Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009

Ἡ Γέννηση στήν Ὀρθόδοξη καί στή Δυτική Ἁγιογραφία - Φωτίου Κόντογλου


Φωτίου Κόντογλου
Ἡ Γέννηση
στήν Ὀρθόδοξη
καί στή Δυτική Ἁγιογραφία

Η Ὀρθόδοξη Ἐκ­κλησία μας εἶναι ἡ πρώτη Ἀπο­στολική Ἐκκλησία, γιατί κράτησε ὅ,τι τῆς παραδώσανε οἱ Πατέρες ἀπό τά χρόνια τῶν Ἀποστό­λων, χωρίς νά τ’ ἀλλάξη ὁλότε­λα. Κι’ ἡ τέχνη της δέν ξέ­πεσε σέ σαρκικά καί σε κοσμικά ἔργα, ὅ­πως ξέπεσε στή δυτική Ἐκκλησία, ἀλλά κράτησε τήν ἀρχαία πνευματική καθαρότητα κ’ ἔκανε πάντα ἔργα πνευματικά στήν ὑμνωδία καί στήν ἁγιογραφία.
Ἔτσι κ’ ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, στά τροπάρια καί στά εἰκονίσματά μας δοξάζεται καί παριστάνεται μέ τήν πνευματική ἀλήθεια πού βγαίνει ἀπό τό Εὐαγγέλιο. Ἐνῶ στίς ἄλλες Ἐκκλησίες ἡ εἰκο­νογραφία ἐχασε τον θρησκευτικό χαρακτῆρα της κ’ ἔγινε κοσμική ζωγραφική πού δεν παριστάνει τή Γέννηση σάν μυστήριο, μά σάν μιά σκηνή τῆς ζωῆς, ἀπ’ αὐτές πού γίνονται κάθε μέρα.

 
Στή Βυζαντινή ἁ­γιο­γραφία ζωγραφίζεται ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ σάν ἕνα πρᾶγμα ἀποκα­λυπτικό, χωρίς νά πάψη νά εἶναι μαζί καί ἐπίγειο. Τά ὑπερφυσικά ἑνώνου­νται μέ τά φυσικά, ἡ οὐ­ράνια δόξα μέ τήν ταπεινότερη φτώχεια. «Ὁ ἐπί γῆς συνάψας τοῖς οὐρα­νίοις» παριστάνεται σάν ἕνα μωρό φασκιωμένο, φτωχό, μέσα σ’ ἕνα παχνί, καί τό ζεσταίνουνε μέ τήν ἀνασαμιά τους ἕνα βόδι κ’ ἕνα γαϊδούρι, ἐνῶ ἀπό πάνω του ψέλνουνε ἄγγε­λοι, κ’ ἕνα ἄστρο λαμπερό ρίχνει τήν ἀχτίδα του ἀ­πάνω στό πιό φτωχό πλάσμα πού γεννήθηκε στόν κόσμο.
Στη βυζαντινή τέχνη ὁ Χριστός εἶναι γεννημένος πάντα μέσα σ’ ἕνα σπήλαιο, ἐνῶ οἱ ζωγράφοι τῆς Δύσης τόν ζωγραφίζουνε μέσα σ’ ἕνα σταῦλο ἤ σέ κάποιο γκρεμισμένο χτίριο. Ἀλλά κανένας ἀπό τούς Εὐαγγελιστές δέν γράφει πώς γεννήθηκε ὁ Χριστός μέσα σπηλιά.
Ὁ Ματθαῖος λέγει πώς γεννήθηκε σ’ ἕνα σπίτι, γράφοντας γιά τούς μάγους πού πήγανε νά προσκυνήσουμε τό Χριστό: «Ἰδόντες δέ τόν ἀ­στέρα ἐχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα, καί ἐλθόντες εἰς τήν οἰκίαν εἶδον τό παιδίον μετά Μαρίας τῆς μητρός αὐ­τοῦ» (Ματθ. β΄, 16). Ὁ δέ Λουκᾶς, πού τά γράφει καταλεπτότερα, λέγει: «Ἐ­γένετο δε ἐν τῷ εἶναι αὐτούς ἐκεῑ (ἐν Βηθλεέμ) ἐπλήσθησαν αἱ ἡ­μέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν, καί ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον, καί ἐ­σπαρ­γάνωσεν αὐτόν καί ἀνέ­κλινεν αὐτόν ἐν τῇ φά­τνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐ­τοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκ. β΄, 6).
Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ζωγραφίζεται ἀ­πό τους Βυ­ζαντινούς ζωγράφους πά­ντα σέ τοῦτον τόν τύπο: Στή μέση ἕνα σπήλαιο ἀπό κάτω ἀπό ἕναν μυτερό βράχο, καί μέσα στό μαῦρο ἄνοιγμά του εἶναι μιά φάτνη, καί μέσα στή φάτνη σπαργανωμένος ὁ Χριστός, κι’ ἀποπάνω του ἕνα βόδι κ’ ἕνα γαϊδούρι. Ἡ Παναγία εἶναι ξαπλωμένη πλάγια στό παχνί, ἕ­ξω ἀπό τή σπηλιά, ἀπάνω σ’ ἔνα στρῶμα, κατάχαμα, ὅπως συνηθίζουμε στήν Ἀνα­το­λή.
Στό ἀπάνω μέρος δεξιά παριστάνουνται πολλοί Ἄγγελοι πού κάθουνται μέ σέβας, μέ φτερά κατεβασμένα καί μέ τά χέρια τους σε στάση παρακλητική, ἐνῶ ἀπό τό ἀριστερό μέρος τοῦ βου­νοῦ ἕνας Ἀγγελος μ’ ἀνοι­χτά φτερά μιλᾶ μέ κάποιους βοσκούς σάν νά τούς λέγη τήν χαροποιά τήν εἴ­δηση. Εἶναι κι’ ἄλλοι δυό τρεῖς τσομπάνηδες πού βοσκᾶνε τά πρόβατά τους, κ’ ἕνα βοσκόπουλο πού παίζει φλογέρα. Στήν κάτω γωνία κατά τά δεξιά φαίνεται ὁ Ἰω­σήφ καθισμένος σέ μιά πέτρα καί συλλογισμένος, μέ τό κεφάλι ἀκουμπι­σμέ­νο στό χέρι του, ἐνῶ τοῦ κουβεντιάζει ἕνας τσομπάνης ντυμένος μέ προβιές.
Στήν ἄλλη τή γωνία, στά ἀριστερά, εἶναι ζωγραφισμένη μιά γρηά γυναίκα πού βαστᾶ στήν ἀ­γκαλιά της τό νεογέννητο μωρό, καί δοκιμάζει μέ τό χέρι της τό ζεστό νερό μέσα σέ μία κολυμβήθρα, ἐ­νῶ μιά μικρή χωριατοπούλα μέ τό τσεμπέρι τῆς χύνει ζεστό νερό γιά νά πλύνουνε τό παιδί. Πίσω ἀπό τό βουνό φαίνουνται οἱ τρεῖς Μάγοι καβαλλικεμένοι στ’ ἄλογα, καί δείχνουνε τό ἄστρο πού στέκεται ἀπάνω ἀπό τό σπήλαιο καί ρίχνει τήν ἀχτίνα του ἀπάνω στο βρέφος.
Πολλά ἀπ’ αὐτά πού ζωγραφίζουνται στή Γέννηση, δέν βρίσκουνται μέσα στό Εὐαγγέλιο. Εἶναι παρμένα ἀπό τά Ἀπό­κρυφα Εὐαγγέλια, κ’ εἶναι παράξενο πῶς οἱ ὀρθοδο­ξότατοι Βυζαντινοί ζωγραφίζανε κάποιες σκηνές πού δεν ἤτανε γραμμένες στά Κανονικά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μονάχα στή Γέννηση, ἀλλά και στά Εἰσόδια καί στή ζωή τῆς Παναγίας, στην ἱστο­ρία τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννας καί σέ ἄλλες ὑπο­θέσεις.
Στα ἀπόκρυφα εἶ­ναι γραμμένο πώς, σάν πιάσανε οἱ πόνοι τήν Παναγία, ἔτρεξε ὁ Ἰωσήφ νά βρῆ κάποια μαμή, καί βρῆκε μιά γρηά πού τή λέγανε Σαλώμη, κι’ αὐτή ἔπλυνε τό παιδί. Καμμιά φορά εἶναι γραμμένο καί τ’ ὄνομα τῆς Σαλώμης σέ κάποιες ἀρχαῖες τοιχογρα­φίες. Φαίνεται πώς καί τό σπήλαιο εἶναι παρμένο ἀπό τά Ἀπόκρυφα.
Στίς ἀρχαῖες τοιχογραφίες καί στίς μικρογραφίες ἡ Παναγία ζωγραφίζεται ξαπλωμένη ἀ­πά­νω σ’ ἕνα στρωσίδι, κ’ ἔχει ἀκουμπι­σμένο τό κεφάλι στό χέρι της, μέ μελαγχολική ἔκ­φραση, ὅπως εἶναι στό Δαφνί, στή Μονή τῆς Χώρας, στήν Περίβλεπτο καί στήν Παντάνασσα τοῦ Μυστρᾶ, στό Πρωτᾶτο τοῦ Ἁγίου Ὄ­ρους, στό Γεράκι κι’ ἀλλοῦ.
