Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

23 Αυγούστου Συναξαριστής


Ἀπόδοση ἑορτῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου, Λούππου, Εἰρηναίου Ἐπισκόπου Σιρμίου, Εἰρηναίου Ἐπισκόπου Λουγδούνου, Πόθεινου Ἱερομάρτυρα, Καλλινίκου Πατριάρχη, τῶν Ἁγίων 38 Μαρτύρων, Ἀντωνίου Ἐπισκόπου, Νικολάου Σικελιώτη, Χαραλάμπους Νεοφανούς, Μετακομιδή Ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ὁσίου Κασσιανοῦ, Σύναξη τῆς Παναγιᾶς τοῦ Μαλίκη, Παναγίας τοῦ Χάρου, Παναγίας τῆς Ἐννιαμερίτισας, Παναγίας Κυρᾶς, Παναγίας στή Γραβά τῆς Πάτμου, Παναγίας τῆς Φλαμπουριανῆς, Παναγίας τῆς Ἐλεοῦσα στό Κάστρο στήν Κύθνο, Παναγίας τῆς Παντάνασσας  στούς Ἀρκούς (Λειψοί), Παναγίας τῆς Φανερωμένης στήν Σαλαμίνα, Παναγίας τῆς Μεγάλης στήν Σάμο, Παναγιᾶς τῆς Προυσιώτισσας, Παναγίας τῆς Πολίτισσας, Κυρά-Παναγίας στήν Κάρπαθο, Παναγιᾶς τῆς Ἀποκουῆς, Παναγίας τῆς Σκριπούς, Παναγίας τῆς Φανερωμένης στή Νέα Σκιῶν,  Παναγίας τῆς Καθολικῆς, Παναγίας τοῦ Σέλτου, Παναγίας Δεμερλιώτισσα, Παναγίας Ἐλώνης, Παναγίας Παλαιοφορίτισσας, Παναγίας Κουτσουριώτισσα.


Ἀπόδοση ἑορτῆς κοιμήσεως Θεοτόκου

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’.
Ἐν τῇ γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιμήσει τὸν κόσμον, οὐ κατέλιπες Θεοτόκε· μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, Μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον, καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα, τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον.

Μεγαλυνάριον.
Παρέστης Παρθένε ἐκ δεξιῶν, τοῦ Παμβασιλέως, ὡς βασίλισσα τοῦ παντός, περιβεβλημένη, ἀθανασίας αἴγλην, ἀρθεῖσα μετὰ δόξης, πρὸς τὰ οὐράνια.




Ὁ Ἅγιος Λοῦππος ὁ Μάρτυρας 

Γιὰ τὸν Ἅγιο αὐτὸ δὲν ἀναφέρεται πουθενὰ βιογραφικό του ὑπόμνημα στοὺς Συναξαριστές. Μόνο στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1617 ἀναγράφεται ὅτι ὁ μάρτυρας αὐτὸς ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὸν Χριστὸ μπροστὰ στὸν εἰδωλολάτρη ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος μὲ διάφορες κολακεῖες προσπάθησε νὰ τὸν πείσει νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν τὰ κατάφερε τὸν βασάνισε μὲ τὸν πιὸ φρικιαστικὸ τρόπο καὶ  στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισε.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν ἀπροσμάχητον, τοῦ Λόγου δύναμιν, Λοῦππε μακάριε, περιζωσάμενος, κατεπολέμησας στερρῶς, τὸν ἄρχοντα τῆς κακίας· σὺ γὰρ ὑπερέλαμψας, ἐν ἀγῶσιν ἀθλήσεως· ὅθεν καὶ ἀπέλαβες, τὸ βραβεῖον τῶν ἄθλων σου, πρεσβεύων ἐκτενῶς Ἀθλοφόρε, δοῦναι ἡμῖν πταισμάτων λύσιν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ὁπλίτης στερρός, Κρίου ἐχρημάτισας, ὀλέσας ἐχθρῶν, ἀθλητικῶς τὰς φάλαγγας· σὺ γὰρ τῷ θείῳ ἔρωτι, ὐπὲρ φύσιν ἀγῶνας διήνυσας, πρεσβεύων Χριστῷ τῷ Θεῷ, πανένδοξε Λοῦππε, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Μάρτυς ἀκαθαίρετος τοῦ Χριστοῦ, Λοῦππε ἀνεδείχθης, ἐν ἀγῶσι καταβαλών, τῶν ἀντικειμένων, ἐχθρῶν τὰς παρατάξεις}διὸ καὶ ἐδοξάσθης, ἀξίως ἔνδοξε.





Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος ὁ Μάρτυρας Ἐπίσκοπος Σιρμίου

Ἡ ζωὴ τοῦ ὑπῆρξε ἀνάλογη μὲ τὴ θερμὴ πίστη του πρὸς τὸν Χριστό. Ἦταν ἐπίσκοπος Σιρμίου, πρωτεύουσας τῆς Παννονίας. Σὰν ποιμενάρχης ἦταν ἁγνός, δραστήριος, γεμάτος εἰλικρινὴ ἀγάπη γιὰ τὸ ποίμνιό του, τὸ ὁποῖο τόσο πολὺ ἀγαποῦσε, ὥστε ἦταν ἀποφασισμένος νὰ δώσει καὶ τὴν ζωή του γι’ αὐτό, σὰν γνήσιος μιμητὴς τοῦ ἀρχιποιμένα Χριστοῦ, ποὺ εἶπε: «ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων». Δηλαδή, ὁ καλὸς ποιμένας παραδίδει τὴν ζωή του γιὰ νὰ ἀπομακρύνει κάθε κίνδυνο ἀπὸ τὰ πρόβατά του καὶ γιὰ νὰ ὑπερασπισθεῖ τὴ ζωή τους.
Ἀργότερα, ὁ Εἰρηναῖος καταγγέλθηκε στὸν ἡγεμόνα τῆς πόλης ὅτι παρέσυρε στὴ θρησκεία τοῦ Ἰησοῦ εἰδωλολάτρες. Τότε συνελήφθη καί, ὅταν ὁ ἡγεμόνας Πρόβος τὸν ρώτησε ἂν ἀληθεύει αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο τὸν κατηγοροῦν, αὐτὸς ἀντὶ ἄλλης ἀπαντήσεως προσευχήθηκε μπροστά του.
Ὁ ἡγεμόνας ἀμέσως τὸν φυλάκισε καὶ ἔπειτα, ἀφοῦ τὸν μαστίγωσε, τὸν ἀποκεφάλισε καὶ ἔριξε τὸ κεφάλι του στὸν ποταμὸ Σαῦο.





Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Λουγδούνου

Ὁ ἔνδοξος αὐτὸς Ἱερομάρτυρας, ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιὰ Μάρκου Αὐρηλίου (160). (Πιθανὸν νὰ γεννήθηκε στὴν Σμύρνη, περὶ τὸ 140, διότι σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ συγγράμματά του, λέει ὅτι, παιδὶ ἀκόμα γνώρισε τὸν ἐπίσκοπο Σμύρνης Πολύκαρπο. Ποιοῦ δάσκαλου ὅμως μαθητὴς ὑπῆρξε καὶ πὼς μπῆκε στὸν ἱερὸ κλῆρο δὲν γνωρίζουμε).
Ἦταν διάδοχος τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ ἔκανε ἐπίσκοπος τῆς πόλης Λουγδούνου (σημερινῆς Λυών) τῆς Γαλλίας (μετὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ προκατόχου του Ποθεινοῦ). Αὐτὸς ὅπως λένε, συνέγραψε πολλὰ συγγράμματα κυρίως δογματικά. Καὶ μ’ αὐτὰ στήριξε πολλοὺς χριστιανοὺς στὴν ὀρθὴ πίστη, καὶ τοὺς γλίτωσε ἀπὸ τὶς πλάνες τῶν διαφόρων αἱρέσεων.
Τέλος, ἀποκεφαλίστηκε καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Σεβῆρο, τὸ ἔτος 202, παίρνοντας ἔτσι τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ὡς σοφὸς Ἱεράρχης φερωνύμως ἐκήρυξας, τοῦ Εὐαγγελίου ἐν κόσμῳ, τῆς εἰρήνης τὰς χάριτας, παμμάκαρ Εἰρηναῖε ἱερέ, καὶ ἤθλησας στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν μελῳδικῶς, Ἱερομάρτυς κράζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, ἡμῖν χάριν καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς ἱερόν, ὑφηγητὴν τῆς χάριτος, καὶ εὐκλεῆ, τῆς ἀληθείας μάρτυρα, εὐφημοῦμεν καὶ βοῶμέν σοι, Εἰρηναῖε παμμακάριστε· Εἰρήνης πρὸς ὁδὸν Πάτερ κατεύθυνον, τοὺς πόθῳ προσιόντας τῇ πρεσβείᾳ σου, παρέχων ἡμῖν πταισμάτων ἄφεσιν.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἀποστόλων ὁ μιμητής, καὶ τῆς ἐν Λουγδούνῳ, Ἐκκλησίας ὑφηγητής· χαίροις Εἰρηναῖε, σοφὲ Ἱερομάρτυς, εἰρήνην ὁ βραβεύων, τοῖς σὲ γεραίρουσι.





Ὁ Ἅγιος Πόθεινος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Λουγδούνου

Ὑπῆρξε ἐπίσκοπος Λουγδούνου (σημερινῆς Λυὼν τῆς Γαλλίας) πρὶν τὸν Ἅγιο Εἰρηναῖο. Ἔζησε μᾶλλον στὶς ἀρχὲς τοῦ 2ου αἰῶνα καὶ μαρτύρησε γιὰ τὸν Χριστὸ κατὰ τὸ δεύτερο μισό του 2ου αἰῶνα.





Ὁ Ὅσιος Καλλίνικος

Ὁ Ὅσιος Καλλίνικος, ὁ ὁποῖος διαδέχτηκε στὸν θρόνο τὸν Παῦλο τὸν Γ’, προηγουμένως ἦταν ἱερέας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ προηγουμένως τοῦ ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν.
Ὁ Καλλίνικος ὁ Α’, εἶχε μεγάλα πλεονεκτήματα. Στὰ χρόνια της πατριαρχείας του, βασιλιὰς ἦταν ὁ ἀσύνετος Ἰουστινινανὸς ὁ Β’.
Αὐτὸς λοιπὸν ἤθελε νὰ κάνει μία πολυτελὴ βρύση κοντὰ στὰ ἀνάκτορά του καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἀπαίτησε ἀπὸ τὸν Καλλίνικο νὰ δώσει τὴν εὐχή του νὰ γκρεμιστεῖ ὁ ναὸς τῆς Θεοτόκου.
Ὁ Καλλίνικος ἀπάντησε ὅτι ἡ Ἐκκλησία του, δίνει εὐχὲς γιὰ ἀνέγερση ναῶν καὶ ὄχι γιὰ γκρέμισμα. Στὴν πίεση ὅμως τοῦ αὐτοκράτορα εἶπε « Ἂς εἶναι δόξα εἰς σὲ Χριστέ μου, ὅτι πάντοτε ἀνέχεσαι καὶ ὑπομένεις».
Ἦταν μία εὐχὴ εἰς βάρος τοῦ αὐτοκράτορα. Πράγματι τὸ 695 ὁ Ἰουστινιανὸς ἔπεσε ἀπὸ τὸν στρατηγὸ Λεόντιο καὶ μέσα στὸν ἱππόδρομο τοῦ ἔκοψαν τὴν μύτη καὶ τὸν ἐξόρισαν στὴν Χερσώνα.
Ἀργότερα τὸ 705, ὅταν μὲ προδοσία μαζὶ μὲ τοὺς Βούλγαρους καὶ Σλάβους, μπῆκε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ πρῶτο του θῦμα ἦταν ὁ Καλλίνικος. Τὸν καταδίκασε χωρὶς δίκη, τὸν τύφλωσε καὶ τὸν ἐξόρισε στὴν Ρώμη ὅπου καὶ ἀπεβίωσε.
Ὁ Πατριάρχης Καλλίνικος ὁ Α’, ἔμεινε στὸν Θρόνο ἀπὸ τὸ 693 ἕως τὸ 705 μ.Χ.





Οἱ Ἅγιοι 38 Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν στὴ Θρᾴκη

Ὅλοι μαρτύρησαν διὰ ξίφους. Ἴσως εἶναι οἱ ἴδιοι μὲ αὐτοὺς τῆς 20ης Αὐγούστου.





Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος Ἐπίσκοπος Σάρδης

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται, μαζὶ μὲ τὸν Μάρτυρα Λοῦππο, στὸν Σιναϊτικὸ Κώδικα 631.
Ὁ Ἀντώνιος αὐτὸς ἦταν ἐπὶ ἐποχῆς Νικολάου τοῦ Μυστικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴ δεύτερη πατριαρχία του (912 – 925), ἔστειλε στὸν Ἀντώνιο θερμὴ φιλικὴ ἐπιστολή, ποὺ ἀναδημοσίευσε ὁ Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Σάρδεων Γερμανὸς στὸ Παράρτημα τῆς μελέτης του, περὶ τῆς Ἐκκλησίας τῶν Σάρδεων σ. 106.
Στὸν προαναφερθέντα Σιναϊτικὸ Κώδικα, ὑπάρχει κοινὸς Κανόνας Παρακλητικὸς στὸν Μάρτυρα Λοῦππο καὶ τὸν Ἀντώνιο ἐπίσκοπο Σάρδεων.





Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ὁ Σικελιώτης

Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ὁ Σικελιώτης, ασκήτευσε στὸ ὄρος Νεοτάκου τῆς Εὐβοίας.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Ἀσκητή.





Ὁ Ὅσιος Χαράλαμπος ὁ Νεοφανὴς

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Οσίου.





 Μετακομιδή τοῦ Ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ὁσίου Κασσιανοῦ
Δέν ἔχουμε πληροφορίες γιά τό γεγονός τῆς μετακομιδῆς τοῦ Ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ὁσίου Κασσιανοῦ.





