Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011

«Ο Αμερικάνος» Μέρος Β'. Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (για παιδιά και νέους). Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Ξαφνικά ο ξένος αναγκάστηκε να παραμερίσει, γιατί δυο παιδία, που το ένα τους κρατούσε ένα φανάρι, και που μόλις είχαν κατέβει από μια σκάλα, έρχονταν προς τα εδώ. Γύρισε μερικά βήματα πίσω, προς το μέρος από όπου είχε έρθει.
Τα παιδία ήρθα κοντά, και ούτε καν τον πρόσεξαν. Ανέβηκαν τη σκάλα εκείνου ακριβώς του σπιτιού που ο ξένος το είχε κοιτάξει για πολλή ώρα. Όταν το είδε αυτό έκανε μια κίνηση, και γύρισε πάλι πίσω με ζωηρό ενδιαφέρον. Στάθηκε και έστησε αφτί.
Τα παιδιά χτύπησαν την πόρτα.
-Να ΄ρθουμε να τραγουδήσουμε, θεία;
Ύστερα από μια στιγμή ακούστηκαν από μέσα βήματα, άνοιξε η πόρτα, και μια γριά με μαύρη μαντίλα έσκυψε μπροστά και είπε με θλιβερή φωνή:
-Όχι, παιδάκια μου, τι να τραγουδήσετε από μας; Έχουμ΄ εμείς κανένα; Καλή χρονίτσα να ΄χετε, και σύρτε αλλού να τραγουδήσετε.
Τους έβαλε μια πενταρίτσα στο χέρι, και τα παιδιά έφυγαν ευχαριστημένα γιατί, χωρίς άλλο κόπο εκτός που ανέβηκαν και κατέβηκαν τη σκάλα, κέρδισαν μια πεντάρα.
Ο ξένος, αόρατος από μια γωνιά, είδε τη ρυτιδωμένη εκείνη μορφή και άκουσε την πικραμένη φωνή εκείνη. Το περίεργο ήταν ότι αναστέναξε με ανακούφιση, φάνηκε σαν να χάρηκε.
Του ήρθε τότε μια ιδέα που, χωρίς να συλλογιστεί πολύ, την έβαλε σε εφαρμογή. Αφού έκλεισε η πόρτα και η γριά έγινε άφαντη, τα παιδιά κατέβηκαν τη σκάλα ανταλλάσοντας κάποιες λέξεις.
-Τώρα έχουμε, βρε Γρηγόρη, μια κι εξηνταπέντε.
-Κι από πόσα κάνει να πάρουμε; είπε ο άλλος, που ήταν κάσσα (ταμίας). Από ογδόντα λεπτά.
-Δεν θα μοιραστούμε και την πεντάρα αυτηνής της γριάς;
-Ναι, θα την μοιραστούμε, βρε Θανάση άνω τελεία ογδόντα ο ένας κι ογδόντα ο άλλος.
-Την παίρνουμε, βρε Γρηγόρη, καρύδια, και τα μοιραζόμαστε.
-Και αν μας δώσουνε πέντε καρύδια, από πόσα θα πάρουμε;
Ξάφνου ο ξένος παρουσιάστηκε μπροστά στα παιδιά, τέντωσε το χέρι και τους έδηξε ένα τάλιρο.
Τα παιδιά, που δεν είχαν δει άλλοτε άνθρωπο με ξυρισμένα γένια και μουστάκια, εξαφανίστηκαν, και το ένα, εκείνο που κρατούσε το φανάρι, έβγαλε μια μικρή κραυγή, ενώ το άλλο, που η τσέπη του βροντούσε, έτρεχε να φύγει. Τότε ο Θανάσης, με την υποψία ότι, αν έφευγε ο Γρηγόρης, ίσως την αυριανή μέρα θα κρύβονταν και δεν θα του έδινε λογαριασμό, άφησε το φαναράκι καταγής, και ήταν έτοιμος να τρέξει, να κυνηγήσει τον άλλον που έφευγε. Αμέσως τότε ο Αμερικάνος πρόφτασε να δείξει στο φως του φαναριού το τάλιρο που είχε στο χέρι, και να πει:
