του ανθρώπου επί της γης, έγκειται η διάνοια αυτού επί τα πονηρά εκ γεννήσεως αυτού, αλλά το να πέσωμεν και να μείνωμεν εν τω πτώματι, τούτο ουχί ανθρώπινον. Η μετάνοια αναδημιουργεί τον άνθρωπον, αύτη εδόθη, ίνα θεραπεύη την ψυχήν μετά το βάπτισμα, και εάν αύτη έλειπεν, σπανίως θα εσώζετο άνθρωπος. Δια τούτο η αρετή της μετανοίας δεν έχει τέλος εφ’ όσον υπάρχει πνοή ζωής εν τω ανθρώπω, διότι έξεστι και τοις τελείοις να σφάλλουν. Τέκνα μου, οσάκις ίδητε τον λογισμόν να σας ελέγχη δι’ αμαρτίαν τινά, αμέσως πάρετε το φάρμακον, μετανοήσατε, κλαύσατε, εξομολογηθήτε, και ιδού επανέρχεσθε εις την προτέραν και καλυτέραν κατάστασιν.
2) Περί Αμαρτίας, Μετανοίας, Πένθους και Δακρύων.
Ο Ιούδας ο προδότης αφιερώσας εαυτόν τω Κυρίω και μέτοχος χαρίτων γενόμενος, θαύματα συνεπετέλει μετά των λοιπών Αποστόλων και εις το τέλος εναυάγησεν. Ο ληστής έργα ασεβείας, κακοπραγίας, ανήθικα, κ.λ.π. πράξας και φωνήν ελέους κράξας, κατέπαυσεν εις τον αχείμαστον λιμένα της αιωνίου μακαριότητος. Ο λαός των Εβραίων, ο τας επαγγελίας του Θεού δεχθείς και περιούσιος και εκλεκτός και άγιος υπό Θεού κληθείς, τυφλωθείς έχασε τον Θεόν δια παντός. Τα βάρβαρα έθνη, η πόρνη κατά τα έργα, εδέξαντο το
κήρυγμα και εκληρονόμησαν ό,τι ο Ισραήλ απώσατο, τον Θεόν. Δια τούτο μακράν η απόγνωσις και η απελπισία, όσον και εάν είμεθα αμαρτωλοί, οφείλομεν αεί προστρέχειν τω Θεώ και τους οφθαλμούς της ψυχής μας, ως δούλοι, εναποτίθεσθαι εις χείρας του Κυρίου αυτών. Ούτω προς Κύριον έστωσαν και ημών οι οφθαλμοί, ελπίζοντες αεί εις το έλεος του Κυρίου έως του οικτιρήσαι ημάς.
3) Περί Αμαρτίας, Μετανοίας, Πένθους και Δακρύων.
Η έκπτωσις του ανθρώπου εις την θνητότητα την σωματικήν με τα επακόλουθα της εξορίας και της απομακρύνσεως εκ του αγαθού πατρός Θεού, επροξένησαν τον νόμον της αμαρτίας, τον αντιστρατευόμενον εις τον νόμον του Θεού. Ο νόμος της αμαρτίας, ως ροπή και κλήσις και ως πονηρία, έγκειται εις τον άνθρωπον εκ νεότητος αυτού. Και αυτή η ροπή προς το κακόν, ως προπατορική κληρονομία και δείγμα και αποκύημα και λείψανον της παλαιάς αποκοπής από την πηγήν της ευτυχίας, έλαβε φυσικά διαστάσεις επί την ανθρωπίνην φύσιν και ως εκ τούτου σύρεται αύτη επί τα πονηρά και φυσικώς ακολουθούν αι θλιβεραί επιφοραί εις τα τέκνα του Αδάμ και της Εύας. Η ανάκλησις επί την πάλαι υιοθεσίαν, δια μέσου του σταυρικού θανάτου του Κυρίου Ιησού, ωδήγησεν εις την αιώνιον σωτηρίαν, αλλ’ όμως ουκ ήρε τον νόμον της αμαρτίας, τον ένδοθεν του ανθρώπου, όχι ότι ουκ ηδύνατο, διότι έστω και μία ρανίς του φρικτού και αγίου αίματος του Ιησού Χριστού ηδύνατο το παν να μεταβάλη, αλλά οικονομικώς τον άφησε να συνυπάρχη τω ανθρώπω, ίνα δια μέσου τούτου όχι μόνον τον παιδαγωγήση, αλλά ίνα γνωρίση και την εκάστου προαίρεσιν. Ουκ επέτρεψεν ο Θεός, λέγει η Γραφή, να εξολοθρεύση ο Ιησούς του Ναυή πάντα τα κύκλω αυτού ειδωλολατρικά έθνη, αλλά άφησέ τινα, ίνα δια των τοιούτων διδάξη τους υιούς Ισραήλ τον πόλεμον. Όταν λοιπόν αυτός ο νόμος της αμαρτίας δεν εύρη αντίπαλον γενναίον, δηλαδή την καλήν θέλησιν και προαίρεσιν, με όπλα τας θείας εντολάς και παραγγέλματα, τότε νικά και αιχμαλωτίζει τον αγωνιστήν, τον γυμνώνει εκ των θεϊκών όπλων και κατόπιν τον σύρει προς τον αμαρτωλόν της αμαρτίας ρουν. Εκ τούτων όλων και άλλων πολλών, βγαίνει το αληθές συμπέρασμα ότι όλα τα θλιβερά γεγονότα και πράγματα επί την ανθρωπίνην φύσιν είναι αποκυήματα της ολισθήσεώς της εκ της πρώην αθανασίας προς την θνητότητα, και ότι του Θεανθρώπου Ιησού η σωτήριος θυσία ουκ ήρε τον ένδοθεν του ανθρώπου νόμον της αμαρτίας οικονομικώς, προς παιδαγωγίαν αυτού και δια άλλα πολλά σωτήρια αίτια, ίνα δια τούτων τον καταστήση σοφόν κληρονόμον των αιωνίων Αυτού αγαθών.