Σύναξη τῆς Παναγιᾶς τοῦ Μαλίκη
Ἡ Παναγία μᾶς εἶναι τό πνευματικό στόλισμα τῆς Ὀρθοδοξίας, γι’ αὐτό σέ κάθε μέρος τῆς Ἑλλάδας ὑπάρχει καί ἀπό ἕνα σεβάσμιο εἰκόνισμά της, πού φανερώνει τό ἄπειρο κάλλος τῆς Θεομήτορος, τό ὁποῖο γίνεται μαγνήτης σέ κάθε πιστό ἄνθρωπο.
 Μια τέτοια ἱερή καί θαυματουργή εἰκόνα, πού εὑρίσκεται τοποθετημένη στό ἀριστερό κλίτος τοῦ ἐν Ὕδρα Μοναστηρίου εἶναι καί ἡ πασίγνωστος «Παναγιά τοῦ Μαλίκη» (Παναγιά ἡ Μαλίκαινα), ἀπό τό ἐπίθετό του δωρητῆ, ὅπως χαρακτηριστικός ἀναγράφεται εἰς τό κάτω μέρος τῆς εἰκόνος: «Παναγία μῆτερ Θεοῦ Λόγου κόρη, εὐχᾶς δέδεξο καρδιᾶς τεθλιμμένης ἀναξίου σου οἰκέτου δῶρον δέχου, σπουδή καί δαπάνη Βασιλείου Μαλίκη…».
Ἡ ἱερά εἰκόνα φέρει χρονολογία 29 Αὐγούστου 1858, καί εἶναι ἔργον ἀγνώστου Ἱερομονάχου Ζωγράφου ἐκ Χίου ὅπως μαρτυρεῖ καί ἄλλη σύντομος ἐπιγραφή: «τῆς μερίδος δεξιόν παραστάτην ἀναξίου μου ζωγράφου Χίου…», ὁ ὁποῖος διέμενε πλησίον της Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ στήν Κιάφα.
Ἡ Εἰκόνα τοῦ Μαλίκη ἀνῆκε ἐκ κληρονομιᾶς εἰς τήν Κυριακούλα σύζυγο Σταματίου Γλιάτη τό γένος Μαλίκη. Ἡ οἰκία ὅπου φυλασσόταν ἡ εἰκόνα ἐρειπωμένη σήμερον εὐρίσκετο μπροστά ἀπό τόν πρῶτο ἱστορικό Ναό Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ (1640) τοῦ ἱερέως Ἀντωνίου Νέγκα – Μπουρντάβερτη.
Μετά τόν θάνατο ὁ υἱός τῆς Γεώργιος Στάμ. Γλιάτης παρέδωσε τήν εἰκόνα στόν συγγενῆ της μητέρας τοῦ Νικόλαο Δρίβα ὁ ὁποῖος δέν δέχτηκε νά κρατήσει τήν θαυματουργό εἰκόνα στή οἰκία του καί ἔτσι τήν ἀφιέρωσε εἰς τόν Καθεδρικόν Ναός τῆς Παναγίας ὅπου ἔκτοτε φυλάσσεται σέ περίτεχνο ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι ἔργον Φάνη Νομικοῦ καί δωρεά τῆς μακαριστῆς ἀρχοντίσσης Ἀννέζως Ε. Ραφαλιά. Ἡ εἰκόνα μεταφέρθηκε στό Μοναστήρι στίς 9-10-1927 μέ λιτανευτική πομπή προεξάρχοντος τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Ὕδρας κυροῦ Προκοπίου τοῦ Καραμάνου.
Στό κέντρο ἱστορεῖται σέ ὄρθια στάση ἐν προτομή ἡ Παναγία κρατώντας τόν Χριστό στήν ἀγκαλιά τῆς ἀπ’ τά Δεξιά, Βρεφοκρατούσα - Δεξιοκρατοῦσα καί χαρακτηρίζεται ὡς ἡ «χρυσορωιάτησσα – Ἐλεοῦσα» καί πέριξ αὐτῆς ἱστοροῦνται διάφορες παραστάσεις θαυμάτων μέ σύντομο χρονικό της εἰκόνος Παναγίας τῆς Κύκκου τῆς ὁποίας τυγχάνει καί πιστόν ἀντίγραφον ὅπως λέγει ἡ παράδοσις ἱστορήθηκε ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ.
Εἶναι ἑπτανησιακῆς τεχνοτροπίας καί τό σῶμα τῆς Παναγίας καλύπτεται ἀπό ἀσημένιο περίτεχνο κάλυμμα. Τό κεφάλι τῆς εἶναι σκεπασμένο σεμνά καί σοβαρά μέ τό «μαφόριο» πού πέφτει στόν ὦμο τῆς ἁπλόχωρο ἀφήνοντας νά φαίνεται τό γλυκύτατο πρόσωπό της καί τά χέρια. Τό μέτωπο τῆς εἶναι σάν μελαχροινό φίλντισι, ἁγνό ἁπλό καί κατακάθαρο.
 Έχει τό κεφάλι τῆς γυρτό κατά τήν πλευρά τοῦ Κυρίου καί ἡ ἔκφραση τῆς εἶναι πιό «αἰσθηματική» ὅπως θά ἔλεγε καί ὁ Φ. Κόντογλου ἐνῶ πάνω ἀπό τήν κεφαλή τῆς στέκεται τό στέμμα τῆς ἀνάστασης ὅλου του κόσμου.
Μία ταινία σέ λευκό φόντο «κυκλώνει» τήν Παναγία ὅπου καί ἀναγράφονται στήν δεξιά πλευρά τά ἑξῆς; «Θεοτόκε παντάνασσα τῶν ὀρθοδόξων τό καύχημα αἱρετικῶν τά φρυάγματα ὧν τά πρόσωπα καταίσχυνων τῶν μή προσκυνούντων μηδέ τιμώντων Παναγνέ τήν σεβάσμιον εἰκόνα σου». Καί στήν ἀριστερή πλευρά: «Ἁγνή Παναγία εὐσυμπαθῆς ὑφάπλωσον κόρη τάς ἀγκάλας σῶν οἰκτιρμῶν καί δέξαι Παρθένε τούς σούς δούλους, πάντας ὑπό τήν σκέπην τήν σήν καταφεύγοντας».
Ὁ λαός τῆς ἱστορικῆς νήσου Ὕδρας περιβάλλει μέ ἰδιαίτερη τιμή καί λατρεία τήν θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Μαλίκη καί σύμφωνα μέ ἱστορικές μαρτυρίες ἡ ἱερά εἰκόνα μεταφερόταν στά σπίτια πρός ἁγιασμόν καί εὐλογία.
Ὅταν ὑπῆρχε ἀσθενής καί ἐπρόκειτο νά ἰαθῆ αὐτοί πού τήν μετέφεραν τήν αἰσθάνονταν ἐλαφριά καί τό πρόσωπο τῆς ἔλαμπε (ροδοχρουν χρῶμα), ἐνῶ ἀντιθέτως ἐάν τοῦ ἀσθενοῦς ἡ κατάστασις ἦτο ἀνίατος ἡ εἰκόνα στούς μεταφορεῖς ἐβάραινε καί τό πρόσωπο τῆς γινόταν χλωμό. Τέλος ἡ ἱερά εἰκόνα συντηρήθηκε ἐσχάτως, εἶναι γεμάτη ἀπό ἀφιερώματα, καί ἑορτάζει εἰς ἀπόδοσιν τῆς Κοιμήσεως δήλ. στά «ἐννιάμερα».
Ἡ Χάρις καί ἡ Εὐλογία τῆς Κυρίας Θεοτόκου εἴη μετά πάντων ἠμῶν!
Ἔκδοσις Ἱεροῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ 2004.




Σύναξη τῆς Παναγίας τοῦ Χάρου

Βρισκόμαστε στά 1600 μ.Χ. Μοναχοί ἀπό τήν Ἱερή Μονή τῆς Πάτμου φτάνουν στή Λειψῶ τῆς Δωδεκανήσου καί χτίζουν σέ ἀπόσταση ἑνός χιλιομέτρου ἀπό τό Χωριό τό ἐξωμονάστηρο «ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ».
Ὁ Ναός εἶναι τρισυπόστατος, χτισμένος σέ ρυθμό βυζαντινό. Τόν διακρίνει ὁ χαμηλός τροῦλος, τά ἀκανόνιστα τόξα, πού γι' αὐτό αἰσθητοποιοῦν μία ἀσυνήθιστη γοητεία, τά λιγοστά καί στενόμακρα παράθυρα, πού τό φειδωλό φῶς τούς ὑποβάλλει τόν προσκυνητή.
Τό διάβα τῶν αἰώνων ἄφησε ἀνέπαφη τήν ἐκκλησία, ἐνῶ ἐρήμωσε τά γύρω κελιά τῶν μοναχῶν. Μά σεβάστηκε τό ἱερό κειμήλιό τους, τήν πρωτότυπη καί θαυματουργική εἰκόνα τῆς «Παναγίας τοῦ Χάρου».
Πρωτοτυπία στήν εἰκόνα δίνει τό γεγονός ὅτι ἡ Παναγία ἱστορεῖται νά κρατᾶ τό Χριστό ὄχι ὡς βρέφος, ἀλλά κρεμάμενο νεκρό στό Σταυρό τοῦ μαρτυρίου. Καί ἐπειδή οἱ ἔννοιες νεκρός καί Χάρος σχετίζονται, ἡ εἰκόνα, καί γενικότερα ἡ ἐκκλησία, ὀνομάστηκε «Παναγία τοῦ Χάρου».
Πλῆθος προσκυνητῶν ἔρχονται στίς 23 Αὐγούστου, γιά νά κλίνουν τό γόνυ μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ θαύματος μέ τό ἀκόλουθο ἱστορικό:
Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1943 μ.Χ. ἡ εὐσέβεια μίας κοπέλας τοποθέτησε στήν εἰκόνα ἄσπρους κρίνους. Αὐτοί ξεράθηκαν, ὅπως ἦταν φυσικό. Μά ξαφνικά τόν Ἰούλιο οἱ ἀποξηραμένοι κρίνοι ἄρχισαν παράδοξα νά ἀποκτοῦν χυμούς καί μάλιστα ὅσο πλησίαζε ἡ γιορτή τῆς 23ης Αὐγούστου ἔφτασαν νά βγάζουν μπουμπούκια μοσκομύριστα, ὁλοκληρωμένα τήν ἡμέρα τοῦ Πανηγυριοῦ της.
Τό θαῦμα αὐτό πραγματοποιεῖται ἀπό τότε μέχρι σήμερα. Καί προσφέρεται ὡς εὐλογία τῆς Παναγίας τοῦ Χάρου σέ κάθε προσκυνήτρια ψυχή, ἀλλά συγχρόνως καί ὡς «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» γιά τούς ἄπιστους πού, ἐνῶ «θέτουν τόν δάκτυλον ἐπί τῶν τύπων τῶν ...κρίνων», πασχίζουν νά τό ἐξηγήσουν μέ λογικοφανεῖς ἑρμηνεῖες, γεννημένες ἀπό τή θολοκουλτούρα τους.
Κι ὅμως ἡ «Παναγία τοῦ Χάρου» εἴτε γιά χάρη τῶν πιστῶν της εἴτε γιά προβληματισμό τῶν ἀπίστων συνεχίζει τό θαῦμα της. Καί μᾶς καλεῖ ὅλους νά πυκνώσουμε μέ τήν παρουσία μας τή στρατιά τῶν πανηγυριωτῶν καί νά ὁδεύσουμε σ' αὐτήν, γιά νά ἀποθέσουμε τίς ἐλπίδες μας καί τούς ὁραματισμούς μας.

Ο ΕΠΙΣΤΑΤΗΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΟΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΚΟΥΜΟΥΝΔΟΥΡΟΣ

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος ἅ'. Τῆς ἐρήμου πολίτης
.
Τήν σεπτήν σου Εἰκόνα προσκυνοῦμεν Πανύμνητε, ἡ τοῦ χάρου τή κλήσει προσφυῶς ἐπικέκληται. ἐν ταύτη γάρ τά κρίνα χλοερά, ὀρῶντες μετά χρόνου παρολκήν, ἀνυμνοῦμεν σου τήν χάριν πανευλαβῶς, Παρθένε ἀνακράζοντες. δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα τοῖς θαυμασίοις σου, δόξα τή πρός ἠμᾶς σου προμηθεία Ἄχραντε.

Κοντάκιον
Ἦχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ἐν Λειψῶ προστρέχοντες τήν σήν εἰκόνα τήν τοῦ Χάρου Δέσποινα, περιπτυσσόμεθα πιστῶς, τήν εὐωδίαν καρπουμένοι, τῶν ἐν αὐτή θείων κρίνων ὑμνοῦντες σέ.

Μεγαλυνάριον
Ἔχει τήν εἰκόνα σου τήν σεπτήν ἡ Λειψῶ, Παρθένε, ὡς θησαύρισμα ἱερόν, ἤτις παρά πάντων, ὠνόμασται τοῦ Χάρου, χαράν καί εὐφροσύνην πάσι παρέχουσαν.




 Σύναξη τῆς Παναγίας τῆς Ἐννιαμερίτισας

Ἡ «Παναγιά ἡ Ἐννιαμερίτισα» ἤ ἀλλιῶς «Παναγιά τῆς Νάουσας» βρίσκεται στό χωρίο Νάουσα τῆς Πάρου καί ἑορτάζει στίς 23 Αὐγούστου (ἐννιάμερα Παναγίας).Οἱ κάτοικοι τῆς Νάουσας γιορτάζουν τά Ἐννιάμερα τῆς Θεοτόκου μέ ποικίλες ἐκδηλώσεις, παραδοσιακούς χορούς καί μουσικές. Κορυφαῖο γεγονός εἶναι ἡ ἀναπαράσταση τῆς κουρσάρικης βραδιᾶς, ὅπου νέοι καί νέες ἀπό τό χωριό ζωντανεύουν τήν ἀπόβαση τῶν κουρσάρων τοῦ φημισμένου πειρατῆ Barbarossa, στό λιμανάκι τῆς Νάουσας.





