Φωτίου Κόντογλου
Ἡ Γέννηση
στήν Ὀρθόδοξη
καί στή Δυτική Ἁγιογραφία
Η Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας εἶναι ἡ πρώτη Ἀποστολική Ἐκκλησία, γιατί κράτησε ὅ,τι τῆς παραδώσανε οἱ Πατέρες ἀπό τά χρόνια τῶν Ἀποστόλων, χωρίς νά τ’ ἀλλάξη ὁλότελα. Κι’ ἡ τέχνη της δέν ξέπεσε σέ σαρκικά καί σε κοσμικά ἔργα, ὅπως ξέπεσε στή δυτική Ἐκκλησία, ἀλλά κράτησε τήν ἀρχαία πνευματική καθαρότητα κ’ ἔκανε πάντα ἔργα πνευματικά στήν ὑμνωδία καί στήν ἁγιογραφία.
Ἔτσι κ’ ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, στά τροπάρια καί στά εἰκονίσματά μας δοξάζεται καί παριστάνεται μέ τήν πνευματική ἀλήθεια πού βγαίνει ἀπό τό Εὐαγγέλιο. Ἐνῶ στίς ἄλλες Ἐκκλησίες ἡ εἰκονογραφία ἐχασε τον θρησκευτικό χαρακτῆρα της κ’ ἔγινε κοσμική ζωγραφική πού δεν παριστάνει τή Γέννηση σάν μυστήριο, μά σάν μιά σκηνή τῆς ζωῆς, ἀπ’ αὐτές πού γίνονται κάθε μέρα.
Στή Βυζαντινή ἁγιογραφία ζωγραφίζεται ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ σάν ἕνα πρᾶγμα ἀποκαλυπτικό, χωρίς νά πάψη νά εἶναι μαζί καί ἐπίγειο. Τά ὑπερφυσικά ἑνώνουνται μέ τά φυσικά, ἡ οὐράνια δόξα μέ τήν ταπεινότερη φτώχεια. «Ὁ ἐπί γῆς συνάψας τοῖς οὐρανίοις» παριστάνεται σάν ἕνα μωρό φασκιωμένο, φτωχό, μέσα σ’ ἕνα παχνί, καί τό ζεσταίνουνε μέ τήν ἀνασαμιά τους ἕνα βόδι κ’ ἕνα γαϊδούρι, ἐνῶ ἀπό πάνω του ψέλνουνε ἄγγελοι, κ’ ἕνα ἄστρο λαμπερό ρίχνει τήν ἀχτίδα του ἀπάνω στό πιό φτωχό πλάσμα πού γεννήθηκε στόν κόσμο.
Στη βυζαντινή τέχνη ὁ Χριστός εἶναι γεννημένος πάντα μέσα σ’ ἕνα σπήλαιο, ἐνῶ οἱ ζωγράφοι τῆς Δύσης τόν ζωγραφίζουνε μέσα σ’ ἕνα σταῦλο ἤ σέ κάποιο γκρεμισμένο χτίριο. Ἀλλά κανένας ἀπό τούς Εὐαγγελιστές δέν γράφει πώς γεννήθηκε ὁ Χριστός μέσα σπηλιά.
Ὁ Ματθαῖος λέγει πώς γεννήθηκε σ’ ἕνα σπίτι, γράφοντας γιά τούς μάγους πού πήγανε νά προσκυνήσουμε τό Χριστό: «Ἰδόντες δέ τόν ἀστέρα ἐχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα, καί ἐλθόντες εἰς τήν οἰκίαν εἶδον τό παιδίον μετά Μαρίας τῆς μητρός αὐτοῦ» (Ματθ. β΄, 16). Ὁ δέ Λουκᾶς, πού τά γράφει καταλεπτότερα, λέγει: «Ἐγένετο δε ἐν τῷ εἶναι αὐτούς ἐκεῑ (ἐν Βηθλεέμ) ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν, καί ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον, καί ἐσπαργάνωσεν αὐτόν καί ἀνέκλινεν αὐτόν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκ. β΄, 6).
