Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

"Στύλος γέγονας Ορθοδοξίας"


(Έπἰ τῇ μνήμη Ἁγίου Ἀθανασίου, Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, τοῦ Μεγάλου).



Στὶς 18 Ἰανουαρίου Ἐκκλησία μας τιμᾷ καὶ γεραίρει τὴ μνήμη ἑνός Στύλου της, ὅπως τὸν χαρακτηρίζει, τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, τοῦ Μεγάλου. Καὶ πραγματικά, πρόκειται γιὰ ἕναν Μέγα Ἰεράρχη καὶ Οἰκουμενικὸ Διδάσκαλο, ὁ ὁποῖος ὑποστηρίζει τὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ θεῖα δόγματα ποὺ ἀνέπτυξε διὰ τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος.

Γεννήθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ εὐσεβεστάτους γονεῖς, οἱ ὁποῖοι τὸν γαλούχησαν μὲ τὰ ἄχραντα νάματα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, καὶ τοῦ μετέδωσαν ἀκριβῶς τὴν παρακαταθήκη τῶν Ἁγίων Πατέρων περὶ τῆς Μοναδικότητος αὐτῆς τῆς πίστεως. Ἀπὸ πολὺ μικρὸς διέφερε ἀπὸ τὰ παιδιὰ τῆς ἡλικίας του στὴν φρόνηση, στὴν σύνεση καὶ ἐν γένει στὶς ἐν Χριστῷ ἀρετές, γεγονὸς ποὺ διέγνωσε ὁ οἱκεῖος Ἱεράρχης, ὁ ἐπίσης Μεγάλος Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρείας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸν θέσει ὑπὸ τὴν προστασία του καὶ νὰ φροντίσει τόσο γιὰ τὴν θύραθεν ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ἀγωγή του, δηλαδή γιὰ νὰ μάθει τὰ ἱερὰ γράμματα. Ὁ ἴδιος Ἅγιος Πατριάρχης τὸν χειροθέτησε ἀναγνώστη, ὑποδιάκονο, καὶ στὴ συνέχεια τὸν χειροτόνησε διάκονο. Ἐξαιτίας τόσο τῆς μεγάλης τοῦ ἀρετῆς, τῆς ἀκριβοῦς γνώσεως τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων, ἀλλὰ καὶ τοῦ ὁμολογιακοῦ καὶ ἀσυμβίβαστου φρονήματος ποὺ εἶχε στὰ ζητήματα τῆς πίστεως, διάκονος ὤν, παρευρέθηκε στὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ. ὡς Ἀρχιδιάκονος τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, ὅπου μὲ θάρρος ὑπεραμύνθηκε τοῦ Ὁμοουσίου τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν Θεὸν Πατέρα, δηλαδὴ ὅτι τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι Θεὸς ἀληθινός, καὶ ἔτσι κατήσχυνε τὸν Ἄρειο καὶ τὶς βλασφημίες του ποὺ ἀμφισβητοῦσε τὴν ὠς ἄνω Ἀλήθεια. Ἀμέσως μετὰ τὴν κοίμησι τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου χειροτονεῖται καὶ ἐνθρονίζεται Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας. Ἀπὸ τότε καὶ γιὰ 40 περίπου χρόνια ἡ
ζωὴ τοῦ Ἀγίου θὰ εἶναι γεμάτη διωγμούς, συκοφαντίες, ἐξορίες, ἀπὸ ὄχι ἕναν ἄλλὰ τρεῖς αὐτοκράτορες, τὸν Κωνστάντιο, τὸν Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη, ἀπὸ τὸν Οὐάλεντα, ἀπὸ τοπικοὺς ἡγεμόνες καὶ ἀπὸ ψευδοσυνόδους τῶν αἱρετικῶν ἀρειανοφρόνων, οἱ ὁποῖοι παρ’ ὅλη τὴν συνοδικὴ καταδίκη τους, χρησιμοποιώντας τὴν κοσμικὴ ἐξουσία, κινοῦσαν διωγμοὺς ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων μὲ κύριο στόχο τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος μόνος κρατοῦσε ἀπαραχάρακτον τὴν Διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν μετέπειτα Ἁγίων Πατέρων, καθὼς αὐτὸς ἀντιμετώπισε συστηματικὰ τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, μὲ λόγους καὶ συγγράμματα, ποὺ ἔγραφε ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν ἐξορία καὶ ἀπὸ τὰ μέρη ποὺ κρυβόταν, μὲ τὰ ὁποὶα τροφοδοτοῦσε τὸν Ὀρθόδοξο λαό, ὥστε νὰ ἀναδειχτεῖ πραγματικὸς ἡγέτης τῆς Ἐκκλησίας, ἁγόμενος ὑπὸ τοῦ ἐν αὐτῷ κατοικοῦντος Ἁγίου Πνεύματος. Πέρασε πολλὰ χρόνια τῆς ζωῆς του σε ὑπόγεια, ἀπομονωμένος σὲ σπίτια, ὅπου πιστοὶ τὸν ἔκρυβαν, ἀκόμη καὶ σὲ ξεροπήγαδα καὶ ὄντως «ἐν ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς». Γνώρισε πολλὲς φορὲς τὴν ἐπανενθρόνιση ἀλλὰ καὶ τὴν ἐξορία, ὄμως ὁ λαὸς καὶ οἱ πλεῖστοι τῶν Πατριαρχῶν καὶ Ἱεραρχῶν τῆς Α΄ Οἰκουμενικὴς Συνόδου ἦταν στὸ πλευρό του, καὶ μάλιστα πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐμαρτύρησαν οὕτως ὥστε νὰ μὴν τὸν καταδώσουν στοὺς διῶκτες.