 Σύναξη τῆς Παναγίας Κυρᾶς
Τό μοναστήρι τῆς Παναγιᾶς Κυρᾶς βρίσκεται στόν Ἐμπορειό στήν Νίσυρο καί εἶναι κτισμένο σέ ὑψόμετρο 450 μ. Δέν ἔχουμε λεπτομέρειες γιά τό γεγονός.



Σύναξη τῆς Παναγίας στή Γραβά τῆς Πάτμου
Ἡ Παναγιά Γραβά βρίσκεται δυτικά της Χώρας, μεταξύ του λόφου τῆς Καλαμωτῆς καί τῆς γυναικείας μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Χτίστηκε γύρω στό 1790 μ.Χ. ἀπό τόν Πάτμιο Ἅγιο Γρηγόριο τό Νισύριο (βλέπε 22 Ἀπριλίου), τό μοναχό Νήφωνα καί ἀπό ἄλλους μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἐγκατέλειψαν τό Ἅγιο Ὅρος καί ἦρθαν στήν Πάτμο.
Ἡ μικρή αὐτή ἐκκλησία εἶναι ἀφιερωμένη στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καί πανηγυρίζει στίς 23 Αὐγούστου, στήν ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.








 Σύναξη τῆς Παναγίας τῆς Φλαμπουριανής

Ἕνα σημαντικό μνημεῖο γιά τό νησί τῆς Κύθνου, εἶναι καί ἡ Παναγία ἡ Φλαμπουριανή, χτισμένη στήν ἄκρη ἑνός βράχου. Σύμφωνα, μάλιστα, μέ τήν παράδοση τά ἴχνη πού βρίσκονται ἀπό τήν παραλία ἕως τήν ἐκκλησία εἶναι τά ἴχνη πού ἄφησε ἡ Παναγία.











  Σύναξη τῆς Παναγίας τῆς Ἐλεοῦσα στό Κάστρο στήν Κύθνο
Δέν ἔχουμε λεπτομέρειες γιά τό γεγονός.



Σύναξη τῆς Παναγίας τῆς Παντάνασσας στούς Ἀρκούς (Λειψοί)

Δέν ἔχουμε λεπτομέρειες γιά τό γεγονός.



Σύναξη τῆς Παναγίας τῆς Φανερωμένης στήν Σαλαμίνα
Τό μοναστήρι τῆς Φανερωμένης χτίστηκε κατά τά μέσα τοῦ 16ου μ.Χ. αἰώνα στό βόρειο μέρος τοῦ νησιοῦ, ἀπέναντι ἀπό τό μεγάλο Πεῦκο τῶν Μεγάρων, μετά ἀπό θαυματουργική ἐμφάνιση τῆς Θεοτόκου στόν Λάμπρο Κανέλλο, πού ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Λαυρέντιος καί πού ἡ Ἐκκλησία μᾶς κατέταξε στήν χορεία τῶν Ὁσίων της.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος (ἐκοιμήθη ἐν Κυρίω στίς 6 Μαρτίου τοῦ ἔτος 1707 μ.Χ. ἀλλά ἑορτάζει στίς 7 Μαρτίου) εἶδε τρεῖς φορές σέ ὅραμα τοῦ τήν Παναγία πού τοῦ εἶπε νά μεταβεῖ στή Σαλαμίνα καί νά οἰκοδομήσει τό ναό πού βρισκόταν σέ ἐρείπια, πράγμα πού ἔγινε. Διέπλευσε τή θάλασσα μεταξύ Μεγαρικῆς ἀκτῆς καί νήσου Σαλαμίνας κατά προτροπή τῆς Θεοτόκου πάνω στό ἐπανωφόρια τοῦ «Ρίψε τό ἐπανωφόριόν σου εἷς τήν θάλασσα καί ἀνέβα ἔπ΄αὐτοῦ θά διαπλεύσεις ἀσφαλῶς αὐτήν καί θά ἀποβιβασθεῖς εἰς τήν ἔναντί της νήσου ἀκτῆς».
Ὁ Ἅγιος ἐπεδόθη σέ πολύμοχθες ἔρευνες καί ἀξιώθηκε νά βρεῖ, θαμμένη, ἀνάμεσα σέ ἐρείπια τοῦ ναοῦ τήν Ἄχραντο εἰκόνα τῆς Παναγίας καί ἀνεδείχθη σέ ἥρωα τοῦ χριστιανισμοῦ.
Στήν αὐλή τῆς Μονῆς καί Βορειοδυτικά του καθολικοῦ της, ὑπάρχει ὁ τάφος τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Ἰωάννη Γκούρα πού σκοτώθηκε στίς 30 Σεπτεμβρίου 1826 μ.Χ. Τό 1878 μ.Χ. μεταφέρθει ἀπό τόν Πόρο στή Φανερωμένη ὁ Πολεμικός Ναύσταθμος καί τό 1881 μ.Χ. στή σημερινή του θέση.
Ὁ ναός εἶναι ρυθμοῦ (βασιλικῆς πεντάτρουλου κράμα τρικλίτου βασιλικῆς μετά τρούλου καί τρικλίτου πολυτρούλου). Ἐσωτερικά διαιρεῖται σέ τρία κλίτη μέ τέσσερις σέ κάθε μεριά μονοκορμούς κίονες μέ ἀνθεμοειδή κιονόκρανα στά ὁποῖα στηρίζονται τόξα μήκους 5,25 μ.
Ὁ ναός ἁγιογραφήθηκε τό 1735 μ.Χ. ἀπό τόν ἁγιογράφο Γεώργιο Μάρκου ἀπό τό Ἄργος, καί περιλαμβάνει 3.500 μορφές. Στή νότια πλευρά τοῦ καθολικοῦ εἶναι προσαρτημένο τό ναΰδριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Σ΄αὐτό ὑπάρχει ξυλόγλυπτο τέμπλο καθώς καί ξυλόγλυπτος ἐπισκοπικός θρόνος. Ἐπίσης σέ μαρμάρινο προσκυνητάρι κατασκευασμένο τό 1897 μ.Χ. βρίσκεται ἡ θαυματουργός εἰκόνα τῆς Παναγίας πού βρέθηκε ἀπό τόν Ὅσιο Λαυρέντιο. Ἐπίσης βρίσκεται ὁ ἀρχικός τάφος τοῦ Ὁσίου Λαυρεντίου καθώς καί ἡ κάρα του.
Στή νότια πλευρά τῆς Μονῆς βρίσκεται τό παρεκκλήσιο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί ἀφιερώθηκε στή μνήμη τοῦ παλαιοῦ ὁμώνυμου ναοῦ ἀνιδρυθέντος τό 1611 μ.Χ.
Σ' αὐτό φυλάσσονται ἄριστης τέχνης ἀργυρές καί ἐπίχρυσες λειψανοθῆκες πού περιέχουν ἅγια λείψανα. Ὑπάρχουν ἱερά σκεύη ἀξιόλογης τέχνης, ἱερά ἄμφια, πολλά χειρόγραφα τουρκικά καί ἑλληνικά ἕνα χειρόγραφο εὐαγγέλιο, ἕνα ξύλινο προσκυνητάρι πού χρονολογεῖται τό 1744 μ.Χ., μανουάλια βυζαντινοαραβικής τεχνοτροπίας, φορητές εἰκόνες, ὄπλα καί ξίφη ὁπλαρχηγῶν καί παλικαριῶν τῆς Ἐθνεγερσίας.
Σέ παρακείμενο ὕψωμα τῆς Μονῆς ὑπάρχει τό ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου Λαυρεντίου.
Ἀπό τό 1938 μ.Χ. ἕως τό 1941 μ.Χ. ἦρθε αὐτοεξόριστος στή Μονή ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος Δαμασκηνός Παπανδρέου. Τό 1944 μ.Χ. ὁ Μητροπολίτης Ἀττικῆς - Μεγάρων καί Σαλαμίνας Ἰάκωβος τήν μετέτρεψε σέ γυναικεία μέ Ἡγουμένη τή μοναχή Χριστονύμφη Τσιγκέλη. Τό 1947 μ.Χ. ὁ Ἰάκωβος παραχώρησε τό δεσποτικό της Μονῆς, στόν 'Ἄγγελο Σικελιανό γιά νά ἀποσυρθεῖ καί νά γράψει τήν τραγωδία του, «Ὁ θάνατος τοῦ Διγενῆ».
Τό μοναστήρι συνεχίζει μέχρι καί σήμερα ἔτσι τήν λαμπρή του πορεία καί δράση, διαθέτει μεγάλο ξενώνα καί γυναικεῖο οἶκο εὐγηρίας. Γιορτάζει στίς 23 Αὐγούστου ὅπου γίνεται μεγάλο πανηγύρι.




 Σύναξη τῆς Παναγίας τῆς Μεγάλης στήν Σάμο
Ἡ Ἱερά Μονή Μεγάλης Παναγίας ἤ «τῶν πέντε ὀσπιτίων», βρίσκεται στό μέσο τῆς νοτιᾶς πλευρᾶς τοῦ Νησιοῦ καί ἱδρύθηκε τό 1586 μ.Χ. ἀπό τούς μοναχούς Νεῖλο καί Διονύσιο, οἱ ὅποιοι εἶχαν μονάσει στό ὀρός Λάτρος κοντά στήν ἀρχαία Μίλητο.
Τό Καθολικό της Ἱερᾶς Μονῆς, διαγωνίως τοποθετημένο στό μέσο τῆς αὐλῆς, ἀφιερωμένο στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, εἶναι κτίσμα τοῦ 1593 μ.Χ. βυζαντινοῦ ρυθμοῦ καί ἀποτελεῖ ἀκριβῆ ἀπομίμηση ἐγγεγραμμένου σταυροειδοῦς συνθέτου τετρακιονίου ἀθωνιτικοῦ ναοῦ μέ νάρθηκα, ἐξωνάρθηκα καί παρεκκλήσιο πρός τιμήν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Ἐξωτερικῶς περιβάλλεται ἀπό τό σύνηθες παραδοσιακό τετράπλευρο ὀρθογώνιο διώροφο καί τριώροφο κτιριακό συγκρότημα, χάριν τοῦ ὁποίου τό κατανυκτικό Καθολικό διεκρίνετο ἐπιβλητικό μέσα στό ἄλλοτε καταπράσινο τοπίο, ἀφοῦ ἡ Ἱερά Μονή γνώρισε μεγάλη καταστροφή ἀπό τίς ἀλλεπάλληλες πυρκαγιές, οἱ ὁποῖες ἀπείλησαν καί τό Καθολικό.
Μέσα στό Καθολικό, διασώζεται ἡ παλαιά μαρμάρινη πλακόστρωση μέ σύνθετο ὀμφάλιο στό κέντρο, μέ ὡραῖο ἀνάγλυφο μέ τούς πρωτοπλάστους Ἀδάμ καί Εὕα ὁλόσωμους καί στό μέσον τό δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ καί τόν ὄφιν τό σύμβολο τοῦ κακοῦ καί τῆς ἀπάτης. Τό ἀνάγλυφο πλαισιώνεται ἀπό ὡραιότατα μαρμάρινα παλαιοχριστιανικά θωράκια. Ἔμπροσθέν του Ἱεροῦ Βήματος δεσπόζει τό ξυλόγλυπτο καί ἐπιχρυσωμένο τέμπλο, ἔργο τοῦ 1740 μ.Χ., ἐπί τοῦ ὁποίου φέρονται οἱ δεσποτικές εἰκόνες τοῦ 18ου μ.Χ. αἰώνα. Ὁ ἐπισκοπικός θρόνος, στραμμένος πρός ἀνατολᾶς, ἰδίας τεχνοτροπίας καί τεχνικῆς, ἔργον τοῦ 1803 μ.Χ. ἐπιχρυσωμένος τό 1819 μ.Χ.
Ὅ ἄμβωνας τοῦ 1805 μ.Χ. καί τά ἀναλόγια, τά ὅποια ἀποτελοῦν ἔξοχα δείγματα τῆς διακοσμητικῆς ξυλογλυπτικῆς τοῦ 18ου μ.Χ. αἰώνα.
Ἀξιόλογη ἐπίσης εἶναι ἡ ξυλόγλυπτη δίφυλλη πόρτα τῆς κυρίας εἰσόδου, ἔργο τοῦ 17ου μ.Χ. αἰώνα διακεκοσμημένη μέ φυτικά σχέδια μέ ἁγιογραφικά ζῶα καί πτηνά καί ἀλλά συμβολικά ποικίλματα. Ὁλόκληρος ὁ Ναός εἶναι ἁγιογραφημένος ἀπό ἄγνωστο ἁγιογράφο, ὁ ὅποιος θά πρέπει νά εἶχε γνωρίσει τήν τέχνη τοῦ Ἅγιου Ὅρους. Σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή, πού ἔχει διασωθεῖ στό ἀριστερό τμῆμα τοῦ δυτικοῦ τοίχου ἡ ζωγραφική διακόσμηση ὁλοκληρώθηκε τό 1596 μ.Χ.
Οἱ τοιχογραφίες τοῦ Καθολικοῦ παρά τίς φθορές, πού ὑπέστησαν ἀπό διάφορες αἰτίες παρουσιάζουν πλοῦτο εἰκονογραφικῶν κύκλων καί ἱστοροῦν τόν ἀκάθιστο ὕμνο, σκηνές ἀπό τό Εὐαγγέλιο, τήν Δευτέρα Παρουσία στόν Νάρθηκα κ.α. Στό ἐνσωματωμένο στό Καθολικό κτητορικό παρεκκλήσιο, οἱ τοιχογραφίες ἱστοροῦν βίους Ἁγίων. Ἐπάνω ἀπό τό βόρειο ἄκρο τοῦ νάρθηκα ὑψώνεται λιτό μαρμάρινο κωδωνοστάσιο τετράγωνης κάτοψης, ἀποτελούμενο ἀπό τέσσερις πολυσπόνδυλους κυλινδρικούς κιονίσκους ἀπολήγει σέ διάτρητο διακοσμητικό τροῦλλο. Ὁ πυλώνας τῆς Μονῆς σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή στό ὑπέρθυρο κατασκευάσθηκε τό 1762 μ.Χ.
Ἡ συμβολή τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλης Παναγίας , ὑπῆρξε σημαντικότατη, στήν διατήρηση τοῦ Ἑλληνορθόδοξου φρονήματος τῶν Σαμίων κατά τήν διάρκεια τῆς μακρᾶς Ὀθωμανικῆς δουλείας, στήν καλλιέργεια τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων, ἀλλά καί στήν Ἐπανάσταση τοῦ Γένους κατά τό 1821 μ.Χ. ὑπῆρξε ὁρμητήριο τῶν τοπικῶν ἀγωνιστῶν.
H Ἱερά Μονή, ἡ ὁποία ὑπῆρξε σπουδαῖο κέντρο λειτουργικῆς ζωῆς καί καλλιέργειας τῆς ψαλτικῆς τέχνης, ἤδη ἀπό τό 1901 μ.Χ. πανηγυρίζει κατά τήν ἀπόδοσιν τῆς Ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στίς 23 Αὐγούστου καί ἀποτελεῖ προσκύνημα τῶν ἁπανταχοῦ Σαμίων καί τῶν πολυπληθῶν προσκυνητῶν τῆς Νήσου.