Ὁ Ματθαῖος λέγει πώς γεννήθηκε σ’ ἕνα σπίτι, γράφοντας γιά τούς μάγους πού πήγανε νά προσκυνήσουμε τό Χριστό: «Ἰδόντες δέ τόν ἀστέρα ἐχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα, καί ἐλθόντες εἰς τήν οἰκίαν εἶδον τό παιδίον μετά Μαρίας τῆς μητρός αὐτοῦ» (Ματθ. β΄, 16). Ὁ δέ Λουκᾶς, πού τά γράφει καταλεπτότερα, λέγει: «Ἐγένετο δε ἐν τῷ εἶναι αὐτούς ἐκεῑ (ἐν Βηθλεέμ) ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν, καί ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον, καί ἐσπαργάνωσεν αὐτόν καί ἀνέκλινεν αὐτόν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκ. β΄, 6).
Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ζωγραφίζεται ἀπό τους Βυζαντινούς ζωγράφους πάντα σέ τοῦτον τόν τύπο: Στή μέση ἕνα σπήλαιο ἀπό κάτω ἀπό ἕναν μυτερό βράχο, καί μέσα στό μαῦρο ἄνοιγμά του εἶναι μιά φάτνη, καί μέσα στή φάτνη σπαργανωμένος ὁ Χριστός, κι’ ἀποπάνω του ἕνα βόδι κ’ ἕνα γαϊδούρι. Ἡ Παναγία εἶναι ξαπλωμένη πλάγια στό παχνί, ἕξω ἀπό τή σπηλιά, ἀπάνω σ’ ἔνα στρῶμα, κατάχαμα, ὅπως συνηθίζουμε στήν Ἀνατολή.
Στό ἀπάνω μέρος δεξιά παριστάνουνται πολλοί Ἄγγελοι πού κάθουνται μέ σέβας, μέ φτερά κατεβασμένα καί μέ τά χέρια τους σε στάση παρακλητική, ἐνῶ ἀπό τό ἀριστερό μέρος τοῦ βουνοῦ ἕνας Ἀγγελος μ’ ἀνοιχτά φτερά μιλᾶ μέ κάποιους βοσκούς σάν νά τούς λέγη τήν χαροποιά τήν εἴδηση. Εἶναι κι’ ἄλλοι δυό τρεῖς τσομπάνηδες πού βοσκᾶνε τά πρόβατά τους, κ’ ἕνα βοσκόπουλο πού παίζει φλογέρα. Στήν κάτω γωνία κατά τά δεξιά φαίνεται ὁ Ἰωσήφ καθισμένος σέ μιά πέτρα καί συλλογισμένος, μέ τό κεφάλι ἀκουμπισμένο στό χέρι του, ἐνῶ τοῦ κουβεντιάζει ἕνας τσομπάνης ντυμένος μέ προβιές.
Στήν ἄλλη τή γωνία, στά ἀριστερά, εἶναι ζωγραφισμένη μιά γρηά γυναίκα πού βαστᾶ στήν ἀγκαλιά της τό νεογέννητο μωρό, καί δοκιμάζει μέ τό χέρι της τό ζεστό νερό μέσα σέ μία κολυμβήθρα, ἐνῶ μιά μικρή χωριατοπούλα μέ τό τσεμπέρι τῆς χύνει ζεστό νερό γιά νά πλύνουνε τό παιδί. Πίσω ἀπό τό βουνό φαίνουνται οἱ τρεῖς Μάγοι καβαλλικεμένοι στ’ ἄλογα, καί δείχνουνε τό ἄστρο πού στέκεται ἀπάνω ἀπό τό σπήλαιο καί ρίχνει τήν ἀχτίνα του ἀπάνω στο βρέφος.
Στό ἀπάνω μέρος δεξιά παριστάνουνται πολλοί Ἄγγελοι πού κάθουνται μέ σέβας, μέ φτερά κατεβασμένα καί μέ τά χέρια τους σε στάση παρακλητική, ἐνῶ ἀπό τό ἀριστερό μέρος τοῦ βουνοῦ ἕνας Ἀγγελος μ’ ἀνοιχτά φτερά μιλᾶ μέ κάποιους βοσκούς σάν νά τούς λέγη τήν χαροποιά τήν εἴδηση. Εἶναι κι’ ἄλλοι δυό τρεῖς τσομπάνηδες πού βοσκᾶνε τά πρόβατά τους, κ’ ἕνα βοσκόπουλο πού παίζει φλογέρα. Στήν κάτω γωνία κατά τά δεξιά φαίνεται ὁ Ἰωσήφ καθισμένος σέ μιά πέτρα καί συλλογισμένος, μέ τό κεφάλι ἀκουμπισμένο στό χέρι του, ἐνῶ τοῦ κουβεντιάζει ἕνας τσομπάνης ντυμένος μέ προβιές.