Ἐνῶ ὑστε­ρώτερα ζωγραφίζουνε τήν Παναγία γονατισμένη μπροστά στή φάτνη μέ σταυρωμένα τά χέρια. Στα τελευταῖα χρόνια, ἀντίκρυ στήν γονατιστή Παναγία ζωγραφίζουνε τόν Ἰωσήφ γονατιστόν καί κεῖνον, κι’ αὐ­τός ὁ τύ­πος συνηθίζεται στή Δύση, ἀκόμα καί στά ἔργα τῆς Ἀναγέννη­σης. Καμμιά φορά βλέπει κανείς ζωγραφισμένα πολλά μάτια ἀπάνω στό σπή­λαιο, σάν νά εἶναι κάποιο πλάσμα ζωντανό.
Αὐτό συνηθίζεται ἀπό τούς ἀνατολῖτες ἁγιογράφους, καί γιά παράδειγμα φέρνω τή Γέννηση στήν Ὀ­μορφοκκλησιά τῆς Αἴγινας, πού εἶναι ζωγραφισμένη ἀπό καππαδόκες ἁγιογράφους. Κάποτε ζω­γραφίζουνε τόν Ἰωσήφ καθισμένο ἀπάνω σ’ ἕνα σαμάρι καί συλλογισμένον, σύμφωνα μέ ὅσα γράφει ὁ Ματθαῖος, πώς ἤθελε νά ἀφήσει τήν Παναγία κρυφά καί νά φύγει, σάν τήν εἶδε ἑτοιμό­γεννη, πλήν τόν ἐμπόδισε ὁ Ἄγγελος: «’Ιωσήφ δέ ὁ ἀνήρ αὐτῆς, δίκαιος ὤν καί μή θέλων αὐτήν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐ­τήν» (Ματθ. α΄, 19).
Ὅσο γιά τούς Μάγους, ἐκτός ἀπό τούς τρεῖς καβαλλαρέους πού τους ζωγραφίζουνε σέ μικρό σχῆ­μα πίσω ἀπό τό βουνό, καμμιά φορά τούς παριστάνουνε καί σέ ἰδιαί­τε­ρη ὑπόθεση, πού ἔχει τήν ἐπιγραφή «Ἡ προσκύνησις τῶν Μάγων». Κι’ ἐνῶ αὐτή ἡ παράσταση εἶναι μιά ἀπό τίς ἀρχαιότερες στή χριστιανική εἰκονο­γραφία, πού πρωτοφαίνεται στίς κατακόμβες καί στά πιό παλαιά μωσαϊκά, μολαταῦτα δέν εἶναι πολύ συνηθισμένη στή βυζαντινή ἁγιογραφία.
Τή συνηθίζουνε ὅμως πολύ οἱ ἁγιογράφοι τῆς δυτικῆς Ἐκκλησιας, ἐπειδή αὐτοί ἀγαπᾶνε τά πομπώδη καί τά θεατρικά θέματα καί τήν ἐπίδειξη τῆς ἀρχο­ντιᾶς, ἔστω καί στή φτωχή ζωή τοῦ Χριστοῦ πού ἦρθε νά διδάξη στόν κόσμο τήν ταπείνωση. Παί­ρνουνε λοιπόν γιά ἀφορ­μή τρεῖς Μάγους, καί ἀ­ραδιάζουνε στρατό ὁλό­κληρο ἀπό ἱππότες καί ὑπηρέτες καί ἀραπάδες ἀρματωμένους καί χρυσοντυμένους, μέ ἄλογα καταστολισμένα, μέ καμῆλες φορτωμένες ἀκριβά πράγματα, μιά συνοδεία ἀτέ­λειωτη πού ἀκολουθᾶ τους τρεῖς Μάγους.
Κι’ αὐτοί γονατίζουνε θεατρικά σάν νἆναι δόγηδες εἴτε βασιλιάδες ντυμένοι μέ ροῦχα ἀτίμητα καί κρατῶντας στά χέρια τους μαλαματένια κουτιά μέ διαμαντικά, πού τά προσφέρουνε στό Χριστό πού γελᾶ φχαριστημένος, ἐνῶ ἡ Παναγία καμαρώνει σάν πριγκηπέσσα πού τήν προσκυνᾶνε οἱ ὑπο­ταχτικοί της. Αὐτή ἡ κούφια ματαιότητα δείχνει τον ἀντιπνευματικό χαρα­κτῆρα πού πῆρε ἡ χρι­στιανική εἰκονογραφία στήν Καθολική Ἐκκλη­σία.
Ἡ προσκύνηση τῶν Μάγων εἶναι ἕνα θέμα πολύ ἀγα­πημένο προπάντων ἀπό τούς Βενετσάνους ζωγράφους πού ἀγα­πούσανε τά φανταχτερά πράγματα καί τίς φέστες, τόσο πού τά ἔργα τους κα­­ταντούσανε σάν παραστάσεις τοῡ καρναβαλιοῦ.