-Στάσου, πάρε αυτό το ντόλαρ.
Διχασμένο ανάμεσα σε δυο φόβους και δυο επιθυμίες, το παιδί στάθηκε μην ξέροντας τι να κάνει, και τα γόνατα του έτρεμαν, ενώ η όψη του φαινόταν κάπως φοβισμένη.
-Δυο λόγια να μου πεις θέλω, είπε ο ξένος άνω τελεία αυτό το σπίτι, επήγατε απάνου, ποιος ζεί;
Το παιδί δεν κατάλαβε καλά.
-Τι λες, μπάρμπα; είπε καθώς άρχισε να παίρνει θάρρος.
Ο ξένος έβαλε στην τσέπη του το τάλιρο, και προσπάθησε να εξηγηθεί καθαρότερα.
-Επήγατε τώρα απάνω σπίτι άνω τελεία η γριά στην πόρτα ήρθε, ποιος άλλος μαζί της ζει αυτό το σπίτι;
Το παιδί δυσκολεύονταν να καταλάβει. Ωστόσο, αφού πήρε το τάλιρο, κάθε φόβος έφυγε από μέσα του.
-Εδώ απάνω, είπε, είναι η θεια-Κυρατσού άνω τελεία μας έδωσε μια πεντάρα. Είναι κι άλλη μία, δεν ξέρω τι την έχει.
-Θυγατέρα της απάνω μαζί της είναι;
-Θυγατέρα της πρέπει να ΄ναι ναι.
-Είναι παντρεμένη θυγατέρα της;
-Δεν ξέρω αν είναι παντρεμένη άνω τελεία μα δεν φαίνετε να ΄χει άνδρα.
-Και πόσα χρόνια είναι θυγατέρα της;
-Δεν ξέρω πόσα χρόνια είναι άνω τελεία μα πρέπει να ΄ναι καθώς γεννήθηκε έως τώρα.
Και το παιδί, ξαναπαίρνοντας το φανάρι του, έφυγε τρέχοντας, ενώ έσφιγγε στη παλάμη του το τάλιρο. Έτρεχε να βρει τον Γρηγόρη, να του ζητήσει το μερίδιο του. Ο ξένος δεν δοκίμασε να το εμποδίσει.
Μετά από αυτά ο Αμερικάνος απομακρύνθηκε, κατέβηκε στην παραθαλάσσια αγορά, όπου δύο ή τρία καφενεία είχαν φως, κοίταξε σε ποιο από αυτά ήταν λιγότεροι θαμώνες, και μπήκε σε ένα όπου μόνο έναν άνθρωπο είδε, τον καφετζή. Ο γέρος, μόλις είχε ξυριστεί, με το μουστάκι στριμμένο, με τη βράκα κοντή, με ψηλές μπότες, με την ποδιά καθαρή, ετοιμαζόταν, φαίνετε, να κλείσει, αλλά όταν είδε τον Αμερικάνο να έχει μπει, τον κοίταξε με περιέργεια. Αυτός παράγγειλε να του δώσει ρούμι, αφού έριξε μια δεκάρα στον πάγκο. Όταν είδε ο μπαρμπ΄ Αναγνώστης τη δεκάρα, θέλησε να του δώσει ρέστα την πεντάρα, αλλά ο άνθρωπος είπε: «Νόου! νόου!», και τότε ο καφετζής του έβαλε κι άλλο ρούμι, για την πεντάρα, όπως νόμιζε άνω τελεία αλλά ο ξένος έριξε πάνω στο τραπέζι κι άλλη δεκάρα. «Δεν θα ξέρει ρωμαίικα, όπως φαίνεται», συλλογίστηκε ο μπαρμπ΄ Αναγνώστης, και για να δοκιμάσει, γύρισε και τον ρώτησε:
-Τώρα νεοφερμένος είστε;
-Εγώ σήμερα έφτασα, με καπετάν Γιάννη γολέτα.
-Του καπετάν Γιάννη του Ιμβριώτη;
-Ναι, μπορείς ελόγου σου να κάνεις ποντς;
-Μετά χαράς, είπε ο μπαμπ΄ Αναγνώστης.
Κι αφού προσπάθησε να ξαναφέρει στη μνήμη τις παλιές του γνώσεις, δοκίμασε να φτιάξει πόντσι, αλλά το ρούμι δεν άναβε, κι έτσι το πρόσφερε όπως όπως στον ξένο. Αυτός δεν έκανε καμιά παρατήρηση, κι έριξε ένα ασημένιο σελίνι πάνω στο τραπέζι.