 Σύναξη τῆς Παναγιᾶς τῆς Προυσιώτισσας στήν Εὐρυτανία (Παναγία ἡ «ἐν τῷ Πυρσῶ τῆς Εὐρυτανίας»)

Ψηλά, στίς ἐλατόφυτες βουνοκορφές τῆς νοτιοδυτικῆς Εὐρυτανίας, καί σφηνωμένη ἀνάμεσα σέ κάθετους γκριζωπούς βράχους μέ ἄγρια μεγαλοπρέπεια, προβάλλει ἡ ἱερά μονή τοῦ Προύσου. Εἶναι σταυροπηγιακό καί ἱστορικό μοναστήρι, μέ μεγαλόπρεπα τριώροφα κτίρια. Ἀνάμεσά τους ὑπάρχει σπήλαιο λαξευμένο, πού φιλοξενεῖ στό ἐσωτερικό του τόν πρῶτο καί παλαιό ναό τῆς μονῆς.
 Μέσα σ' αὐτόν φυλάσσεται ἡ θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας, πού ἐπονομάζεται Προυσιώτισσα καί ἑορτάζει μέ κάθε ἐκκλησιαστική καί βυζαντινή μεγαλοπρέπεια στίς 22-23 Αὐγούστου.
Τή θαυματουργή αὐτή εἰκόνα τῆς Θεοτόκου λέγεται ὅτι τήν ζωγράφισε ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς καί ἦλθε ἀπό τήν Προῦσα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (σύμφωνα μέ τό χειρόγραφο 3 τοῦ κώδικα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Προυσιωτίσσης). Τήν ἔφερε ἀπό τήν Προῦσα κάποιος εὐγενής νέος στά χρόνια της εἰκονομαχίας (829 μ.Χ.) ἐπί εἰκονομάχου βασιλέως Θεοφίλου. Στό δρόμο ὅμως γιά τήν Ἑλλάδα, στήν Καλλίπολη τῆς Θράκης, τήν ἔχασε καί ἡ εἰκόνα ἀποκαλύφθηκε θαυματουργικά σ' ἕνα τσοπανόπουλο, μέ μία στήλη φωτός σάν πυρσός - γι' αὐτό πῆρε καί τήν ἐπωνυμία Πυρσός - στό μέρος ὅπου ἦταν κρυμμένη.
Ὁ νέος, πού εἶχε ἐγκατασταθεῖ στήν Πάτρα, ὅταν τό ἔμαθε θέλησε νά τήν πάρει. Ἀλλά ἡ εἰκόνα θαυματουργικά γύρισε καί πάλι στό ἄγριο μέρος τῆς Εὐρυτανίας, ὅπου ἀποκαλύφθηκε στούς ντόπιους βοσκούς τή νύχτα ἀπό 22 πρός 23 Αὐγούστου. Τότε ὁ νέος, μαζί μ' ἕναν ὑπηρέτη του, πῆγαν καί αὐτοί ἐκεῖ, ὅπου ἔγιναν μοναχοί μετανομασθέντες Διονύσιος καί Τιμόθεος ἀντίστοιχα.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας εἶναι τύπου Ὁδηγήτριας καί εἶναι ἐπιχρυσωμένη μέ ἀργυροεπίχρυση ἔνδυση, δῶρο τοῦ στρατηγοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη πού φιλοξενοῦνταν στή Μονή τήν περίοδο τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1821 μ.Χ. Τήν ἔνδυση, τήν κατασκεύασε ὁ χρυσοχόος Γεωργίος Καρανίκας τό 1824 μ.Χ., ὅπως μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ ἀνάγλυφη ἐπιγραφή πάνω ἀπό τόν δεξιό ὦμο τῆς Παναγίας: «Ἡ Παντάνασσα. Δί ἐξόδων τοῦ γενναιοτάτου στρατηγοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη, χειρί Γεωργίου Καρανίκα, 1824».
Στό ἱστορικό της μονῆς ἀναφέρεται ὅτι ἐπί τουρκοκρατίας καταστράφηκε πολλές φορές. Ἡ τελευταία ὅμως καταστροφή, πού μετέβαλε τά κτίρια σέ σωρούς ἐρειπίων, ἔγινε τό 1944 μ.Χ. ἀπό τούς γερμανούς. Μετά τήν καταστροφή τῶν κτισμάτων, ἕνας ἀξιωματικός θέλησε νά κάψει καί τήν ἐκκλησία.
Προσπάθησε πολλές φορές, ἀλλά χωρίς ἀποτέλεσμα. Ἐνῶ λοιπόν στεκόταν ἄπ' ἔξω κι ἔδινε διαταγές, τιμωρήθηκε παραδειγματικά ἀπό τό χέρι τῆς Παναγίας. Μία ἀόρατη δύναμη τόν ἔριξε μέ ὁρμή πάνω στό πλακόστρωτο. Τό χτύπημα ἦταν δυνατό, καί ὁ γερμανός ἀνίκανος νά σηκωθεῖ. Τόν σήκωσαν οἱ στρατιῶτες καί τόν ἔβαλαν πάνω σέ ζῶο γιά νά τόν μεταφέρουν στό Ἀγρίνιο.
Ἔτσι ὁ ναός παρέμεινε ἀβλαβής, ὅπως διαφυλάχθηκε ἀκέραιος διά μέσου τῶν αἰώνων.
Πέρασαν τέσσερα χρόνια. Ὁ ἐμφίλιος πόλεμος τώρα μαίνεται στήν ἑλληνική ὕπαιθρο. Οἱ κάτοικοι τῆς Εὐρυτανίας καί ὀρεινῆς Ναυπακτίας ἐγκαταλείπουν τά χωριά τους καί προσφεύγουν γιά ἀσφάλεια σέ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος. Μαζί τους προσφεύγει καί ἡ θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἀκολουθεῖ κι αὐτή τήν τύχη τῶν παιδιῶν της καί μεταφέρεται ἀπό τούς μοναχούς του Προύσου στή ἀκρόπολη τῆς Ναυπάκτου. Τό μοναστήρι παραμένει τελείως ἔρημο.
Ὕστερα ἀπό καιρό ἀρχίζουν οἱ ἐπιχειρήσεις τοῦ στρατοῦ. Ἡ ἐνάτη μεραρχία ἀναλαμβάνει ἐκκαθαριστικές ἐπιχειρήσεις στήν Εὐρυτανία. Μερικά τμήματα περνοῦν ἀπό τόν Προυσό. Ὁρισμένοι ἀξιωματικοί καί στρατιῶτες πλησιάζουν στή σκοτεινή ἐκκλησούλα τῆς σπηλιᾶς καί μπαίνουν γιά νά προσκυνήσουν.
 Ἐκεῖ μέσα ἀντικρίζουν ἕνα παράδοξο θέαμα: Μπροστά τό τέμπλο, στ' ἀριστερά της ὡραίας πύλης, νά ἀναμμένο καντήλι καί μία καλόγρια γονατιστή. Οἱ στρατιῶτες ἀποροῦν. Πῶς ζεῖ αὐτή ἡ μοναχή ἐδώ,τι στιγμή ποῦ ἡ Εὐρυτανία εἶναι τελείως ἔρημη ἀπό κατοίκους; Πῶς συντηρεῖται, τί τρώει, ποῦ βρίσκει λάδι γιά τό καντήλι; Τήν ἐρωτοῦν λοιπόν, κι ἐκείνη σεμνά καί πονεμένα τούς ἁπαντά: «Παιδιά μου, ζῶ ἐδῶ μοναχή μου δυόμισι τώρα χρόνια. Γιά τή δική μου ζωή δέν χρειάζονται φαγητό καί ψωμί. Μοῦ ἀρκεῖ ὅτι ἔχω τό καντήλι μου ἀναμμένο». Οἱ στρατιῶτες, κουρασμένοι ἀπό τίς ἐπιχειρήσεις καί βιαστικοί νά φύγουν, δέν ἔδωσαν προσοχή στά λόγια της.
Τήν ἑπομένη ὅμως, ὅταν τά ἔφεραν πάλι στή μνήμη τους, κατάλαβαν πώς ἐπρόκειτο νιά κάτι θαυμαστό. Κι ὅταν ἀργότερα περνοῦσαν ἀπό τή Ναύπακτο, ζήτησαν μέ ἐπιμονή ἄδεια ἀπό τόν διοικητή τούς νιά νά ἐπισκεφθοῦν τόν μητροπολίτη. Ὁ ἐπίσκοπος Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας Χριστόφορος τούς ὑποδέχθηκε μέ ἀγάπη, κι ἀφοῦ τούς ἄκουσε συγκινημένος, ἔριξε φῶς στό μυστήριο. «Ὁ ναός, τούς εἶπε, πού ἐπισκεφθήκατε, ἀνήκει στήν ἔρημη τώρα ἱερά μονή Προυσιώτισσας, τῆς ὁποίας ἡ θαυματουργή εἰκόνα βρίσκεται πάνω ἀπό δύο χρόνια ἐδῶ, στό παρεκκλήσι τῆς μητροπόλεώς μας, στόν ἅγιο Διονύσιο. Πηγαίνετε νά τήν προσκυνήσετε, καί θά καταλάβετε».
Πῆγαν πράγματι καί προσκύνησαν. Τότε αὐθόρμητα στόν καθένα δόθηκε ἡ ἐξήγηση στήν ἀπορία του: Στήν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος ἀναγνώρισαν τή μοναχή ἐκείνη πού συνάντησαν στό ἐκκλησάκι τῆς σπηλιᾶς, ψηλά στόν Προυσό!


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος ἅ'.

Τῆς Ἑλλάδος ἁπάσης σύ προΐστασαι πρόμαχος καί τερατουργός ἐξαισίων τή ἐκ Προύσσης εἰκόνι Σου, Πανάχραντε Παρθένε Μαριάμ, καί γάρ φωτίζεις ἐν τάχει τούς τυφλούς δεινούς τέ ἀπελαύνεις δαίμονας καί παραλύτους δέ συσφίγγεις ἀγαθή. Κρημνῶν τέ σώζεις καί πάσης βλάβης τούς σοί προστρέχοντας. Δόξα τῷ σῶ ἀσπόρω τοκετῶ, δόξα τῷ σέ θαυμαστώσαντι, δόξα τό ἐνεργούντι διά σου τοιαῦτα θαύματα.

Μεγαλυνάριον
Σφαίρας οὐρανίους φωταγωγεῖς, ἀχράντω οἰκήσει τήν ὑδρόγειον δέ βολαις, ἀρρήτων θαυμάτων, αὐγάζεις ὅθεν πίστει, πάντες σέ προσκυνοῦμεν ὤ Προυσιώτισσα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον

Δεῦτε τήν εἰκόνα τήν ἱερά, τῆς Προυσιωτίσσης, ἀσπαζόμεθα εὐλαβῶς, βρύουσαν παντοίων νόσων καί πάσης βλάβης, ρῶσιν δαψιλεστάτην καί χάρην ἄφθονον.






Σύναξη τῆς Παναγίας τῆς Πολίτισσας στά Λιβάδια Τήλου


Δέν ἔχουμε λεπτομέρειες γιά τό γεγονός.




Σύναξη τῆς Κυρά-Παναγίας στήν Κάρπαθο
Δέν ἔχουμε λεπτομέρειες γιά τό γεγονός.















Σύναξη τῆς Παναγιᾶς τῆς Ἀποκουῆς στόν Νίμο τῆς Σύμης
Δέν ἔχουμε λεπτομέριες γιά τό γεγονός.

  



Σύναξη τῆς Παναγίας τῆς Σκριπούς στόν Ὀρχομενό
Γιά τήν Σύναξη τῆς Παναγίας τῆς Σκριπούς στόν Ὀρχομενό καθώς γιά τό μεγάλο της θαῦμα βλέπε στίς 10 Σεπτεμβρίου.