Τὸ νὰ ὁμιλήσει κανεὶς γιὰ τὶς ἀρετὲς τοῦ Μεγάλου Πατρός, καθίσταται ἰδιαίτερα δύσκολο, εἰδικὰ
ὅταν ἀκοῦμε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, στὸν περίφημο ἐγκωμιαστικὸ του λόγο πρὸς τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, νὰ ξεκινᾷ ὡς ἑξῆς: «Ἀθανάσιον ἐπαινῶν ἀρετὴν ἐπαινέσομαι», δηλαδὴ ἐπαινώντας τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, θὰ ἐπαινέσω τὴν ἀρετήν, θὰ πλέξω ἐγκώμιον εἰς τὴν ἐν Χριστῷ ἀρετήν, καθὼς ὁ Ἅγιος Πατὴρ κατέστη ὁ ἵδιος προσωποποίηση αὐτῆς καὶ αἰώνιο πρότυπο πρὸς μίμησιν. Ἀπὸ τὸ ἀσκητικό του φρόνημα, τὴν εὐστροφία του, μὲ τὴν ὁποία μάλιστα πολλὲς φορές ἄφησε ἄναυδους τοὺς διῶκτες του, τὴν ὑπομονή του στὶς ἐξορίες, τὴν ἀμνησικακία του στὶς λοιδορίες καὶ στὶς συκοφαντίες, ἀπὸ τὰ ἡγετικά του χαρίσματα καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐν Χριστῷ ἀρετὲς, μὲ τὶς ὁποῖες κατέστη ἀληθινὸς φωστὴρ τῆς Οἰκουμένης, θὰ ἀναφέρουμε εἰς τὴν ἀγάπην σας δύο, πολὺ σημαντικὲς, ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς χαλεποὺς καὶ πράγματι κρίσιμους ἐσχατολογικὰ καιροὺς ποὺ ζοῦμε.

Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ὑπακοή του σε Ἅγιο Γέροντα, σὲ Πνευματικὸ Πατέρα καὶ μάλιστα στὸν Μέγα Ἀντώνιο, τὸν Καθηγητὴ τῆς ἐρήμου, τοῦ ὁποίου τὴν μνήμη χθὲς εὐλαβῶς πανηγυρίσαμε. Βλέπουμε δηλαδὴ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησιολογίαν, αὐτὴ ποὺ αφορᾷ στὴν ἐν Χριστῷ ζωή τῶν μελῶν της, σὲ ὅλο τῆς τὸ μεγαλεῖο. Ἕνας Πατριάρχης, λόγιος καὶ λίαν πεπαιδευμένος, ὑποτάσσεται σὲ ἕναν κατὰ κόσμον ἄσημον καὶ χωρὶς θύραθεν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐν Χριστῷ μόρφωσιν Γέροντα τῆς ἐρήμου, ποὺ εἶναι ἄριστος γνώστης τοῦ ἀοράτου πολέμου καὶ τῶν παγίδων τοῦ ἀντιδίκου, μὲ πολὺ ὑψηλὲς θεωρίες, μόνος τελικὰ ἰκανὸς νὰ ὁδηγήσει ψυχὲς στὴν ἐν Χριστῷ θέωση καὶ αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ Μεγάλου Πατριάρχη. Στὴν Ὀρθοδοξία δὲν κρίνεται κανεὶς μὲ βάση τὴ μόρφωσή του, τὸ ἀξίωμά του, εἴτε κοσμικό, εἴτε ἐκκλησιαστικό, ἀλλὰ μὲ τὸ ἂν εἶναι ἅγιος, καὶ ἑπομένως ὁ Ἅγιος καὶ ἡ διδασκαλία του, τὴν ὁποίαν πάντοτε ὑποτάσσει στὴν καθολικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἔκανε καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στὴν πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὁ Ἅγιος λέγω, ἀποτελεῖ τὸν γνώμονα καὶ τὴν πυξίδα βάσει τῆς ὁποίας πορεύονται ὅλοι οἱ πιστοί, ἀπὸ τὸν τελευταῖο λαϊκό, μέχρι καὶ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη. Στὴν ἀντίθετη περίπτωση, ἐκεὶ δηλαδὴ ὅπου δὲν ὑπάρχει Ἁγιότης καὶ Ὀρθόδοξος διδασκαλία, οἱ Ἅγιοι Πατέρες μιλοῦν γιὰ τὴν Ἁγία Ἀνυπακοή. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὑπῆρξε καὶ ὑπάρχει ὑπόδειγμα ὑπακοῆς- ἀλλὰ σὲ ποιόν; Στὸν Μέγα Ἀντώνιο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχε μάθει τί σημαίνει ὅμως καὶ ἡ Ἁγία Ἀνυπακοή, καὶ ἔτσι ἀπείθησε σὲ κελεύσματα ψευδοσυνόδων ποὺ τὸν καλοῦσαν νὰ ἔρθει σὲ κοινωνία καὶ νὰ ἀναγνωρίσει αἱρετικούς καὶ ἀπίστους, δὲν ἔκανε δηλαδὴ Σατανικὴ ὑπακοή.