Στήν ἄλλη τή γωνία, στά ἀριστερά, εἶναι ζωγραφισμένη μιά γρηά γυναίκα πού βαστᾶ στήν ἀγκαλιά της τό νεογέννητο μωρό, καί δοκιμάζει μέ τό χέρι της τό ζεστό νερό μέσα σέ μία κολυμβήθρα, ἐνῶ μιά μικρή χωριατοπούλα μέ τό τσεμπέρι τῆς χύνει ζεστό νερό γιά νά πλύνουνε τό παιδί. Πίσω ἀπό τό βουνό φαίνουνται οἱ τρεῖς Μάγοι καβαλλικεμένοι στ’ ἄλογα, καί δείχνουνε τό ἄστρο πού στέκεται ἀπάνω ἀπό τό σπήλαιο καί ρίχνει τήν ἀχτίνα του ἀπάνω στο βρέφος.
Πολλά ἀπ’ αὐτά πού ζωγραφίζουνται στή Γέννηση, δέν βρίσκουνται μέσα στό Εὐαγγέλιο. Εἶναι παρμένα ἀπό τά Ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια, κ’ εἶναι παράξενο πῶς οἱ ὀρθοδοξότατοι Βυζαντινοί ζωγραφίζανε κάποιες σκηνές πού δεν ἤτανε γραμμένες στά Κανονικά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μονάχα στή Γέννηση, ἀλλά και στά Εἰσόδια καί στή ζωή τῆς Παναγίας, στην ἱστορία τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννας καί σέ ἄλλες ὑποθέσεις.
Στα ἀπόκρυφα εἶναι γραμμένο πώς, σάν πιάσανε οἱ πόνοι τήν Παναγία, ἔτρεξε ὁ Ἰωσήφ νά βρῆ κάποια μαμή, καί βρῆκε μιά γρηά πού τή λέγανε Σαλώμη, κι’ αὐτή ἔπλυνε τό παιδί. Καμμιά φορά εἶναι γραμμένο καί τ’ ὄνομα τῆς Σαλώμης σέ κάποιες ἀρχαῖες τοιχογραφίες. Φαίνεται πώς καί τό σπήλαιο εἶναι παρμένο ἀπό τά Ἀπόκρυφα.
Στα ἀπόκρυφα εἶναι γραμμένο πώς, σάν πιάσανε οἱ πόνοι τήν Παναγία, ἔτρεξε ὁ Ἰωσήφ νά βρῆ κάποια μαμή, καί βρῆκε μιά γρηά πού τή λέγανε Σαλώμη, κι’ αὐτή ἔπλυνε τό παιδί. Καμμιά φορά εἶναι γραμμένο καί τ’ ὄνομα τῆς Σαλώμης σέ κάποιες ἀρχαῖες τοιχογραφίες. Φαίνεται πώς καί τό σπήλαιο εἶναι παρμένο ἀπό τά Ἀπόκρυφα.
Στίς ἀρχαῖες τοιχογραφίες καί στίς μικρογραφίες ἡ Παναγία ζωγραφίζεται ξαπλωμένη ἀπάνω σ’ ἕνα στρωσίδι, κ’ ἔχει ἀκουμπισμένο τό κεφάλι στό χέρι της, μέ μελαγχολική ἔκφραση, ὅπως εἶναι στό Δαφνί, στή Μονή τῆς Χώρας, στήν Περίβλεπτο καί στήν Παντάνασσα τοῦ Μυστρᾶ, στό Πρωτᾶτο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στό Γεράκι κι’ ἀλλοῦ.