Σύναξη τῆς Παναγίας τῆς Φανερωμένης στή Νέα Σκιώνη Χαλκιδικής

Τό ξωκλήσι τῆς Παναγίας Φανερωμένης στή Νέα Σκιώνη, βρίσκεται 2 χιλιόμετρα ἀνατολικά του χωριοῦ στή θέση τῆς ἀρχαίας Σκιώνης. Εἶναι χτισμένο ἀκριβῶς στήν ὄχθη καί φιλοξενεῖ θαυμάσιες τοιχογραφίες τοῦ 16ου αἰώνα μ.Χ.
Τό ἐκκλησάκι, καθώς καί ἡ γύρω περιοχή ἀνῆκε στή Μονή Φλαμουρίου, στή Θεσσαλία. Ὅταν ἡ Θεσσαλία ἀπελευθερώθηκε ἀπό τούς Τούρκους, τό 1881 μ.Χ., παραχωρήθηκε στή Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης, στήν ὁποία ἀνήκει μέχρι σήμερα.
Στό ναό φυλάσσεται ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ζωγραφισμένη σέ ὄρθια μαρμάρινη βάση ἀγάλματος. Ἡ παράδοση γιά τό ξωκλήσι λέει ὅτι ἕνας χωρικός της περιοχῆς εἶδε ἕνα φῶς στή θάλασσα νά πλησιάζει στήν ἀκτή. Νομίζοντας ὅτι πρόκειται γιά πειρατικό καράβι, ἐπέστρεψε στό χωριό νά εἰδοποιήσει τούς συγχωριανούς του. Τό πρωί, ὅταν τό φῶς ἔφτασε στήν ἀκτή, εἶδαν ὅτι ἦταν ἕνα μεγάλο κομμάτι μάρμαρο, μέ τήν Παναγία ζωγραφισμένη πάνω του, πού ἐπέπλεε στή θάλασσα. Οἱ χωριανοί ἐντυπωσιάστηκαν ἀπό τό θαῦμα καί ζήτησαν ἀπό τόν Τοῦρκο μπέη τῆς περιοχῆς νά τούς ἐπιτρέψει νά χτίσουν ἕνα ἐκκλησάκι γιά νά στεγάσουν τήν εἰκόνα. Αὐτός ὅμως ἀρνήθηκε, ἔριξε κάτω τήν εἰκόνα καί ἄρχισε νά τήν ποδοπατᾶ. Ἡ εἰκόνα ἔγινε ξαφνικά μαλακή σάν πηλός καί παγίδεψε τά πόδια τοῦ μπέη, μή ἀφήνοντας τόν νά ξεφύγει. Τότε ὁ μπέης μετανίωσε, καί ζητώντας συγνώμη ἐπέτρεψε νά χτιστεῖ τό ἐκκλησάκι αὐτό.
Ἡ τοπική παράδοση ἀναφέρει ὅτι ἡ εἰκόνα κλαίει πρίν συμβεῖ κάτι κακό στή χώρα. Λέγεται ὅτι ἡ εἰκόνα δάκρυσε πρίν ἀπό τόν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, λίγο πρίν γίνει ἡ εἰσβολή τῆς Κύπρου, ἀκόμη καί πρόσφατα, ὅταν δημιουργήθηκε τό θέμα μέ τό ὄνομα τῶν Σκοπιῶν.



Σύναξη τῆς Παναγίας τῆς Καθολικῆς στήν Ρόδο

Κοντά στό Φιλέρημο στά ἐρείπια τῆς ἀρχαίας Ἰαλυσοῦ εἶναι κτισμένη ἡ γραφική κωμόπολη Κρεμαστή, τῆς ὁποίας ὁ καθεδρικός ναός τιμᾶται τό ὄνομα τῆς Παναγιᾶς τῆς Καθολικῆς. Εἶναι κτισμένος στά θεμέλια ἀρχαίας βυζαντινῆς ἐκκλησίας, ὅπως μαρτυροῦν τά δύο κιονόκρανα καί ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἐπιγραφή, πού φέρει ἀπάνω στή θύρα τοῦ νάρθηκα, ἀνακαινίστηκε τό 1839 μ.Χ.

Ὅταν γίνεται ἡ πανήγυρη τῆς Παναγίας τῆς Καθολικῆς, στό χορό πάνω ἀκούει κανείς πολλές φορές ὡραία δίστιχα, πού μερικά ἀναφέρονται στή Μεγαλόχαρη.

Ὤ Παναγιά Καθολική, μέ τά 'κατό καντήλια,
Φύλαε τήν ἀγάπη μου, νά σού τά κάμω χίλια.

Ὤ Παναγιά Καθολική, μέ τά' ἀσημένιο χέρι,
Ἐφέτος ἤρτα μοναχός, τοῦ χρόνου μέ τό ταίρι.

Ὤ Παναγιά Καθολική καί Παναγιά Λεοῦσα
Τήν κόρη, ὅπου ἀγαπῶ, νά μοῦ τήν εὐλογοῦσαν.




Σύναξη τῆς Παναγίας τοῦ Σέλτου στήν Ἄρτα

Τό ἱστορικό μοναστήρι τοῦ Σέλτσου βρίσκεται στίς ἀνατολικές ἐσχατιές τοῦ νομοῦ Ἄρτας, σέ ἀρκετή ἀπόσταση ἀπ' τό χωριό Πηγές, σκαρφαλωμένο στήν πλαγιά μίας ἀπόκρημνης παραφυάδας τῶν Τζουμέρκων, τοῦ Κοκκινόλακκου, τοῦ ὁποίου τά πόδια γλείφει ἀθόρυβα μέ τά νερά τοῦ ὁ ποταμός Ἀχελῶος ἤ Ἀσπροπόταμος ὅπως τόν λένε.
Ἀπ' τά κτίσματα τοῦ παλιοῦ μοναστηριοῦ σώζεται ὁ ναός μόνο ἀκέραιος καί γύρω του ἐρειπωμένα κελλιά τοῦ 18ου μ.Χ. αἰώνα, ἀπ' τά ὁποία ἕνα ἀναστηλώθηκε πρόσφατα καί ἄλλα ἀνακατασκευάζονται τώρα. Ὁ ναός εἶναι ἀφιερωμένος στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου ἀλλά πανηγυρίζει στίς 23 Αὐγούστου, εἶναι δέ μετόχι τῆς μονῆς Ροβέλιστας.
Ὁ ναός ἱδρύθηκε τό 1697 μ.Χ., ὅπως μαρτυρεῖ κτιτορική ἐπιγραφή γραμμένη στό ὑπέρθυρο τῆς θύρας πού ὁδηγεῖ ἀπ' τόν κυρίως ναό στό νάρθηκα. Ἀπό ἐνεπίγραφες προσωπογραφίες πού ὑπάρχουν στήν κόγχη τοῦ νότιου χοροῦ μαθαίνουμε ὅτι κτίτορες τοῦ ναοῦ εἶναι οἱ καπεταναῖοι τῆς Ἄρτας Νίκος καί Ἀποστόλης, ἀγνώστων ἐπωνύμων.
Εἶναι μονόκλιτη καμαροσκέπαστη βασιλική ἀθωνίτικου τύπου, μέ ἐπίσης κάμα ροσκέπαστο νάρθηκα. Ἀντί τρούλλου ὑπάρχει καί ἐδῶ -ὅπως στό ναό τῆς Μεγαλόχαρης- ἐγκάρσιος σκαφοειδής θόλος, ὁ ὁποῖος ἐξωτερικά ἐμφανίζεται ὡς ὀρθογώνιο ὑπερῶο σκεπασμένο μέ δίκλινη στέγη, ἐσωτερικά ὅμως στρογγυλεύονται οἱ γωνίες του καί παίρνει τή μορφή τρούλλου. Στίς μακρές πλευρές τοῦ ναοῦ ὑπάρχουν τρίπλευροι χοροί πού φτάνουν ὡς τή στέγη, στή δέ Β.Δ. γωνία τοῦ σώζονται τά θεμέλια ἀνοιχτοῦ προστώου.
Ἡ τοιχοποιία τοῦ εἶναι ἁπλή χωρίς ἐξωτερική διακόσμηση. Ἐπειδή οἱ ἐσωτερικοί θόλοι τοῦ ναοῦ εἶναι ἀνισοϋψεῖς, ἡ πλακωτή στέγη τοῦ παρουσιάζει βαθμιδωτή διάταξη, προσδίδοντας στό ὅλο κτίσμα ποικιλομορφία καί χάρη.
Ἐσωτερικά οἱ τοῖχοι τοῦ ναοῦ εἶναι καταγραφοι ἀπό εἰκόνες ἐξαιρετικῆς τέχνης, οἱ ὁποῖες εὐτυχῶς σώζονται σέ ἄριστη κατάσταση.
Ἀπ' τήν κτιτορική ἐπιγραφή μαθαίνουμε ὅτι καί ὁ γραπτός διάκοσμος τοῦ ναοῦ ἔγινε τό 1697 μ.Χ., ἀπό δύο Ἀρτινούς ζωγράφους: ἀπό κάποιον ἱερέα Νικόλαο καί τό γιό του. Οἱ τοιχογραφίες ἔχουν τή γνωστή στά χρόνια της τουρκοκρατίας διάταξη σέ ζῶνες.
Οἱ ὁλόσωμοι ἅγιοί της κάτω ζώνης φέρουν ἔξεργα φωτοστέφανα μέ ἀνάγλυφη διακόσμηση. Ξεχωριστό ἐνδιαφέρον παρουσιάζει μία τοιχογραφία στό νότιο χορό, ὅπου εἰκονίζονται οἱ δύο μυστακοφόροι κτίτορες νά κρατοῦν «ὁμοίωμα» τοῦ ναοῦ.
Αὐτές οἱ προσωπογραφίες λαϊκῶν, πέρα ἀπ' τή σπανιότητά τους ὡς θέμα ἐκκλησιαστικῆς εἰκονογραφίας καί τῆς ἀξίας τους ὡς ἱστορικῆς πηγῆς γιά τό ἴδιο τό μνημεῖο, ἀποκτοῦν καί εὐρύτερη σημασία, διότι μαρτυροῦν τήν τόσο πρώιμη ἐθνική ἀφύπνιση τῶν ὑποδουλωμένων κατοίκων τῆς ὀρεινῆς Ἄρτας. Ἀπ' τίς τοιχογραφίες τοῦ νάρθηκα, ἐντύπωση παρουσιάζουν τά μαρτύρια τῶν Ἁγίων, ἡ Δευτέρα Παρουσία μέ τίς λαϊκές παραστάσεις τοῦ κολασμοῦ τῶν ἁμαρτωλῶν καί σκηνές ἐμπνευσμένες ἀπ' τήν Ἀποκάλυψη.
Τῆς ἴδιας ἐποχῆς μέ τίς τοιχογραφίες εἶναι καί τό ἐξαιρετικῆς τέχνης ξυλόγλυπτο τέμπλο μέ τόν πλούσιο διάκοσμο, καθώς καί πέντε φορητές εἰκόνες του, οἱ ὁποῖες ἀφαιρέθηκαν καί φυλάσσονται γιά λόγους ἀσφαλείας. Ἀπ' τόν ἀρχειακό πλοῦτο τοῦ μοναστηριοῦ σώθηκαν μερικά λειτουργικά βιβλία τοῦ 17ου καί 18ου αἰώνα μ.Χ., πολύτιμα γιά τίς πολλές «ἐνθυμήσεις» πού περιέχουν.
Ἐκεῖνο ὅμως πού ἔκανε ξακουστό τό μοναστήρι τοῦ Σέλτσου δέν εἶναι τόση ἡ αἰσθητική καί καλλιτεχνική του ἀξία ὅσο ἡ ἱστορία του: Ἐκεῖ παίχτηκε ἡ τελευταία πράξη τοῦ δράματος τῶν διωγμένων ἀπ' τίς πατρογονικές τους ἑστίες Σουλιωτῶν.
Στό μοναστήρι κλείστηκαν τό 1804 μ.Χ. πάνω ἀπό χίλιοι Σουλιῶτες (ἀγωνιστές καί γυναικόπαιδα) μέ ἀρχηγό τόν Κίτσο Μπότσαρη, γιά νά γλιτώσουν ἀπ' τή μανία τῶν Τουρκολβανῶν τοῦ Ἀλῆ πασᾶ.
Στίς 23 Ἀπριλίου -μετά τρίμηνη πολιορκία ἀπό πολλαπλάσιους ἐχθρούς- κυριεύτηκε μέ προδοσία τό μοναστήρι.
Κατά τήν ἡρωική ἔξοδο πού ἐπιχείρησαν οἱ Σουλιῶτες, σώθηκαν ἀπ' τή σφαγή μόνο ἑξήντα πέντε, περί τούς διακόσιους ὅμως ἀμάχους- κυρίως γυναικόπαιδα- γιά νά μήν πέσουν στά χέρια τῶν βαρβάρων, προτίμησαν νά γκρεμιστοῦν σέ βάραθρο 300 μέτρων ἀναδεικνύοντας ἔτσι τό Σέλτσο σέ ἐθνικό θυσιαστήρι ἀνάλογο ἤ καί ὑπέρτερο ἐκείνου τοῦ Ζαλόγγου.