Ἡ δεύτερη ἀρετή, γιὰ τὴν ὁποίαν θὰ κάνουμε λόγο συνδέεται μὲ τὴν πρώτη ἄρρηκτα: εἶναι ἡ ἐμμονὴ τοὺ Ἁγίου καὶ τὸ ἀσυμβίβαστο καὶ ἀνυποχώρητό του, ὅταν τοῦ ζητοῦσαν νὰ ἀρνηθεῖ ἔστω καὶ ἕνα δόγμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὑπῆρξε Μέγας Ὁμολογητής, σὲ καιροὺς ὅπου κάθε εἴδους ἐξουσία ἦταν στραμμένη ἐναντίον τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, μὲ ἀποτέλεσμα πολλὲς φορὲς νὰ κινδυνεύσει ἡ ζωή του, τὴν ὁποίαν ὅμως ἤδη ὁ θεῖος Πατὴρ εἶχε προσφέρει μὲ τοὺς ἀγῶνες του ὡς θυσίαν ζῶσαν στὸν Κύριον. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀγωνίστηκε ὑπὲρ τῆς ἀληθείας, διότι ἤθελε καὶ οἱ ἑπόμενες γενεὲς νὰ ἔχουν τὸ Ὀρθόδοξον ἀλάνθαστο κριτήριο περὶ τῆς ἀληθείας, τὸ ὁποῖο οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους ἀγωνίζονταν καὶ ἀγωνίζονται ἀκόμη καὶ σήμερα νὰ ἐξαλείψουν ἀπὸ τὸν κόσμον καὶ τὴν ἱστορίαν – εἰς μάτην ὅμως! Τὴν σημασίαν ποὺ ἔχει αὐτὴ ἡ διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ὡς Μοναδικῆς ἀληθείας ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο, ἐκθέτει ὁ ἴδιος μὲ τὰ δικὰ του λόγια ὡς ἑξῆς: «Ὅστις βούλεται σωθῆναι, πρὸ πάντων χρὴ αὐτῷ τὴν καθολικὴν κρατῆσαι πίστιν, ἣν εἰ μή τις σῴαν καὶ ἄμωμον τηρήσειεν, ἄνευ δισταγμοῦ, εἰς τὸν αἰῶνα ἀπολεῖται.» Δηλαδὴ, ὅποιος θέλει να σωθῇ, πρὶν ἀπὸ ὅλα πρέπει αὐτὸς νὰ κρατήσει τὴν καθολικὴν πίστιν, τὴν ὁποίαν ἑὰν κάποιος δὲν τηρήσει σώα καὶ ἄμωμον, χωρίς δισταγμό, θα ἀπολεσθεῖ αἰώνια. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ πίστις συνδέεται μὲ τὴν σωτηρίαν, καὶ μάλιστα πρὶν ἀπὸ ὅλα, ἀκόμη δηλαδὴ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρετή, ὅμως ὅχι ἡ ὁποιαδήποτε πίστις, ἀλλὰ ἡ καθολική, δηλαδὴ ἀυτὴ ποὺ ἔχει τὴν ἀλήθεια χωρὶς τὸ παραμικρὸ ψεγάδι, καὶ αὐτὴ εἶναι μόνον ἡ Ὀρθόδοξος, -ἐδῶ κατανοοῦμε τὸ μέγεθος τῆς βλασφημίας τῶν αἱρετικῶν Παπικῶν ποὺ θέλουν νὰ αὐτοαποκαλοῦνται Καθολικοί. Αὐτὴ λοιπὸν τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν ὡς ἀπαραίτητον ὅρον σωτηρίας πρέπει κανεὶς ὄχι ἀπλῶς νὰ τὴν ἔχει, ἄλλὰ ὅπως λέει ὁ Ἅγιος νὰ τὴν κρατήσει, δηλαδὴ νὰ τὴν διατηρήσει κραταιὰ καὶ σταθερὰ, ἐνδεχομένως σε διωγμοὺς καὶ ἀπειλές, γι’ αὐτὸ καὶ συμπληρώνει ὅτι ὅποιος δὲν τὴν τηρήσει σώα, δηλαδὴ χωρὶς νοθεύσεις καὶ συμβιβασμοὺς καὶ ὅποιος δεν τὴν διαφυλάξει ἄμωμον, αὐτὸς δηλαδὴ ποὺ θὰ προσπαθήσει νὰ εἰσάγει τὸ μίασμα τῆς αἵρεσης, θὰ ἀπολεσθεὶ γιὰ πάντα. Καὶ ὁ Μέγας Πατὴρ ἐπιφέρει: «Αὕτη ἐστὶν ἡ καθολικὴ πίστις, ἣν μή τις πιστῶς τε καὶ βεβαίως πιστεύσῃ, σωθῆναι οὐ δυνήσεται», δηλαδὴ αὐτὴ εἶναι ἡ καθολικὴ πίστις, δηλαδὴ ἡ Ὀρθόδοξος, τὴν ὁποίαν ἑὰν κάποιος δὲν πιστέυσει μὲ πίστη καὶ βεβαιότητα, δὲν μπορεὶ νὰ σωθῇ· καὶ μιλᾷ ὁ Ἅγιος γιὰ πίστη καὶ βεβαιότητα, διότι ὑπάρχουν καὶ δόλιοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦν ἀκόμη καὶ τὴν Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ προκειμένου νὰ πετύχουν στὸν πόλεμο κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως γιὰ παράδειγμα καὶ αὐτὸς ὁ Ἄρειος, ὁ ὁποῖος γιὰ κάποιο διάστημα, ὅταν εἶχε ἐπικρατήσει τὸ Ὀρθόδοξο δόγμα, ἔκανε τὸν Ὀρθόδοξο μαζὶ μὲ κάποιους ἄλλους ποὺ δὲν ἢθελαν νὰ καθαιρεθοῦν, εἶχε ὅμως τὸ γνωστὸ τέλος, δηλαδὴ τοῦ χύθηκαν τὰ σπλάγχνα λίγο πρὶν νὰ συλλειτουργήσει μὲ τὸν Ἅγιο Ἀλέξανδρο Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος προσευχήθηκε θερμὰ μὴ γνωρίζοντας τὶ ἔπρεπε νὰ πράξει, ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ μάλιστα τῆς ἐπιβολῆς παραιτήσεως. Παρόμοια τακτικὴ ἐφάρμοσαν καὶ κακόδοξοι Ἱεράρχες στὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου ὥστε νὰ τοῦ πάρουν τὸν θρόνο.