Ἐνῶ ὑστερώτερα ζωγραφίζουνε τήν Παναγία γονατισμένη μπροστά στή φάτνη μέ σταυρωμένα τά χέρια. Στα τελευταῖα χρόνια, ἀντίκρυ στήν γονατιστή Παναγία ζωγραφίζουνε τόν Ἰωσήφ γονατιστόν καί κεῖνον, κι’ αὐτός ὁ τύπος συνηθίζεται στή Δύση, ἀκόμα καί στά ἔργα τῆς Ἀναγέννησης. Καμμιά φορά βλέπει κανείς ζωγραφισμένα πολλά μάτια ἀπάνω στό σπήλαιο, σάν νά εἶναι κάποιο πλάσμα ζωντανό.
Αὐτό συνηθίζεται ἀπό τούς ἀνατολῖτες ἁγιογράφους, καί γιά παράδειγμα φέρνω τή Γέννηση στήν Ὀμορφοκκλησιά τῆς Αἴγινας, πού εἶναι ζωγραφισμένη ἀπό καππαδόκες ἁγιογράφους. Κάποτε ζωγραφίζουνε τόν Ἰωσήφ καθισμένο ἀπάνω σ’ ἕνα σαμάρι καί συλλογισμένον, σύμφωνα μέ ὅσα γράφει ὁ Ματθαῖος, πώς ἤθελε νά ἀφήσει τήν Παναγία κρυφά καί νά φύγει, σάν τήν εἶδε ἑτοιμόγεννη, πλήν τόν ἐμπόδισε ὁ Ἄγγελος: «’Ιωσήφ δέ ὁ ἀνήρ αὐτῆς, δίκαιος ὤν καί μή θέλων αὐτήν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν» (Ματθ. α΄, 19).
Ἐνῶ ὑστερώτερα ζωγραφίζουνε τήν Παναγία γονατισμένη μπροστά στή φάτνη μέ σταυρωμένα τά χέρια. Στα τελευταῖα χρόνια, ἀντίκρυ στήν γονατιστή Παναγία ζωγραφίζουνε τόν Ἰωσήφ γονατιστόν καί κεῖνον, κι’ αὐτός ὁ τύπος συνηθίζεται στή Δύση, ἀκόμα καί στά ἔργα τῆς Ἀναγέννησης. Καμμιά φορά βλέπει κανείς ζωγραφισμένα πολλά μάτια ἀπάνω στό σπήλαιο, σάν νά εἶναι κάποιο πλάσμα ζωντανό.
Αὐτό συνηθίζεται ἀπό τούς ἀνατολῖτες ἁγιογράφους, καί γιά παράδειγμα φέρνω τή Γέννηση στήν Ὀμορφοκκλησιά τῆς Αἴγινας, πού εἶναι ζωγραφισμένη ἀπό καππαδόκες ἁγιογράφους. Κάποτε ζωγραφίζουνε τόν Ἰωσήφ καθισμένο ἀπάνω σ’ ἕνα σαμάρι καί συλλογισμένον, σύμφωνα μέ ὅσα γράφει ὁ Ματθαῖος, πώς ἤθελε νά ἀφήσει τήν Παναγία κρυφά καί νά φύγει, σάν τήν εἶδε ἑτοιμόγεννη, πλήν τόν ἐμπόδισε ὁ Ἄγγελος: «’Ιωσήφ δέ ὁ ἀνήρ αὐτῆς, δίκαιος ὤν καί μή θέλων αὐτήν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν» (Ματθ. α΄, 19).
Ὅσο γιά τούς Μάγους, ἐκτός ἀπό τούς τρεῖς καβαλλαρέους πού τους ζωγραφίζουνε σέ μικρό σχῆμα πίσω ἀπό τό βουνό, καμμιά φορά τούς παριστάνουνε καί σέ ἰδιαίτερη ὑπόθεση, πού ἔχει τήν ἐπιγραφή «Ἡ προσκύνησις τῶν Μάγων». Κι’ ἐνῶ αὐτή ἡ παράσταση εἶναι μιά ἀπό τίς ἀρχαιότερες στή χριστιανική εἰκονογραφία, πού πρωτοφαίνεται στίς κατακόμβες καί στά πιό παλαιά μωσαϊκά, μολαταῦτα δέν εἶναι πολύ συνηθισμένη στή βυζαντινή ἁγιογραφία.
