Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

Π.Αρσένιος ο Κατάδικος ''ΖΕΚ - 18376'' - Μαρτυρίες 1)Πως βρήκα την πίστη

Π. ΑΡΣΕΝΙΟΣ. Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ
''ΖΕΚ - 18376''



Χρονολογικό διάγραμμα της ζωής του π. Αρσενίου

1894: Γεννιέται στη Μόσχα.
1911: Αποφοιτά από το πρακτικό λύκειο και εγγράφεται στο αυτοκρατορικό πανεπιστήμιο της Μόσχας.
1917: Αποφοιτά από το πανεπιστήμιο. Συντάσσει τις πρώτες τεχνοκριτικές μελέτες για την αρχαία ρωσική αρχιτεκτονική.
1917-1919: Ζει στην έρημο της Όπτινα. Κείρεται μοναχός και χειροτονείται ιερέας.
1919: Με την ευλογία του πατριάρχου Μόσχας αγίου Τύχωνος (11925) ιερουργεί σε ναούς της πρωτεύουσας.
1921: Διορίζεται προϊστάμενος ενοριακού ναού.
1927: Συλλαμβάνεται και εξορίζεται στο βορρά.
1929: Επιστρέφει από την εξορία, αλλά δεν του επιτρέπεται να ζει σε ακτίνα μικρότερη των 100 χιλιομέτρων από τη Μόσχα. Γίνεται πάλι προϊστάμενος ναού. Κατά διαστήματα έρχεται κρυφά στη Μόσχα και συναντά τον ομολογητή επίσκοπο Αθανάσιο Ζαχάρωφ (11962), ο οποίος χειροτονεί πνευματικά του παιδιά.
1931: Συλλαμβάνεται και εξορίζεται για πέντε χρόνια στο Βολογκόντσκ.
1936: Συλλαμβάνεται, φυλακίζεται για ένα χρόνο και εξορίζεται πάλι.
1938: Επιστρέφει από την εξορία με τον όρο να ζει μόνο στις περιοχές Βολογκόντσκ, Βλαντιμίρ και Αρχάγγελσκ.
1939: Εξορίζεται για τρίτη φορά στη Σιβηρία και μετά στα Ουράλια.
1942: Βρίσκεται σε Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος.
1958 (Μάρτιος): Απολύεται από το στρατόπεδο και αναχωρεί για το Ροστώφ -Βελίκι της επαρχίας Γιαροσλάδ.
1975: Αποβιώνει και ενταφιάζεται στο Ροστώφ-Βελίκι.



1). Πως βρήκα την πίστη


Αναμνήσεις της Λιουντμίλα Σεργκέγιεβνα.
 
Στην οικογένεια μου αντιμετώπιζαν τη θρησκεία σχεδόν αδιάφορα. Τιμούσαν, βέβαια, την Εκκλησία, αλλά σαν ένα ιστορικό θεσμό της πατρίδας μας και συνάμα σαν ένα φολκλορικό στοιχείο του εθνικού