Ἀλλά κι’ οἱ ἄλλοι ζωγράφοι τῆς Ἀναγέννησης ἀ­γαπού­σα­νε λίγο πολύ αὐ­τά τά πολυάνθρωπα κι’ ἐ­πιδειχτι­κά θέματα, κ’ ἔ­χουνε ζωγραφισμένες πολλές εἰκό­νες μέ τήν Προσκύνηση τῶν Μάγων, ὅπως εἶναι τοῦ Μποτιτσέλλι, τοῦ Φιλιππίνο Λίππι καί στά πιό παλιά χρόνια τοῦ Τζεντίλλε ντά Φαμπριάνο και τοῦ Μπενότσο Γκότσιλλι, πού ἔχει γεμίσει ὁλάκε­ρους τοίχους ἀπό ἕνα πλῆθος ἀμέ­τρητο καβαλλαρέους στο­­λισμένους μέ ροῦχα μεταξωτά κι’ ἀρμα­τωμένους μέ σπαθιά καί μέ κοντάρια, καβάλα ἀ­πάνω σέ ἄλογα μέ χρυσά γκέμια καί χάμουρα, μέ ἕνα καραβάνι ἀτελείωτο ἀπό μουλάρια κι’ ἀπό καμῆλες φορτωμένες, πού ἀνηφορίζουνε ἀπάνω στά βουνά.
Στή δική μας ἁγιογραφία δέν ζωγραφίζουνται τέτοια θεατρικά καί φαντασμένα πράγματα, γιατί το Εὐαγγέλιο πού ἱστοροῦνε εἶναι ταπεινό καί πνευματικό, μέ ἐσωτερική οὐσία κι’ ὄχι μέ τήν ἐξωτερική ἀλαζονική καί ἀνόητη ἐπίδειξη, πού ἦρθε νά τήν καταργήση ὁ Χριστός, καί να στρέψη τόν ἄνθρωπο στόν ἀπό μέσα πνευματικό κόσμο πού βρίσκεται ὁ πολύτιμος μαργαρίτης.
Γι’ αὐτό, ἔξω ἀπό τήν ἁγιογραφία τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, δέν ὑπάρχει καμμιά ἀλλη πού νά ἔδωσε μέ σχήματα βαθειά καί ἁπλᾶ καί μέ χρώματα μυστικά τήν πνευματική οὐσία τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ ἄλλοι ζωγράφοι εἶναι ζωγράφοι πού θέλουνε νά διασκεδάσουνε τά μάτια, χωρίς πίστη στόν ἀπομέσα πλοῦ­τον πού δίδαξε ὁ Χριστός, καί γι’ αὐτό «τυρβάζουσι περί πολλά μάταια καί ψευδῆ», πού δεν ἔχουνε καμμιά σχέση μέ τήν ταπεινή καί ἀθώα γλυκύτητα τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἀνα­γέννηση γύρισε τόν ἄν­θρωπο στήν εἰδωλολα­τρία, στήν ἀποθέωση τῆς σάρκας, δηλαδή πάλι πίσω ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου θέλησε νά τόν βγάλη ὁ Χριστός καί νά τόν κάνη ἀληθινά πνευματικό πλάσμα, νά τόν μεταθέση «ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς την ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ», ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Γι’ αὐτό πρέπει νά φυλάξουμε τήν ἁγια­σμένη παράδοσή μας σάν ἀληθινός θησαυρός πού εἶναι, καί στήν ἁγιο­γρα­φία καί στή μουσική. Καί νά πολεμᾶμε μέ τήν πίστη καί μέ τό ζῆλο μας τούς κάθε λογῆς νεωτεριστές πού θέλουνε νά νοθέψουνε τή λατρεία μας μέ τέτοια θεατρικά καί ἀνίερα πρά­γματα πού φανερώνουν μονάχα ματαιοδοξία, ἀ­λα­φρομυαλιά καί ἀπι­στία.
Προπάντων στή Θεσσαλονίκη πού στάθηκε ἡ κιβωτός τῆς ἁγια­σμένης ὀρθοδοξίας, ὕστε­ρα ἀπό τήν Πόλη. Νά, τούτη ἡ συχαμερή λέπρα τοῦ νεωτερισμοῦ ἁπλώνει γρήγορα ἀπάνω στό ἄμωμο σῶμα τῆς Ἐκκλη­σίας μας. Ἄς κρατήσουμε γερά ὅσα μᾶς παραδώσανε οἱ πατέρες μας μαζί μέ τήν πίστη, πού εἶναι κατά την Ἀποκάλυψη «χρυσίον καθαρόν, ὅμοιον ὑάλῳ καθαρῷ καί οἱ θεμέλιοι αὐτῆς παντί λίθῳ τιμίῳ κεκοσμημένοι».
Δεκέμβριος 1948


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.