Σύναξη τῆς Παναγίας Δεμερλιώτισσας στά Φάρσαλα
Τό Ἱερόν Προσκύνημα τῆς Παναγίας τῆς Δεμερλιώτισσας βρίσκεται στό Σταυρό Φαρσάλων (παλιό Δεμερλί, ἀπ’ ὅπου καί ὀνομάστηκε). Στό σημεῖο αὐτό διασταυρώνονται οἱ σιδηροδρομικές γραμμές Βόλου - Καλαμπάκας καί Ἀθηνῶν - Θεσσαλονίκης. Τό Ἱερό Προσκύνημα ἀνήκει πολιτικά καί γεωγραφικά στήν ἐπαρχία Φαρσάλων τοῦ Νομοῦ Λαρίσης, ἐνῶ ἐκκλησιαστικά ἀνήκει στήν Ἱερά Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος καί Φαναριοφερσάλων.
Ἡ ἱερά καί θαυματουργική εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Δεμερλιώτισσας ἔχει διαστάσεις 64X48 ἐκ. Στοιχεῖα γιά τήν προέλευση τῆς εἰκόνας δέν γνωρίζουμε. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση εἶναι μία ἀπό τίς 70 εἰκόνες τῆς Παναγίας πού ἁγιογράφησε ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Λουκᾶς.
Ἡ εἰκόνα ἀνήκει στόν τύπο τῆς δεξιοκρατοῦσας καί φέρει ἀσημένιο κάλυμμα ἐξαιρετικῆς τέχνης. Τό ὕφος τῆς εἰκονιζόμενης Παναγίας εἶναι χαριτωμένο καί καταδεκτικό. Φυλάσσεται στόν ὁμώνυμο προσκυνηματικό ναό τοῦ Σταυροῦ Φαρσάλων. Ἡ Χάρις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἔκανε ἀμέτρητα θαύματα μέσω τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς «Δεμερλιωτίσσης» γι' αὐτό καί ὁ λαός τήν ἀποκαλεῖ «Ἐλεοῦσα».
Ὁ Ἱερός Ναός εἶναι τρίκλιτη βασιλική μέ ἐξωνάρθηκα. Κτίστηκε τό 1778 μ.Χ. καί ἁγιογραφήθηκε τό 1786 μ.Χ. μέ ἔξοδα εὐσεβῶν χριστιανῶν καί μέ τή συνδρομή τοῦ Αἰδεσιμωτάτου πάπα-Ρίζου καί Ἀθανασίου ἱερέως καί Γεραποστόλη τοῦ Πίκλην Νταούτη ἐπιτρόπου, ἐπί Μητροπολίτου Λαρίσης Μελετίου τοῦ Γ', ὅπως μαρτυρεῖ ἡ ἐπιγραφή ποῦ ὑπάρχει πάνω ἀπό τή νότια εἴσοδο τοῦ Ναοῦ.
Ἡ ἁγιογράφηση τοῦ Ναοῦ ἔγινε κατά τό ἔτος 1786 μ.Χ. ἀπό τούς ἁγιογράφους Γεώργιο Γεωργίου ἀπό τό χωριό Μαβρίλο Τυμφρηστού καί Γεώργιο Ἀναγνώστου ἀπό τά Φουρνά Εὐρυτανίας. Ἡ τεχνοτροπία τῆς ἁγιογράφησης ἀκολουθεῖ τήν παράδοση τῆς Κρητικῆς σχολῆς καί ἔχει ὁμοιότητες μέ ἔργα τοῦ Θεοφάνους τοῦ Κρητός (16ος αἰώνας μ.Χ.). Τό ὅλο ἔργο τῆς ἁγιογράφησης χωρίζεται σέ 5 ζῶνες καί καλύπτει ὅλο τόν ἐσωτερικό χῶρο τοῦ ναοῦ.
Ἀρχίζοντας ἀπό κάτω πρός τά ἄνω, στήν πρώτη ζώνη, τῆς ὁποίας σώζεται ἕνα μικρό τμῆμα ἡ Ποδεία. Στή δεύτερη ζώνη ἀπεικονίζονται ὁλόσωμα Ἅγιοι, στήν τρίτη στηθάρια Ἁγίων πού συνδέονται μέ κληματαριά, στήν τέταρτη οἱ 24 οἶκοι τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου καί στήν πέμπτη ζώνη διακρίνονται παραστάσεις ἀπό τό Πάθος καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.
 Στό δυτικό τοῖχο τοῦ ναοῦ διακόπτεται ἡ σειρά τῶν ἀπεικονίσεων ἀπό τήν παράσταση τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καί ἀπό σκηνές τῆς παιδικῆς ἡλικίας της.
Τό τέμπλο εἶναι ξυλόγλυπτο καί κατασκευάστηκε ἐνδεχομένως τό δεύτερο τέταρτό του 19ου αἰώνα μ.Χ. Ἔχει φύλλο χρυσοῦ μέ σκαλιστές παραστάσεις καί φθάνει μέχρι τήν ὀροφή τοῦ Ναοῦ. Στήν κορυφή τοῦ τέμπλου καί στό κέντρο ὑψώνεται ὁ Σταυρός μέ τόν Ἐσταυρωμένο Κύριο, ἐνῶ δεξιά καί ἀριστερά βρίσκονται ἡ Θεοτόκος καί ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Στό τέμπλο σώζονται ἐπίσης οἱ κρίκοι ποῦ τοποθέτησαν οἱ Τοῦρκοι στά χρόνια της σκλαβιᾶς, ὅταν χρησιμοποίησαν τό Ναό γιά στάβλο γιά νά δένουν τά ζῶα τους.
Ὅμως ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος δέν ἐπέτρεψε νά βεβηλωθεῖ τό σπίτι της καί ἔτσι τήν πρώτη φορά πού εἰσῆλθαν οἱ ἄπιστοι Τοῦρκοι γιά νά δέσουν τ' ἄλογά τους ἄρχισαν νά χτυποῦν οἱ καμπάνες δυνατά μόνες τους. Μ' αὐτό τό θαῦμα οἱ ἀλλόθρησκοι καί ἀσεβεῖς κατακτητές τρομοκρατήθηκαν τόσο πολύ ὥστε δέν ἔφεραν ξανά τά ζωντανά τους στόν ἱερό χῶρο.




Σύναξη τῆς Παναγίας Ἐλώνης στήν Ἀρκαδία
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ

Στή μέση της διαδρομῆς Λεωνιδίου - Κοσμᾶ, ἐπάνω σέ ἕναν τεράστιο βράχο τοῦ Παρνωνα, στέκεται ἐπιβλητικό καί μεγαλόπρεπο τό μοναστήρι τῆς Παναγίας Ἐλώνης. Ἀπό τήν πρωτεύουσα τῆς Τσακωνιᾶς καί σέ ἀπόσταση 14 χιλιομέτρων (107 χλμ. ἀπό τήν Τρίπολη) ἐντοπίζουμε τή μονή στό φαράγγι τοῦ Δαφνώνα. Τή διαδρομή ὁρίζει μέ γραφικό τρόπο τό ποτάμι Δαφνιᾶς, ὁ ἀρχαῖος Σεληνούντας, πού δημιουργεῖ ἀπότομες καί ἄγριες χαράδρες. Ὁ ἐπισκέπτης στή συνέχεια ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ ἕνα ἐκπληκτικό θέαμα πού προκαλεῖ ὁ πελώριος βράχος τοῦ Παρνωνα, ἐνῶ ἡ θέα ἀπό ἕναν κρεμαστό ἐξώστη στά ριζά τοῦ μοναστηριοῦ δημιουργεῖ συναισθήματα φόβου καί δέους.
Ἔξω ἀπό τά σύνορά της Κυνουρίας, ἀπό τή Λακωνία ὡς τήν Ἀργολίδα καί τά νησιά Ὕδρα καί Σπέτσες, ἡ Παναγία Ἐλώνης ἀσκεῖ μία ἰδιαίτερα λατρευτική ἐπιβολή. Τό πανηγύρι της δέ συγκεντρώνει προσκυνητές ἀπό ὅλη τήν Ἑλλάδα.
Ἡ Παναγία τιμᾶται ἀφενός κατά τήν ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τήν 23η Αὐγούστου, ἀλλά πάνδημος πανηγυρισμός τελεῖται στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου τήν 21η Νοεμβρίου. Ἀρχικά στό μοναστήρι ἐτιμάτο ἡ Παναγία ὡς Ζωοδόχος Πηγή καί εἶχε καθιερωθεῖ ὁ πανηγυρισμός αὐτῆς τήν 15η Αὐγούστου (Κοίμηση τῆς Θεοτόκου).

ΟΝΟΜΑ

Γιά τήν ἐπωνυμία τῆς μονῆς δέν ὑπάρχει κάποια ἱκανοποιητική ἑρμηνεία. Ἡ ἐπωνυμία «Ἔλωνα» ἀποδίδεται στόν τόπο ὅπου βρέθηκε ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἤ κτίστηκε τό μοναστήρι. Σέ ἐπίσημη μνεία τῆς μονῆς ἀπό τό Πατριαρχεῖο, κατά τήν ἀπονομή τοῦ σταυροπηγιακοῦ της προνομίου, ὁρίζεται «εἰς τοποθεσίαν Ἔλωνης καλουμένην». Ἡ ἐπωνυμία θά μποροῦσε ἴσως νά συσχετιστεῖ μέ τό «ἕλος». Σέ σφραγίδα τῆς μονῆς σέ ἔγγραφό του 1798 μ.Χ. διαβάζουμε: «ΘΕΙΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗΣ ΕΛΩΝΑ».
Σύμφωνα μέ μία ἄλλη θεωρία ἡ μονή ὀφείλει τήν ἐπωνυμία της σέ κάποια παλαιά εἰκόνα, ἡ ὁποία –σύμφωνα μέ τήν παράδοση- μεταφέρθηκε στήν Τσακωνιά ἀπό τό Ἕλος τῆς Λακωνίας, μία περιοχή πού τρέφει ἀκόμη ξεχωριστή πίστη στήν προστασία τῆς Ἔλωνας. Κατά τήν παράδοση αὐτή, ὅταν γύρω στά 582 μ.Χ. οἱ κάτοικοι τοῦ Ἕλους ἐξαιτίας τῆς εἰσβολῆς τῶν Σλάβων κατέφυγαν ἄλλοι στή Μονεμβασία καί ἄλλοι στήν Τσακωνιά, ἔφεραν μαζί τους μία εἰκόνα πού διατήρησε τό ὄνομα τοῦ τόπου τούς (Ἔλωνα ἀπό τό Ἕλος).
Ἡ ὑπόθεση αὐτή εἶναι ἡ ἐπικρατέστερη, καθώς οἱ ἄλλες ἀπόψεις παρουσιάζουν μεγαλύτερες ἐτυμολογικές ἀδυναμίες, ὅπως π.χ. ὅτι προέρχεται ἀπό τή λέξη «ἕλος» (=βάλτος), ἕναν γειτονικό τόπο δηλαδή, βαλτώδη, ὅπου πιθανόν εἶχε πρωτοϊδρυθεῖ ἡ μονή. Ἤ ὅτι μπορεῖ νά ἔχει προέλθει ἀπό τήν τσακώνικη λέξη «Ἔουνη» πού σημαίνει «Ἐλεοῦσα» ἤ ἀπό τήν ὀνομασία σπηλαίου. Ἡ ἐπωνυμία, ὅπως καί νά ἑρμηνευτεῖ ἐτυμολογικά, φαίνεται παλιά. Μία ὑπόθεση ποῦ μποροῦμε νά κάνουμε εἶναι μήπως ἡ ἐπωνυμία « Ἔλωνα» ἔδωσε στό γειτονικό, ἀλλά μεταγενέστερα δημιουργημένο χωριό, τό Λεωνίδιο, τόν ἀρχικό πυρήνα τῆς ὀνομασίας του; Τό Λεωνίδι, πού στά τσακώνικα γίνεται «Ἁγιελίδι», μέ ἐτυμολογική προέλευση ἀπό τό «Ἅγιος Λεωνίδης», μπορεῖ νά προῆλθε ἀπό τό «Ἔλωνα – Ἐλωνίδιο». Ἡ μονή εἶχε μετόχι στό χῶρο πού δημιουργήθηκε τό σημερινό Λεωνίδιο. Ο Pouqueville μάλιστα τό ἀποκαλεῖ «Eleonition».