μας πολιτισμού.
Ο πατέρας μου, από τη φύση του σκεπτικιστής, ειρωνευόταν τις εκκλησιαστικές τελετές και περιφρονούσε τους κληρικούς, ονομάζοντας τους "μακροχαίτηδες". Η μητέρα μου πήγαινε στην εκκλησία τα Χριστούγεννα, τα θεοφάνεια, το Πάσχα και στις κηδείες συγγενών ή φίλων. Εμένα, πάλι, μου μάθανε το «Πάτερ ημών» και το «Θεοτόκε Παρθένε». Με συμβούλεψαν επίσης να προσεύχομαι "για τον μπαμπά και τη μαμά".
Αυτά είναι όλα όσα γνώριζα γύρω από τη χριστιανική πίστη ως τα δεκαπέντε μου χρόνια - εννοείται, πριν την επανάσταση του 1917.
Στο σχολείο μου φοιτούσαν παιδιά όλων των κοινωνικών στρωμάτων, παιδιά πλουσίων και φτωχών, παιδιά αριστοκρατών και εργατών, παιδιά αστών και αγροτών. Παρ' όλες τις διαφορές τους, σχεδόν στο σύνολο τους επιζητούσαν κάτι νέο, κάτι πρωτοποριακό. Αρνούνταν καθετί παραδοσιακό και «κατεστημένο», έβριζαν τους παπάδες και τους καλογήρους, χλεύαζαν τα θεία μυστήρια και τις εκδηλώσεις της λαϊκής ευσέβειας. Το ίδιο έκανα, φυσικά, κι εγώ.
Η πιο στενή φίλη μου ήταν μια συμμαθήτρια μου, η Σόνια, ένα ευγενικό και χαριτωμένο κορίτσι "από καλή οικογένεια", όπως συνήθιζε να λέει η μητέρα. Ήμασταν αχώριστες. Παντού πηγαίναμε μαζί.
Κάποια μέρα, στη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών, βγήκαμε για ένα περίπατο. Στό δρόμο μας βρήκαμε μιαν εκκλησία. Χωρίς να το πολυσκεφτούμε, μπήκαμε μέσα. Ήταν 6 Αυγούστου, η γιορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.