Τή συνηθίζουνε ὅμως πολύ οἱ ἁγιογράφοι τῆς δυτικῆς Ἐκκλησιας, ἐπειδή αὐτοί ἀγαπᾶνε τά πομπώδη καί τά θεατρικά θέματα καί τήν ἐπίδειξη τῆς ἀρχοντιᾶς, ἔστω καί στή φτωχή ζωή τοῦ Χριστοῦ πού ἦρθε νά διδάξη στόν κόσμο τήν ταπείνωση. Παίρνουνε λοιπόν γιά ἀφορμή τρεῖς Μάγους, καί ἀραδιάζουνε στρατό ὁλόκληρο ἀπό ἱππότες καί ὑπηρέτες καί ἀραπάδες ἀρματωμένους καί χρυσοντυμένους, μέ ἄλογα καταστολισμένα, μέ καμῆλες φορτωμένες ἀκριβά πράγματα, μιά συνοδεία ἀτέλειωτη πού ἀκολουθᾶ τους τρεῖς Μάγους.
Κι’ αὐτοί γονατίζουνε θεατρικά σάν νἆναι δόγηδες εἴτε βασιλιάδες ντυμένοι μέ ροῦχα ἀτίμητα καί κρατῶντας στά χέρια τους μαλαματένια κουτιά μέ διαμαντικά, πού τά προσφέρουνε στό Χριστό πού γελᾶ φχαριστημένος, ἐνῶ ἡ Παναγία καμαρώνει σάν πριγκηπέσσα πού τήν προσκυνᾶνε οἱ ὑποταχτικοί της. Αὐτή ἡ κούφια ματαιότητα δείχνει τον ἀντιπνευματικό χαρακτῆρα πού πῆρε ἡ χριστιανική εἰκονογραφία στήν Καθολική Ἐκκλησία.
Ἡ προσκύνηση τῶν Μάγων εἶναι ἕνα θέμα πολύ ἀγαπημένο προπάντων ἀπό τούς Βενετσάνους ζωγράφους πού ἀγαπούσανε τά φανταχτερά πράγματα καί τίς φέστες, τόσο πού τά ἔργα τους καταντούσανε σάν παραστάσεις τοῡ καρναβαλιοῦ.
Ἀλλά κι’ οἱ ἄλλοι ζωγράφοι τῆς Ἀναγέννησης ἀγαπούσανε λίγο πολύ αὐτά τά πολυάνθρωπα κι’ ἐπιδειχτικά θέματα, κ’ ἔχουνε ζωγραφισμένες πολλές εἰκόνες μέ τήν Προσκύνηση τῶν Μάγων, ὅπως εἶναι τοῦ Μποτιτσέλλι, τοῦ Φιλιππίνο Λίππι καί στά πιό παλιά χρόνια τοῦ Τζεντίλλε ντά Φαμπριάνο και τοῦ Μπενότσο Γκότσιλλι, πού ἔχει γεμίσει ὁλάκερους τοίχους ἀπό ἕνα πλῆθος ἀμέτρητο καβαλλαρέους στολισμένους μέ ροῦχα μεταξωτά κι’ ἀρματωμένους μέ σπαθιά καί μέ κοντάρια, καβάλα ἀπάνω σέ ἄλογα μέ χρυσά γκέμια καί χάμουρα, μέ ἕνα καραβάνι ἀτελείωτο ἀπό μουλάρια κι’ ἀπό καμῆλες φορτωμένες, πού ἀνηφορίζουνε ἀπάνω στά βουνά.
Τή συνηθίζουνε ὅμως πολύ οἱ ἁγιογράφοι τῆς δυτικῆς Ἐκκλησιας, ἐπειδή αὐτοί ἀγαπᾶνε τά πομπώδη καί τά θεατρικά θέματα καί τήν ἐπίδειξη τῆς ἀρχοντιᾶς, ἔστω καί στή φτωχή ζωή τοῦ Χριστοῦ πού ἦρθε νά διδάξη στόν κόσμο τήν ταπείνωση. Παίρνουνε λοιπόν γιά ἀφορμή τρεῖς Μάγους, καί ἀραδιάζουνε στρατό ὁλόκληρο ἀπό ἱππότες καί ὑπηρέτες καί ἀραπάδες ἀρματωμένους καί χρυσοντυμένους, μέ ἄλογα καταστολισμένα, μέ καμῆλες φορτωμένες ἀκριβά πράγματα, μιά συνοδεία ἀτέλειωτη πού ἀκολουθᾶ τους τρεῖς Μάγους.