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, βοσκοί πού εἶχαν τό ποίμνιό τους στίς ἀπέναντι πλαγιές, ἔβλεπαν τή νύχτα κάποιο φῶς στόν ἀπότομο βράχο τοῦ Παρνωνα. Ἀνέφεραν τό γεγονός αὐτό στόν ἐπίσκοπο Ρέοντος καί Πραστού καί ἐκεῖνος μέ τόν κλῆρο τῆς περιοχῆς, τούς τοπικούς προεστούς καί πολλούς χριστιανούς πλησίασαν στό σημεῖο, ὅπου μέ θαυμασμό διαπίστωσαν ὅτι στό μέσον του πανύψηλου βράχου ἦταν τοποθετημένη ἡ ἁγία εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, τήν ὁποία φώτιζε ἕνα ἀναμμένο καντήλι.
Μέ προτροπή τότε τοῦ ἐπισκόπου Ρέοντος καί Πραστού, δύο ἀσκούμενοι μοναχοί, οἱ Καλλίνικος καί Δοσίθεος, ἐγκαταστάθηκαν στό σημεῖο εὕρεσης τῆς εἰκόνας, ἔκτισαν ναΰδριο καί δύο κελιά καί στόν 16ο αἰώνα μ.Χ. εἶχαν ἤδη συστήσει μέ τίς σκῆτες τούς τόν μοναστικό πυρήνα τῆς Ἔλωνας. Σύμφωνα μέ τήν ἴδια παράδοση, οἱ κτήτορες τῆς μονῆς σέ προχωρημένη ἡλικία ἔγιναν μάρτυρες τῆς πίστεως καί νεομάρτυρες τῆς Κυνουρίας, ὅταν σφαγιάστηκαν ἀπό δύο Τούρκους πού «διήρπαζον περιπλανώμενοι» τούς χριστιανούς. Οἱ δύο Τοῦρκοι, τιμωρήθηκαν ἀπό τήν Παναγία, ἀφοῦ τυφλώθηκαν τή στιγμή πού ἔμπαιναν στό ναΰδριο γιά νά τό συλήσουν. Ἔτσι, μετανόησαν, βρῆκαν πάλι τό φῶς τους καί ἀφιέρωσαν τά ὑπάρχοντά τους στή μονή, ἡ ὁποία γιά τό λόγο αὐτό δέχτηκε πολλά προνόμια ἐκ μέρους τῶν Ὀθωμανῶν κατακτητῶν. Αὐτό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τά ἑπόμενα χρόνια ἡ μονή νά ἀναπτυχθεῖ σέ ἀριθμό μοναχῶν καί κτισμάτων, προσκυνητῶν καί δωρεῶν.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Κυριότερη γραπτή μαρτυρία γιά τήν ἱστορία τῆς μονῆς ἀποτελεῖ τό σωζόμενο στή Βιβλιοθήκη τῶν Παρισίων συνοδικό σιγίλλιο τοῦ Σεραφείμ Ἅ΄ πού χρονολογεῖται τόν Ἰούλιο τοῦ 1730 μ.Χ., καθώς καί ὁρισμένα μεταγενέστερα πατριαρχικά ἔγγραφα.
Ἡ Μονή Ἐλώνης, εὐημεροῦσα ἀπό τό 1688 μ.Χ., πρέπει νά ὑπέστη ἄγρια ἐπιδρομή κατά τήν ἐπανεγκατάσταση τῶν Τούρκων καί τή γενική δοκιμασία τοῦ τόπου ἀπό τίς ἐνετοτουρκικές πολεμικές ἐπιχειρήσεις τό 1715 μ.Χ. Παρέμειναν ὅμως μερικοί μοναχοί, οἱ ὁποῖοι φρόντισαν γιά ὅ,τι ἀπέμεινε καί μέ τή βοήθεια τῶν χριστιανῶν ἀνασυγκρότησαν τό μοναστήρι. Πέρασαν ὅμως ἀρκετά χρόνια μέχρι νά ἐμφανιστεῖ ἀνακαινισμένο τό μοναστήρι. Πρώτη ἐνέργεια τῶν μοναχῶν ἦταν νά ἐπιζητήσουν τήν ἀνανέωση τοῦ σταυροπηγιακοῦ προνομίου, ὥστε νά μήν ἐπεμβαίνει ὁ ἐπίσκοπος Ρέοντος στά τῆς μονῆς, γεγονός πού σαφῶς ἀναγράφεται στό σιγίλλιο, καί κατά δεύτερον γιά νά θέσουν φραγμό στίς ἁρπακτικές διαθέσεις τῶν ὀργάνων τῆς τουρκικῆς ἐξουσίας. Ἔτσι, τό 1730 μ.Χ. περίπου ἀνανεώθηκε ἡ σταυροπηγιακή ἀξία τῆς μονῆς καί ἔκτοτε συνεχίστηκε ἡ ἐξάρτησή της ἀπό τό Πατριαρχεῖο.
Νέα ἀνανέωση τοῦ σταυροπηγιακοῦ προνομίου τῆς μονῆς πραγματοποιήθηκε ἀπό τόν πατριάρχη Γρηγόριο Ἐ΄ (βλέπε 10 Ἀπριλίου), πού ἀνανέωσε τήν ἀξία ὅλων τῶν σταυροπηγιακῶν μοναστηριῶν κατά τήν πρώτη του πατριαρχία, τόν Ἰούνιο τοῦ 1798 μ.Χ. Τό σιγίλλιο αὐτό ἀποκεῖται μεταξύ τῶν χειρογράφων καί ἐγγράφων τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου Σπάρτης. Στήν κάτω δεξιά γωνία τῆς περγαμηνῆς ὑπάρχει ἡ ὑπογραφή τοῦ Γρηγορίου Ἐ΄ ὡς ἐπιβεβαίωση τῆς τρίτης πατριαρχίας (11 Ἰουνίου 1819 μ.Χ.).
Λίγο νωρίτερα μαρτυρεῖται ἡ ἀποστολή ἐξουσιοδοτημένων ἐξάρχων ἀπό τόν πατριάρχη, μέ τήν ἐντολή νά ἐλέγξουν τήν κατάσταση τῶν μονῶν καί τήν οἰκονομική τους διαχείριση. Μετά τήν ἐπίσκεψη τῶν πατριαρχικῶν ἐξάρχων στή μονή Ἐλώνης, ὁ ἡγούμενος αὐτῆς Νικόδημος, ἀπευθυνόμενος πρός τόν πατριάρχη καί τήν Πατριαρχική Σύνοδο μέ εἰδική ἀναφορά του στίς 6 Φεβρουαρίου 1798 μ.Χ., προσφέρει ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες. Στήν ἔκθεση αὐτή κάνει μνεία τῆς παρουσίας τῶν ἐξάρχων, οἱ ὁποῖοι ἀνέγνωσαν τά πατριαρχικά γράμματα τῆς ἐξουσιοδοτήσεώς τους στούς μοναχούς καί ὕστερα μέ τήν παρουσία τοῦ ἐπισκόπου Ρέοντος καί Πραστού, πού φαίνεται ὅτι συνόδευε τούς ἐξάρχους, παρουσίασαν τόν κατάλογο τῶν λογαριασμῶν γιά τόν ἔλεγχο.
Ὅπως φαίνεται ἀπό μεταγενέστερες ἀπογραφές τῶν περιουσιακῶν της στοιχείων, ἡ μονή εἶχε ἀποκτήσει σημαντική κτηματική περιουσία. Μετά τό 1715 μ.Χ. μάλιστα συνῆψε δάνειο, πού σημαίνει ὅτι ἡ μονή διέθετε περιουσία, ἀπό τήν ἀπόδοση τῆς ὁποίας ἔμελλε νά ἐξοφληθεῖ. Δεδομένη ἀκόμη εἶναι ἡ ἀφοσίωση τῶν χριστιανῶν στήν εὐρεία περιοχή καί αὐτονόητη ἡ ἐνίσχυση τῆς μονῆς ἀπό τό προσκύνημα. Ὅλα τά ἀνωτέρω ἐπιβεβαιώνονται ἀπό τά σωζόμενα δικαιοπρακτικά ἔγγραφά της μονῆς. Περισσότερα στοιχεῖα ὡστόσο θά μποροῦσε νά μᾶς δώσει ὁ κτητορικός κώδικας τῆς μονῆς, ὁ ὁποῖος δυστυχῶς δέν σώζεται.
Κατά τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση οἱ μοναχοί της Ἔλωνας δέν ἔμειναν παρατηρητές τῶν μεγάλων γεγονότων. Γιά τόν ἡγούμενο τῆς μονῆς Νεόφυτο ὑπάρχει ἡ πληροφορία ὅτι στρατεύτηκε καί φονεύτηκε κοντά στό Ἄργος. Λόγω τῆς ὀχυρῆς της θέσης, ἡ μονή χρησιμοποιήθηκε ὡς ἀσφαλές καταφύγιο ἀμάχων. Γιά τήν οἰκονομική ἐνίσχυση τοῦ Ἀγώνα, ἡ μονή προσέφερε τό 1822 μ.Χ. στήν Πελοποννησιακή Γερουσία 1500 γρόσια ὑπό μορφή δανείου, πού δέν ἐπεστράφη ποτέ. Ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἄν ἔγιναν ἐπιχειρήσεις ἐναντίον τοῦ ὀχυροῦ μοναστηριοῦ, εἶναι βέβαιο ὅτι αὐτό χρησιμοποιήθηκε γιά τήν συγκέντρωση πολεμοφοδίων, γιά τήν ἀσφάλεια τοῦ ἄμαχου πληθυσμοῦ καί τή στάθμευση ἐνόπλων σωμάτων ἐν ὄψει ἐχθρικῶν ἐπιχειρήσεων.
Μετεπαναστατικά, τά πιό πολλά μοναστήρια ἔδιναν τήν εἰκόνα διάλυσης. Τό 1836 - 1854 μ.Χ., μέ τά μέτρα τῆς Ἀντιβασιλείας τοῦ Ὄθωνα, ἡ μονή τῆς Ἔλωνας κρίθηκε διατηρητέα καί ἔμελλε νά ἀπορροφήσει τούς μοναχούς τῶν γειτονικῶν μοναστηριῶν, πού εἶχαν διαλυθεῖ. Ἔφθασε μάλιστα κάποια χρονική περίοδο ἡ Ἔλωνα νά εἶναι πολυάνθρωπη (ἀναφέρεται ἀριθμός 40 ἀτόμων). Οἱ μοναχοί ἀπασχολοῦνταν μέ ἐνοικιάσεις, ἐκποιήσεις, βελτιώσεις κλπ. τῆς κτηματικῆς περιουσίας τῆς μονῆς. Ἡγούμενος τότε ἦταν ὁ Θεοδώρητος, τόν ὁποῖο μετά τό θάνατό του διαδέχτηκε τό 1839 μ.Χ. ὁ ἱερομόναχος Ἰωακείμ.
Τά χρόνια μετά τό 1860 μ.Χ. ὑπῆρξαν κρίσιμα γιά τή μονή. Μόλις γύρω στά 1900 μ.Χ. τό μοναστήρι ἀναζωογονεῖται μέ τήν παρουσία πολλῶν μοναχῶν καί ἐφεξῆς ἀκμάζει. Τό 1930 μ.Χ. μάλιστα ἡ μονή ἐμφανίζεται σάν μία ἀπό τίς πλουσιότερές της Πελοποννήσου. Τό 1972 μετατράπηκε μ.Χ. ἀπό ἀνδρώα σέ γυναικεία μονή.

Η ΜΟΝΗ ΣΗΜΕΡΑ

Κτιριακό συγκρότημα

Μία ἐπιμελημένη κλίμακα μέ πλατιά σκαλοπάτια ὁδηγεῖ στήν τοξωτή εἴσοδο τῆς μονῆς, ἐνῶ πάνω ἀπό τήν εἴσοδο ὑπάρχει μία καταχύστρα. Ἕνας ἀνοικτός διάδρομος, 15 περίπου μέτρων, ὁδηγεῖ στή δεύτερη πύλη, πού καλύπτεται ἐπίσης μέ καταχύστρα. Ἀπό τό σημεῖο αὐτό ξεκινάει ὁ δεύτερος διάδρομος, 100 περίπου μέτρων, ὁ ὁποῖος στά δεξιά τοῦ ἔχει τόν πανύψηλο κόκκινο βράχο καί στά ἀριστερά του τόν ἀπότομο γκρεμό. Ὁ διάδρομος αὐτός ὁδηγεῖ στόν κεντρικό χῶρο τῆς μονῆς μέ τά ἐσωτερικά οἰκοδομήματα. Τά διαφορετικά ἐπίπεδα, οἱ διάδρομοι, οἱ στοές καί οἱ κλίμακες προσδίδουν ἕνα ρυθμό κίνησης καί ἐσωτερικῆς ζωῆς στό κτιριακό συγκρότημα.
Μία κλίμακα ὁδηγεῖ κάτω ἀριστερά σέ ἕναν στενόμακρο διάδρομο, ὅπου στήν ἀνατολική του πλευρά ὑψώνεται τριώροφο κτίριο μέ κελιά καί ξενῶνες στόν πρῶτο ὄροφο, τραπεζαρίες καί ἀποθῆκες κάτω, ἐνῶ παραπλεύρως συνεχίζει μέ τά γραφεῖα καί τούς χώρους ὑποδοχῆς. Τά χαγιάτια-βεράντες καί τά μπαλκόνια προσφέρουν μία ἐξαιρετική θέα.
Μία ἄλλη κλίμακα ὁδηγεῖ στό ἀπέναντι κτίριο τῆς δυτικῆς πλευρᾶς τῆς μονῆς. Πρόκειται γιά τριώροφο κτίριο, οἱ ἄνω ὄροφοι τοῦ ὁποίου χρησιμοποιοῦνται ὡς ξενῶνες καί τό ἰσόγειο ὡς ἀποθῆκες. Μία κλίμακα πίσω ἀπό τό κτίριο αὐτό ὁδηγεῖ στό παρεκκλήσι τῶν Ἁγίων Πάντων. Παραπλεύρως διατηρεῖται ἕνα παλαιό ἀσκητήριο σέ βραχώδη κοιλότητα.
Στό νότιο ἄκρο τοῦ διαδρόμου μία διπλή κλίμακα μέ δέκα σκαλιά ὁδηγεῖ σέ μία μικρή τριγωνική πλακόστρωτη αὐλή, πού ἀνοίγεται μπροστά ἀπό τό καθολικό. Στό προαύλιο τῆς μονῆς ὑπάρχει σκάλα πού ὁδηγεῖ σέ χαμηλότερα ἐπίπεδα διαμορφωμένων χώρων, ἐνῶ πιό πέρα, κάτω ἀπό στοά ὑπάρχουν χῶροι πού ἀνήκουν στίς βοηθητικές ὑπηρεσίες τῆς μονῆς (ζυμωτήρια, φοῦρνοι κλπ.). Ἡ ὕδρευση τῆς μονῆς ἐπιτυγχάνεται ἀπό τό νερό πού πηγάζει ἀπό τόν βράχο. Τό νερό αὐτό στή συνέχεια συγκεντρώνεται σέ εἰδική στέρνα στά δυτικά του καθολικοῦ.

β) Καθολικό της μονῆς

Τό σημερινό καθολικό της μονῆς ἀποτελεῖ κτίσμα τοῦ 1809 μ.Χ. Πρόκειται γιά καμαροσκεπή βασιλική, ἐσωτερικῶν διαστάσεων 5,10 μ. x 14,90 μ., προσαρμοσμένη στή φυσική κοιλότητα τοῦ βράχου. Διαθέτει τέσσερις τετράγωνες θύρες εἰσόδου στή βόρεια πλευρά, ἐνῶ ἡ πιό μεγάλη ἔχει ἕνα λίθινο τόξο πάνω ἀπό τό ἀνώφλι, τοποθετημένο λίγο ἀκανόνιστα. Ἀριστερά ὑφίσταται μία κόγχη κενή καί δεξιά μία ἐντοιχισμένη πλάκα μέ κτητορική ἐπιγραφή σέ ἔμμετρη μεγαλογράμματη γραφή, πού ἀναφέρει τά ἑξῆς:

ΕΓΩ ΜΕΝ ΑΝΕΙ ΓΕΡΜΑΙ ΓΗΣ ΕΚ ΒΑΡΑΘΡΩΝ

ΛΙΑΝ ΩΡΑΙΟC ΝΑΟC ΤΗC ΘΕΟΤΟΚΟΥ

ΠΟΝΟΙC ΦΡΟΝΤΙCΙ ΤΩΝ ΩΔΕ ΜΟΝΑΖΟΝΤΩΝ

ΑΔΡΑΙC ΤΕ ΔΑΠΑΝΗCΙ ΜΟΝΗC ΙΔΙΑC

ΗΓΟΥΜΕΝΕΥΟΝΤΟC ΤΟΥ ΚΥΡΟΥ ΝΕΟΦΥ

ΤΟΥ ΕΙΛΚΕ ΓΕΝΟC ΕΚ ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙΟΥ

ΕΦΗΓΕΜΩΝΟC ΒΕΛΗ ΤΟΥ ΗΠΕΙΡΩΤ(ΟΥ)