Προχωρήσαμε μπροστά. Δεν καταλαβαίναμε όσα βλέπαμε και ακούγαμε, αλλά μας άρεσαν όλα - ο λειτουργός με τα ωραία άμφια και τις μεγαλόπρεπες κινήσεις του, ο χορός με τη συναρπαστική ψαλμωδία του, το ευωδιαστό θυμίαμα, οι θαυμάσιες εικόνες, οι ταπεινές φλογίτσες των καντηλιών... Νιώσαμε παράξενα αισθήματα, σαν ν' ανεβήκαμε κάπου ψηλά, σαν να τυλιχτήκαμε στο φως, σαν να πλημμυρίσαμε από μια πρωτόγνωρη χαρά.
Μείναμε ως το τέλος της λειτουργίας. Βγαίνοντας, η Σόνια μου είπε:
- Λιούντα, πόσο όμορφα αισθάνομαι! Πόσο χαρούμενη είναι η ψυχή μου!
Σύντομα ξαναπήγαμε σ' εκείνον το ναό. και ξαναπήγαμε... Τελικά, κι εμείς δεν ξέρουμε πως, συχνά-πυκνά ήμασταν εκεί .
Η Σόνια έπιασε γνωριμίες με πολλούς πιστούς. Άρχισε να συζητάει με μερικούς απ' αυτούς για το Θεό, την πίστη, την πνευματική ζωή. και δεν άργησε να πάει για εξομολόγηση.
Με το πες-πες, με κατάφερε κι εμένα να εξομολογηθώ. Ετοιμάστηκα να φανερώσω στον ιερέα τις αντιλήψεις και τις διαθέσεις μου. Τον είχα δει πολλές φορές να λειτουργεί και να κηρύσσει από τον άμβωνα. . Ήταν νέος, ξερακιανός, μέτριου αναστήματος, με πρόσωπο μάλλον άσχημο αλλά συμπαθητικό και καλοσυνάτο ο π. Αρσένιος!
Τον πλησίασα και γονάτισα. Έκανα ν' αρχίσω, μα δεν άρθρωνα λέξη. Σάστισα και ξέχασα όλα όσα ήθελα να πω.
Εκείνος περίμενε αμίλητος, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο στήθος και τα μάτια κλειστά. Η κουραστική σιγή κράτησε αρκετά λεπτά, ώσπου την έσπασε η ευγενική και στοργική φωνή του εξομολόγου.
- Γιατί ήρθατε;
Με την ερώτηση του, λες και πάτησε ένα αόρατο κουμπί, που ενεργοποίησε το νου μου. Άρχισα να του μιλάω για τον εαυτό μου και τη ζωή μου, για τη Σόνια και τη φιλία μας, για το τι μ' αρέσει και τι όχι στην Εκκλησία... Κατέληξα με την ομολογία, πως οι ακολουθίες μου είναι ακατανόητες.
Με άκουσε υπομονετικά, χωρίς να με διακόψει ούτε μια φορά. Σαν τέλειωσα, μου έκανε διάφορες ερωτήσεις γύρω από την πίστη και τη ζωή. Άλλοτε απαντούσα και άλλοτε σώπαινα, μη γνωρίζοντας τι να πω. Τότε απαντούσε εκείνος, μιλώντας μου για την αμαρτία, τη μετάνοια, την προσευχή, την αγάπη, τα καλά έργα.
Στο τέλος με ρώτησε:
- Έχετε μήπως κανένα σοβαρό πρόβλημα, καμιά ανησυχία;
- Σήκωσα αμήχανα τους ώμους. Όχι, ούτε πρόβλημα έχω ούτε με ανησυχεί τίποτα...
- Πολύ καλά... Θα σας φέρω σε επαφή με μια ψυχή αγαθή κι ευλογημένη, που γνωρίζει καλά την ορθόδοξη πίστη. Θα σας βοηθήσει να καταλάβετε πολλά, να καταλάβετε πρωτίστως τη σημασία του μεγάλου μυστηρίου της εξομολογήσεως, που καθαρίζει την ψυχή από κάθε μολυσμό, από κάθε αμαρτία. Έχετε πολλά να μάθετε... και τότε θα έρθετε με άλλη διάθεση.
Με ευλόγησε, αλλά δεν μου διάβασε τη συγχωρητική ευχή. Δεν ήμουν ακόμα έτοιμη, είπε, για μια σωστή εξομολόγηση.
Αργότερα, στη διάρκεια της ακολουθίας, μ' έτρωγαν οι λογισμοί. Ποιο να 'ταν άραγε το πρόσωπο που θα μου γνώριζε ο παπάς; Ασφαλώς καμιά γριούλα... Αλίμονο μου! Θα με πέθαινε στο κήρυγμα και το κανονάρχισμα! Δύο-τρείς φορές σκέφτηκα να το βάλω στα πόδια, μα κρατήθηκα. και ύστερα...
Ύστερ' από την ακολουθία ο π. Αρσένιος μου σύστησε τη Ναταλία Πετρόβνα. Ώ Θεέ μου! Πόσο την ευγνωμονώ! Από τη μέρα εκείνη έγινε ο καλός μου άγγελος. Δεν λογάριασε μήτε χρόνο μήτε δυνάμεις στην προσπάθεια της να μου συμπαρασταθεί, να με διδάξει, να με διαφωτίσει, ν' απαντήσει σ' όλα μου τα ερωτήματα και να μου προσφέρει βοήθεια σε κάθε δύσκολη περίσταση.