Ὁ Μέγας Πατὴρ ἀνακήρυξε τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τρίαδος, τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ Θεὸν ἀληθινόν, ἑπομένως ὁ Χριστὸς εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Μοναδικὸς Σωτήρας καὶ Λυτρωτής, καὶ ὄχι τὸ τελειότερο κτῖσμα τοῦ Θεοῦ ὅπως βλασφημοῦσε ὁ Ἄρειος. Αὐτὴ ἡ παρακαταθήκη τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου εἶναι ὑψίστης δογματικῆς καὶ μάλιστα ἐκκλησιολογικῆς σημασίας στὶς ἡμέρες μας ὅπου ἡ παναίρεσις τῆς Νέας Ἐποχὴς διδάσκει ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες καὶ ὅλες οἱ αἱρέσεις λατρεύουν ἕνα θεό, καὶ συγκαταλέγουν καὶ τὴν Ἁγία μας Ὀρθοδοξία στὶς μονοθεϊστικὲς δῆθεν θρησκεῖες. Πῶς ὅμως λατρεύουν ὅλοι ἕναν θεὸν ὅταν οἱ Μουσουλμάνοι ἀρνοῦνται τὸν Υἱὸν καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν θεωροῦν ἕναν ἀπλὸ προφήτη, ὅταν ἐπίσης οἱ Ἐβραίοι Τοῦ ἔλεγαν ὅτι ἔχει δαιμόνιο καὶ περιμένουν τὸν δικό τους Μεσσία, τὸν Ἀντίχριστο, ὅταν οἱ Ἰνδουϊστὲς καὶ οἱ Βουδδιστὲς Τὸν θεωροῦν μία μετενσάρκωση τοῦ ψευτοθεοῦ τους, τοῦ Μηδενός, γιατὶ τελικὰ σὲ αὐτὸ πιστεύουν, πῶς λένε οἱ προτεστάντες ὅτι πιστεύουμε ὅλοι σὲ ἕνα θεό, ὅταν ἀμφισβητοῦν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὅταν λένε οἱ παπικοὶ ὅτι ὁ πάπας εἶναι ὁ βικάριος τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, δηλαδὴ ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει γιὰ ἀρχηγό Της τὸν Κύριο τῆς δόξης, ἀλλὰ ἕναν ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖον μάλιστα ἀποκαλοῦν καὶ ἀλάθητο, δηλαδὴ Θεό;

Στῦλος γέγονας Ὀρθοδοξίας.

Μπροστὰ σὲ αὐτὴ τὴ λαίλαπα τῆς Πανθρησκείας τῆς Νέας Ἐποχῆς, ἑμεῖς ποὺ θέλουμε νὰ εἴμαστε ἑπόμενοι τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ μάλιστα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἀλλὰ καὶ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ποὺ ἑορτάζουν σήμερον, πρέπει νὰ τοὺς ὁμοιάσουμε στὴν ὁμολογία περὶ τῆς Μοναδικότητος τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Του, ὡς Μοναδικῆς κιβωτού τῆς Σωτηρίας, χωρὶς νὰ ὑπολογίζουμε κόστος σὲ κοσμικὲς ἀπολαύσεις καὶ ἀνέσεις, μιμούμενοι τὸν Μέγα Πατέρα, ὁ ὁποῖος γιὰ πάνω ἀπὸ 40 χρόνια ἔζησε σὲ ἐξορίες καὶ διωγμούς καὶ μάλιστα σὲ πολὺ ἀπομακρυσμένες καὶ μὲ πολὺ κρύο κλῖμα χῶρες, ὑπέρμαχος ὤν τῆς Ἀληθείας. Ἐπίσης εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸν μιμηθοῦμε στὴν ὑπακοὴ του στὸν Ἅγιο Ἀντώνιο, καὶ ἔτσι καὶ ἑμεῖς νὰ ζοῦμε κοντὰ σὲ ἅγιο πνευματικό, μὲ συχνὴ μετοχὴ στὴν Ἱερὰ καὶ καθαρὰ Ἐξομολόγηση καὶ ἔπειτα στὴ Θεία Κοινωνία, μὲ Ἁγιογραφικὴ καὶ Πατερικὴ μελέτη. Ἂς μὴν ξεχνάμε ποτὲ τὸν Λόγο τοῦ Κυρίου ποὺ ἀκούστηκε στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Θείας Λειτουργίας: «ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ’ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.» Ἑπομένως ἔχουμε εὐθύνη ἐνώπιον τοῦ Κυρίου νὰ πράξωμε καὶ νὰ διδάξωμε ἀκριβῶς ὅ, τι παραλάβαμε ἀπὸ τὴν Ἁγία μας Ἐκκλησία καὶ νὰ μὴν παραδώσουμε στὶς ἑπόμενες γενεὲς κάτι διαφορετικὸ καὶ ἀλλοιωμένο, ἔστω καὶ κατ’ ἐλάχιστον, διότι σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση ὄχι ἀπλῶς δὲ θὰ μοιάσουμε τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἀλλὰ θὰ κληθοῦμε «ἐλάχιστοι», δηλαδὴ ἔκπτωτοι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
orthros.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.