Κι’ αὐτοί γονατίζουνε θεατρικά σάν νἆναι δόγηδες εἴτε βασιλιάδες ντυμένοι μέ ροῦχα ἀτίμητα καί κρατῶντας στά χέρια τους μαλαματένια κουτιά μέ διαμαντικά, πού τά προσφέρουνε στό Χριστό πού γελᾶ φχαριστημένος, ἐνῶ ἡ Παναγία καμαρώνει σάν πριγκηπέσσα πού τήν προσκυνᾶνε οἱ ὑποταχτικοί της. Αὐτή ἡ κούφια ματαιότητα δείχνει τον ἀντιπνευματικό χαρακτῆρα πού πῆρε ἡ χριστιανική εἰκονογραφία στήν Καθολική Ἐκκλησία.
Ἡ προσκύνηση τῶν Μάγων εἶναι ἕνα θέμα πολύ ἀγαπημένο προπάντων ἀπό τούς Βενετσάνους ζωγράφους πού ἀγαπούσανε τά φανταχτερά πράγματα καί τίς φέστες, τόσο πού τά ἔργα τους καταντούσανε σάν παραστάσεις τοῡ καρναβαλιοῦ.
Ἀλλά κι’ οἱ ἄλλοι ζωγράφοι τῆς Ἀναγέννησης ἀγαπούσανε λίγο πολύ αὐτά τά πολυάνθρωπα κι’ ἐπιδειχτικά θέματα, κ’ ἔχουνε ζωγραφισμένες πολλές εἰκόνες μέ τήν Προσκύνηση τῶν Μάγων, ὅπως εἶναι τοῦ Μποτιτσέλλι, τοῦ Φιλιππίνο Λίππι καί στά πιό παλιά χρόνια τοῦ Τζεντίλλε ντά Φαμπριάνο και τοῦ Μπενότσο Γκότσιλλι, πού ἔχει γεμίσει ὁλάκερους τοίχους ἀπό ἕνα πλῆθος ἀμέτρητο καβαλλαρέους στολισμένους μέ ροῦχα μεταξωτά κι’ ἀρματωμένους μέ σπαθιά καί μέ κοντάρια, καβάλα ἀπάνω σέ ἄλογα μέ χρυσά γκέμια καί χάμουρα, μέ ἕνα καραβάνι ἀτελείωτο ἀπό μουλάρια κι’ ἀπό καμῆλες φορτωμένες, πού ἀνηφορίζουνε ἀπάνω στά βουνά.
Στή δική μας ἁγιογραφία δέν ζωγραφίζουνται τέτοια θεατρικά καί φαντασμένα πράγματα, γιατί το Εὐαγγέλιο πού ἱστοροῦνε εἶναι ταπεινό καί πνευματικό, μέ ἐσωτερική οὐσία κι’ ὄχι μέ τήν ἐξωτερική ἀλαζονική καί ἀνόητη ἐπίδειξη, πού ἦρθε νά τήν καταργήση ὁ Χριστός, καί να στρέψη τόν ἄνθρωπο στόν ἀπό μέσα πνευματικό κόσμο πού βρίσκεται ὁ πολύτιμος μαργαρίτης.
Γι’ αὐτό, ἔξω ἀπό τήν ἁγιογραφία τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, δέν ὑπάρχει καμμιά ἀλλη πού νά ἔδωσε μέ σχήματα βαθειά καί ἁπλᾶ καί μέ χρώματα μυστικά τήν πνευματική οὐσία τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ ἄλλοι ζωγράφοι εἶναι ζωγράφοι πού θέλουνε νά διασκεδάσουνε τά μάτια, χωρίς πίστη στόν ἀπομέσα πλοῦτον πού δίδαξε ὁ Χριστός, καί γι’ αὐτό «τυρβάζουσι περί πολλά μάταια καί ψευδῆ», πού δεν ἔχουνε καμμιά σχέση μέ τήν ταπεινή καί ἀθώα γλυκύτητα τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἀναγέννηση γύρισε τόν ἄνθρωπο στήν εἰδωλολατρία, στήν ἀποθέωση τῆς σάρκας, δηλαδή πάλι πίσω ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου θέλησε νά τόν βγάλη ὁ Χριστός καί νά τόν κάνη ἀληθινά πνευματικό πλάσμα, νά τόν μεταθέση «ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς την ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ», ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Γι’ αὐτό πρέπει νά φυλάξουμε τήν ἁγιασμένη παράδοσή μας σάν ἀληθινός θησαυρός πού εἶναι, καί στήν ἁγιογραφία καί στή μουσική. Καί νά πολεμᾶμε μέ τήν πίστη καί μέ τό ζῆλο μας τούς κάθε λογῆς νεωτεριστές πού θέλουνε νά νοθέψουνε τή λατρεία μας μέ τέτοια θεατρικά καί ἀνίερα πράγματα πού φανερώνουν μονάχα ματαιοδοξία, ἀλαφρομυαλιά καί ἀπιστία.