4) Περί Αμαρτίας, Μετανοίας, Πένθους και Δακρύων.
« Όπου εύρω σε, εκεί και κρινώ σε». Να η αξία της στιγμής, σε εύρεν εν μετανοία; Σε έφθασεν εν εξομολογήσει; Σε επρόφθασε με το « ήμαρτον, Πάτερ, εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου»; ( Λουκ. 15,18 ). Σε προσήγγισεν με το δάκρυ της γνησίας μετανοίας και αυτομεμψίας; Ιδού εις μίαν στιγμήν χρόνου σε κρίνει ο Θεός καθώς ελάλησεν, « πιστός ο Κύριος εν τοις λόγοις Αυτού» ( Ψαλμ. 144.13 ). Εάν εις το ανάπαλιν σε εύρη, ω άνθρωπε, τότε θα ανοιχθούν τα μάτια της ψυχής και θα ίδης τι εζημιώθης, αλλά τι το όφελος! Άμα κρίνη ο Θεός τον άνθρωπον, τότε περιττή η μετάνοια. Όταν τελειώση η πανήγυρις, περιττά τα πολλά λόγια, το παν ετελείωσε! Ω, τι μέγα μυστήριον τούτο! Ω Θεέ μου, γλυκέ μου Ιησού, άνοιξόν μοι τα όμματα της ψυχής μου, ίνα ίδω καθαρώτατα τούτο το μέγα μυστήριον της αιωνίου σωτηρίας μου, ίνα ετοιμάσω εφόδια δια της χάριτός Σου βοηθούμενος, ίνα μη εν τω τέλει του βίου μου μεταμεληθώ χωρίς όφελος. Ως βλέπεις, τίποτε απολύτως δεν κάμνω, αλλά όλος λελέπρωμαι από πάθη, δώρησέ μου δάκρυα και μετάνοιαν ολόκληρον, προτού να έλθη η εσχάτη ώρα, καθ’ ην θα ακούσω την φωνήν Σου: « Ετοίμασον τα περί του οίκου σου, αποθνήσκεις και ου ζήσεις».
5) Περί Αμαρτίας, Μετανοίας, Πένθους και Δακρύων.
Η μετάνοια είναι ατέλεστος, όλαι αι αρεταί δύνανται με την χάριν του Θεού, να τελειοποιηθούν από τον άνθρωπον. Την μετάνοιαν ουδείς δύναται να την τελειοποιήση, διότι μέχρι και της τελευταίας ημών αναπνοής έχομεν ανάγκην της μετανοίας, διότι σφάλλομεν εν ριπή οφθαλμού, οπότε η μετάνοια είναι ακατάκτητος. Ω, πόσον αγαθός ο Θεός! Δικαίως λοιπόν θα κολασθούν οι συναμαρτωλοί μου, διότι παρεγνώρισαν την άπειρον ευσπλαγχνίαν του ουρανίου Πατρός. Ενώ λοιπόν ως άνθρωποι σφάλλομεν, μας έρχεται οκνηρόν το να είπωμεν το « ήμαρτον »! Και πως θα το είπωμεν, εφ’ όσον έχομεν, εγώ πρώτος, την λήθην και την ραθυμίαν με συμβοηθόν την υπερηφάνειαν, ισχυρά εμπόδια προς τον δρόμον της ταπεινώσεως! Μας τον έδειξεν ο Χριστός δια του Σταυρού Του, αλλά δυστυχώς θεληματικώς κωφεύομεν προς μεγίστην μεταμέλειάν μας. Ο χρόνος φεύγει, τα έτη κυλούν και όλο και πλησιάζομεν δια την αιωνιότητα. Το βλέπομεν, ενώ μία νάρκη διανοητική μας δεσμεύει, έως να βληθώμεν, εγώ πρώτος, εις την κόλασιν! Ο Θεός μου, ο λυτρωσάμενος το ανθρώπινον γένος εκ της δουλείας του εχθρού, ρύσαι και ημάς από την μέλλουσαν καταδίκην, όταν θα έλθης να κρίνης τον κόσμον, αποδίδων εκάστω κατά τα έργα αυτού. Είθε δι’ ευχών σου να εύρω έλεος, όταν κρίνεται η ελεεινή μου ψυχή, διότι δειλιώ απαντήσαι τω φοβερώ Κριτή ελεγχόμενος υπό του ιδίου μου συνειδότος.
6) Περί Αμαρτίας, Μετανοίας, Πένθους και Δακρύων.
Υπακοή, εκκοπή θελήματος, αυτομεμψία, υπομονή γενική, ταύτα θεμελιώνουν την ψυχήν, την δε θέρμην και τον ζήλον τα δάκρυα διατηρούν. Εάν θέλης ζηλωτής να ευρεθής μέχρι τέλους του βίου σου, ζήλωσον του κλαίειν διαπαντός, και εάν τοιαύτα δάκρυα έχης, μη φοβού, συμπαραμένει ο ζήλος του πόθου του σωθήναι.
Το ύδωρ σβήνει το πυρ. Το ύδωρ το του Θεού, που ρέει από οφθαλμούς μετανοούντος, άπτει, οίδαμεν, πυρ ου φιλόϋλον, αλλά πυρ θεϊκόν, κατακαίον ζιζάνια αλλοφύλων!
Από το βιβλίο ΠΑΤΡΙΚΑΙ ΝΟΥΘΕΣΙΑΙ του Γέροντος Εφραίμ
Ψηφιοποίηση κειμένου Κώστας Αργυρακόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.