ΚΑΙ ΤΟΥ ΡΕΟΝΤΟC ΤΟΥ CΕΠΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ

ΚΑΤΑ ΤΟ Α Ὤ Θόν ΕΤΟC ΤΟ CΩΤΗΡΙΟΝ

O ἡγούμενος Νεόφυτος ὑπῆρξε μέλος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας καί σκοτώθηκε στό Ἄργος τό 1821 μ.Χ. Ἡ ἐπιγραφή τοποθετήθηκε κατόπιν ἀδείας του Τούρκου διοικητῆ τῆς Πελοποννήσου, Βελή πασά, ἐπί τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ρέοντος καί Πραστού, Ἰακώβου. Σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή, ὁ ναός τοῦ 1809 μ.Χ. καταλαμβάνει τή θέση παλαιότερου ναοῦ καί προεκτείνεται κατά τήν ἀνατολική πλευρά τῆς σπηλιᾶς, ὥστε νά προεξέχει.
Τό φῶς διέρχεται στό ναό ἀπό δύο παράθυρα τῆς εἰσόδου καί τρία του ἱεροῦ. Στήν ἀνατολική πλευρά ὑπάρχει φωτιστική θυρίδα στήν τρίπλευρη ἁψίδα, ἐνῶ στή νότια πλευρά ὑπάρχει ἕνα ἄλλο τετράγωνο παράθυρο, διαστάσεων 0,65 μ. x 0,90 μ.
Ἀξιόλογο στοιχεῖο τῆς ἐσωτερικῆς διακόσμησης τοῦ ναοῦ ἀποτελεῖ τό ξυλόγλυπτο τέμπλο ἀπό καρυδιά, πού χωρίζει τό Ἱερό Βῆμα ἀπό τόν κυρίως ναό. Στά θωράκια ὑπάρχουν σκαλιστές παραστάσεις, ὅπως τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Κάτω ἀπό τό Δωδεκάορτο ὑπάρχουν μεταξύ ἄλλων οἱ ἀκόλουθες παραστάσεις: Ἀνάσταση, Μυστικός Δεῖπνος, Μεταμόρφωση.
Στή δυτική πλευρά τοῦ ναοῦ μία κυκλική σκάλα ὁδηγεῖ στόν γυναικωνίτη. Στό κέντρο τῆς βόρειας πλευρᾶς τοῦ καθολικοῦ ἔχει προσκολληθεῖ ὑψηλό διώροφο μαρμάρινο κωδωνοστάσιο, τό ὁποῖο κτίστηκε τό 1831 μ.Χ.

ΙΕΡΑ ΚΕΙΜΗΛΙΑ

Στό προσκηνητάρι δεσπόζει ἡ φορητή εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς, πού χρονολογεῖται ἀπό τό 1350 μ.Χ. περίπου. Εἶναι κατασκευάσμενη μέ κερί καί μαστίχα σέ ξύλο, ἐνῶ ἀργότερα προστέθηκε χρυσό περίτεχνο «πουκάμισο» καί καλύφθηκε ἀπό τάματα. Εἰκάζεται ὅτι ἡ εἰκόνα φιλοτεχνήθηκε ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ καί ἡ ἱστορία τῆς εἶναι ἄρρηκτα δεμένη μέ τήν ἵδρυση τῆς Μονῆς.
Σέ ἀπογραφή τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑποστατικῶν τοῦ ἔτους 1828 μ.Χ. σέ εἰδικό κατάστιχο ἡ μονή Ἔλωνας ἐμφανίζεται νά διαθέτει μεταξύ ἄλλων ἱερά σκεύη, ἀργυρᾶ εὐαγγέλια, σταυρούς, δύο εἰκόνες μέ ἀργυρή ἐπένδυση, ἄμφια, βιβλία.
Στό καθολικό, μέσα σέ προθῆκες, ἐκτίθενται ἅγια λείψανα, εὐαγγέλια, ἱερά κειμήλια καί πολλά ἀφιερώματα.

ΜΕΤΟΧΙΑ

Στήν ἀπογραφή τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑποστατικῶν τοῦ 1828 μ.Χ., ἡ μονή Ἔλωνας ἐμφανίζεται νά διαθέτει ἑπτά μετόχια, ἐκ τῶν ὁποίων ἕνα στόν Κοσμᾶ (τό κατοπινό σχολεῖο τοῦ χωριοῦ) μέ μικρή ἐκκλησία τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς καί ἕνα μετόχι στόν Πουρναρό κοντά στόν Κοσμᾶ. Μετόχι τῆς Ἔλωνας ὑπῆρχε καί στό Λεωνίδιο (ναός τῆς Εὐαγγελίστριας), ὅπου τελεῖται ἡ πανήγυρις τῆς 21ης Νοεμβρίου μέ τή μεταφορά τῆς θαυματουργῆς εἰκόνας. Περιουσία τῆς μονῆς ἀποτελοῦν ἐπίσης τά μετόχια στό Γεράκι καί στά Ἐλοχώρια. Ἄλλο μετόχι ὑπῆρχε στό Μάρι καί ἴσως τό τοπωνύμιο Ἔλωνα στήν Ὕδρα νά συνεπάγεται ἄλλο μετόχι.

ΚΗΡΥΞΗ

Μέ τό ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ30/50540/1116 (ΦΕΚ 59/Β/31-1-1990) ἡ Ἱερά Μονή κηρύχτηκε ὡς ἱστορικό διατηρητέο μνημεῖο μέ ζώνη προστασίας 250 μέτρα γύρω του.

Η ΚΛΟΠΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ

Στίς 18 Αὐγούστου τοῦ 2006 μ.Χ. ἡ ἱστορική εἰκόνα τῆς Παναγίας κλάπηκε ἀπό τή μονή μαζί μέ τά ἀφιερώματά της. Ἡ κλοπή αὐτή προκάλεσε αἴσθηση καί δημοσιοποιήθηκε τόσο ἀπό τά ἑλληνικά ὅσο καί ἀπό τά διεθνῆ μέσα ἐνημέρωσης. Ἡ εἰκόνα ἐντοπίστηκε ἀπό τήν Ἑλληνική Ἀστυνομία 38 ἡμέρες ἀργότερα στό Φαρακλό Λακωνίας. Ὁ δράστης συνελήφθηκε καί ἡ εἰκόνα ἐπιστράφηκε στή θέση της μέ μία πανηγυρική τελετή. Στήν τοποθεσία πού βρέθηκε χτίστηκε μέ ἔξοδα τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας εἰκονοστάσι, στό ὁποῖο τοποθετήθηκε πιστό ἀντίγραφό της εἰκόνας, ἀκριβῶς ἕνα χρόνο μετά τόν ἐντοπισμό της.

.
 

Σύναξη τῆς Παναγίας Παλαιοφορίτισσας στήν Βέροια

Δέν ἔχουμε λεπτομέρειες γιά τό γεγονός.



 Σύναξη τῆς Παναγίας Κουτσουριώτισσας στήν Ἐρατεινή Φωκίδος
Τά Μοναστήρια μᾶς εἶναι πρώτιστα τόπος ἀσκήσεως, προσευχῆς, περισυλλογῆς, πνευματικῆς καταρτίσεως καί τελειότητος. Τό πνεῦμα ξεκάθαρο ἀπό τήν καθημερινή πάλη, τούς θορύβους καί τίς μέριμνες, ἀπαλλαγμένο ἀπό τίς μικρότητες καί ἀδυναμίες ἀνεβαίνει ὅλο καί ψηλότερα στίς κορυφές τῆς ἀρετῆς καί ἁγιότητος.
Ἕνα τέτοιο Μοναστήρι ἦταν παλαιότερα καί εἶναι σήμερα ἡ Παναγία ἡ Κουτσουριώτισσα. Ἄς παρακολουθήσουμε τήν ἱστορική πορεία της. Ἡ Παναγία διάλεξε ἕνα βραχώδη, ἀπόκρημνο λόφο ὕψους 800 περίπου μέτρων ἀπό τήν θάλασσα, πλησίον του χωριοῦ Ἀμυγδαλιά Δωρίδος, γιά νά κτισθεῖ τό Μοναστήρι της. Πρίν ἀπό τό κτίσιμο τοῦ Μοναστηριοῦ περί τό 1670 μ.Χ., προηγήθηκε ἕνα θαῦμα τῆς Παναγίας μας: Ἡ εὕρεση τῆς Ἁγίας Εἰκόνος της. Τό θαῦμα ξεκίνησε ἀπό τήν Ἱερά Μονή Ταξιαρχῶν Αἰγίου.
Ἕνας Μοναχός της Μονῆς ἔβλεπε ἕνα φῶς ξεχωριστό ἀπό ἄλλα τυχόν φῶτα γιά τήν ζωηράδα καί τήν λαμπρότητά του στήν ἴδια πάντοτε θέση. Ἀσφαλῶς τοῦ γεννήθηκε ἡ ἀπορία καί ἡ περιέργεια τί νά εἶναι τό φῶς αὐτό. Δέν ἄργησε καί πολύ γιά νά λυθεῖ ἡ ἀπορία του. Φαίνεται ὅτι θά ἦταν πρόσωπο φωτισμένο ἀπό τόν Θεό, χαρισματοῦχο.
Εἶδε στό ὄνειρό του τήν Παναγία ἡ ὁποία τοῦ εἶπε περίπου: «Στό σημεῖο ἀκριβῶς πού βλέπεις τό φῶς εἶναι ἡ εἰκόνα μου καί θέλω νά κατοικήσω ἐκεῖ».
Λόγια λίγα σύντομα, ἀλλά ἀποκαλυπτικά, ο, τί ἔπρεπε γιά νά ἐνεργήσει ἀμέσως. Ξεκίνησε, πέρασε τόν Κορινθιακό καί μέσω Ἐρατεινῆς ἦλθε στό σημεῖο ὅπου ἔβλεπε τό φῶς. Κατέβηκε στόν ἀπόκρημνο βράχο ὅπου συνάντησε μία σπηλιά καί στήν εἴσοδο τῆς ἕνα δέντρο, ὅπου στό κούφιο κορμό τοῦ βρέθηκε ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας. Λίγο πιό μέσα ἀπό τήν εἴσοδο κτίσθηκε ναΐδριο πού ὑπάρχει καί σήμερα, ὅπου τοποθετήθηκε ἡ Ἁγία καί Θαυματουργός Εἰκόνα.
Τό θαῦμα ἔγινε γνωστό καί ἄρχισαν νά ἔρχονται πολλοί προσκυνητές. Ἀπό τότε πῆρε τό ὄνομα: «Παναγία ἡ Κοτσουριώτισσα», ἀπό τό κούτσουρο-κοῖλο δέντρο πού βρέθηκε ἡ εἰκόνα.
Γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν πιστῶν ἀργότερα στήν κορυφή τοῦ λόφου κτίστηκε Ναός περί τό 1670 μ.Χ. μέ κελλιά γύρω. Φαίνεται ὅτι ἀργότερα ἐπανδρώθηκε ἡ Ἱερά Μονή καί εἶχε ἱκανοποιητική πρόοδο μέχρι τό 1825 μ.Χ. ποῦ κατεστράφη ἀπό τούς Τούρκους καί τό 1835 μ.Χ. ἀνοικοδομήθηκε μέ τά πέριξ κελλιά. Προσέφερε μεγάλες ὑπηρεσίες στούς πέριξ κατοίκους πού κατά περιόδους κυνηγημένοι ἀπό τούς Τουρκαλβανούς κατέφευγαν στό Μοναστήρι γιά προστασία. Ὁ Ναός καί τά κελλιά ἐπέστησαν ἐκτεταμένες ζημιές ἀπό τόν σεισμό στίς 15ης Ἰουνίου 1995 μ.Χ. καί μέ τήν ἄοκνη προσπάθεια μίας νέας ἀδελφότητος καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ Μητροπολίτου κ.κ. Ἀθηναγόρα ἀνεγείρεται νέος περικαλλής Ναός (Καθολικό) στό ἴδιο μέρος.
Ἄς δοξάζουμε τόν Θεό γιά τό ταπεινό τοῦτο Μοναστήρι καί ἄς τό ἀναδεικνύει τόπο προσευχῆς καί σωτηρίας ψυχῶν.
Ἡ Παναγία ἡ Κουτσουριώτισα πανηγυρίζει ἐπίσης καί στίς 2 Φεβρουαρίου, τήν 2η μέρα τοῦ Πάσχα καί τήν 2η Κυριακή του Ἰουνίου (Ἀνάμνησης Ἐνθρονίσεως Ἱερᾶς Εἰκόνος).


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος ἅ΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τήν σεπτήν Σου Εἰκόνα Κουτσουριώτισσα Δέσποινα, ὡς ἁγίασμα θεῖον εὐλαβῶς ἐδεξάμεθα, καί πάσα ἡ Φωκίς τή Σή Μονή, προστρέχει καί λαμβάνει ἐξ αὐτῆς, τάς αἰτήσεις τή θερμή Σου ἐπισκοπῆ, Παρθένε ἀνακράζοντες• δόξα τή Σή χρηστότητα Ἁγνή, δόξα τοῖς θαυμασίοις Σου, δόξα τή πρός ἠμᾶς Σου ἀρωγή Πανύμνητε.

Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῶ ἑκουσίως.
Τή θαυμαστή Σου καί Ἁγία Εἰκόνι, ἤν Κουτσουριώτισσαν προσφόρως καλοῦμεν, μετά σπουδῆς προστρέχοντες ἑκάστοτε, ἐξ αὐτῆς λαμβάνομεν, τά αἰτήματα πάντα, καί πάσης λυτρούμεθα, δυσχερείας καί λύπης. Σύ γάρ παρέχεις πάσι δαψιλῶς, Θεοχαριτῶτε Κόρη τήν χάριν Σου.

Μεγαλυνάριον
Δέδωκας Εἰκόνα Σου τήν σεπτήν, Κεχαριτωμένη Κουτσουριώτισσα Μαριάμ, πάση τή Φωκίδι, θησαύρισμα ὡς θεῖον, ἁγιασμόν καί χάριν πάσι παρέχουσαν.


Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.