Προπάντων στή Θεσσαλονίκη πού στάθηκε ἡ κιβωτός τῆς ἁγιασμένης ὀρθοδοξίας, ὕστερα ἀπό τήν Πόλη. Νά, τούτη ἡ συχαμερή λέπρα τοῦ νεωτερισμοῦ ἁπλώνει γρήγορα ἀπάνω στό ἄμωμο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἄς κρατήσουμε γερά ὅσα μᾶς παραδώσανε οἱ πατέρες μας μαζί μέ τήν πίστη, πού εἶναι κατά την Ἀποκάλυψη «χρυσίον καθαρόν, ὅμοιον ὑάλῳ καθαρῷ καί οἱ θεμέλιοι αὐτῆς παντί λίθῳ τιμίῳ κεκοσμημένοι».
Γι’ αὐτό, ἔξω ἀπό τήν ἁγιογραφία τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, δέν ὑπάρχει καμμιά ἀλλη πού νά ἔδωσε μέ σχήματα βαθειά καί ἁπλᾶ καί μέ χρώματα μυστικά τήν πνευματική οὐσία τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ ἄλλοι ζωγράφοι εἶναι ζωγράφοι πού θέλουνε νά διασκεδάσουνε τά μάτια, χωρίς πίστη στόν ἀπομέσα πλοῦτον πού δίδαξε ὁ Χριστός, καί γι’ αὐτό «τυρβάζουσι περί πολλά μάταια καί ψευδῆ», πού δεν ἔχουνε καμμιά σχέση μέ τήν ταπεινή καί ἀθώα γλυκύτητα τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἀναγέννηση γύρισε τόν ἄνθρωπο στήν εἰδωλολατρία, στήν ἀποθέωση τῆς σάρκας, δηλαδή πάλι πίσω ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου θέλησε νά τόν βγάλη ὁ Χριστός καί νά τόν κάνη ἀληθινά πνευματικό πλάσμα, νά τόν μεταθέση «ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς την ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ», ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Γι’ αὐτό πρέπει νά φυλάξουμε τήν ἁγιασμένη παράδοσή μας σάν ἀληθινός θησαυρός πού εἶναι, καί στήν ἁγιογραφία καί στή μουσική. Καί νά πολεμᾶμε μέ τήν πίστη καί μέ τό ζῆλο μας τούς κάθε λογῆς νεωτεριστές πού θέλουνε νά νοθέψουνε τή λατρεία μας μέ τέτοια θεατρικά καί ἀνίερα πράγματα πού φανερώνουν μονάχα ματαιοδοξία, ἀλαφρομυαλιά καί ἀπιστία.
Προπάντων στή Θεσσαλονίκη πού στάθηκε ἡ κιβωτός τῆς ἁγιασμένης ὀρθοδοξίας, ὕστερα ἀπό τήν Πόλη. Νά, τούτη ἡ συχαμερή λέπρα τοῦ νεωτερισμοῦ ἁπλώνει γρήγορα ἀπάνω στό ἄμωμο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἄς κρατήσουμε γερά ὅσα μᾶς παραδώσανε οἱ πατέρες μας μαζί μέ τήν πίστη, πού εἶναι κατά την Ἀποκάλυψη «χρυσίον καθαρόν, ὅμοιον ὑάλῳ καθαρῷ καί οἱ θεμέλιοι αὐτῆς παντί λίθῳ τιμίῳ κεκοσμημένοι».
Δεκέμβριος 1948
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.