Ομπαρμπ΄ Αναγνώστης το πήρε.
-Πόσα πάει αυτό;
-Δεν ξέρω εγώ μονέδα του τόπου, είπε ο άγνωστος.
Ο γέρος άνοιξε το συρτάρι του, και κοίταξε αν θα είχε αρκετά κέρματα για να δώσει τα ρέστα, αλλά δεν έβρισκε περισσότερα από ογδόντα λεπτά σε δεκάρες, πεντάρες και δίλεπτα. Η συνείδησή του όμως δεν τον άφηνε να εξαπατήσει τον πελάτη, και είπε:
-Σφάντζικο δε σας βρίσκεται, κύριε;
-Δεν έχω μονέδα άλλη από Αγγλία και Αμέρικα, είπε ο ξένος.
-Δεν βγαίνουν τα ρέστα κύριε. Πάρτε το ασημένιο σας. Αυτό θα πάει, πιστεύω, ως μια και τριανταπέντε, μια και σαράντα. Αύριο μου δίνετε είκοσι λεπτά.
-Κράτησε το σίλλιν, δεν θέλω ρέστα.
Ο μπαρμπ΄ Αναγνώστης απόμεινε με το στόμα ανοιχτό, με το βλέμμα προσηλωμένο στον ξένο. Αλλά την στιγμή εκείνη μπήκε μια συντροφιά από τρείς ανθρώπους, στάθηκαν μπροστά στον μπάγκο και παράγγειλαν να τους δώσει από ένα ποτό. Ο ένας από τους τρείς αυτούς ανθρώπους, πιωμένος, τραγουδούσε μπερδεμένα:
Ντελμπεντέρισσα Βασσίλω
στρώς΄ το μπράτσο σου να γείρω…
Ο δεύτερος, με γυμνό το στήθος και ξυπόλητος, με τέτοιο κρύο, άρχισε να κοιτάζει επίμονα τον ξένο.
-Κάπου τον είδα εγώ αυτόν, μουρμούρησε μασημένα.
Αυτοί ήταν οι χαμάληδες της πόλης, οι ίδιοι και διαλαλητές, αστεία συντεχνία με τρία μέλη, που περνούσαν τον καιρό τους να πίνουν το βράδυ όλα όσα κέρδιζαν την μέρα. Ο τραγουδηστής άλλαξε ξαφνικά ρυθμό και ήχο και ξανάρχισε:
Έβγα να ιδείς, έβγα να ιδείς
σκύλα, κορμί που τυραγνείς.
-Εβίβα, παιδιά! και τσούγκρισαν δυνατά τα ποτήρια. Κι ο άλλος, ο γυμνόστηθος και γυμνοπόδης, δεν έπαυε να κοιτάζει επίμονα τον άγνωστο. Κι ο πρώτος εξακολουθούσε να τραγουδάει:
Βασίλω μ΄, τα κουμπούρια σου
με τι τα ΄χεις γεμάτα;
Βαριά, π΄ ανάθεμά τα!
Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε βήμα βαρύ μέσα από την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε πάνω στο σπίτι και που, καθώς ήταν φραγμένη με σανίδωμα, έκοβε, μια από τις γωνιές του καφενείου. Και στη πάνω μεριά του σανιδώματος, κάτω από το πάτωμα του σπιτιού, άνοιξε ένα πορτάκι, κι ένα κεφάλι με άσπρο σκούφο, με λευκό μουστάκι και με χοντρά χαρακτηριστικά πρόβαλε από το πορτάκι.

«Ο Αμερικάνος» Μέρος Α'
 Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα 
       για παιδιά και νέους
         Εκδόσεις Άγκυρα
             σελ. 49-54

________________

Για να διαβάσετε τα προηγούμενα πατήστε: 
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (για παιδιά και νέους). Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης  


Ψηφιοποίηση κειμένου Μαρία/Διονυσία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.