"Ναταλία Πετρόβνα", έτσι την αποκαλούσα, κι ας ήταν μόλις 24 χρονών. Εδώ και δέκα μόνο χρόνια άρχισα να τη φωνάζω "Νατάσα".
Έξι μήνες αφότου τη γνώρισα, πήγα να εξομολογηθώ στον π. Αρσένιο, με τη γνώση πια και τη συναίσθηση ενός συνειδητά πιστού ανθρώπου. Από τότε η ζωή μου πήρε άλλο δρόμο. Προσευχόμουν καθημερινά, εκκλησιαζόμουν τακτικά, παρακολουθούσα τα κηρύγματα του γέροντα, συμμετείχα στους κύκλους αγιογραφικών και πατερικών μελετών, διάβαζα ορθόδοξα βιβλία, συζητούσα πολύ με τη Ναταλία και άλλους αδελφούς. Έτσι σιγά-σιγά διαμορφώθηκε μέσα μου μια χριστιανική συνείδηση, που χρωμάτισε ολόκληρη την πολιτεία μου: την προσωπική μου ζωή, τις σχέσεις μου με τους άλλους, τη στάση μου απέναντι στα μεγάλα υπαρξιακά και κοινωνικά προβλήματα του ανθρώπου. Η αλλαγή μου ήταν φανερή σε όλους. και ο καιρός περνούσε...
Τα πρώτα χρόνια οι γονείς μου γελούσαν συγκαταβατικά μαζί μου. Θεωρούσαν τον εκκλησιασμό άσκοπο, όχι όμως και βλαβερό ή επικίνδυνο.
- Παιδιάστικα καμώματα, έλεγαν για τις ευσεβείς εκδηλώσεις μου.
Ο πατέρας, ωστόσο, είχε γίνει πιο πικρόχολος στα σχόλια του. Έλεγε χλευαστικά ανέκδοτα για τους κληρικούς και ανέφερε συχνά αρνητικές απόψεις του Βολταίρου για τη θρησκεία.
Με τον καιρό οι σχέσεις μας οξύνθηκαν. Αγρίευαν όταν νήστευα. Δεν μ' άφηναν να προσευχηθώ. Πίστευαν ότι πλανεύτηκα, ότι κυριεύτηκα από κάποια ψυχοπαθολογική θρησκομανία.
Κάποιο Σάββατο η μητέρα, χωρίς να μου πει τίποτα, πήγε να βρει τον π. Αρσένιο. Έμεινε σ' όλη την ακολουθία αλλά δεν κατόρθωσε να τον δει, γιατί είχε πολλές άλλες προκαθορισμένες συναντήσεις. Αποφασισμένη όμως να βρει μιαν άκρη με τις "παραξενιές" της "προβληματικής" κόρης της, ήρθε και την άλλη μέρα στην κυριακάτικη λειτουργία.
Ταράχθηκα όταν την είδα στην εκκλησία. Φοβήθηκα μη δημιουργήσει επεισόδιο. Η Νατάσα με καθησύχασε:
- Στήριξε τις ελπίδες σου στο έλεος του Θεού, και όλα θα πάνε καλά.
Έφυγα αμέσως μετά τη λειτουργία χωρίς να πλησιάσω τη μητέρα. Εκείνη ήρθε στο σπίτι αργότερα. Ήταν σοβαρή και αμίλητη, αλλά φαινόταν ήρεμη. Δεν μου είπε τίποτα. Μήτε παρατήρηση μου ξανάκανε για τη ζωή μου. και το σπουδαιότερο: Μετά τη συνάντηση της με τον π. Αρσένιο, άρχισε να πηγαίνει κι εκείνη στην εκκλησία πολύ συχνά.
Σε λίγο καιρό η σαρκική μου μητέρα είχε γίνει... πνευματική μου αδελφή! Προσευχόταν, νήστευε, συμμετείχε στα θεία μυστήρια, αγωνιζόταν πνευματικά.
Στο μεταξύ και ο πατέρας σταμάτησε τις ειρωνείες του. Συζήτησε, καθώς φαίνεται, με τη μητέρα, που τον καθησύχασε. Έτσι αποδέχθηκε σιωπηρά τον τρόπο της ζωής μου. Ο καημένος ο πατέρας ήταν άνθρωπος σπάνιας καλοσύνης και πλατειάς παιδείας, αγαθός αλλά και σπιρτόζος μαζί, μόνο που δεν είχε προσωπική γνώμη για τίποτα. Η απεριόριστη αγάπη του για τη μητέρα τον έκανε να τα βλέπει όλα με τα δικά της μάτια!
Σήμερα μπορώ να πω ξεκάθαρα και ανεπιφύλακτα, πως ό,τι έχω και ό,τι είμαι το οφείλω στο Θεό και την Εκκλησία. Μόνο χάρη στην πίστη γέμισε η ζωή μου φως, χαρά κι ελπίδα, παρά τον κλήρο των σκληρών δοκιμασιών που μου έλαχε με του Κυρίου την παραχώρηση.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1920, λίγο πριν συλληφθεί και εξοριστεί, ο π. Αρσένιος μου είπε:
- Λιούντα, ο Θεός σου έδωσε πολλά μέχρι σήμερα. Ωστόσο, ας μην επαναπαυτείς στα θέματα της πίστεως και της χριστιανικής ζωής πρέπει να έχεις πάντα πνεύμα μαθητείας.

www.pigizois.net

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.